Ἀτενίζοντας
στὸν οὐρανὸ
Ηταν
συγκλονιστικὴ ἡ ὥρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ. Ὁ Κύριος στὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ἀφοῦ εἶχε
δώσει τὶς τελευταῖες του ὑποθῆκες στοὺς ἀγαπημένους του μαθητές, κι ἐνῶ ἐκεῖνοι
τὸν ἔβλεπαν, ἄρχισε νὰ ὑψώνεται πρὸς τὸν οὐρανό. Καθὼς ἀνέβαινε, οἱ μαθητὲς ἐκστατικοὶ
εἶχαν καρφωμένα τὰ βλέμματά τους πάνω του· «ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν
πορευομένου αὐτοῦ» (Πράξ. α΄ 910). Μὲ βλέμμα προσεκτικὸ παρατηροῦσαν τὸν Κύριο
ποὺ ἀνέβαινε στὸν οὐρανό, ὥσπου σὲ λίγο χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τους.
Οἱ μαθητὲς δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ δοῦν τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ἀνόδου. Κατανοοῦσαν ὅτι δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ δοῦν αὐτὸν ποὺ τόσο ἀγάπησαν, αὐτὸν ποὺ τόσο τοὺς ἀγάπησε, τὸν θησαυρό τους, τὴ ζωή τους. Κι ἐπειδὴ σ’ Αὐτὸν εἶχαν δώσει ὅλη τους τὴν ἀγάπη, σ’ Αὐτὸν εἶχαν καὶ τώρα στραμμένο τὸ βλέμμα τους καὶ τὴν καρδιά τους.
Οἱ μαθητὲς δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ δοῦν τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ἀνόδου. Κατανοοῦσαν ὅτι δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ δοῦν αὐτὸν ποὺ τόσο ἀγάπησαν, αὐτὸν ποὺ τόσο τοὺς ἀγάπησε, τὸν θησαυρό τους, τὴ ζωή τους. Κι ἐπειδὴ σ’ Αὐτὸν εἶχαν δώσει ὅλη τους τὴν ἀγάπη, σ’ Αὐτὸν εἶχαν καὶ τώρα στραμμένο τὸ βλέμμα τους καὶ τὴν καρδιά τους.
Κι
ἔμεναν ἀκίνητοι νὰ παρατηροῦν μὲ πόθο καὶ βλέμμα ἀμήχανο. Ὥσπου κάποια στιγμὴ
δύο ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τοὺς διέκοψαν λέγοντας: Ὁ Κύριος θὰ ξανάρθει, θὰ τὸν
ξαναδεῖτε. Ἐκεῖ ποὺ πάει, ἐσεῖς τώρα δὲν μπορεῖτε νὰ Τὸν ἀκολουθήσετε. Ἀλλά, ὅταν
ξανάρθει, θὰ Τὸν συναντήσετε καὶ πάλι, καὶ θὰ εἶστε πάντοτε μαζί του.
Πόση
παρηγοριὰ καὶ χαρὰ κι ἐλπίδα μετάγγισαν τὰ λόγια αὐτὰ τῶν ἀγγέλων στὶς ψυχὲς τῶν
μαθητῶν! Ἀλλὰ καὶ πόση μεταδίδουν στὶς καρδιὲς ὅλων μας, ὅλων τῶν πιστῶν κάθε ἐποχῆς!
Διότι
κι ἐμεῖς ὅσο ζοῦμε στὴ ζωὴ αὐτὴ «ἐκδημοῦμεν ἀπὸ τοῦ Κυρίου», εἴμαστε
ξενιτεμένοι ἀπὸ τὸν Κύριο (βλ. Β΄ Κορ. ε΄ 6). Ὄχι ἐπειδὴ εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ
Αὐτόν, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν Τὸν βλέπουμε μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος. «Διὰ πίστεως γὰρ
περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους» (Β΄ Κορ. ε΄ 67). Πορευόμαστε τὸ δρόμο τῆς ζωῆς
μας μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ Τὸν δοῦμε. Τὸν αἰσθανόμαστε
βέβαια ἀοράτως δίπλα μας, μέσα μας, ἀλλὰ νὰ Τὸν δοῦμε μὲ τὰ σωματικά μας μάτια δὲν μποροῦμε. Τὸν αἰσθανόμαστε μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως.
Γι’
αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι ζοῦσαν μὲ τὴν προσδοκία τῆς αἰώνιας ζωῆς· ζοῦσαν μὲ τὸν πόθο
νὰ φύγουν ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν Κύριο. Λαχταροῦσαν νὰ πᾶνε
μόνιμα κοντά του. Νά γιατί κι ἐμεῖς πρέπει νὰ ἔχουμε τέτοιους οὐράνιους πόθους.
Ὅσο τὸ φῶς τῆς πίστεως φωτίζει τὴν ψυχή μας, τόσο καὶ οἱ καρδιές μας νὰ ἑλκύονται
περισσότερο ἀπὸ τὰ ἀόρατα, ἀπὸ τὰ μὴ βλεπόμενα, ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ θεϊκά.
Ὁ
πόθος τῆς θέας τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ μεγαλύτερος πόθος τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνας πόθος ποὺ
τὸν φύτεψε μέσα μας ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτὸν τὸν ἱερὸ πόθο ἐξέφρασε πολὺ
χαρακτηριστικὰ ὁ θεόπτης Μωυσῆς ὅταν ἔλεγε στὸν Θεό: «Ἐμφάνισόν μοι σεαυτὸν
γνωστῶς, ἵνα ἴδω σε» (Ἐξ. λγ΄ 13)· φανέρωσέ μου τὸ πρόσωπό σου αἰσθητὰ γιὰ νὰ Σὲ
δῶ. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος γράφει στοὺς πιστούς: Ὑποφέρετε τώρα πειρασμοὺς
γιὰ νὰ δοξασθεῖτε ὅταν φανερωθεῖ ὁ Χριστός, «ὃν οὐκ εἰδότες ἀγαπᾶτε, εἰς ὃν ἄρτι
μὴ ὁρῶντες, πιστεύοντες δὲ ἀγαλλιᾶσθε χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καὶ δεδοξασμένῃ» (Α΄
Πέτρ. α΄ 8)· αὐτὸν τὸν Χριστὸ Τὸν ἀγαπᾶτε, ἂν καὶ δὲν Τὸν ἔχετε γνωρίσει
προσωπικὰ καὶ δὲν Τὸν εἴχατε δεῖ ὅταν ζοῦσε ὡς ἄνθρωπος στὸν κόσμο αὐτό. Κι ἐπειδὴ
πιστεύετε σ’ Αὐτόν, παρόλο ποὺ δὲν Τὸν βλέπετε τώρα μὲ τὰ σωματικά σας μάτια, θὰ
πλημμυρίσετε μὲ ἀγαλλίαση στὸ μέλλον ἀπολαμβάνοντας χαρὰ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ
περιγράψει στόμα ἀνθρώπου, μιὰ χαρὰ γεμάτη δόξα.
Αὐτὰ
τὰ αἰσθήματα εἶχαν ἀμέτρητα ἑκατομμύρια πιστῶν ποὺ ἀγάπησαν τὸν Κύριο
περισσότερο ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο καὶ προτίμησαν σκληρὰ μαρτύρια καὶ θάνατο, γιὰ νὰ
μὴν Τὸν στερηθοῦν ποτέ, γιὰ νὰ ζοῦν αἰωνίως κοντά του. Γιατὶ καταλάβαιναν ὅτι ὁ
Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν γι’ αὐτούς, εἶναι ἡ ἀγάπη τους καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς τους.
Ἀλλὰ
κι ἐμεῖς οἱ ἀγωνιζόμενοι πιστοὶ πόσο θὰ θέλαμε νὰ αἰσθανθοῦμε τὴ θεϊκή του ὡραιότητα,
τὴν ἀνυπέρβλητη τελειότητά του. Κι ἂν χωρὶς νὰ Τὸν ἔχουμε δεῖ μὲ τὰ μάτια μας,
Τὸν ἀγαποῦμε, πόση ἀγάπη καὶ χαρὰ ἄραγε θὰ νιώσουμε ὅταν θὰ Τὸν δοῦμε μέσα στὴ
θεϊκή του δόξα!
Αὐτὴ
ἄλλωστε ἦταν καὶ μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ Κυρίου μας, ὅπως τὴν ἐξέφρασε
στὸν οὐράνιο Πατέρα του μετὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο: Πατέρα μου, αὐτοὶ ποὺ μοῦ ἔχεις
δώσει θέλω νὰ εἶναι μαζί μου, «ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμήν», γιὰ νὰ βλέπουν
καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὴ δόξα τοῦ προσώπου μου (Ἰω. ιζ΄ 24). Κι ἐμεῖς αὐτὸ νὰ
θέλουμε. Αὐτὸ τὸ μοναδικὸ καὶ ὑπέροχο πρόσωπο τοῦ Κυρίου νὰ δοῦμε. Νὰ Τὸν ἀτενίζουμε
αἰωνίως «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» στὴ Βασιλεία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου