Μοιάζει
ἀπίστευτο. Καὶ ὁπωσδήποτε θὰ τὸ θεωρούσαμε βλασφημία νὰ ποῦμε κάτι τέτοιο γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν
παντοδύναμο Θεό μας. Ὅμως ἀκριβῶς ἡ λέξη
αὐτὴ ὑπάρχει μέσα στὸ Εὐαγγέλιο. Μᾶς τὴν παραδίδει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος, καὶ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν
ξεπεράσει ὁ ἀναγνώστης χωρὶς νὰ νιώσει
μέσα του συγκλονισμό, ἂν βέβαια μελετᾶ μὲ προσοχὴ καὶ ἐγρήγορση πνευματικὴ τὴν Ἁγία Γραφή.
Μιὰ
λέξη στὴν ἀρνητική της μορφή: «Οὐκ ἠδύνατο»!
Δὲν
μποροῦσε! Δὲν μποροῦσε ὁ Χριστός;
Τί
δὲν μποροῦσε; Νὰ κάνει θαύματα δὲν μποροῦσε! Τὸ λέει καθαρὰ ὁ Εὐαγγελιστής: «Καὶ
οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ οὐδεμίαν δύναμιν ποιῆσαι...» (Μάρκ.ς΄5-6).
Εἶχε
πάει στὴν πατρίδα του, τὴ Ναζαρέτ, ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του. Κι ὅταν στὴ Συναγωγὴ τὸ
Σάββατο τοὺς μίλησε, οἱ Ναζαρηνοὶ σκανδαλίστηκαν καὶ μὲ γογγυσμὸ καὶ ἀγανάκτηση
ἄρχισαν νὰ κρυφομιλοῦν μεταξύ τους: «Ποῦ τὴ βρῆκε αὐτὸς τέτοια σοφία καὶ δύναμη
νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα; Μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο
καιρὸ δὲν ἦταν μαζί μας, μαραγκὸς ἄσημος,
ἀπὸ ἄσημους γονεῖς καταγόμενος;». Ψιθύριζαν καὶ ἀπιστοῦσαν, δὲν εἶχαν καμιὰ διάθεση νὰ Τὸν ἀποδεχθοῦν ὡς ἀπεσταλμένο ἀπὸ τὸν
Θεό. Τοὺς τὸ εἶπε ἐξάλλου καθαρὰ ὁ ἴδιος
ὁ Κύριος: «Οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ
ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ» (στίχ. 4).
Πουθενὰ
ἀλλοῦ δὲν ἀρνοῦνται νὰ τιμήσουν ἕναν προφήτη παρὰ μόνο στὴν πατρίδα του. Καὶ ἐλυπεῖτο
ὁ Χριστός μας γιὰ τὴν πώρωση τῆς καρδιᾶς τους «καὶ ἐθαύμαζε διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν»
(στίχ. 6). Ἔνιωθε ἔκπληξη μεγάλη, ἀπορία γιὰ τὴν ἀπιστία τους. Καὶ τελικὰ «οὐκ ἠδύνα-
το», δὲν μποροῦσε ἐκεῖ νὰ κάνει κανένα θαῦμα, παρὰ μόνο σὲ λίγους ἀρρώστους ἔβαλε
τὰ χέρια Του καὶ τοὺς θεράπευσε.
«Οὐκ
ἠδύνατο»! Φοβερό, συγκλονιστικό! Ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν εἶχαν πίστη, ὁ
Χριστὸς
δὲν μποροῦσε... Βέβαια, πρέπει νὰ κατανοήσουμε σωστὰ τὴν ἔννοια τοῦ ρήματος. Ὄχι
ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ κάνει θαῦμα, ἀλλὰ ὅτι ἡ ἀπιστία τους γινόταν ἐμπόδιο στὸ νὰ
ἐνεργήσει ἐπάνω τους αὐτὴ ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Διότι
αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει πάντοτε μὲ τὸν
παντοδύναμο Κύριο καὶ τὸν ἀδύναμο ἄνθρωπο: Προκειμένου ἡ πανσθενὴς Χάρις Του, ἡ
δύναμη, ἡ θεϊκὴ ἐνέργεια νὰ ἔλθει στὸν ἄνθρωπο, νὰ σκηνώσει μέσα του καὶ νὰ ἐπιφέρει
τὰ ἀγαθά της ἀποτελέσματα, χρειάζεται ἀπαραιτήτως ἡ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἑκούσια
ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, τῆς Χάριτός Του. Ἂν αὐτὸς ὁ παράγων δὲν ὑπάρξει,
τότε ἡ Χάρις ἀδρανεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει.
Καὶ
ἀκριβῶς ἡ συνέργεια αὐτὴ τοῦ ἀν-θρώπου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ πίστη του.
Πίστη στὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Πίστη στὴν ἀγαθὴ πρόνοιά Του. Πί τη ζωντανή, ζέουσα, φλογερή. Αὐτὴ εἶναι ἡ
δική του συνέργεια.
Τὸ
ἐκπληκτικὸ αὐτὸ ρῆμα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Εὐαγγελιστής, μᾶς ὁδηγεῖ μὲ φυσικὸ
τρόπο στὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ κλειδὶ προκειμένου νὰ δοῦμε τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργεῖ
στὴ ζωή μας – μὲ ἄλλα λόγια τὸ θαῦμα – τὸ κατέχουμε ἐμεῖς καὶ ὄχι ὁ Θεός. Ἡ
πίστη ἡ δική μας ξεκλειδώνει τοὺς κρουνοὺς τῆς Χάριτος, φέρνει τὸ θαῦμα στὴ ζωή
μας, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ ἀπιστία μας τοὺς κλειδώνει, δένει τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τέτοια
ἐξουσία μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός: νὰ Τοῦ δένουμε ἢ νὰ Τοῦ λύνουμε τὰ χέρια, νὰ Τὸν
ἀφήνουμε ἢ νὰ Τὸν ἐμποδίζουμε νὰ μπεῖ στὴ ζωή μας.
Πῶς
νὰ μπεῖ ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας, ὅταν δὲν Τοῦ ἀφήνουμε περιθώρια; Πῶς νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ
τὰ ἀδιέξοδά μας, ὅταν ὅλα προσπαθοῦμε νὰ τὰ λύσουμε μὲ τὴ λογική μας καὶ τὶς
δικές μας ἐνέργειες; Ἀσφάλειες ἀπὸ δῶ, ἐπενδύσεις ἀπὸ κεῖ, οἰκογενειακοὶ
προγραμματισμοὶ ἀπ’ τὴν ἄλλη (δηλαδὴ «ἕνα παιδὶ καὶ πολὺ εἶναι»), ποῦ περιθώριο
γιὰ τὸν Θεὸ μετά; Καὶ ἔπειτα παλεύουμε νὰ ξεπεράσουμε τὶς κρίσεις μας: οἰκονομικές,
οἰκογενειακές, κοινωνικές, θεσμῶν, ἀξιῶν. Ἀδιέξοδα ἀπὸ παντοῦ. Σφίξιμο,
πνίξιμο. Ἀπελπισία.
Τί
πίστη εἶχε ὁ κόσμος παλαιότερα! Γινόταν ξηρασία, ἀνομβρία ἐπὶ μῆνες, κι ἔλεγαν
«θὰ κάνουμε λιτανεία». Καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ εἶχε καθορισθεῖ γιὰ τὴ λιτανεία, ἔβγαιναν
οἱ ἄνθρωποι ἀπ’ τὰ σπίτια τους – ὁ ἥλιος νὰ καίει πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τους – κι
ἔπαιρναν μαζί τους καὶ τὶς ὀμπρέλες!
Πῶς μετὰ ὁ Θεὸς νὰ μὴν ἀνταποκριθεῖ βλέποντας τέτοια πίστη; Ἦταν δυνατόν; Μποροῦσε
νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ διαψευσθοῦν στὶς ἐλπίδες τους πρὸς αὐτόν; Δὲν θὰ ἦταν καθόλου
ἀσέβεια νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ζωντανὴ αὐτὴ πίστη «ἐξανάγκαζε» τὸν Θεό. Πῶς ὄχι, μετὰ ἀπὸ
τὸ παράδειγμα ποὺ ἀναφέραμε;
Ἂν στὰ ἀδιέξοδά μας, εἴτε προσωπικά, εἴτε οἰκογενειακά,
εἴτε τοῦ ἔθνους μας, δὲν βλέπουμε τὴν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ λόγος
δὲν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ξέχασε ἢ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ἡ
δική μας ἀπιστία, δηλαδὴ ἡ μὴ ἀνάθεση τῆς ζωῆς μας στὸ Θεό, ἀλλὰ μόνο στὴ λογικὴ
καὶ τὴν ἐπιστήμη μας, κλειδώνει τὴ δύναμή Του, τὴν ἐπενέργεια τῆς θείας
Χάριτος, τὸ θαῦμα στὴ ζωή μας.
Ὁ Κύριος εἶναι παντοδύναμος. Τὸ θέμα εἶναι μὲ
μᾶς. Θὰ Τοῦ παραχωρήσουμε ἄραγε τὸ δικαίωμα νὰ μπεῖ στὴ ζωή μας; Θὰ Τοῦ τὴν ἀναθέσουμε
μὲ τέλεια ἐμπιστοσύνη καὶ ἐλπίδα στὴν ἀγαθή Του πρόνοια;
Τότε θὰ δοῦμε θαύματα. Ἀπανωτὰ θαύματα στὴ
ζωή μας
“Ο
ΣΩΤΗΡ” 15 Ἰουλίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου