Αποστολικό Ανάγνωσμα Κορ Α’. 9:2-12
Το αποστολικό ανάγνωσμα, της σημερινής ημέρας είναι περικοπή από τη πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου. Η επιστολή αυτή είναι γραμμένη σε πολύ προσωπικό ύφος, ο Απόστολος παραπονείται και υπερασπίζει τον εαυτό του και το έργο του. Κεντρικό σημείο πάντα στη σκέψη του αποστόλου Παύλου είναι η Εκκλησία και το αποστολικό αξίωμα. Έχει βαθειά συνείδηση για τα δύο αυτά πράγματα ο Απόστολος, στα οποία είναι όλο το έργο του Χριστού και της σωτηρίας των ανθρώπων. Η Εκκλησία και οι Απόστολοι, η Ανάσταση και η Πεντηκοστή, ο Ιησούς Χριστός και το Άγιο Πνεύμα. Γι᾽ αυτό μας μιλάει σήμερα, για το έργο και τη θέση των αποστόλων στον κόσμο. Για ένα έργο πολύ μεγάλο. Τι παραπάνω απ᾽ το να είσαι συνεργάτης του Θεού στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων; Και για μια θέση πολύ δύσκολη. Ποιός αντέχει σ᾽ όλες αυτές τις δυσκολίες και ποιός νικάει όλα αυτά τα εμπόδια;
Από τη μια πλευρά, ο Απόστολος, μας λέει για τη στάση και τη συμπεριφορά του κόσμου απέναντι στους αποστόλους, και από την άλλη για τη στάση και τη συμπεριφορά των αποστόλων απέναντι στον κόσμο. Θλίβονται, κοπιάζουν, περιφρονούνται, συκοφαντούνται οι απόστολοι από τους ανθρώπους. Κι όλα αυτά τα αντιμετωπίζουν με συνείδηση χρέους, με συναίσθηση ευθύνης, με πνεύμα αυταπάρνησης και θυσίας, με μακροθυμία και υπομονή, με ειλικρινή αγάπη, με πίστη στο Χριστό και την Ανάσταση. Αυτές είναι οι εσωτερικές δυνάμεις των αποστόλων του Χριστού και των ποιμένων της Εκκλησίας. Κι αυτές πάλι δεν είναι ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά καρποφορία του Αγίου Πνεύματος, όταν η ανθρώπινη προαίρεση το επιτρέπει να καρποφορήσει.
Ακούγοντας το αποστολικό κείμενο ξαναθυμόμαστε τις αφορμές που είχε ο απόστολος Παύλος για να γράψει έτσι στους χριστιανούς της Κορίνθου. Κοπίασε να ιδρύσει την Εκκλησία της Κορίνθου, χρειαζόταν όμως πολύ φροντίδα ακόμη για να οργανωθεί η τοπική αυτή Εκκλησία. Οι Κορίνθιοι μη μπορώντας να αποβάλλουν συνήθειες της προηγούμενης ζωής τους και ιδιαίτερα την κακή παράδοση να είναι χωρισμένοι σε φατρίες, έφθασαν στο σημείο μερικοί να μην αναγνωρίζουν τον Παύλο σαν απόστολο του Χριστού. Κι εκείνος ως αληθινός συνεργάτης του Θεού, για να στηρίξει την αποστολή και τη θέση του παρακαλεί και απολογείται. Προσπαθεί να δώσει στους ανθρώπους να καταλάβουν ποιό είναι το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα, ποιό είναι το έργο των αληθινών αποστόλων και ποιά είναι η θέση τους στον κόσμο, η θέση και των αποστόλων και των ποιμένων της Εκκλησίας αλλά και όλων των χριστιανών, με αυτό το πνεύμα να συνεχίσουν και να αναζωπυρώσουν την πίστη και την ελπίδα στο Χριστό «Το Πνεύμα μη σβέννυτε» (Α Θεσ. 5:19).
Κι εκείνη την εποχή οι άνθρωποι παρασύρονταν και θαύμαζαν ο,τι έβλεπαν στην επιφάνεια, ο,τι έλαμπε, χωρίς να μπορούν να δουν την ουσία και την αλήθεια των πραγμάτων. Και τότε υπήρχαν αυτοί που καπηλεύονταν κάθε ιερό και όσιο, τις ελπίδες και της προσδοκίες των ανθρώπων, τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και όλα τα ιδανικά. Οι αληθινοί απόστολοι και ποιμένες του λαού βρίσκονται σε δύσκολη θέση, δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα του κόσμου. Τότε οπλίζονται με πολλή πίστη και υπομονή και παρακαλούν. Το “παρακαλούμε” των αποστόλων είναι πολύ πιο δυνατό από οποιαδήποτε διαταγή και απ᾽ όλους τους εξαναγκασμούς. Οι απόστολοι δεν χρειάζονται μέσα και τρόπους του κόσμου, είναι συνεργάτες του Θεού. Δεν θέλουν να επιβληθούν, θέλουν την ελεύθερη συγκατάθεση των ανθρώπων, γι᾽ αυτό και παρακαλούν.
Παρακαλούν λοιπόν οι απόστολοι και απολογούνται. Και η περικοπή αυτή είναι όλη μία απολογία του αποστόλου Παύλου. Με τον όρο απολογία εδώ εννοείται η εξήγηση, εξηγείται σε αυτούς που τον αμφισβητούν και τον κρίνουν ως Απόστολο. «Σε τίποτε καμμιά αφορμή δεν δίνουμε, για να μην κατηγορηθεί η Εκκλησία και το έργο της», λέει ο άγιος Απόστολος. Η πρώτη απόδειξη είναι ότι, όπως και οι άλλοι απόστολοι, έτσι και ο ίδιος είδε τον Χριστό Αναστάντα: «Ουχί Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών εώρακα;» (κορ. Α΄ 9:1). Ο Παύλος αναφέρεται στο συγκλονιστικό γεγονός που συνέβη κατά την πορεία του προς τη Δαμασκό, ένα γεγονός το οποίο στη συνείδηση του αποτέλεσε την κλήση και την αποστολή του στη διακονία του Ευαγγελίου . Το «πάντοτε το αγαθόν διώκεται και εις αλλήλους και εις πάντας» (Α' Θεσ. 5:15) είναι χαρακτηριστικό των προτροπών του όχι μόνο στις δύο προς Θεσσαλονικείς αλλά και σε όλες τις επιστολές του. Η οικουμενικότητα του κηρύγματός του, όχι μόνο στο θεολογικό επίπεδο της σωτηρίας Ιουδαίων και εθνικών αλλά και στο πρακτικό επίπεδο της προς πάντας «φιλαδελφίας» σε μια εποχή όπως η σημερινή, με τα θετικά αλλά και τα αρνητικά της σημεία που έχουν επισημανθεί, ιδίως τα δεύτερα, από Ορθόδοξους εκκλησιαστικούς ηγέτες και από επιστήμονες θεολόγους αποτελεί την ουσιώδη συμβολή του Παύλειου λόγου, διαχρονικά αλλά και συγχρονικά, στην κοινωνία της εποχής μας.
Δεύτερη απόδειξη ήταν το ίδιο το έργο του: η ίδρυση και συγκρότηση από τον ίδιο της Εκκλησίας της Κορίνθου: «Ου το έργον μου υμείς εστέ εν Κυρίω;» (κορ. Α΄ 9:1). Άν άλλοι, που δεν είχαν γνωρίσει τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του από τον Παύλο, θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την αποστολική του ιδιότητα, αυτό σε καμία περίπτωση δεν δικαιούνταν να το κάνουν οι χριστιανοί της Κορίνθου, οι οποίοι δια του αποστόλου Παύλου είχαν ελκυσθεί στην καινούρια πίστη. Για να σκέφτεται και να μιλάει κανείς έτσι, πρέπει να έχει βαθειά συνείδηση της αποστολής του στην Εκκλησία, πρέπει να πιστεύει πως πραγματικά είναι συνεργός του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Το ζήτημα για τον Απόστολο δεν είναι μόνον πως σκέφτονται η πως φέρονται οι άνθρωποι, αλλά και τι πιστεύουν και τι κάνουν οι ποιμένες της Εκκλησίας.
Οι εκκλησιές είναι γεμάτες με εικόνες αγίων πατέρων και διδασκάλων, που ακολούθησαν το δρόμο του μεγάλου Αποστόλου, που έζησαν με την αγωνία μήπως εξαιτίας τους κατηγορηθεί το έργο της Εκκλησίας. Τα λόγια αυτά του Αποστόλου βέβαια δεν είναι μόνο για τους πατέρες της Εκκλησίας. Αναφέρονται, όπως είπαμε, σε κάθε χριστιανό. Πρώτοι οι Απόστολοι και οι Πατέρες και ύστερα κάθε αληθινός χριστιανός με τον τρόπο που ζει, με τον τρόπο που σκέφτεται και με ο,τι κάνει, κηρύττει το Χριστό και το Ευαγγέλιο σ᾽ όλους. Ιδιαίτερα σ᾽ εκείνους που δεν είναι πρόθυμοι να το ακούσουν και να το δεχθούν.
Συνεχίζοντας λοιπόν ο απόστολος, μας μιλάει ακριβώς για τον τρόπο ζωής των χριστιανών. Πως δηλαδή πρέπει να σκέφτονται, ποιά να είναι τα κίνητρα των πράξεών τους, πως ν᾽ αντιδρούν στο κακό. Η γνώση της αλήθειας του Θεού, η μακροθυμία και η υπομονή, η καλοσύνη και η τιμιότητα, η δικαιοσύνη, η ανυπόκριτη αγάπη, η ανιδιοτέλεια, η χαρά μέσα από τη λύπη κι όλα αυτά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και τη χάρη του Θεού. Αυτά είναι που ξεχωρίζουν τον αληθινό χριστιανό, αυτά είναι η δύναμή του και η παρρησία του. Είναι τόσο επίκαιρα τα λόγια του Αποστόλου σήμερα, που οι άνθρωποι – ακόμα και οι χριστιανοί – είναι κυριευμένοι από το πνεύμα της πλεονεξίας, της αντεκδίκησης, της δολιότητας και της διαφθοράς.
Μέσα στους ανθρώπους σήμερα, είναι ριζωμένη η σκέψη του συμφέροντος, τι μπορούν να κερδίσουν, όχι τι να θυσιάσουν. Η γλώσσα όμως με την οποία μίλησε ο Απόστολος είναι η γλώσσα των ανθρώπων που έταξαν τον εαυτό τους να συνεργαστούν με το Θεό, να υπηρετήσουν στο έργο της σωτηρίας. Τέτοιοι άνθρωποι που υπηρετούν πιστά την Εκκλησία, που ακολουθούν τα ίχνη των αποστόλων και των αγίων θα υπάρχουν πάντα και σε κάθε εποχή, μπορεί να είναι λίγοι, μα θα υπάρχουν πάντα. Πρώτα βέβαια οι καλοί ποιμένες της Εκκλησίας και ύστερα οι αληθινοί χριστιανοί, όλοι ως διάκονοι και συνεργάτες του Θεού.
Ιεροδιακόνου Νεκταρίου Γεωργίου- Μητρόπολη Κωνσταντίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου