Μια απάντηση στην βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ για τις παρελάσεις
«Οι
παρελάσεις, κάθε Οκτώβρη και Μάρτη, σχηματίζουν το ποτάμι της ζωής για να το
βλέπουμε»
Γ.
Ιωάννου «Κοιτάσματα»
Διάβασα
με προσοχή τα δύο κείμενα της κ. Ειρήνης Αγαθοπούλου, βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, στον
νομό Κιλκίς, σχετικά με την αναγκαιότητα των παρελάσεων, το πρώτο, και το
απαντητικό δεύτερο, κατόπιν ερωτήματος αναγνώστη του «ΜΑΧΗΤΗ», για τις
λεγόμενες «παρελάσεις υπερηφανείας» των ομοφυλοφίλων.
Κατ’
αρχάς, αν και νέα, αναμασά παλιά και μουχλιασμένα επιχειρήματα, που
επιπολάζουν, εδώ και δεκαετίες, στα τρικυμιώδες πέλαγος των συνασπισμένων
συνιστωσών της αριστεράς ή αριστερόεσσας.
Λείψανο
του παρελθόντος και η γλώσσα της, το γνωστό αριστεροκομματικό ιδίωμα-η ξύλινη
γλώσσα-που αφού επί μισό αιώνα επιχωρίασε αποκλειστικά στο σύμπαν του ΚΚΕ, ως
σύμπτωμα ιδιοπαθές, τις τελευταίες δεκαετίες υπερέβη το γκέτο του γενεθλίου
χώρου του, με βραδύ βηματισμό αρχικά, για να απλωθεί επί πτερύγων ανέμων εν
συνεχεία και να γνωρίσει ημέρες δόξας λαμπρής με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην
εξουσία το 1981. (Προφανώς οι «ορδές» των οπαδών του Κινήματος, που
μετακινήθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, διαβρώνουν και την γλωσσική του φυσιογνωμία).
Στο
κείμενό της «τι εξυπηρετούν οι παρελάσεις;», η κ. Αγαθοπούλου, θέτει κάποια,
«φιλολογικά» ερωτήματα και απαντά η ίδια. Μέμφει τα παιδιά, τους μαθητές, διότι:
«δεν γνωρίζουν καν τι γιορτάζουμε εκείνη την ημέρα». Είναι απειθάρχητα.
Παρελαύνουν ασύντακτα, «το αρνείται υποσυνείδητα ο οργανισμός τους»
αισθάνονται, δηλαδή, πνευματική αδιαθεσία την ημέρα της παρέλασης. Τα
χρησιμοποιεί η Κυβέρνηση για «να δείξει την ισχύ της». Ελέγχει και τους γονείς
τους, γιατί τα καμαρώνουν, ενώ θα έπρεπε «να τα καμαρώσουν όταν λένε: Mαμά
σήμερα μοιράστηκα το κολατσιό μου με τον φίλο μου, γιατί αυτός δεν είχε».
(Πράγμα που συμβαίνει εδώ και 25 αιώνες στα σχολεία, τα παιδιά πάντα
μοιράζονται και προσφέρουν). Και κλείνει με τα γνωστά, χιλιοειπωμένα περί
μιλιταριστικών, μεταξικών καταλοίπων και λοιπά ηχηρά παρόμοια.
Μιας
και είμαι δάσκαλος, μάχιμος, εδώ και 25 περίπου χρόνια, και κάποιες από τις
αιτιάσεις της με θίγουν προσωπικά, απαντώ τα εξής:
Η
πλειοψηφία των παιδιών ξέρει τι γιορτάζουμε και τι τιμούμε «εκείνη την ημέρα».
Το «η πλειοψηφία δεν γνωρίζει» είναι αυθαίρετη γενίκευση. Και «όπου γενικότης
εκεί και επιπολαιότης» κατά τον αείχλωρο λόγο του Παπαδιαμάντη. Το ότι ρώτησε
παιδιά γνωστών και φίλων της, δεν είναι επιχείρημα. Ας έρθει να ρωτήσει τους
μαθητές της τάξης μου. Γνωρίζει όμως τι διδάσκεται στο σχολείο για την επέτειο;
Ότι στην Ε’ Δημοτικού περιέχεται κείμενο στο βιβλίο Γλώσσας (α΄τεύχος, σελ. 44)
όπου μία οικογένεια, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος πήγε και κρύφτηκε στο υπόγειο; Όταν
τα μήλα είναι ξινά, κ. Αγαθοπούλου, δεν φταίνε τα μήλα, φταίνε οι μηλιές. Και
τέτοιες ξινές, ανιστόρητες μηλιές, τύπου Ρεπούση, με την οποία έχετε ταύτιση
απόψεων σ’ αυτά τα θέματα, «σαπίζουν» τα μήλα.
Και
όταν δεν διδάσκεις ηρωισμό, φιλότιμο, αυτοθυσία, φιλοπατρία άδολη και αγνή,
αλλά πράγματα κακορίζικα, στενά, ξέψυχα και ανούσια, τότε τα παιδιά,
«υποσυνείδητα», νιώθουν ναυτία και δεν πειθαρχούν, γιατί αυτήν την Παιδεία, την
νεοταξική, την αποστρέφονται. Αυτά που ονομάζετε «καλούπια», είναι το στέρεο
και εύφορο έδαφος της εξαίσιας Παράδοσής μας, η οποία «αποπνέει μιάν αρχοντιά
κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων» (Ελύτης).
Το
σχολείο πρέπει να αρδεύεται από τον πολιτισμό που το γέννησε. «Το σχολείο
διδάσκοντας συστηματικά στο παιδί τ’ αγαθά του πολιτισμού του και γνωρίζοντάς
του τον τόπο του, κάνει συνειδητή, συστηματοποεί και απλώνει την εθνική μόρφωση
που παίρνει κάθε παιδί από την εξωσχολική του ζωή... δεν μπορεί η παιδεία μας
ν’ αρνηθεί κάθε εθνική μόρφωση και να γίνει αχρωμάτιστη πανανθρώπινη παιδεία
εκτός τόπου και χρόνου». (Αλ . Δελμούζος, «Μελέτες και πάρεργα», σελ. 42, Αθήνα
1958). Η «εθνική μόρφωση» εμπνέει σεβασμό στους μαθητές, όπως την οραματιζόντα
και ο Αλ.Δελμούζος, και η μόρφωση αυτή στους μικρούς μαθητές επιτυγχάνεται μέσω
της προβολής των μεγάλων, ηρωικών στιγμών του λαού μας.
Αν
μιλήσεις στα παιδιά για τους «πατρικούς» αγώνες και τις θυσίες, για τα κόκκαλα
των Ελλήνων τα ιερά, μετέχουν στην παρέλαση με καμάρι. Εξ άλλου οι παρελάσεις
είναι φανέρωση του «εμείς», της αίσθησης του «συνανήκειν», είναι το ωραιότερο
μάθημα φιλοπατρίας-και τα έθνη λέγονται έθνη «όταν είναι στολισμένα με
πατριωτικά αιστήματα». (Μακρυγιάννης)
Οι
παρελάσεις είναι προσανάμματα μνήμης των αγώνων για πατρίδα ελληνική και όχι
πολυπολιτισμικό... παστίτσιο. Ακόμη και η ενδυματολογική ομοιομορφία υποδηλώνει
την εν Επιδαύρω διακήρυξη των προγόνων μας ότι «όλοι οι Έλληνες εισίν ίσοι
ενώπιον των νόμων, άνευ τινός εξαιρέσεως».
Ξεχνούν
οι πολιτικοί τα επιγραμματικά λόγια του Πολυβίου «...αληθινωτάτην… είναι
παιδείαν και γυμνασίαν προς τας πολιτικάς πράξεις την εκ της ιστορίας
μάθησιν...». (Α,Ι,2).
Συμφωνώ
με τους χαρακτηρισμούς της κ. Αγαθοπούλου, γιά την νυν μνημονιακή Κυβέρνηση,
που υπογράφει με χέρια και ποδάρια ό,τι της σερβίρουν οι τροϊκανές συμμορίες.
Οι παρελάσεις, όπως γίνονται τα τελευταία χρόνια, δεν δείχνουν ισχύ, αλλά
πανικό και αδυναμία της Κυβέρνησης. Με τα προστατευτικά κιγκλιδώματα και τους
χιλιάδες αστυνομικούς, δείχνει την απομόνωσή της από τον λαό, που την θεωρεί
αυτό που είναι: πειθήνιο ενεργούμενο στα κελεύσματα των ξένων.
Οι
γονείς καμαρώνουν τα παιδιά τους στις παρελάσεις και έχω δει πολλούς να
δακρύζουν από συγκίνηση. Εξ άλλου στις 27/10/2009, σε έρευνα της Public Issue, το
78% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι συμφωνούν με τον θεσμό των μαθητικών
παρελάσεων. Άρα η απαίτηση για κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων αντίκειται
στην γενικώς ισχύουσα δημοκρατική Αρχή, σύμφωνα με την οποία, η πλειοψηφία και
όχι η όποια μειοψηφία είναι ο ρυθμιστής των κοινωνικών και πολιτιστικών της
βιωμάτων και συνηθειών.
Οι
παρελάσεις δεν είναι μεταξικό κατάλοιπο, αλλά γίνονταν και παλαιότερα.
Παραπέμπω στο εξαιρετικό, δίτομο έργο του συμπολίτη μας Θ. Βαφειάδη, «Χρονικό
του Κιλκίς 1913-1940», ο οποίος κυριολεκτικά «χτένισε τις πηγές», που γράφει
στον α’ τόμο, σελ. 232-233:
«Αθήνα
21 Ιουνίου 1914. Μετά το πέρας της δοξολογίας άρχισε η παρέλαση των διαφόρων
σωμάτων του στρατού προ του βασιλέως: “Μελαμψοί, δυνατοί, νευρώδεις περνούν οι
στρατιώται ενώ η μουσική της φρουράς παίζει διάφορα εμβατήρια και τον βασιλικόν
ύμνον. Εμπρός από ένα των προχωρούντων λόχων ο πρίγκηψ Αλέξανδρος βαδίζει
υπερήφανα με το κεφάλι ψηλά, σκονισμένος, κοκκινισμένος, ιδρωμένος, χαλκόχρους”.
Μετά
την παρέλαση ο βασιλιάς, αφού συνεχάρη εκ νέου τον επικεφαλής της Γαλλικής
αποστολής Στέφανο Βιλλαρέ και χαιρέτισε τον Μητροπολίτη και το υπουργικό
συμβούλιο, αναχώρησε κάτω από τις ζωηρές επευφημίες του συγκεντρωμένου
πλήθους».
Παρελάσεις
γίνονταν και κατά την περίοδο της Εθνεγερσίας του ’21. Στο βιβλίο του καθ. Ηλ.
Οικονόμου -(σελ. 206)- «Κείμενα Πίστεως και Ελευθερίας», περιγράφεται ένα
περιστατικό που διασώζει ο Φωτάκος στα «απομνημονεύματά» του.
Ο
Παπαφλέσσας με τους αντρειωμένους του σπεύδει προς απελευθέρωση της
Τριπολιτσάς. Καθ’ οδόν περνά μέσα από χωριά, για να δώσει θάρρος στο
αιματοβαμμένο Γένος.
«...Καθώς
έβλεπαν οι Έλληνες τας σημαίας και τους στρατιώτας, εσήμαινον των εκκλησιών τα
σήμαντρα και οι μεν ιερείς έβγαινον ενδεδυμένοι τα ιερά άμφια και με το Ευαγγέλιον
ανά χείρας, οι δε Χριστιανοί άνδρες, γυναίκες και παιδία επαρακαλούσαν τον Θεόν
να τους ενδυναμώνει. Ο Αρχιμανδρίτης (σ.σ. ο Παπαφλέσσας) μάλιστα εφορούσε μίαν
περικεφαλαίαν και διά τούτο τον εκκύταζαν με πολλήν περιέργειαν οι άνθρωποι και
τον εδέχοντο με μεγάλην υποδοχήν.
Είχε
δε σημαιοφόρον ένα καλόγηρο θεόρατο, παπα-Τούρταν ονομαζόμενον, ο οποίος
εκράτει ένα μεγάλο σταυρόν υψηλά εις τα χέρια και επήγαινε μπροστά εις το
στράτευμα. Ο κόσμος εγένετο τοίχος και έκαμαν τον σταυρό τους, καθώς επέρνα ο
καλόγηρος με το σταυρό».
Εδώ
έχουμε μία κανονική περιγραφή παρέλασης, με σημαιοφόρο και τον λαό «να κάμει
τοίχος», όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα στις παρελάσεις.
Καλό
είναι η κ. Αγαθοπούλου να μην υιοθετεί αβασάνιστα τις ανακρίβειες των
εθνομηδενιστών. Η ιστορία είναι ευόλισθον έδαφος και πολλοί αδαείς γλίστρησαν
«κερδίζοντας» ανεπούλωτα τραύματα και στίγματα ανεξίτηλα.
Όσον
αφορά τώρα το δεύτερο κείμενο της βουλευτού, για τις παρελάσεις των
ομοφυλοφίλων, θα ήθελα να ρωτήσω το εξής: Μπορεί να επιδείξει την ίδια ζέση και
το ίδιο σθεναρό πνεύμα υπεράσπισης των παιδιών του λαού που την ψηφίζει αυτή
την φορά, και όχι των λεσβιών, καταγγέλοντας το νυν σχολικό βιβλίο Νεοελληνικής
Γλώσσας, Α’ Γυμνασίου (Τετράδιο Εργασιών,
σελ. 16) το οποίο «διαφημίζει» και προβάλλει, σε 12χρονα παιδιά, με εντελώς
αθώο και ακίνδυνο τρόπο, το βδελυκτόν έγκλημα της παιδεραστίας ή παιδοβιασμού
καλύτερα; Παραθέτω το κείμενο:
«Ο καθηγητής της φιλολογίας έριχνε κάθε μέρα
το μπαλάκι. Όλη η τάξη το έπιανε σαν ένα γαργαλιστικό μήνυμα. Το πετούσε ο ένας
στον άλλον. Χαράς ευαγγέλια. «Οσάκις…» άρχισε τη φράση του ο φιλόλογος. «Ναι.
Ναι. Ο Σάκης! Ο Σάκης!» φώναζαν όλες μαζί οι μαθήτριες γελώντας. Κι ο καθηγητής
τρελαινόταν. «Οσάκις…» επαναλάμβανε τονίζοντας τη λέξη σαν να έλεγε «σκάστε».«Ο
Σάκης! Ο Σάκης!» ακουγόταν πάλι από κάτω και το γέλιο έδινε κι έπαιρνε. Ο
καθηγητής δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιες από τις μαθήτριες ήταν οι δράστες. Η
λέξη – μπαλάκι κυλούσε ακαριαία σε κλάσμα δευτερολέπτου μέσα από τα χείλια τους
που ήταν κρυμμένα στο κάτω μέρος του σκυμμένου τους κεφαλιού. Νόμιζε πως απλώς
επαναλάμβαναν τη λέξη. Πως τις ερέθιζε αυτή η λέξη. Δεν ήταν όμως έτσι. Άλλο
πράγμα το «Οσάκις» κι άλλος άνθρωπος «Ο Σάκης». Ο Σάκης ήταν ηλεκτρολόγος με
μαγαζί. Μεγαλύτερός τους, 20 με 25 ετών. Τα είχε φτιάξει με την Αλέκα. Μια από
τις μαθήτριες της τάξης. Ψηλή κι αδύνατη, με κοντά ξανθά μαλλιά και μεγάλα
καστανά μάτια, μακρύ λαιμό και μακριά χέρια και πόδια, κάπως ξερακιανή, αλλά
ζόρικη. Στα 15-16, όπως όλες τους. Η πρώτη που έβγαινε ραντεβού μήνες τώρα. Ο
Σάκης την περίμενε το μεσημέρι στην άλλη γωνία κι οι άλλες μαθήτριες έτρεχαν
από πίσω της να τον δούνε. Τα σχόλια έδιναν κι έπαιρναν. Ήταν ο πρώτος έρωτας
της τάξης. Ο καθηγητής φώναξε την πρώτη μαθήτρια, τη Μαρία, στο γραφείο του και
τη ρώτησε. «Τι συμβαίνει με το «Οσάκις»; Γιατί αυτή η αντίδραση;» «Δεν ξέρω,
κύριε. Στο δικό μου θρανίο δεν ξέρουμε τίποτα. Το πήραν έτσι φαίνεται και το
διασκεδάζουν» του απάντησε. Ρώτησε κι άλλες μαθήτριες. Μερικές δεν κρατήθηκαν
και γελούσαν. Ο καθηγητής προσπάθησε να βγάλει από το λεξιλόγιό του τη λέξη
«Οσάκις». Αυτή όμως αντιστεκόταν. Του έβγαινε αυθόρμητα, έστω και με κάποια
καθυστέρηση. Τότε, όμως, γινόταν πανζουρλισμός. Σαν να την είχε στερηθεί η τάξη
και ξεσπούσε «Ο Σάκης! Ο Σάκης!», φώναζαν ακόμα πιο δυνατά και γελούσαν με την
καρδιά τους. Γιατί ήταν υπόθεση καρδιάς και όχι γραμματικής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου