Ὄψεις τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας
Τοῦ πρωτ. π. Βασιλείου Ἀ. Γεωργοπούλου,
Λέκτορος Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ
Ὁ
Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τήν ἔκφραση «μυστήριο τῆς ἀνομίας» (Β΄ Θεσ.
2, 7), γιά νά περιγράψει ἕνα διαχρονικό, μόνιμο καί ποικιλόμορφο συνασπισμό ὅλων
τῶν ἀντίθεων καί ἀντίχριστων δυνάμεων μέσα στήν ἱστορία, πού ἐργάστηκαν, ἐργάζονται
καί θά ἐργάζονται, γιά νά σμικρύνουν καί νά ἀκυρώσουν τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Σωτῆρος
Χριστοῦ.
Βασική
παράμετρο τοῦ «μυστηρίου τῆς ἀνομίας» ἀποτελοῦν καί οἱ αἱρέσεις. Ἐκφράζοντας
τήν Πατερική καί Ἐκκλησιαστική Παράδοση ἐπ᾽ αὐτοῦ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Δαμασκηνός, ἕνας ἐκ τῶν πλέον ἐπιφανῶν ἐκφραστῶν της, μᾶς τό ὑπενθυμίζει κατά
τρόπο ἀναμφισβήτητο: «"Μυστήριον ἀνομίας" τάς τῶν αἱρέσεων
διδασκαλίας εἶναί φησι καί τά ψευδῆ αὐτῶν δόγματα. Ἐκείνου γάρ προβαδίζουσιν ὁδοποιοῦντες
αὐτῷ καί καιρόν ἀπάτης παρεχόμενοι· ἐξεληλύθεισαν δέ ἤδη ἀπό τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων
αἱ αἱρέσεις» (ΕΠΕ 12, 282).
Μέσα
στήν Καινή Διαθήκη ἐπισημαίνονται διάφορες ὄψεις τοῦ «μυστηρίου τῆς ἀνομίας»
καί τῶν ποικιλόμορφων ἐκδηλώσεών του. Ἡ καταγραφή εἶναι σαφής, λιτή καί οἱ
προτροπές πρός τούς χριστιανούς συγκεκριμένες.
Μιά
πρώτη καταγραφή καί ἐπισήμανση, πού ἀφορᾶ στό «μυστήριο τῆς ἀνομίας» προέρχεται
ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, λίγο πρίν τό ἐκούσιο Πάθος Του. Ἀναφέρεται στούς
ψευδόχριστους καί στούς ψευδομεσσίες, πού θά ἐμφανιστοῦν μέσα στήν ἱστορία σέ
συνδυασμό μάλιστα μέ τό μόνιμο πειρασμό πολλῶν ἀνθρώπων νά καθορίσουν τό τέλος
τοῦ κόσμου (Ματθ. 24, 3-6). Ἡ προτροπή τοῦ Κυρίου εἶναι σαφής καί ἀναμφισβήτητη:
«Προσέχετε μή σᾶς πλανήση κάποιος» (Ματθ. 24, 4).
Ἡ
ἴδια ἐπισήμανση θά ἐπαναληφθεῖ μέ ἀνάλογη ἀφορμή γιά τό ἴδιο θέμα ἀπό τόν Ἀπόστολο
Παῦλο στούς Θεσσαλονικεῖς: «Μή σᾶς ἐξαπατήση κανείς γιά κανένα λόγο» (Β΄Θεσ. 2,
3). Ὑπάρχει ἐδῶ ὅμως, μιά ἐπιπλέον λεπτομέρεια πολύ βασική. Λεπτομέρεια, πού θά
συσχετιστεῖ μέ πολλές αἱρετικές καί παραχριστιανικές κινήσεις μέσα στήν ἱστορία.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος συμβουλεύει τούς Θεσσαλονικεῖς καί διαχρονικά ὅλους τούς
χριστιανούς νά μή πιστεύουν ποτέ κάποιον, πού θά ἐπικαλεῖται δῆθεν ἰδιωτικές ἀποκαλύψεις
ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ἤ γραπτά κείμενα, πού θά ἔχουν ψευδεπίγραφη ἀποστολική
προέλευση (Β΄ Θεσ. 2, 2). Πηγές δηλαδή «ἀποκαλύψεων» καί διδασκαλίες ἐξω-εκκλησιαστικές.
Ὁ
ἴδιος Ἀπόστολος θά ἐπανέλθει στό ζήτημα τοῦ κινδύνου νά ἐξαπατηθοῦν οἱ
χριστιανοί καί στήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή του, δύο φορές μάλιστα. Τούς
τονίζει νά προσ έχουν νά μή τούς ἐξαπατήσει κάποιος μέ λογικοφανεῖς
συλλογισμούς ἀνθρώπινης σοφίας, μέ ἀνθρώπινες παραδόσεις, πού θεμελιώνονται σέ
μιά ψευδεπίγραφη πίστη καί ὄχι στή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ (Κολ. 2, 4. 8).
Ἀνάλογες
πτυχές τοῦ «μυστηρίου τῆς ἀνομίας» θά περιγράψει καί θά ἀναφέρει καί ὁ Εὐαγγελιστής
Ἰωάννης. Ὅλους αὐτούς, πού ἀντιστρατεύονται καί ἐπιχειροῦν νά ἀκυρώσουν τό ἔργο
τοῦ Χριστοῦ, στήν ἐποχή του ἦταν τά πρώιμα Γνωστικά συστήματα, τούς
χαρακτηρίζει ἀντίχριστους (Α΄ Ἰωάν. 2, 18. Β΄ Ἰωάν. 6, 7). Καί στή συνέχεια
κάνει λόγο γιά τούς ψευδοπροφῆτες, πού ὑπάρχουν μέσα στόν κόσμο (Α΄ Ἰωάν. 4, 2).
Ὁ
ἴδιος Εὐαγγελιστής ὅμως θέτει ἕνα βασικό κριτήριο, ἀνυπέρβλητο καί μοναδικό
διαχρονικά, γιά νά ἀξιολογοῦν οἱ χριστιανοί τήν προέλευση καί τήν ἀξιοπιστία τῶν
διαφόρων διδασκαλιῶν. Τό κριτήριο αὐτό εἶναι ἡ «διδαχή τοῦ Χριστοῦ», ποιός τή
διατηρεῖ στό ἀκέραιο «ὁ μένων ἐν τῇ διδαχῇ» (Β΄ Ἰωάν. 9) καί ποιός τήν
παραδίδει ἀκέραια «εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει»
(Β΄ Ἰωάν. 10). Ἡ διδαχή αὐτή εἶναι ἡ διαχρονικῶς ἀμετάβλητη ἐκκλησιαστική
διδασκαλία καί ἐμπειρία καί ὄχι κάποια ἰδεολογία.
Ὄψεις
ὅμως τοῦ «μυστηρίου τῆς ἀνομίας» ἀναφέρει καί καταγράφει καί ὁ Ἀπόστολος
Πέτρος. Ὁλόκληρο τό δεύτερο κεφάλαιο τῆς Β΄ Καθολικῆς Ἐπιστολῆς του εἶναι ἀφιερωμένο
στούς ψευδοδιδασκάλους «οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας» (Β΄ Πέτρ. 2,
1). Ἡ ἀνάλυση, τά χαρακτηριστικά, οἱ πρακτικές καί οἱ μεθοδεύσεις τῶν
ψευδοδιδασκάλων περιγράφονται μέ τρόπο χαρακτηριστικό, μέ τήν ἐπισήμανση, ἐπιπλέον,
πώς ἡ πλάνη περί τήν πίστη εἰσάγει ταυτοχρόνως ἀλλότριο καί ἀντιευαγγελικό ἦθος.
Πτυχές
τοῦ «μυστηρίου τῆς ἀνομίας» περιγράφονται καί στό ἱερό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως
στίς ἐπιστολές πρός τίς 7 τοπικές ἐκ κλησίες, πού ἀναφέρονται στό δεύτερο καί
τρίτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου. Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά:
α)
«Τούς λέγοντας ἑαυτούς ἀποστόλους εἶναι, καί οὐκ εἰσί» (Ἀποκ. 2, 2).
β)
«Συναγωγή τοῦ Σατανᾶ» (Ἀποκ. 2, 9).
γ)
«Διδαχή τῶν Νικολαϊτῶν» (Ἀποκ. 2, 15).
δ)
Ὁμιλεῖ γιά τήν Ἰεζάβελ, μιά γυναίκα, πού εἶχε ὁράματα καί ἀποκαλύψεις «ἥ λέγει ἑαυτήν
προφῆτιν καί διδάσκει καί πλανᾶ τούς ἐμούς δούλους» (Ἀποκ. 2, 20).
Τά
ὅσα ἀναφέραμε δέν ἐξαν τλοῦν τίς ὄψεις τοῦ «μυστηρίου τῆς ἀνομίας», ὅπως αὐτό
περιγράφεται ἤδη μέσα στήν Καινή Διαθήκη. Εἶναι ὅμως παραδείγματα ἀντιπροσωπευτικά
στό πῶς αὐτό ἐκδηλώνεται μέσα στήν ἱστορία.
Βεβαίως
ἀπέναντι στίς ψευδαισθήσεις τῶν ἐκπροσώπων τοῦ «μυστηρίου τῆς ἀνομίας», ὑπάρχει
ἡ ἀψευδής διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου τῆς ἱστορίας, πού εἶναι τό «Α καί τό Ω (...) ὁ
ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ» (Ἀποκ. 1, 8) ὅτι καί «πύλαι ἅδου»
(Ματθ. 16, 18) δέν θά μπορέσουν νά καταλύσουν ποτέ τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ
χριστιανοί ὅμως ὀφείλουν νά προσέχουν νά μή τούς ἐξαπατήσει κανείς.
Ορθόδοξος Τύπος, 07/03/ 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου