ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΚΑΠΕΡΝΑΟΥΜ
Εισαγωγή
Ὁ Χριστός μας βρίσκεται στὴν Καπερναοὺμ τὴν ὄμορφη πόλη
μὲ τὰ γραφικὰ σπιτάκια της. Τούτη τὴν πόλη τὴν ἀγαποῦσε ἐξαιρετικὰ ὁ Κύριος.
Ἐδῶ πέρασε τὴν πιὸ ὄμορφη καὶ χαρούμενη περίοδο τῆς ζωῆς του. Οἱ κάτοικοι τῆς
Καπερναοὺμ ἦταν ἁπλοί, τίμιοι, πολεμικοὶ καὶ γενναῖοι, χωρὶς πονηριά, μὲ
παιδιάτικη ἀφέλεια καὶ καλὴ καρδιά.
Στὴν Καπερναοὺμ ἔμενε συνήθως στὸ σπίτι τοῦ Πέτρου. Μόλις
μαθεύτηκε πὼς ἦρθε ὁ Χριστός, κόσμος πολὺς μαζεύτηκε στὸ σπίτι νὰ τὸν ἀκούση.
Ἦταν ἐκεῖ καὶ πολλοὶ γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ποὺ εἶχαν
ἔρθει ἀπὸ τὶς γύρω πόλεις καὶ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀκόμη νὰ τὸν ἀκούσουν. ἬΘελαν
νὰ βεβαιωθοῦν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ μάτια, ὅτι γιάτρευε, ὅπως ἔλεγαν, τὶς
ἀρρώστιες μὲ μόνο τὸ λόγο του.
Εκ του κατά Μάρκον (κεφ.β΄,1-12)
Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερναοὺμ, καὶ
ἠκούσθη, ὅτι εἰς οἶκόν ἔστι.
Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ
πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον.
Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον
ὑπὸ τεσσάρων·
καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον,
ἀπεστέγασαν τὴν στέγην, ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον ἐφ ὧ ὁ
παραλυτικὸς κατέκειτο.
Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ·
τέκνον ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.
Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ
διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τὶς
δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἶς, ὁ Θεός;
Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ, ὅτι οὕτως
διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς· εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις
ὑμῶν;
Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σοι
αἱ ἁμαρτίαι, ἤ εἰπεῖν ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει;
Ἵνα δὲ εἰδῆτε, ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας, λέγει τῷ παραλυτικῷ.
Σοὶ λέγω, ἔγειραι καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε
εἰς τὸν οἶκόν σου.
Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν
ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας· ὅτι
οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
Εξήγηση
Ἐκεῖνον τὸν καιρό, σὰν μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στὴν Καπερναούμ,
ἀκούστηκε πὼς εἶναι σὲ ἕνα σπίτι.
Καὶ ἀμέσως μαζεύτηκαν τόσοι πολλοὶ ποὺ πιὰ δὲ χωροῦσε
οὔτε τὸ μέρος τὸ κοντὰ στὴ θύρα· καὶ τοὺς μιλοῦσε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἔρχονται καὶ τοῦ φέρνουν παραλυτικό, ποὺ τὸν
βαστοῦσαν τέσσερεις.
Καὶ σὰ δὲ μποροῦσαν ἀπὸ τὸ πλῆθος νὰ τοῦ τὸν πηγαίνουν
κοντά, ξεσκέπασαν τὴ στέγη ἐκεῖ ποὺ ἦταν, καὶ τρυπώντας την κατεβάζουν τὸ
κρεβάτι ποὺ ἦταν πλαγιασμένος ὁ παραλυτικός.
Κι ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστη τους, λέει τοῦ
παραλυτικοῦ· παιδί μου, νὰ εἶναι συχωρεμένες οἱ ἁμαρτίες σου.
Καὶ ἦταν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς ἐκεῖ καθισμένοι καὶ
σκέπτονταν μέσα τους (στὴν καρδιά τους)· πῶς αὐτός, ἔτσι μιλώντας ἀσεβεῖ; ποιὸς
μπορεῖ νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες, παρὰ ἕνας, ὁ Θεός;
Κι ἀμέσως ἔνιωσε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸ πνεῦμα του, τὸ τί
σκέπτονταν μέσα τους καὶ λέει: γιατὶ τὰ σκέπτεστε αὐτὰ μέσα στὴν καρδιά σας;
Τί εἶναι εὐκολώτερο, νὰ πῶ στὸν παραλυτικό, εἶναι
συγχωρεμένες οἱ ἁμαρτίες σου ἤ νὰ πῶ σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτησε;
Ὅμως γιὰ νὰ μάθετε πὼς ἔχει ἐξουσία ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
νὰ συγχωρῆ στὴ γῆ ἁμαρτίες, λέει στὸν παραλυτικό:
Ἐσένα λέγω, σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ
σπίτι σου.
