ΤΟ ΑΤΟΜΙΚΟΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΝΑ ΚΑΘΟΡIΖΗ Η ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΥΛΗΝ ΤΟΥ ΜτΘ
1ον
1ον
Ὡς
γνωστὸν τὸ ἀτομικὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀναγνωρίζεται σὲ ὅλους
τοὺς πολίτες (ἄρθρον 13 τοῦ Συντάγματος, ἄρθρον 9 τῆς
Εὐρωπ. Συμβ. Ἀνθρ. Δικαιωμάτων ἄρθρον 10 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Χάρτας Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων) εἰδικώτερον εἰς ὅλα τὰ φυσικὰ πρόσωπα καὶ βεβαίως καὶ εἰς τὰ νομικὰ πρόσωπα, ποὺ εἶναι φορεῖς τοῦ ἐν λόγῳ ἀτομικοῦ δικαιώματος, ὅπως εἶναι οἱ ἐκκλησίες καὶ οἱ θρησκευτικὲς ὀργανώσεις. Εἰς τὰ ἐν λόγῳ νομικὰ πρόσωπα ἀναγνωρίζεται ἐπὶ πλέον καὶ τὸ ἀτομικὸν δικαίωμα «τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τους», (εἰδικὴ ἀνάπτυξη τοῦ ὁποίου ἔχω παραθέσει παλαιότερον εἰς τὸ παρὸν περιοδικό)1, ἤτοι τὸ δικαίωμα νὰ καθορίζουν οἱ ἴδιες τὰ τῆς ἐσωτερικῆς τους ὀργανώσεως καὶ τὰ τῆς λατρείας τους, χωρὶς καμμία ἀρχὴ νὰ δικαιοῦται νὰ ἐπέμβει καὶ νὰ καθορίσει ἐκείνη τὰ στοιχεῖα αὐτὰ οὐδὲ ἐπ’ ἐλάχιστον. Ἄλλως ἀνακύπτει σοβαρὸ θέμα ἀντισυνταγματικότητος.
Εἶναι σαφὲς δὲ ὅτι εἰς τὸν ἐν λόγῳ τομέα τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τους περιλαμβάνεται καὶ ἡ διδασκαλία τῆς θρησκείας τους, ὁπότε οἱ ἐν λόγῳ θρησκευτικὲς ὀργανώσεις μόνον ἐκεῖνες δικαιοῦνται, νὰ προσδιορίζουν, συνθέτουν, καταρτίζουν κ.λπ. τὴν διδακτέαν ὕλη τῆς θρησκείας τους καὶ εἰδικώτερον τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ὀψέποτε, ὁποτεδήποτε καὶ ἀπὸ ὁποιονδήποτε φορέα ἀποφασισθεῖ μία τοιαύτη διδασκαλία, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ γίνεται εἴτε ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς θρησκευτικὲς ὀργανώσεις εἴτε ἀπὸ ἄλλον φορέα κυρίως δὲ ἀπὸ τὸ κράτος, ὅταν εἰς τὸ κράτος αὐτὸ τὸ Σύνταγμά του προσδιορίζει ὁρισμένη θρησκεία ὡς ἐπικρατοῦσα (ὅπως π.χ. εἰς τὴν Ἑλ λάδα, Ἀγγλία, σκανδιναυϊκὲς χῶρες, χῶρες μὲ καθολικὴ θρησκεία, ποὺ ἔχουν συνάψει κονκορδάτο μὲ τὸν Πάπα κ.λπ.) ἢ ἡ πλειοψηφία τοῦ πληθυσμοῦ ἀνήκει σὲ συγκεκριμένη θρησκεία.
Ἐπισημαίνουμε δὲ ἐπ’ εὐκαιρίᾳ ὅτι κατ᾽ ἄρθρον 2 τοῦ Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη ὑποχρεοῦνται, νὰ σέβονται τὸ δικαίωμα τῶν γονέων, νὰ ἐξασφαλίζουν διὰ τὰ τέκνα τους ἐκπαίδευση σύμφωνη πρὸς τὶς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Ὡς γνωστὸν εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸ Σύνταγμα εἰς τὸ ἄρθρον 3 ἀναγνωρίζει ὡς ἐπικρατοῦσα θρησκεία τὴν Ὀρθόδοξο Χριστιανική, ἀναφέρεται δὲ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τῆς ὁποίας καὶ προσδιορίζει τὴν ὀργάνωσή της, τὴν ὑπαγωγή της εἰς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τοὺς κανόνες ποὺ τηρεῖ. Εἰς δὲ τὸ ἄρθρον 16 παρ. 2 ἐπιβάλλει μεταξὺ ἄλλων τὴν διὰ τῆς παιδείας ἀνάπτυξη τῆς «θρησκευτικῆς συνειδήσεως» τῶν μαθητῶν. Ὡς γνωστὸν καὶ ὡς γίνεται παγίως
δεκτόν, ἡ τοιαύτη ἀνάπτυξη πραγματοποιεῖται διὰ τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν
θρησκευτικῶν2.
Μέχρι
στιγμῆς τὸ ἁρμόδιο Ὑ π. Ἐθν. Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων συντάσσει καὶ ἐκδίδει τὸ
ἴδιο ὅλα τὰ σχολικὰ βιβλία, ποὺ διανέμονται εἰς τοὺς μαθητὰς διαμορφῶνον τὴν ὕλην
τους κατὰ τὴν βούλησή του. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ διὰ τὸ βιβλίο τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν. Βεβαίως γνωρίζουμε (ἀκροθιγῶς ἐὰν δὲν ἔχουμε ἐνδιατρίψει εἰδικῶς ἐν
προκειμένῳ) ἢ τεκμαίρεται (κατὰ λογικὴν συνέπειαν) ὅτι τὸ ἐν λόγῳ Ὑπουργεῖο κατὰ
τὴν σύνταξη τῆς ὕλης τῶν σχολικῶν βιβλίων ἀπευθύνεται εἰς τοὺς εἰδικοὺς γνῶστες
τοῦ καθ᾽ ἕκαστα θέματος (κατὰ κανόνα μέσῳ τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου συμφώνως
πρὸς τὸ ἄρθρον 24 τοῦ Ν. 1566/ 1985), τοὺς ὁποίους εἴτε συμβουλεύεται εἴτε τοὺς
ἀναθέτει τὴν σύνταξη τῆς ὕλης, τὴν ὁποίαν τὸ ἴδιο τὸ Ὑπουργεῖο ἐγκρίνει τελικῶς.
Νομικὴ ὅμως δέσμευση τοῦ Ὑπουργείου πρὸς σύνταξη ὁρισμένης ὕλης ὁρισμένου
μαθήματος δὲν ὑ πάρχει. Ὑπενθυμίζουμε ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ, τὸ πλῆθος διαμαρτυριῶν, ποὺ
εἶχαν διατυπωθεῖ πανταχόθεν διὰ ἕνα σχολικὸ ἐγχειρίδιο τοῦ μαθήματος τῆς ἱστορίας,
τὸ ὁποῖο ἀνέφερε ὅτι κατὰ τὴν μικρασιατικὴ καταστροφὴ οἱ Ἕλληνες τῆς Σμύρνης καὶ
τῶν πέριξ πόλεων συνωστίζοντο εἰς τὴν παραλία πρὸς τέρψιν τους (ἢ κάτι τέτοιο)
καὶ ὄχι διότι οἱ Τοῦρκοι Τσέτες τοὺς ἔσφαζαν ἀδιακόπως καὶ ἐκινδύνευε ἡ ζωή
τους. Καὶ ὑποτιθεμένου (δηλ. βεβαιουμένου εἰς τὴν πραγματικότητα) ὅτι ἡ ἄποψη αὐτὴ
τοῦ σχολικοῦ ἐγχειριδίου ἦταν ἐντελῶς ἀνακριβὴς καὶ προκλητικὴ καὶ κατ᾽ ἀκολoυθίαν
παράνομη, ἡ ἀντίστοιχη διοικητικὴ πράξη τοῦ Ὑπουργοῦ, ποὺ ἐνέκρινε τὸ ἐγχειρίδιο
αὐτό, δὲν μποροῦσε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ, διότι ἀποτελοῦσε πράξη διοικητικὴ ὄχι ἀτομική,
ἀλλὰ κανονιστική, ἡ ὁποία ὡς γνωστὸν δὲν προσβάλλεται δι᾽ αἰτήσεως ἀκυρώσεως
(Π.Δ. 18/1989 ἄρθρον 47, τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ συνδρομὴ ἐν νόμου συμφέροντος ἀμέσου
καὶ προσωπικοῦ). Τίθεται κατόπιν τούτου τὸ ἐρώτημα. Τὸ προαναφερθὲν ἀτομικὸν
δικαίωμα τοῦ “αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν ἐκκλησιῶν” (ὡς μία ὑποδιαίρεση τοῦ ἀτομικοῦ
δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας), περιλαμβάνει καὶ τὸν καθορισμὸ τοῦ
περιεχομένου τῆς διδασκαλίας τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας ἢ τῆς ἐπισήμου ἀνεγνωρισμένης
ἐκκλησίας ἢ τῆς κρατικῆς ἐκκλησίας, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει ἐξασφαλίσει τὴν σύμφωνη
γνώμη της;3 Τὸ θέμα αὐτὸ δὲν ἔχει τεθεῖ ποτὲ εἰς τὴν Χώραν μας εὐθέως (δηλ. ἀπὸ
πλευρᾶς Συντάγματος καὶ νόμου). Ἁπλῶς ἔχουν ἐκφρασθεῖ κάποιες ἀπόψεις ἐπιφανειακές.
Ὅμως ἡ ἀπάντηση εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἐρώτημα εἶναι σαφής. Ἐπισημαίνουμε πρὸς τοῦτο
δύο διατάξεις τοῦ Νόμου 590/77, τὶς ἑξῆς: α) Τὸ ἄρθρον 2 τοῦ ἐν λόγῳ νόμου ἀναφέρει
ὅτι “Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συνεργάζεται μετὰ τῆς Πολιτείας προκειμένου περὶ
θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος ὡς τὰ τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς τῆς νεότητος”. Β) Τὸ
δὲ ἄρθρον 9 εἰς μὲν τὴν παράγραφον 1 ἀναφέρει, ποῖες εἶναι οἱ ἁρμοδιότητες τῆς
Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, εἰς δὲ τὸ ἐδάφιον (ε´) μεταξὺ τῶν ἐν λόγῳ ἁρμοδιοτήτων
προσδιορίζει καὶ τὴν ἑξῆς ἐπὶ λέξει: «Παρακολουθεῖ τὸ δογματικὸν περιεχόμενόν
των διὰ τὰ σχολεῖα τῆς στοιχειώδους καὶ μέσης ἐκπαιδεύσεως προοριζομένων
διδακτικῶν βιβλίων τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν». Θὰ πρέπει δὲ νὰ δεχθοῦμε
κατ’ ἀνάγκην, ὅτι ἡ ratio τῶν ἐν λόγῳ διατάξεων δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ ὅτι καὶ ὁ
νόμος καὶ τὸ Σύνταγμα (ἄρθρον 16 παρ. 2) δὲν ἐπιτρέπουν σὲ καμμία περίπτωση τὰ
δόγματα καὶ ἡ διδασκαλία τῆς ὑπὸ τοῦ Συντάγματος καθιερουμένης ὡς ἐπικρατούσης
θρησκείας (ἢ Ἐκκλησίας) νὰ νοθεύονται ὑπὸ κρατικῆς Ἀρχῆς οὐδὲ ἐπ’ ἐλάχιστον. Καὶ
φυσικὰ δὲν ἐπιτρέπεται, νὰ νοθεύονται (παραποιοῦνται κ.λπ.) εἰς τὸν εὐαίσθητον
χῶρο τῆς ἐκπαιδεύσεως καὶ εἰδικώτερον ὅσον ἀφορᾶ τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν. Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία καὶ συνεργάζεται μετὰ τοῦ κράτους κατὰ τὰ ἀνωτέρω
ἐπὶ τοῦ προκειμένου καὶ παρακολουθεῖ τὴν ἐν συνεχείᾳ ἐξέλιξη.
Τίθεται
ὅμως ἐδῶ τὸ ἐρώτημα: Ἐν ὄψει τῶν προαναφερομένων διατάξεων (ποὺ ἔχουν χαρακτήρα
προκαταρκτικόν, συμβουλευτικόν, ἐποπτικὸν κ.ο.κ.), τί δέον γενέσθαι ἐν συνεχείᾳ;
Δηλ. τί δέον γενέσθαι, ἐὰν ἡ Ἐκκλησία διαπιστώσει ὅτι ἡ Πολιτεία προέβη π.χ. εἰς
διατύπωση ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ σχολεῖα νοθευούσης τὴν
διδασκαλίαν της καὶ τὶς ἀρχές της; Εἰς τὴν περίπτωση αὐτὴν εἶναι σαφές, ὅτι ἐπὶ
κυκλοφορίας π.χ. σχολικοῦ βιβλίου περὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, τοῦ ὁποίου
ἡ ὕλη παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἔχουμε
ἀδιαμφισβητήτως «διατάραξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δι᾽ ἑτεροδιδασκαλίας». Τὴν
περίπτωση αὐτὴν τὴν ἔχει ἤδη προβλέψει ὁ νόμος ρητῶς καὶ ἔχει μεριμνήσει διὰ τὴν
ἀντιμετώπισή της. Πρόκειται περὶ τοῦ ἄρθρου 9 παρ. 1 ἐδάφιον (ζ) τοῦ ἰδίου ὡς ἄνω
νόμου 590/77, τὸ ὁποῖον ἀναφέρει, ὅτι Ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος (ΔΙΣ): «Εἰς
περίπτωσιν διαταράξεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δι᾽ ἑτεροδιδασκαλίαςἢ ἄλλης ἐπεμβάσεως
εἰς βάρος αὐτῆς ζητεῖ τὴν ἐπέμβαση τῶν ἁρμοδίων Ἀρχῶν». Φυσικὰ ἐδῶ ἡ ἐν λόγῳ ἑτεροδιδασκαλία
ἢ ἄλλη ἐπέμβαση ἡ ὡς ἄνω διάταξη δὲν μᾶς προσδιορίζει ἀπὸ ποῦ μπορεῖ νὰ
προέρχεται. Ὡς ἐκ τούτου κατὰ λογικὴν συνέπειαν θὰ πρέπει νὰ καταλήξουμε ὅτι ἡ ἐνέργεια
αὐτὴ μπορεῖ νὰ προέρχεται ἀπὸ ὁπουδήποτε καὶ βεβαίως καὶ ἀπὸ κρατικὴν ὑπηρεσίαν.
Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Ποινικὸς Κῶδιξ εἰς τὰ ἄρθρα 235 ἕως 263Β προβλέπει σειρὰν ὅλην
ἀξιοποίνων πράξεων διαπραττομένων ἀπὸ κρατικὰ ὄργανα καὶ μόνον. Εἰς τὴν παροῦσα
δὲ περίπτωση οὐδόλως ἀποκλείεται ἡ παράβαση τῶν ὡς ἄνω διατάξεων, νὰ συνιστᾶ καὶ
ἀξιόποινη πράξη (π.χ. προσηλυτισμό, παράβαση τῶν ἄρθρων 198 ἕως 201 τοῦ Ποινικοῦ
Κώδικος κ.λπ.) διαπραχθεῖσαν καὶ ἀπὸ κρατικὸ ὄργανο. Φυσικὰ ἡ ἐπέμβαση τῶν Ἀρχῶν,
ποὺ προβλέπει ἐδῶ ὁ νόμος, δὲν ἀφορᾶ ἀπαραιτήτως ἀξιόποινο πράξη. Μπορεῖ ἡ
προσβολὴ νὰ μὴ εἶναι ἀξιόποινη, ἀλλὰ νὰ παραβιάζει ἄλλη διάταξη ἢ καὶ νὰ μὴ
παραβιάζει καμμία διάταξη, ἀλλὰ νὰ ἔχει χαρακτήρα “ἑτεροδιδασκαλίας”, ἤ τοι
νοθεύσεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον καὶ καθ’ οἱονδήποτε
τρόπον.
Ἐπειδὴ
ὅμως πρόκειται ἐδῶ περὶ θέματος λεπτοῦ, ἤδη ὁ νομοθέτης ἐμερίμνησε διὰ τὴν ἐπίλυσή
του ὑπὸ τῶν ὡς ἄνω διατάξεων τοῦ Νόμου 590/77. Ἑπομένως οἱ προαναφερόμενες
διατάξεις δὲν ἀποτελοῦν κενὸν γράμμα ἀλλὰ τυγχάνουν πλή ρους ἐφαρμογῆς καὶ
μάλιστα «εἰδικῆς ἐφαρμογῆς», ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία προσφύγει εἰς τὶς Δημόσιες Ἀρχὲς
γιὰ ὁποιοδήποτε θέμα (καὶ βεβαίως καὶ διὰ τὸ ὑπὸ ἀνάπτυξη) μπορεῖ νὰ κάνει καὶ
μὲ ἄλλες γενικότερες διατάξεις (π.χ. Κῶδιξ Διοικητικῆς Διαδικασίας ἄρθρα 3, 4,
16,
24, 25, 26). Ἄρα οἱ ἐπισημαινόμενες διατάξεις τοῦ Ν. 590/77 ἐνέχουν ὅλως ἰδιαιτέραν
σημασίαν καὶ βεβαίως ἀποτελοῦν παρέκταση τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος
καθ᾽ ἣν ἔκταση ἐπιβάλλει τὴν εἰς τοὺς μαθητὰς τῶν σχολείων παροχὴ «θρησκευτικῆς
συνειδήσεως». Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει ἡ ἐν λόγῳ συνταγματικὴ διάταξη θὰ ἀπέβαινε
γράμμα κενόν, καθ᾽ ὅσον εἰς πᾶσαν περίπτωση τυχὸν καταργήσεως ἢ ἀποδυναμώσεως
τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἢ νοθεύσεως τῆς ὕλης του δὲν ἔχουμε παροχὴ ὑπὸ
τοῦ κράτους γνησίας (κατὰ τὸ Σύνταγμα) θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Θὰ πρέπει δὲ
περαιτέρω νὰ δεχθοῦμε ὅτι οἱ ἐπίμαχες διατάξεις τοῦ Ν. 590/77 ὡς ἀποτελοῦσες εἰς
τὴν πράξη ἐφαρμογὴν τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος δὲν
δύνανται νὰ καταργηθοῦν. Τὸ δεδομένο αὐτὸ τὸ ἔχει ἐπισημάνει
καὶ ἡ νομολογία τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας, ἡ ὁποία ἔχει δεχθεῖ ὅτι δὲν εἶναι
δυνατὴ ἡ κατάργηση νόμου ἐκδοθέντος πρὸς ἐφαρμογὴν συνταγματικῆς διατάξεως, ἑπομένως
ἐξακολουθεῖ, νὰ ἰσχύει ὁ καταργηθεὶς νόμος.4 Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε τοιοῦτος
νόμος προβλέπων τὴν ἐφαρμογὴν συνταγματικῆς δια τάξεως, ἡ διοίκηση θὰ ὤφειλε, νὰ
συμπεριφερθεῖ καὶ νὰ δράσει ὡς ἐὰν ὁ νόμος αὐτὸς ὑπῆρχε, ὡς ἔχω ἀναλύσει εἰδικῶς
παλαιότερον.5
Ἑπομένως
τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας δὲν δικαιοῦται νὰ καθορίζει τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, παρὰ μόνον μὲ συνεργασία καὶ ἔγκριση αὐτῆς ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ τοῦτο διότι φορεὺς τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἶναι
καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τὸ δικαίωμά της δὲ αὐτὸ παραβιάζεται, ὀψέποτε ἡ
Πολιτεία ἀποφασίσει νὰ διδάσκει ὡς ὕλη μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας κείμενο ἢ κείμενα, ποὺ ἡ ἐν λόγῳ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς ἀσυμβίβαστα κατὰ
τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον πρὸς τὶς ἀρχές της καὶ τὴν διδασκαλίαν της. Νομίζουμε ἑπομένως
ὅτι οἱαδήποτε ἄλλη ἄποψη δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθήσει.
Τὰ
ἴδια ἀκριβῶς ἰσχύουν καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα κράτη τῆς Εὐρώπης, ὑπάρχει δὲ ἐπὶ τοῦ
προκειμένου τεράστια ad hoc νομολογία καὶ βιβλιογραφία, εἰς τὴν ὁποίαν ἀξίζει νὰ
ἐμβαθύνουμε. Καὶ ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν Γερμανία, ὅπου συναντοῦμε τὸ περισσότερο ὑλικό,
μὲ τὸ ὁποῖο ἔχουν ἀσχοληθεῖ οἱ πλέον διαπρεπεῖς συγγραφεῖς καὶ πανεπιστημιακοὶ
καθηγηταὶ καὶ ἔχουν προβεῖ σὲ λεπτομερεῖς ἀναλύσεις μὲ ἐκτενῆ ἐπιχειρηματολογία.
Ἰδοὺ λοιπὸν τί προκύπτει εἰδικώτερον ἐν προκειμένῳ:
1) Τὸ
Συνταγματικὸ Δικαστήριο τῆς Γερμανίας (Bundesverfassungsgericht) εἰς τὴν ἀπόφαση
τοῦ BverfGE 123, 39, 52 ἑπ.6 ἐπισημαίνει ὅτι τὸ ἄρθρον 7 παρ. 3 τοῦ γερμανικοῦ
Συντάγματος (Grundgesetz) κατοχυρώνει τὸ ἀτομικὸν δικαίωμα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας,
νὰ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸ κράτος, νὰ καθορίζει τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν,
μόνον μετὰ σύμφωνη γνώμη (in Ubereinstimmung) τῆς Ἐκκλησίας7.
2)Οἱ
v. von Munch καὶ Kunig εἰς τὸ μόλις κυκλοφορῆσαν εἰς 6ην ἔκδοση γνωστὸ κλασσικὸ
ἔργο τους, ποὺ ἀποτελεῖ ἑρμηνεία κατ᾽ ἄρθρον τοῦ Συντάγματος8 ἀναφέρουν ὅτι τὸ
δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ καθορίζει ἡ ἴδια τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
συνιστᾶ ἀτομικὸν δικαίωμα ὑπὲρ αὐτῆς εὐθέως ἐκ τοῦ Συντάγματος προβλεπόμενο, ἐπικαλοῦνται
δὲ τὴν προαναφερομένην ἀπόφαση τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου.
3) Οἱ
ἐπίσης γνωστοὶ ὑπομνηματισταὶ τοῦ γερμανικοῦ Συντάγματος Jarras-Pierroth εἰς τὸ
ἐπίσης μόλις κυκλοφορῆσαν εἰς 12ην ἔκδοση κλασσικὸ ἔργο τους9 ἀναφέρουν, ὅτι oι
Ἐκκλησίες εἶναι φορεῖς (Τrager) τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τοῦ καθορισμοῦ τῆς ὕλης
τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν.
4) Ὁ
F. Hufen10 ἀναφέρει ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ἀτομικὸν δικαίωμα (δηλ. τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ
κράτους νὰ καταρτίζει τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν μόνον κατόπιν
συμφώνου γνώμης τῆς ἀντιστοίχου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας) θεμελειώνει δικαίωμα τῆς
Ἐκκλησίας, νὰ ἀντιτίθεται εἰς πᾶσαν ἀνάμιξη τοῦ κράτους ἐπὶ τοῦ περιεχομένου τῆς
διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν11, ὄχι μόνον ἀρχικῶς ἀλλὰ καὶ εἰς πᾶσαν
περαιτέρω μεταβολὴ τῆς ὕλης. Ἀναφέρει δὲ ἐν συνεχείᾳ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι φορεὺς
τοῦ ἐν προκειμένῳ ἐξειδικευμένου ἀτομικοῦ δικαιώματος καὶ ἔχει ὅλες τὶς ἐξ αὐτοῦ
προκύπτουσες ἐξουσίες.
5) Οἱ
Epping−Hillburger12 ἀναφέρουν ὅτι πᾶσα παρέκκλιση τοῦ κράτους ἐκ τῶν ὑπὸ τῆς
προαναφερομένης συνταγματικῆς διατάξεως ἐπιβαλλομένων εἰς αὐτὸ ὑποχρεώσεων ἀποτελεῖ
παραβίαση/προσβολὴ ἀτομικοῦ δικαιώματος ἀναγνωριζόμενου εἰς τὴν Ἐκκλησία.
6) Ὁ
Rudolf Schmidt13 ἀναφέρει ὅτι ἡ ὡς ἄνω συνταγματικὴ διάταξη θεσπίζει ἀτομικὸ
δικαίωμα τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἀπαίτησή τους ἀπὸ τὸ κράτος, νὰ εἰσαγάγει εἰς τὰ
σχολεῖα ὕλην τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σύμφωνη μὲ τὴν διδασκαλίαν τους, ἐπικαλούμενος
ad hoc νομολογία.
7) Καὶ
πρὸς ἀποφυγὴν ἀσκόπων ἐπαναλήψεων ἐπισημαίνουμε ὅτι τὰ ἴδια ἀκριβῶς δέχονται καὶ
πλῆθος ἄλλων Γερμανῶν συνταγματολόγων μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ πιὸ γνωστοὶ Ipsen14, Schmidt−Seitel15, Epping16, v. Campenhausen − de Wall17,Winter18, Classen19. Ἐπισημαίνουμε δὲ ἐπ᾽
εὐκαιρίᾳ ὅτι ἡ ἐκτενέστερη μελέτη εἰς Γερμανία περὶ τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν (ἐκτάσεως 71 σελίδων) εἶναι ἡ τοῦ πανεπιστημιακοῦ καθηγητοῦ
Christoph Link20, ἡ ὁποία εἰς τὴν σελ. 448 (τοῦ τόμου εἰς τὸν ὁποῖον
δημοσιεύεται) ἀναφέρει ὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὴν Γερμανία τυγχάνει
κατ᾽ οὐσίαν «κηρυγματικὸ» (ἐπὶ λέξει «Kerygmatischer Religionsunterricht»)
ἢ ἄλλως «Ἐκκλησία ἐντὸς τοῦ σχολείου» (ἐπὶ λέξει «Kirche in der Schule»). Ὁ ἴ διος
συγγραφεὺς (σελ. 492) ἀναφέρει ὅτι ἐναντίον τῆς οὕτω πως καθοριζομένης ὕλης τοῦ
μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν ἀναγνωρίζεται εἰς τὸν πολίτη
δικαίωμα προσφυγῆς εἰς τὰ δικαστήρια μὲ αἴτημα τὴν ἀλλοίωση ἢ κατάργησή του. Ἀντιθέτως
ἡ ἀξίωση κατὰ τοῦ κράτους μὲ αἴτημα νὰ διδάσκει ὡς μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τὴν ὕλη,
ποὺ καθορίζει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἀγώγιμη (klagbar)21.
Ἀξίζει
ἐπίσης νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι οἱπροαναφερόμενοι συγγραφεῖς von Munch−Kunig εἰς τὸ
παραπεμπόμενο ἔργον τους (σελ. 661) ἀναφέρουν ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ἀτομικὸ δικαίωμα δὲν
θεσπίζεται μόνον ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τοῦ κράτους, καθ᾽ ὅσον τὸ
μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ συγχρόνως καὶ ἠθικὴ διδασκαλία τῶν μαθητῶν καὶ
συντελεῖ, εἰς τὸ νὰ γίνουν ἔντιμοι καὶ ἠθικοὶ πολίτες.
8) Πρέπει
ἐπίσης νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ Detterbeck22 ἀναφέρει ὅτι ἡ προμνημονευθεῖσα
διάταξη τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ Συντάγματος εἶναι εἰδικὴ καὶ ὑπερέχει τῆς γενικῆς τοῦ ἄρθρου
4 (ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὸ ἀτομικὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας) βάσει τῆς
ἀρχῆς jus specialis derogat generalis.
Ὑποσημειώσεις:
1.Κρίππα,
Τὸ ἀτομικὸν δικαίωμα τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν ἐκκλησιῶν καὶτῶν θρησκευτικῶν
κοινοτήτων (Ἐπιθ. Δημ. Διοικ. Δικ. 2006 σελ. 703 ἑπ.)
2.Βλέπε
ἐκτενῆ βιβλιογραφία καὶ νομολογία ἡμεδαπὴ καὶ ἀλλοδαπὴ περὶ τούτου εἰς Κρίππα, Ἡ
συνταγματικὴ κατοχύρωσις τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν παρ’ ἡμῖν καὶ παρ’ ἀλλοδαπῇ
(περ. «Θεολογία» τόμ. 71 σελ. 311 ἑπ. καὶ μεταγενεστέρως 5η ἔκδ. ἐν ἀνατύπῳ
2013).
3.Ὡς
ἔχω ἀποδείξει μὲ πλήρη στοιχεῖα (Κρίππα, Σχέσεις κράτους – Ἐκκλησίας στὶς χῶρες
–μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, 2008) εἰς τὸν χῶρο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως ὑπάρχουν
ἀρκετὰ κράτη, τὰ ὁποῖα ἀναγνωρίζουν εἴτε ἐπικρατοῦσα θρησκεία/Ἐκκλησία, εἴτε ἀνεγνωρισμένη
Ἐκκλησία, εἴτε ἐπίσημη Ἐκκλησία κ.λπ., τὸ δὲ ἄρθρον 17 τῆς Συνθήκης/ΕΕ ἀναφέρει
ὅτι ἡ Ε.Ε σέβεται καὶ δὲν θίγει τὸ καθεστὼς σχέσεων κράτους − Ἐκκλησίας τῶν χωρῶν
− μελῶν της, ἐπίσης ἀναφέρει ὅτι ἡ ΕΕ διατηρεῖ ἀνοιχτὸ διάλογο μὲ τὶς Ἐκκλησίες
ἀναγνωρίζουσα τὴν συμβολήν τους.
4. ΣτΕ
2056/2000 Δι. Δικ. 2001 σελ. 87 ἑπ. Ὁμοίως καὶ Καλλιαντέρη-Τουτζιαράκη, Ἡ ἀρχὴ
τῆς νομιμότητος, (Ἐπιθ. Δημ. Διοικ. Δικ. 2001 σελ. 28).
5.
Κρίππα, Νομοθετικὸ κενὸ συνταγματικῶς ἀνεπίτρεπτο καὶ ἐν τεῦ θεν ὑποχρεώσεις τῆς
κρατικῆς διοικήσεως (ΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΧΑΤΖΗ, 1989
σελ. 335 ἑπ.). Τὰ ἴδια δέχεται καὶ ἡ ἀλλοδαπὴ θεωρία πρβλ. Ribes,Existe-t-il un droit a la norme? Controle de constitutionnalite et omission legislative
(REVUE BELGE DU DROIT CONSTITUTIONNEL, 1999 σελ. 237 ἐπ.).
6. Βλέπε τὴν ἀπόφαση αὐτὴν εἰς Bumke-Vosskuhle, «Casebook Verfassungsrecht», 5η ἔκδ. 2008 σελ. 165.
7.Ἡ σχετικὴ διάταξη τοῦ Συντάγματος ἔχει ἐπὶ λέξει ὡς ἑξῆς εἰς τὸ πρωτότυπον: «wird der Religionsunterricht in Ubereinstimmungmit den Grundsatzen der Religionsgemeinschaften erteilt».
8. Grundgesetz Kommentar, τόμ 1ος, 6η ἔκδοση 2012 σελ. 665 ἐπὶ λέξει «Unstreitig ist dagegen Art. 7 Abs.
3 ein Grundrecht derReligionsgemeinschaften selbst zu entnehmen».
9. Grundgesetz fur die Bundesrepublik Deutschland
Kommentar, 12η ἔκδ. 2012 σελ. 275.
10. Staatsrecht II Grundrechte, 2007 σελ. 514-515.
11.Abwehrrecht der Religionsgemeinschaften gegen eine Einmisachtung des Staates in die Lehrinhalte (ἡ
ὑπογράμμιση εἶναι τοῦ συγγραφέως).
12. Grundgesetz
– Kommentar, 2009 σελ. 135.
13.Grundrechte, 9η ἔκδ.
2007 σελ. 242-243.
14. Staatsrecht II, Grundrechte, 8η ἔκδ. 2005 σελ. 103.
15.Grundrechte 2α ἔκδ. 2001 σελ. 211.
16. Grundrechte,
2α ἔκδ. 2007 σελ. 210.
17.Staatskirchenrecht, 4η ἔκδ. 2006 σελ. 215.
18. Staatskirchenrecht
der Bundesrepublik Deutschland, 2α ἔκδ. 2008 σελ. 134 - 135.
19. Religionsrecht,
2006 σελ. 203.
20. Der Religionsunterricht in
der geltenden Rechtsordnung, εἰς Handbuch des
Staatskirchenrechts, τόμ. ΙΙ, 1996 σελ. 439 ἔπ.
21.Πρβλ. Umbach-Clemens, Grundgesetz – Mitarbeiter Kommentar
und Handbuch, τόμ. Ι, 2002 σελ. 596, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν ὅτι ἡ ἀξίωση αὐτὴ εἶναι «klagbar» (δηλ. ἀγώγιμη). Ὁμοίως Rademacher,
Schulpflicht auch im Glauben, (Jura, 2008 σελ. 227).
22. Offentliches Recht, 8η ἔκδ. 2011 σελ. 179.
Ορθόδοξος Τύπος, 20/12/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου