25 Ιαν 2013

Πρωτοπρ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου


ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ "ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ"
του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στις 22-23 Ιανουαρίου 2013
Πρωτοπρ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ.
Εισαγωγικά 
Θα ήθελα πριν αρχίσω την εισήγησή μου, να αναφέρω το εξής: Κάθε χρόνο την πρωτοχρονιά μεταδίδεται από τη Βιέννη η μεγάλη συναυ­λία κλασσικής μουσικής, που αποτελεί παγκόσμιο πολιτιστικό γεγονός και αναμεταδίδεται απευθείας σε πλείστες χώρες του πλανήτη, αλλά και στη Ελλάδα από την κρατική τηλεόραση. Στη διάρκεια της συναυλίας αυτής οι οργανωτές προβάλ­λουν τη χώρα τους, τα αξιοθέατα και την παράδοσή τους. Φέτος επέλεξαν να παρουσιάσουν όλα αυτά μέσα από έναν παραδοσιακό  θρησκευτικό γάμο  ενός νέου ζεύγους. ΄Εξω από ένα εκκλησάκι οι παρευρισκόμενοι ραίνουν με ροδοπέταλα τους νεόνυμφους. Στο βάθος του πλάνου κυ­ριαρ­χεί ένας ιερέας, που τέλεσε προφανώς το γάμο. Οι νεόνυμφοι μπαίνουν σε ένα αυτοκίνητο και ξεκινούν το ταξίδι της ζωής.

Όμως, στην πρώτη στροφή του δρόμου η μηχανή του αυτο­κινή­του παρου­σιάζει πρόβλημα και βγάζει καπνούς. Το βλέπουν οι συγγενείς και οι φίλοι και με πρώτο τον ιερέα τρέχουν προς το μέρος τους. Όταν φθά­νουν εκεί, ένα κοριτσάκι δίνει στον ιερέα ένα γαλλικό κλειδί. Εκείνος επιδιορθώνει τη μηχανή και με τα χέρια του μουντζουρωμένα σκου­πίζει τον ιδρώτα του, Όπως είναι φυσικό, μουντζουρώνει και το μέτωπό του… Με χαμόγελο το νέο ζευγάρι ευχαριστεί και συνεχίζει το ταξίδι της ζωής. Αυτά βέβαια γίνονται σε μια χώρα που έχει παιδεία, πολιτισμό και τιμά την παράδοσή της. Και μάλιστα δεν ντρέπεται να την προβάλλει στα πέρατα του κόσμου! Αναρωτιέμαι, στην Ελλάδα ποιο έγκλημα έκαναν οι κληρικοί και είναι συνεχώς υπόλογοι;   Μετά από αυτά έρχομαι στην εισή­γη­σή μου.
Τα θέματα που κλήθηκα να αναπτύξω είναι ευρύτατα και έχουν διά­φορες πλευρές. Ειδικότερα, το ζήτημα της εκκλησια­στι­κής περιουσίας δεν  απα­σχό­λησε την ακαδημαϊκή θεολογική σκέψη γενικότερα (εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων,) ούτε ήταν και εντός των δικών μου ερευνητικών ενδιαφε­ρό­ντων. Κι αυτό, διότι ήθελα να βλέπω την Εκ­κλη­σία πέρα και πάνω από τα όρια μιας μη κυβερ­νη­τικής οργάνωσης ή μιας μικρής ή με­γάλης επι­χεί­ρη­σης. Εξάλλου, οι κλη­ρικοί σύμφωνα με τους ιερούς κανό­νες δεν επι­τρέ­πε­ται να ασχο­λού­νται με το εμπόριο. Πράγματι, εάν η Εκ­κλησία χάσει τον εσχα­το­λογικό της προ­σανα­το­λισμό, κινδυνεύει να με­τα­σχηματισθεί σε εγκόσμιο κοινωνικό οργανισμό. Από χώρος φα­νε­ρώ­σεως χά­ρι­τος και αγιασμού των ανθρώπων, κιν­δυ­­νεύει να μεταβληθεί μόνο σε χώρο εξυπη­ρέ­τησης θρη­­­σκευτικών, αλλά και πά­σης φύσεως ανθρώπινων ανα­γκών. Από ει­κό­να και σημάδι του παρα­δεί­σου και χώρος δράσεως του Παρακλήτου, το ο­ποίο συγκρο­τεί το θεσμό της Εκκλησίας,  να μετατραπεί σε δημόσια υ­πη­ρε­σία.
Αυτή όμως η θεώρηση ενδέχεται να είναι μονομερής, αφού μπορεί να υποκρύπτει και μανιχαϊστικά στοιχεία. Διότι, η Εκκλησία και ως αν­θρώ­πινος οργα­­νισμός που δραστη­ριο­ποι­είται εντός του κόσμου, προσλαμ­βά­νει, εκκλη­σιοποι­εί και μεταμορφώνει τη ζωή των ανθρώπων και τα πράγ­ματα του κόσμου. ΄Ετσι, πρέπει να οικοδομήσει, να συντηρήσει και να ανα­και­νίσει  ιερούς ναούς, όπου συνάγεται ο λαός του Θεού για τη θεία Ευχαρι­στία. Και οι ναοί αυτοί αποτε­λούν κατεξοχήν πνευ­μα­τι­κά και πο­λι­­τι­στικά κέντρα που όμως ταυτόχρονα έχουν εσχα­τολο­γική προο­πτι­κή. Χρειά­ζε­ται επί­σης να απα­σχο­­λήσει προ­σω­πικό, να το ασφα­λί­σει  και παράλληλα να φανερώσει έ­στω αμυδρά αλλά εμπειρικά το πρό­σωπο της έμπονης αγάπης, που απο­τελεί κεντρικό ευαγγελικό μή­νυ­μα. Οπότε το ζήτημα εί­ναι πιο σύνθετο, από ότι φαίνεται. Εξάλλου, όπως σε όλα τα σύγχρονα θέ­ματα συχνά χά­νε­ται κι εδώ  η έννοια του μέτρου.
Θα ήθελα να αναφέρω ότι στους Προγραμματικούς Στόχους της Συμμαχίας των πέντε κομμάτων της Αριστεράς, δηλαδή της ΕΔΑ, του ΚΚΕ εσωτερικού, Της Σοσιαλιστικής Πρωτοβουλίας, της Σοσια­λι­στικής Πορείας και της Χριστιανικής Δημοκρατίας, που δημοσιεύτηκε το 1977 στο κεφάλαιο της Εκκλησιαστικής Πολιτικής αναφέρονται τα εξής: «Σε θέ­μα­τα οικονομικά θα υπάρχει συνεργασία με την Πολιτεία, με στόχο τη στα­διακή απαλλαγή της Διοικούσας Εκκλησίας από οικονομικές δια­χει­­ρίσεις και την αποκλειστική αφοσίωσή της στο έργο της «διακονίας του λόγου». Οι βιοτικές ανάγκες του κλήρου ή τυχόν άλλες ανάγκες της Εκ­κλη­σίας θα καλύπτονται εξ’ ολοκλήρου από τον κρατικό προϋπο­λο­γι­σμό».  Οι θέσεις αυτές οφείλονται προφανώς στις ζυ­μώ­σεις που γίνονταν τότε με τη συμμετοχή της Χριστιανικής Δημοκρα­τί­ας, η οποία είχε πά­ντοτε ανοιχτό δίαυλο με την αριστερά. Αλλά ίσως κι εδώ δεν απο­φεύ­γεται ο μανι­χαϊ­σμός, αφού μάλλον υπονοείται ότι, «εσείς θα ασχολείσθε με τα πνευ­μα­τι­κά ζητήματα, κι εμείς με τα οικονομικά σας».
Οι άξονες της εισήγησης
Στη συνέχεια θα εστιάσω το ενδιαφέρον στα εξής ερωτήματα: Ποια είναι η θεολογική διάσταση του θέματος; Πώς αποκτή­θηκε η εκκλη­σια­στι­κή περιουσία και πώς αντιμετώπισε το θέμα η ελ­ληνική πολιτεία; Οι κληρικοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή όχι;  Πώς αι­τιο­λογείται η μισθο­δο­σία του κλήρου από το κράτος; Μήπως οι κληρικοί επιστρέφουν πίσω στο κοι­νωνικό σύνολο ως υπερα­ξία, όσα εισ­πράτ­τουν;
Θεολογική διάσταση: Ορισμένοι σύγχρονοι θεολόγοι υπο­στη­ρίζουν, ότι η Εκκλησία σώ­ζει τον κό­­σμο «με αυτό που είναι» κι όχι «με αυ­τό που κάνει».  Η θέ­ση αυτή είναι κα­ταρ­χήν ορ­θή, αρκεί να μην αυτο­νο­μεί­ται. Διότι έχει μεγάλη σημασία και «αυτό που κάνει». Α­πό το άλλο μέρος δη­μο­­σιο­­γρά­­φοι και σχο­λιαστές της  σύγχρονης κοινωνι­κής πραγματικό­τη­τας βλέπουν την Ε­­κ­­­­κλησία ως κοσμική κοι­νω­νική οργά­νωση αναζη­τώ­ντας και ανα­γνω­ρίζοντας σε αυτή μόνο το κοι­νωνικό έρ­γο,  παρα­βλέ­πο­ντας προφανώς ότι το πνευματικό και μυστηριακό της έρ­γο έχει κοι­νω­νι­κές διαστάσεις.
Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια υπήρξε προβληματι­σμός σχε­τι­κά με την προτεραιότητα ή μη του αποστολικού κηρύγματος, που συ­νο­ψί­ζε­ται στην αγάπη προς το Θεό και το συνάνθρωπο, έ­να­ντι της ανά­πτυ­ξης κοι­νωνικού έργου, στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής κοινότητας των Ιερο­σολύμων[1]. Τελικά εξελέγησαν οι επτά διάκονοι για το έργο αυτό, αφή­νο­ντας απερί­σπα­στους τους δώδεκα αποστόλους στην προσευχή και τη δια­κο­νία του λό­γου. Εδώ δίδεται προτε­ραιό­τητα στη διδαχή, ενώ η ενα­σχό­ληση με την κοι­­νω­νική προ­σφο­­ρά ακολουθεί. Όμως, οι εκλεγμένοι διά­κο­νοι δεν είναι τυ­χαίοι, αλλά «πλήρεις Αγίου Πνεύ­μα­τος και σοφίας». Κι αυ­τή η προϋ­­­πό­θε­ση τους καθιστά ικα­νούς να διαχειρίζονται δίκαια τα οικο­νο­μι­κά και κοινωνικά ζητήματα της κοι­νό­τητας. Αντίστοιχα, η διακονία που τους ανατίθεται δε θεωρείται υποδεέστερη και δευτερεύουσα, αλλά λογίζεται ως μια σημαντική και βασική λειτουργία της Εκκλησίας.
Με την πάροδο του χρόνου και με την αναγνώριση στις χριστια­νι­κές κοινότητες, ακόμη και από ρωμαίους Αυτοκράτορες όπως ο Αλέξαν­δρος Σεβήρος, να διαθέτουν συλλογική ιδιοκτησία για τις ανάγκες τους, θε­­με­λιώθηκε η αντίληψη περί ιερών κτημάτων και πραγμάτων. Κύριος υ­πεύ­θυνος για τη διαχείρισή τους έγινε ο επίσκοπος, ο οποίος είχε ως βοη­θό τον «οικονόμο», «ώστε μη αμάρτυρον είναι την οικονομίαν της εκ­κλη­σίας, και εκ τούτου σκορπίζεσθαι τα της εκκλησίας πράγματα, και λοι­δο­ρίαν τη ιερωσύνη προστρίβεσθαι»[2].
Ακόμη, στην πατερική παράδοση γί­νεται έ­ντο­νη κριτική του έ­ντο­κου δανεισμού, καταγγέλλεται ως αιτία οι­κο­­νο­μι­κής εξαθλίωσης η βα­ριά φορολογία και η τοκογλυφία, και απαγο­ρεύε­ται στους κληρικούς να α­­ποδέχονται χορηγίες για τις ανάγκες της εκκλη­σίας, οι οποίες προέρ­χο­νται από εκμετάλλευση και αδικία.
Τρόποι απόκτησης της περιουσίας[3]. Η χρησι­κτη­σία, που αφορά την καλλιέργεια και χρήση  κτημάτων πάνω από 40 χρό­νια, αποτελεί πάγια πρακτική αναγνώρισης κυριότητας. Για τους ιδιώτες το διάστημα ήταν μικρότερο.
Τα μοναστήρια απέκτη­σαν περιουσία και από την εργασία των μο­να­χών, οι οποίοι εκτός από την καλλιέργεια της γης κατασκεύαζαν πλή­θος εργοχείρων και τα πωλούσαν για τη συντήρησή τους.
Επίσης σημαντικό μέρος της μοναστηριακής περιουσίας οφείλεται και σε δωρεές ακινήτων αλλά και χρημάτων, αφού με την ευθύνη των μο­να­στηριών συντη­ρού­νταν σχολεία, συγκροτούνταν βιβλιοθήκες και φυ­λάσσονταν κειμήλια  με­γά­λης αξίας. Οι δωρητές προέρχονταν από όλες τις τάξεις της κοινωνικής ζωής[4].  Βυζαντινοί αυτοκρά­το­ρες και μέλη των οικογενειών τους, ηγεμόνες, κληρικοί όλων των βαθμών αλλά και απλοί χριστιανοί προσέφεραν διάφορες δωρεές.
Άλλη πηγή απόκτησης της μοναστηριακής περιουσίας ήταν και εί­ναι η προσωπική ιδιοκτησία των μοναχών, την οποία μετά την κουρά τους συνήθως διαθέ­τουν στο μοναστήρι. Με τον ίδιο τρόπο τα μοναστήρια κληρονομούν την περιουσία πλήθους μοναχών που εγκαταβιώνουν σ’ αυτά. Μαρτυρούνται ακόμη αγοραπωλησίες για απόκτηση καλλιεργή­σι­μης γης, εργαστηρίων, μύλων κ.λπ. Να αναφερθεί ακόμη, ότι πολλοί υπόδουλοι κατά την Τουρκοκρατία α­φιέ­ρωναν εθελουσίως τις περιουσίες τους σε εκκλησιαστικές κοινότητες, ναούς και μοναστήρια και αντί­στοι­χα οι Οθωμανικές αρχές τα αναγνώριζαν ως βακούφια, δηλαδή ως Κοινωφελή Ιδρύματα[5]. ΄Αραγε αυτό αποτελεί λόγο αφαίρεσής τους από την Εκκλησία κα­τά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση; Ποιος θα μπορούσε να διερμηνεύσει την επι­θυ­μία των δωρητών; Αλλά και η Εκ­κλη­σία για ποιόν αξιοποιεί την περιου­σία, για τον εαυτό της ή για το κοινωνικό σύνολο;
Εκκλησιαστική περιουσία και Ελληνική Πολι­τεία. Υπάρχουν πολλοί σταθμοί στην πορεία του νέου ελληνικού κράτους, κατά τους ο­ποίους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η ελληνική πολιτεία α­παλ­­λοτρίωσε, οι­­κειο­­ποιή­θη­κε, δήμευσε, δέσμευσε, φορολόγησε, ή «αξιο­ποίησε» την εκ­κλη­σιαστική περιουσία. Θα αναφερ­θούν τρεις από αυτούς.
Από το 1917 μέχρι το 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτά­σεις αξίας άνω του 1.000.000.000 προπολεμικών δραχμών για την αποκα­τά­σταση των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής. Το κράτος κα­τέ­βα­λε στο τότε Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο, που είχε ιδρυθεί α­πό το ίδιο για τη συντή­ρη­ση του κλήρου μόνο 40 εκατομμύρια. Τα υπό­λοι­πα 960. 000.000 οφείλο­νται ακόμη[6].
Το 1952 το κράτος με την απειλή της διακοπής μισθοδοσίας του ε­φη­μεριακού κλήρου και ύστερα από αφόρητες πιέσεις υπέγραψε με την Εκκλησία «Σύμβασιν περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων…. της Εκκλησίας… προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιερ­γη­τών και ακτη­μό­νων κτηνοτρό­φων». ΄Ετσι παραχωρήθηκαν στο κράτος τα 4/5 της καλλιερ­γού­μενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας και τα 2/3 των βοσκο­τόπων με αντάλλαγμα να λάβει η Εκκλησία το 1/3 της πραγματικής αξίας κάποια αστικά ακίνητα αμφίβολης αξίας και 45.000.000 προπο­λεμι­κές δραχμές[7].
Μόνο η Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας, όπως γράφει ο Μητροπολίτης της κ. Αλέξανδρος με τη σύμβαση του 1952 «παρε­χώ­ρησε στο Κράτος κτήματα, που συνολικά ανέρχονται σε 30.549 στρέμματα, τα οποία δόθηκαν τυπικά μεν εις τους δήθεν ακτήμονες γεωργοκτη­νο­τρό­φους, … με την πάροδον ολίγου χρόνου τα επώ­λη­σαν και αυτοί μεν φαι­νο­μενικά έμεινα πάλιν ακτήμονες, η Εκκλησία όμως α­ποστερήθηκε τα 4/5 της περιουσίας της με την οποίαν ευεργετούσε τον πτωχό Λαό μας».
Στη σύμβαση αυτή (1952) αναφέρεται ρητά, πρώτον ότι, «η απαλλο­τρίωση αυτή είναι η τελευταία, δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον», και δεύτερον το κράτος δεσμεύεται να παρέχει κάθε ανα­γκαία υ­πο­στήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να αξιο­ποιήσει την ε­να­πο­μείνασα περιουσία της[8].
Και οι δύο όροι της σύμβασης δεν τηρήθηκαν ποτέ. Αντίθετα οι Υ­πηρεσίες του κράτους άλλοτε αμφισβητώντας την κυριότητα, άλλοτε χα­­ρακτηρίζοντας ως δασικές ή «διακατεχόμενες» τις μοναστηριακές εκτά­σεις και άλλοτε κωλυσιεργώντας την έκδοση σχετικών αποφάσεων εμπό­δισαν την αξιοποίησή της σε βάρος του λαού.
Ο τρίτος σταθμός της πορείας αυτής ήταν το 1987 με το Νόμο 1700, το γνωστό ως «Νόμο Τρίτση».  Με τις διατάξεις του Νόμου 1700 έγινε από­πει­ρα αλλα­γής των κανόνων διαχείρισης και διοίκησης του ΟΔΕΠ. Στον ΟΔΕΠ τα μέλη, του οποίου θα διορίζονταν από το κράτος, «περιέρχεται αυ­το­δικαίως η αποκλειστική διοίκηση, διαχείριση και εκπρο­σώ­πηση ολό­κλη­ρης της ακίνητης περιουσίας των Ιερών Μονών». Στο Νό­μο αυτό προ­βλέ­πονταν ότι: «Μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξ (6) μη­νών ο ΟΔΕΠ και οι ΟΔΜΠ (Κρήτης) μπορούν να μεταβιβάσουν προς το ελ­λη­νικό δη­μόσιο… την κυριότητα της εν λόγω περιουσίας…»[9].  Το 1988 η διοίκηση της Εκκλησίας υποχώρησε και -παρά τους ιερούς κανόνες-  δέχθη­κε να υπο­γρα­φεί σύμβαση παραχώρησης στο Δημόσιο της δασικής και αγρο­τολιβα­δικής περιουσίας των ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλά­δος. Τη σύμ­βα­ση υποχρεώθηκαν και υπέγραψαν 149 μονές, ενώ άλλες αρνή­θη­καν να την υπογράψουν. Εννέα από αυτές προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικα­στήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης και δι­και­­ώ­­θηκαν[10].
Αλλά για να υπάρχει σαφέστερη εικόνα  για το μέγεθος της εκκλη­σιαστικής περιουσίας, η οποία ανήκει σε πολλά Ν.Π.Δ.Δ., (που δημο­σιο­γρα­­φικές πληροφορίες τα ανεβάζουν σε 10.000, εννοείται προφανώς ότι κάθε ενορία έχει και μια αυλή, στην οποία παίζουν τα παιδιά και πρέπει να φορολογηθεί!) θα ήθελα να ανα­φέρω κάποια στοιχεία από μελέτη της Αγροτικής Τράπεζας του 1983 που δημο­σιεύ­τη­κε το 1986[11].
Η Ελλάδα έχει συνολική έκταση 131.957.4004 στρεμμάτων. Από αυ­τά, αγροτική γη, γεωργο- κτηνοτροφικού ενδιαφέροντος, είναι:
29.500.000 στρέμ. δάση (22%),
52.500.000 στρέμ. βοσκότοποι (40%),
39.500.000 στρέμ. γεωργική γη (30%). Από τις παραπάνω εκτάσεις, τα 61.441.900 στρέμματα α­νήκουν κατά κυριότητα:
43.598.000 στο Δημόσιο,
15.553.200 στην Τοπική Αυ­τοδιοίκηση,
1.098.400 στις Συνεταιριστικές Οργανώσεις,
1.292.300 στην Εκ­κλησία.
Δηλαδή στην Εκκλησία ποσοστιαία ανήκει το 1,4% των δασικών εκτάσεων, το 2,3% των βοσκοτόπων και το 2,19% της γεωργικής γης (όπου όμως το Δημόσιο κατέχει το 45,6% και η Τοπική Αυ­το­διοίκηση το 30,8%).
Από τις εκτάσεις που ανήκουν στην Εκκλησία (δηλ. από το 1.292.­300), 367.000 στρέμματα είναι δάση,
735.300 βοσκότοποι και
189.900 γεωργική γη.
Τα δάση και οι βοσκότοποι είναι σχεδόν ανεκμετάλ­λευ­τα και το 53% της καλ­λιεργήσιμης γης βρίσκεται σε ορεινές ή ημιο­ρεινές πε­ριο­χές. Σημα­ντι­κό στοιχείο της εν λόγω έρευνας είναι ότι κα­τά τη δεκαε­τία 1974 – 1983 «εγκαταλείπονται κάθε χρόνο και κατά μέσο όρο, 162.400 στρέμματα αγροτικής γης που περιλαμβάνουν 117.500 στρ. βο­­σκό­­τοπους, 32.800 στρ. δάση, 9.300 στρ. γεωργικής γης»[12].
Κατά τις τελευ­ταί­ες δεκαετίας οι ρυθμοί και τα ποσοστά της εγκαταλελειμμένης αγρο­τικής γης έχει αυ­ξη­θεί ακόμη περισσότερο, λόγω της γήρανσης αγροτικού πλη­θυ­σμού καθώς και άλλων παραγόντων. Όταν μελετούσα τα στοιχεία αυτά, άκουσα τον Μακαριώτατο Αρχιε­πί­σκο­πο Αθηνών και πάσης Ελλάδος να ανακοινώνει την πρόθεσή του να δοθούν για καλλιέργεια εκτάσεις που ανήκουν στην Εκκλησία και αναρω­τήθηκα: Ποιος θα επιστρέψει να καλλιεργήσει τη γη που ανήκει στην Εκκλησία;  Εδώ οι νεοέλληνες έχουν εγκαταλείψει τις δικές τους καλλιερ­γή­σι­μες εκτάσεις.
Μισθοδοσία του κλήρου:  Ως αντιστάθμισμα  των απαλλοτριώσεων χωρίς ουσιαστική εξό­φληση, αλλά και των παραχωρήσεων με συμβάσεις  της εκκλησιαστικής πε­ριου­σίας ήταν η μισθοδοσία τού Κλήρου από το Κράτος. Παράλληλα, είχε ορισθεί αρχικά φορολόγηση κατά 25% και αργότερα 35% των εισπράξεων των ναών για την ενίσχυση του σχετικού ταμείου. Η φορολόγηση αυτή καταργήθηκε το 2004. Ισχύουν όμως άλλες φορολογήσεις της εκκλησιαστικής περιουσίας, οι οποίες έφθασαν για το 2011 το ποσό των 12.584.139,92€[13].
Επειδή η μι­σθο­δοσία τού Κλήρου είναι αποτέλεσμα συμβάσεων, ση­μαίνει ότι οποια­δή­ποτε διακοπή της (μισθοδοσίας) θα έχει ως αποτέ­λε­σμα τη λύση των συμβάσεων και την επιστροφή των παραχωρηθέντων στην Εκκλησία. Οπότε θα προκύψει τεράστιο πρόβλημα.
Αλλά πόσοι είναι οι κληρικοί που μισθοδοτούνται από το κράτος; Σήμερα υπολογίζονται σε 8500 στην Εκκλησία της Ελλάδος και περίπου 1000 στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα.
Σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι θρησκευτικοί λει­τουργοί αμείβονται  από το κράτος, όπως στο Βέλγιο, την  Τσεχία, ό­που έχουν μάλιστα ανταποδοτικό χαρακτήρα και αφορούν στις κα­τα­σχέ­σεις της Εκκλησιαστικής περιουσίας από το πρώην Κομμου­νιστικό καθε­στώς. Στη Γαλλία, στις περιφέρειες της Αλσατίας και της Μοζέλ (πρώ­ην Λωρραίνη) με 3.5 εκατομμύρια πληθυσμό, οι κληρικοί των Ρω­μαιο­κα­θολικών, των Προτεσταντών καθώς και οι Ραβίνοι πληρώνονται από το Δη­μόσιο ταμείο του κράτους. Στο Λουξεμβούργο, οι κληρικοί και οι ρα­βί­νοι πληρώνονται από το κράτος.
Στη Ρουμανία οι λειτουργοί των αναγνωρισμένων θρησκειών πλη­ρώ­­νονται από το κράτος.  Στη Σλοβακία το κράτος επιδοτεί τους μισ­θούς των κληρικών. Στην Ελβετία, στα περισσότερα από τα 26 κα­ντό­νια, οι ιδιωτικές εταιρίες πληρώνουν υ­πο­χρεω­τικά φό­ρο υπέρ της Εκκλησίας[14].
Στην Ελλάδα οι Εφημέριοι, αν και μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, δεν αποκτούν τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, αλλά ούτε και την ιδιότη­τα υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ., παρά το ότι η Εκκλησία και τα νομικά της πρό­σω­πα είναι δημοσίου δικαίου. «…αφού οι Εφημέριοι είναι κυρίως θρησκευ­τικοί και πνευματικοί λειτουργοί και όχι συνήθεις διοικητικοί υπάλληλοι»[15]. Και αυτή η μισθοδοσία των κληρικών από το Δημόσιο, δεν τους προ­σδίδει την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου.  Καταβάλλεται από την Πο­λι­τεία για χάρη της Εκκλησίας, δεν αποτελεί, όμως, αντιπαροχή για την ε­πι­τέλεση των ιερατικών τους καθηκόντων, αλλά κάλυψη από την Εκ­κλη­σία των βιοτικών τους αναγκών[16].
Αποδίδουν στην κοινωνία οι κληρικοί όσα εισπράττουν; Πέρα όμως από τα παραπάνω υπάρχει και ένα άλλο γεγονός, που δεν έχει προσεχθεί. Οι κληρικοί είναι οι μόνοι στο δημόσιο χώρο που με πρω­τοβουλία τους κτίζουν, διακοσμούν, συντηρούν, ανακαινίζουν και γενικά φροντίζουν το χώρο στον οποίο εργάζονται. Σε κάθε Μητρόπολη υπάρ­χουν ανοιχτά πολλά εργοτάξια για δεκαετίες, όπου απασχολούνται οικο­δόμοι όλων των ειδικοτήτων, τεχνίτες, αλλά και μαραγκοί, ξυλογλύπτες, α­γιο­γράφοι, αργυροχόοι και άλλοι. Τα χρήματα για όλα αυτά τα έργα δεν προέρχονται από επιχορηγήσεις του κράτους, αλλά κατά κα­νό­να από το λαό του Θεού και μικρούς δωρητές, που βλέπουν το έργο της Εκ­κλησίας να προάγεται. Οι επίσκοποι και εφημέριοι που αναλαμβάνουν το έργο αυτό γίνονται συχνά «ζητιάνοι», για να το φέρουν σε πέρας. Να σημειω­θεί στο σημείο αυτό, ότι τα δύο τελευταία χρόνια πολλοί ναοί έχουν ανα­στείλει τις οικοδομικές εργασίες τους και δίδουν προτεραιότητα στο κοι­νω­νικό έργο.
Ακόμη σε κάθε ναό απασχολούνται με έμμισθη σχέ­ση και ασφά­λι­ση ψάλτες, νεωκόροι, καθαριστές κ.λπ. Δεν είναι εύκολο να υπο­λο­γίσει κά­ποιος πόσες χιλιάδες οικογένειες ζουν σήμερα από τα εργοτάξια της Εκ­κλησίας, χωρίς την παραμικρή επι­βά­ρυνση για το κράτος.
Ανάλογο έργο γίνεται στα μοναστήρια από τους μοναχούς, οι ο­ποίοι όχι μόνο ανακαινίζουν και συντηρούν τις κτιριακές εγκαταστάσεις και διαφυλάσσουν το φυσικό περιβάλλον, αλλά γί­νο­νται ταυτόχρονα και άμισθοι φύλακες των μνημείων αλλά και των κει­μη­λίων μεγάλης αξίας που θησαυρίζονται εκεί. Δεν επιτρέπει ο χρόνος να αναφερθεί η προσφο­ρά των μονών στο γένος και το λαό μας. Θα χρειαζόταν ολόκληρο συνέδ­ριο αφιερωμένο στο ζήτημα αυτό.
Αλλά αφού τόσα λέγονται ένθεν κακείθεν, ας αναφερθεί και μια υπόθεση εργασίας που εύχομαι να διαψευσθεί: Οι ιεροί ναοί και τα μοναστήρια που κτίζονται σήμερα μετά από 150 χρόνια θα αποτελούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου. Τότε, προβλέπω να ερίζουν οι υπεύθυνοι των υπηρεσιών της πολιτείας με τους εφημερίους και τους μοναχούς για το «πώς και το γιατί των μνημείων»! Τότε θα «τρέχουν» οι πολιτιστικά ευαίσ­θητοι υπάλληλοι, που ζουν από τον πο­λι­τισμό της Εκκλησίας, να επι­τι­μήσουν τους κληρικούς, διότι «κατα­στρέ­φουν τα μνημεία που ανήκουν στο λαό». Βέβαια αυτό συμβαί­νει και σή­με­ρα, διότι υπάρχει διαφορετική θεώρηση. Οι μεν τα βλέπουν ως απολι­θώ­ματα και μνημεία του παρε­λθό­ντος, οι δε ως χώρους ζωντανής έκφρασης της ορθοδόξου πίστεως και ανάπτυξης υψηλού πολιτισμού.
Επίλογος
Αφήνω το τεράστιο κοινωνικό έργο της εκκλησίας, διότι αυτό θα συζητηθεί σε άλλη συνεδρία. Θα ήθελα να κλεί­σω την εισήγησή μου λέγοντας τα εξής: Η μεγαλύτερη περιουσία της Εκ­κλη­σίας είναι το Ευαγ­γέλιο της αγάπης και της θυσίας του Χριστού, αλλά και η αγάπη του λαού της. Είναι η αγάπη που εισπράττει από τους α­πλούς ανθρώπους και η αλλη­λεγγύη που εμπνέει. Σε έναν κόσμο που με­τά το «θάνατο του Θεού» ακολούθησε δυστυχώς και ο «θάνατος του πλη­σίον»[17], η πίστη στον Τρια­δι­κό Θεό αποτελεί αδαπάνητο θησαυρό. Κι ακό­μη  περιουσία της Εκ­κλη­σίας είναι η στενή σχέση της με το λαό και το συλλ­ογικό του υπο­συ­νεί­δητο. Οι πρωτο­γε­νείς σχέσεις των κληρικών με τους απλούς ανθρώπους σε επίπεδο ενο­ρίας και γει­τονιάς και κυρίως η παντοειδής στήριξη στα αδύναμα και απρο­στά­τευ­τα μέλη της κοι­νω­νίας είναι η μεγαλύτερη επένδυσή της. Περιουσία της Εκκλησίας είναι το κεφάλαιο της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας. Της ελπίδας που χά­νε­ται. Και χωρίς ελπίδα η κοινωνία μας δεν μπορεί να προαχθεί, και δεν μπο­ρεί να προοδεύσει και να αναπτυχθεί. Την ελπίδα αυτή καλείται να αναστήσει σήμερα η Εκ­κλησία με τον προφητικό της λόγο, την ενοποιό κοι­νω­νική της πρα­κτική και τη διαύγεια της διδασκαλίας της.


[1] Βλ. Πράξ. 6, 1-7.
[2] Κανών 26, Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Βλ. περισσότερα, Θ. Παπαθανασίου, «Λόγος περί-  ουσίας, Σημειώσεις για την Εκκλησιαστική Περιουσία», περ. Σύναξη, τεύχ. 23, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1987, σ. 51 κ.ε. 
[3] Βλ. Αρχιεπ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου, Αθήναι 2012, σ. 28 κ.ε.
[4] Όπ. π., σ. 29.  
[5] ΄Αραγε αυτό αποτελεί λόγο αφαίρεσής τους από την Εκκλησία κατά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση; Ποιος θα μπορούσε να διερμηνεύσει την επιθυμία των δωρητών; Αλλά και η Εκ­κλη­σία για ποιόν αξιοποιεί την περιουσία, για τον εαυτό της ή για το κοινωνικό σύνολο; 
[6] Ευάγγελος Λέκκος, Εκκλησιαστική περιουσία. Οι προκαταλήψεις, οι μύθοι, η αλήθεια,έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2001, σ. 27. 
[7] Ευάγγελος Λέκκος, όπ. π. σ. 28.
[8] ΄Ο.π., σ. 28-29.
[9] Αρχιεπ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ό.π., σ. 113.
[10] Πρωτ. Θεόδωρος Ζήσης, Εκκλησιαστική περιουσία, Η αρχαία πράξη και οι νέοι παραβάτες, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 10-11.  
[11] Θ. Τσούμα-Δ. Τασιούλα, Ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα, έκδ. Αγροτικής Τραπέζης, Αθήνα 1986.
[12] ΄Ο.π. σ.18.
[13] Επιστολή Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερω­νύ­μου προς τον Πρωθυπουργό, την πολιτική ηγεσία και τους Ευρω­παί­ους ηγέτες, Ιούλιος 2012.  
[14] Βλ. Αρχιμ. Πέτρος Μποζίνης, Εκκλησία και Πολιτεία για τη μισθοδοσία του κλήρου,στο Ιστολόγιο agioritis.
[15] Β. Χ. Τρομπούκης Δρ Νομικής, Η περιφερειακή οργάνωση της Εκ­κλησίας της Ελλάδος, (Διδακτορική Διατριβή στη Νομική Αθηνών) εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κο­μοτηνή 2011, σ. 236.
[16] Β. Χ. Τρομπούκης, όπ. π. σ. 238-239.
[17] Luigi Zoja, Ο θάνατος του πλησίον, μετφρ. Μ. Μελετιάδης, εκδ. ΄Ιταμος, Αθήνα 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com