Καὶ σηκώθηκε, κι ἀμέσως παίρνοντας τὸ κρεβάτι βγῆκε
μπροστὰ σὲ ὅλους, τόσο ποὺ θαύμαζαν ὅλοι καὶ δόξαζαν τὸ Θεὸ λέγοντας, πὼς ποτὲ
δὲν εἴδαμε τέτοιο θαῦμα.
Ρητό: «Μὴ κρίνετε, ἳνα μὴ κριθῆτε. Ἐν ὧ γὰρ
κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε».
ΟΜΙΛΙΑ
Ὁ παραλυτικὸς τῆς Καπερναούμ, σὰν ἔμαθε πὼς ὁ Χριστὸς
βρίσκεται στὴν πόλη του, παρακαλοῦσε τοὺς διαβάτες μὲ φωνὴ γεμάτη πόνο νὰ τὸν
πᾶνε στὸ μέρος ποὺ δίδασκε.
Πίστευε πὼς ἅμα τὸν δῆ ὁ θεῖος γιατρός, θὰ τὸν λυπηθῆ καὶ
θὰ τὸν γιατρέψη, γιατὶ εἶχε ἀκούσει πολλὰ θαύματα τοῦ Κυρίου. Ὅλοι ὅσοι
περνοῦσαν ἦταν βιαστικοί. Ἔτρεχαν γιὰ νὰ προλάβουν νὰ πιάσουν μιὰ θέση μέσα στὸ
σπίτι, γιὰ ν’ ἀκοῦνε καλύτερα τὸν ἀγαπημένο τους διδάσκαλο. Φώναζε ὁ
παραλυτικὸς καὶ τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ποτάμι ἀπὸ τὰ μάτια του. Καταλάβαινε πὼς ἄν
δὲν τὸν λυπόνταν οἱ ἄνθρωποι, θὰ ἔχανε τὴν εὐκαιρία νὰ βρεθῆ κοντὰ στὸ Χριστὸ
καὶ θὰ κοίτονταν ἐκεῖ στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου καὶ τῶν βασάνων ποιὸς ξέρει πόσα
χρόνια ἀκόμη.
Ἐπὶ τέλους τέσσερεις ἄνθρωποι σταμάτησαν. Λυπήθηκαν τὸ
δυστυχισμένο καὶ ἀποφάσισαν νὰ τὸν πᾶνε στὸ Χριστό.
Κουρασμένοι ἔφτασαν στὸ σπίτι ποὺ μιλοῦσε ὁ Κύριος. Πῶς
ὅμως νὰ μποῦνε μέσα; Ἦταν τόσο πολὺς ὁ κόσμος, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ προχωρήση κι
ἕνας μόνον ἄνθρωπος. Παρακάλεσαν, ἱκέτευσαν, ἔδειξαν τὸ δυστυχισμένο ἄνθρωπο,
μήπως καὶ τοὺς κάνουν νὰ συγκινηθοῦν, ἀλλ᾽ ἐστάθη ἀδύνατο νὰ γίνη ἕνας στενὸς
διάδρομος νὰ περάσουν.
Οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ χάνουν. Ἀνεβάζουν τὸν παραλυτικὸ στὴ
στέγη κι ἀπ’ ἐκεῖ βγάζοντας τὰ κεραμίδια τὸν καταβέζουν μπροστὰ στὸ Χριστό.
«Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν, λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον ἀφέωνταί σοι αἱ
ἁμαρτίαι σου».
Οἱ κακοὶ καὶ φθονεροὶ Φαρισαῖοι ἔβραζαν μέσα τους καὶ
ἤθελαν νὰ ξεσπάσουν. Ἤθελαν νὰ ἐκδηλώσουν τὸ μίσος τους πρὸς τὸ Χριστό.
Παίρνουν ἀφορμὴ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέγει στὸν παραλυτικό, «τέκνον μου
σοῦ εἶναι συχωρεμένες οἱ ἁμαρτίες σου» καὶ τὸν κατακρίνουν σὰ βλάσφημο.
Βλαστημάει ὁ Χριστὸς γιατὶ σχωρνᾶ τὶς ἁμαρτίες.
Βλαστημάει, γιατὶ σώζει ἕναν ἄνθρωπο. Αὐτοί, ἀντὶ νὰ χαροῦν λυποῦνται. Τὸ πάθος
τοῦ φθόνου δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ δοῦν καλὸ στὸν ἄλλο ἄνθρωπο. Ἔτσι εἶναι ὁ
φθονερός.
Γιὰ θυμηθῆτε τὸ διάβολο ποὺ φθόνησε τοὺς πρωτόπλαστους
μέσα στὸν Παράδεισο καὶ θέλησε νὰ τοὺς κάμη κακό.
Γιὰ θυμηθῆτε τὸν Ἰωσὴφ μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Τὸν φθονοῦν
γιὰ τὸ ὡραῖο του ντύσιμο ποὺ ἔκανε σὰ μικρότερος καὶ τὸν πουλοῦν στοὺς
ἐμπόρους.
Γιὰ θυμηθῆτε καὶ τὸν ἀρχισυνάγωγο. Ἀπὸ φθόνο, λυπήθηκε
γιὰ τὴ θεραπεία τῆς γυναίκας ποὺ βαζανιζόταν σκυφτὴ 18 ὁλόκληρα χρόνια.
Γιὰ θυμηθῆτε ἀκόμα πὼς ὁ φθόνος τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν
ἀρχόντων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, ὁδήγησε τὸ Χριστό μας πάνω στὸ λόγο τοῦ Γολγοθᾶ.
Τὸ πάθος τοῦ φθόνου, παιδιά μου, εἶναι ἁμαρτία μεγάλη.
Εἶναι ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ παίδεψη.
Ὁ Γρηγόριος ὁ θεολόγος λέγει: «Τοῦτο τὸ πάθος τοῦ φθόνου
εἶναι ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα τὸ πιὸ δίκαιο, ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ ἄδικο».
Δίκαιο, γιατὶ ὁ φθονερὸς τιμωρεῖται μόνος του. Δὲν
κοιμᾶται, ὑποφέρει, στενοχωρεῖται τιμωρεῖται μόνος του. Δὲν κοιμᾶται, ὑποφέρει,
στενοχωρεῖται σὰ βλέπει τὸν ἄλλον νὰ πετυχαίνη στὶς δουλειές του. Σὰ βλέπει τὸν
ἄλλον νὰ γελᾶ καὶ νὰ χαίρεται. Σὰ βάζει κι ὁ ἄλλος καλὸ φόρεμα. Σὰν ἔχει ὁ
ἄλλος τὰ ἴδια ἤ καλύτερα παιγνίδια ἀπὸ τὰ δικά του. Σὰν παίρνει ὁ ἄλλος
καλύτερο βαθμὸ καὶ τὸν ἐπαινοῦν γιὰ τὴ φρονιμάδα του.
Ψυχὴ βασανισμένη! Ψυχὴ ἀξιολύπητη!
Κι ὡς ἐδῶ τὰ πράγματα πᾶνε καλά. Ὅταν τρώγεται ὁ κακὸς
καὶ φθονερὸς γιὰ τὸ καλὸ ποὺ βλέπει στὸν πλησίον δὲ βλάπτει κανένα, τὸν ἑαυτό
του βλάπτει. Στὸν ἑαυτό του κάνει κακό.
Τὸ ἄσχημο εἶναι, ὅταν ὁ κακὸς καὶ φθονερὸς θελήση νὰ
κάμη, ἐξαιτίας τοῦ φθόνου του, κακὸ στὸν πλησίον του μὲ ψεύτικες καταγγελίες,
μὲ διάφορα λόγια στοὺς γειτόνους καὶ πολλὲς φορὲς μὲ διάφορες ζημίες ποὺ
προκαλεῖ στὴν περιουσία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲ χωνεύει.
Μὲ τὶς πράξεις του αὐτὲς ἀδικεῖ, κάνει κακό. Ἐδῶ
ἁμαρτάνει διπλὰ καὶ διπλὴ θὰ πάρη καὶ τὴν τιμωρία του. Πόσο δυστυχισμένοι
ἄνθρωποι εἶναι οἱ φθονεροί! Ἀξίζει ἕνα δάκρυ συμπόνιας γιὰ τοὺς δυστυχισμένους
αὐτοὺς ἀνθρώπους καὶ δυὸ λόγια στὴν προσευχή μας στὸν Κύριο νὰ τοὺς βοηθήση νὰ
γυρίσουν στὸν καλὸ δρόμο.
Ἄς γυρίσωμε πάλι στὸ Χριστό μας. Ἀφοῦ συγχώρεσε τὶς
ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ, τὸν θεράπευσε. Τί χαρὰ καὶ τί ἔκπληξη στὸ λαὸ ποὺ
ἄκουε τὸν Κύριο. Τί χαρὰ καὶ τί ἱκανοποίηση στοὺς τέσσερεις πιστοὺς ἀνθρώπους
ποὺ κουβάλησαν τὸν παραλυτικό! Τί χαρὰ καὶ τί συγκίνηση στὸν παραλυτικό! Καὶ τί
φθόνος καὶ κακία στοὺς Φαρισαίους!
Μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τῆς Καπερναούμ, δοξολογοῦμε κι ἐμεῖς τὸ
Θεὸ γιὰ τὸ Σωτήρα Χριστὸ ποὺ ἔστειλε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήση νὰ ζήσωμε
μιὰ ζωὴ χαρούμενη, γεμάτη χριστιανικὴ ἀγάπη, μακριὰ ἀπὸ φθόνους κι ἄλλες
ἀνθρώπινες κακίες.
-ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΕΣ
ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ Α' ΟΙ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ -ΤΕΛΗ ΠΕΚΛΑΡΗ 1976 -Θρησκευτικά Πέμπτης
Δημοτικού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου