16 Ιουν 2013

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Η ορθόδοξος ερμηνεία του χωρίου «ἵνα ὦσιν ἕν»



Εν Πειραιεί 16-6-2013
Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ «ΙΝΑ ΩΣΙΝ ΕΝ»
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Τήν Ζ΄ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἑορτάζει τούς 318 ἁγίους καί θεοφόρους Πατέρας, οἱ ὁποῖοι συνεκάλεσαν τήν Α’ ἐν Νικαίᾳ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο τό 325 μ.Χ. , μέ τήν ὁποία καταδικάστηκε ὁ πρωτομάχος καί θεομάχος Ἄρειος καί ἡ αἵρεσις τοῦ Ἁρειανισμοῦ. Αὐτή, λοιπόν, τήν Κυριακή, ἡ Ἐκκλησία ὄρισε νά ἀναγινώσκεται στούς Ἱερούς Ναούς κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀπό τό κατά Ἰωάννην ἅγιο Εὐαγγέλιο κεφ. 17 στίχ. 1-13, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου. Στήν εὐαγγελική αὐτή περικοπή περιέχεται καί ἡ φράση  «ἵνα ὦσιν ἕν», ἡ ὁποία ἔχει ὑποστεῖ κατάφωρη παρερμηνεία ἀπό πλευρᾶς Οἰκουμενιστῶν. Γιά τόν λόγο αὐτό κρίνεται ἀναγκαῖο νά παρουσιασθεῖ ἡ ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τοῦ χωρίου, ἡ ὁποία ἀνασκευάζει καί καταρρίπτει τήν οἰκουμενιστική παρερμηνεία.  
    
Σύμφωνα μέ την Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, τό πασίγνωστο χωρίο «ἵνα ὧσιν ἕν» ἀπό τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου ἐπιστρατεύεται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, γιά νά στηρίξει τὴν ἐγγενῆ στὴν Ἐκκλησία ἀνάγκη ἐπιδείξεως φιλενωτικοῦ πνεύματος.
Ἡ τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου αἴτηση πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» ἐκπληρώνεται ἤδη ἐντὸς τῆς Μιᾶς Ἐκ­κλησίας, διότι τὸ αἴτημα τοῦτο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώνεται διὰ τῆς ταυ­τότητος τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως πάντων · δὲν  ὑφίσταται, λοιπὸν, ἐκκρε­μότητα ὡς πρὸς τοῦτο, ἀλλ’ ἐκκρεμεῖ ἡ ὑπὸ τῶν ἑτεροδόξων ἀ­ποδοχὴ τῆς μόνης ἀληθοῦς Πίστεως · ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστο­μος ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο τοῦτο παρατηρεῖ : «Ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς σύ, Πά­τερ, ἐν ἐμοί, καὶ ἐγὼ ἐν σοί [...] Τί εἶναι, λοιπόν, τὸ “ Ἐν ἡμῖν”; Στὴν πί­στη πρὸς ἐμᾶς. Ἐπειδὴ βέβαια τίποτε δὲν σκανδαλίζει ὅλους, ὅσο ἡ διά­σπαση, αὐτὸ κατασκευάζει, ὥστε νὰ γίνουν ἕνα. Τί, λοιπόν; Τὸ κα­τόρ­θωσε αὐτό, λέγουν; Καὶ πάρα πολύ τὸ κατόρθωσε. Διότι, ὅλοι ὅσοι πί­στευσαν μέσῳ τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἕνα, μολονότι κάποιοι ἀπὸ αὐ­τοὺς ἀποσπάστηκαν [...] Εἴτε γιὰ τὰ σημεῖα, εἴτε γιὰ τὴν ὁμόνοια, εἴτε γιὰ τὴν εἰρήνη ὁμιλεῖ, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος ποὺ τοὺς τὰ ἔχει δώσει. Ἔτσι, ἦταν φανερὸ ὅτι [μόνο] γιὰ παρηγοριὰ δική τους γίνεται ἡ προσ­ευχὴ αὐτή»[1]. Ἡ δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, χάρη στοὺς Ἁγίους, δὲν εἶναι κάτι τό ζητούμενον, ἀλλὰ κάτι τὸ δεδομένον. Οἱ Ἅγιοι, οἱ θεούμενοι, ἔχουν τὴν μεταξύ τους ἑνότητα τῆς δογματικῆς Πίστεως, χάρη στὴ θεωτική, ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ δὲ ὑπό­λοιποι πιστοὶ κατέχουν ἀλαθήτως τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκ­κλη­σίας μέσῳ τῆς ὑπακοῆς στοὺς Ἁγίους Πατέρες, «ἑπόμενοι τοῖς θεί­οις Πατράσι». Ἀντιθέτως πρὸς τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη, τὴν δο­γματικὴ ὁμοφωνία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστη ὡς ἀρετή, ὡς πεποίθηση στὸ Θεό, ποικίλλει μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀκόμα καὶ τῶν Ἁγίων, κατὰ τὰ μέτρα τῆς προόδου ἑκάστου. Χάρη στὸ γεγονὸς αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡ δογματικὴ ἑνότητα εἶναι κάτι δεδομένον καὶ ὄχι ζητούμενον, ἡ Ἐκκλη­σία δὲν εὔχεται ὑπὲρ τῆς θεραπείας μιᾶς ἀνυπάρκτου διαιρέσεως τῆς Ἐκ­κλη­σίας, ἀλλ’ εὔχεται ὑπὲρ ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων, ὅπως εἶναι μαρτυρημένο στὰ λειτουργικὰ κείμενά της[2]. Ἀντιθέτως, ἡ πρα­κτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι προφάσει τῆς φράσεως αὐτῆς νὰ προβοῦν σὲ συγκόλληση ἑτεροπίστων ὁμολογιῶν.
Τὴν πα­ρα­πλα­νη­τι­κὴ αὐ­τὴ τα­κτι­κὴ τῶν Οἰ­κου­με­νι­στῶν στιγ­μα­τί­ζει καὶ ὁ Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου καὶ Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀνα­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά : «Με­ρι­κοὶ θε­ο­λό­γοι ἑρμηνεύ­ουν τὴ φρά­ση τοῦ Χρι­στοῦ «ἵνα πάν­τες ἓν ὦ­σι» (Ἰ­ω. 17/ιζ΄, 21), ποὺ εἶ­ναι τμῆ­μα τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς Του, μὲ τὸ ὅ­τι δῆ­θεν ἀνaφέ­ρε­ται στὴν μελ­λον­τι­κὴ ἑ­νό­τη­τα τῶν ἐκκλη­σι­ῶν καὶ τὴν χρησιμοποι­οῦν κα­τὰ κό­ρον, γιὰ νὰ δη­λώ­σουν ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς προ­α­νήγ­γει­λε ὅ­τι ὅ­λες οἱ χρι­στι­α­νι­κὲς ὁμολογί­ες θὰ ἀ­πο­κτή­σουν στὸ μέλ­λον ἑ­νό­τη­τα με­τα­ξύ τους καὶ θὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν τὴ “μί­α” ἐκ­κλη­σί­α, ὑπο­νο­ών­τας ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τώ­ρα εἶ­ναι δι­α­σπα­σμέ­νη. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἑρ­μη­νεί­α τῆς φρά­σε­ως εἶναι διαφορε­τι­κή. Τὸ “ἵνα πάν­τες ἓν ὦ­σι”, ἐ­ὰν δι­α­βά­σει κανεὶς πο­λὺ προ­σε­κτι­κὰ ὅ­λο τὸ κεί­με­νο τῆς ἀρχιερατι­κῆς προ­σευ­χῆς, θὰ δεῖ ὅ­τι συν­δέ­ε­ται ἀ­να­πό­σπα­στα μὲ ἄλ­λες φρά­σεις, ὅ­πως “κα­θὼς σύ, πά­τερ, ἐν ἐ­μοὶ κἀ­γὼ ἐν σοί” (Ἰ­ω. 17/ιζ΄, 21) καὶ τὴ φρά­ση “ἐ­γὼ ἐν αὐ­τοῖς καὶ σὺ ἐν ἐ­μοὶ ἵ­να ὦ­σι τετελειωμέ­νοι εἰς ἓν” (Ἰ­ω. 17/ιζ΄, 23) καὶ ἐ­πί­σης τὴν ἄλ­λη φρά­ση “ἵνα θε­ω­ρῶ­σι τὴν δό­ξαν τὴν ἐ­μὴν ἣν ἔδωκάς μοι” (Ἰ­ω. 17/ιζ΄, 24). Καὶ σα­φῶς, ἐ­δῶ, ὁ Χρι­στὸς ἀναφέρεται στὴν ἑ­νό­τη­τα τῶν Ἀ­πο­στό­λων κα­τὰ θε­ω­ρί­αν τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ, τὴν θέ­α τοῦ ἀ­κτί­στου Φω­τός, ποὺ ἔ­γι­νε τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, για­τὶ ἀ­κρι­βῶς τότε οἱ Ἀπόστο­λοι ἀ­πέ­κτη­σαν καὶ ἑ­νό­τη­τα οὐ­σι­α­στι­κὴ με­τα­ξύ τους. Ἑ­πο­μέ­νως ὅ­σοι ἐκ τῶν Ἁ­γί­ων μέ­σα στὴν ἱστο­ρί­α φθά­νουν στὴ θέ­ω­ση καὶ στὴ θε­ω­ρί­α τοῦ ἀ­κτί­στου Φω­τός, ἀ­πο­κτοῦν ἑ­νό­τη­τα μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ἔ­χουν τὴν ἴ­δια πί­στη μὲ αὐ­τοὺς καὶ ἐ­φαρ­μό­ζε­ται τὸ χω­ρί­ο αὐ­τό, τοῦ Χρι­στοῦ, “ἵ­να ὦ­σιν ἕν”»[3].
Κι ὅμως ἡ ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογικὴ τοποθέτηση τῶν Οἰκουμενιστῶν φαίνεται καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι, παρὰ τὴν ὡς ἄνω δι­δασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρονται στὴν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», συμπεριλαμβάνοντας ὅλες τίς αἱρέσεις καί ὅλες τίς θρησκεῖες[4].




[1] Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην 82,2· PG 59, 443ἑ. «[...] Τί δέ ἐστιν, Ἐν ἡμῖν; Ἐν τῇ πίστει τῇ εἰς ἡμᾶς. Ἐπειδὴ γὰρ οὐδὲν οὕτως σκανδαλίζει ἅπαντας, ὡς τὸ διεσπάσθαι, τοῦτο κατασκευάζει ὥστε γενέσθαι ἕν. Τί οὖν; ἤνυσεν αὐτό, φησί; Καὶ σφόδρα ἤνυσεν. Ἅ­παντες γὰρ οἱ διὰ τῶν ἀποστόλων πιστεύσαντες ἕν εἰσιν, εἰ καί τινες ἐξ αὐτῶν διε­σπάσθησαν. Οὐδὲ γὰρ τοῦτο αὐτὸν παρέλαθεν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ προεῖπε, καὶ ἔδειξε τῆς τῶν ἀνθρώπων ῥαθυμίας ὄν [...] Εἴτε γὰρ περὶ σημείων, εἴτε περὶ ὁμονοίας, εἴτε περὶ εἰρήνης ὁ λόγος αὐτῷ, φαίνεται αὐτὸς αὐτοῖς ταῦτα παρεσχηκώς. Ὅθεν δῆλον ἦν, ὅτι παραμυθίας ἕνεκεν τῆς αὐτῶν ἡ αἴτησις γίνεται».
[2] Ὅπως λ.χ. στὰ «εἰρηνικὰ» τῆς Θ. Λειτουργίας Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, μετὰ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως: «Καί ὑπέρ πάσης ψυχῆς χριστιανῆς, θλιβομένης καὶ καταπονουμένης, ἐλέους καί βοηθείας Θεοῦ ἐπιδεομένης καί ἐπιστροφῆς τῶν πεπλα­νημένων...». Ἐμφανέστερα στήν μετά τό «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας Ἀχράντου», εὐχή τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου: «Τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ».
[3] ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ  Ι­ΕΡΟΘΕΟΣ, «Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμὸς στὴν πρά­ξη, ἤ­τοι τὴν θε­ο­λο­γί­α καὶ τὴν ἄ­σκη­ση», στὸ Οἰ­κου­με­νι­σμός, Γέ­νε­ση-Προσ­δο­κί­ες-Δι­α­ψεύ­σεις, ἐκδ. Θε­ο­δρο­μί­α, τ. Β, σελ. 787, ὁ­μοί­ως καὶ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Ι­ΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, «Ὀρθόδοξος καὶ Βατικάνειος Συμφωνία περὶ Οὐνίας, B­A­L­A­MA­ND, Λί­βα­νος 1993», “Καιρός”, ἀφιέρωμα στὸν Καθηγητὴ Δαμιανὸ Δόικο, τ. Β, σελ. 261-282: «Ἡ συμ­φω­νί­α τοῦ BALAMAND ἑ­δρά­ζε­ται εἰς μί­αν ἑρ­μη­νε­ί­αν τῆς προ­σ­ευ­χῆς τοῦ Κυ­ρί­ου μας εἰς τὸ κε­φά­λαι­ον Ι­Ζ' τοῦ κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην, ἑρ­μη­νε­ί­αν, ἡ ὁ­πο­ί­α δὲν ἀ­νή­κει εἰς τὴν ὀρ­θό­δο­ξον πα­ρά­δο­σιν. Ὁ Χρι­στὸς προ­σε­ύ­χε­ται ἐ­δῶ, ὥ­στε οἱ μα­θη­ταί Του καὶ οἱ μα­θη­ταὶ τῶν μα­θη­τῶν Του νὰ γί­νουν ἕ­να εἰς τὴν θέ­αν τῆς δό­ξης Του, εἰς αὐ­τὴν ἀ­κό­μη τὴ­ν  ἐ­πί­γει­ον ζω­ὴν ὡς μέ­λη τοῦ Σώ­μα­τός Του, δη­λα­δὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁ­πο­ί­α συγ­κρο­τεῖ­ται κα­τὰ τὴν Πεν­τη­κο­στὴν καὶ ἡ ὁ­πο­ί­α ἐ­κτε­ί­νε­ται εἰς τὸν φω­τι­σμὸν καὶ τὴν θέ­ω­σιν ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων τῆς ἱ­στο­ρί­ας». 
[4] ΣΥΝΑΞΙΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφότεροι 17-10-2011, http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com