Ομιλία Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτ. π. Αδαμαντίου Αυγουστίδη στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως 29 Ιουνίου 2011
«Τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίαςὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦμετανοεῖν, διότι ἔστησενἡμέραν ἐν ᾗμέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν». (Πράξ. 17, 30-31)
Ο ξεπεσμός και η υποτέλεια δεν αρμόζουν στον άνθρωπο!
Ο άνθρωπος πλάστηκε να είναι ελεύθερος. Στον Αδάμ, δηλαδή στον χοϊκό άνθρωπο, δόθηκε το προνόμιο να συνδιαλέγεται με τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο. Στο πλάσμα χαρίστηκε η πλάση ολάκερη για να τη διαφεντεύει ευχαριστιακά.
Μέχρι που θέριεψε μέσα του η αλαζονεία˙ και τον κυρίευσε˙ και πίστεψε ότι δεν χρειάζεται πια τον Θεό˙ ότι μπορεί να είναι ο ίδιος Θεός χωρίς τον Θεό.
Από τότε η ανθρωπότητα πορεύεται μέσα στους αιώνες υποτελής στις τραγικές επιπτώσεις της κακοδιαχείρισης της ελευθερίας. Το αφύσικο και το φθαρτό έγιναν τα μέτρα που καθορίζουν την υπαρξιακή μας υποταγή στην αναγκαιότητα. Ο χαρισματικός βίος υποβαθμίστηκε σε αγώνα επιβίωσης.
Η ιστορική πορεία του γένους των ανθρώπων φέρει βαθειά τα σημάδια της διαρραγής της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό και με τον άλλον άνθρωπο. Η ιστορία γράφεται πια «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου»[1]. Ο θάνατος σημαδεύει και δυναστεύει κάθε μορφή ζωής και δημιουργίας.
Αυτήν την τραγωδία του εκούσιου ξεπεσμού η θεολογία περιγράφει με μια και μόνο πικρή λέξη: την ονομάζει «Πτώση». Ο άνθρωπος είναι πια πεπτωκώς και μαζί του «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦνῦν»[2]. Ο άνθρωπος ξέπεσε και η κτίση ολόκληρη τον ακολούθησε στην πτώση του.
Έκτοτε η Οικουμένη αγωνίζεται να ξαναβρεί τη χαμένη ποιότητα του χαρισματικού βίου. Αναζητά τρόπους να ξεπεράσει τις θλιβερές συνέπειες του ξεπεσμού. Πασχίζει να βρει τρόπους για να αποκατασταθεί και πάλι η αμεσότητα της σχέσης με το Θεό και η ενότητα μεταξύ των ανθρώπων. Και πάνω από όλα, ποθεί και ονειρεύεται να πάψει ο θάνατος να καταπίνει τη ζωή και να εξουσιάζει την ανθρώπινη ύπαρξη.
Έκτοτε η παγκόσμια ιστορία πορεύεται από κρίση σε κρίση. Τα λαμπρά επιτεύγματα κάθε εποχής ακολουθούν καταστροφές, πίσω από τις οποίες κρύβονται σχεδόν πάντοτε συγκεκριμένες επιλογές φίλαυτης ιδιοτέλειας.
Στο διάβα των αιώνων ο άνθρωπος προσπάθησε να αποκαταστήσει τη σχέση του με το Θεό. Και παραμένοντας εγκλωβισμένος στους περιορισμούς της φθαρτότητάς του δημιούργησε θεούς κατ’εικόνα και καθ’ομοίωση του θνητού εαυτού του. Κατασκεύασε θρησκείες με κριτήρια τις ανάγκες του, τους φόβους του, τις ενοχές του ή τις ωφελιμιστικές κοντόφθαλμες προσδοκίες του.
Οι άνθρωποι όλων των εποχών ενώ γνώρισαν τον Θεό, δεν τον τίμησαν ως Θεό ούτε τον ευχαρίστησαν, αλλά με τις σκέψεις τους παραδόθηκαν σε μάταια πράγματα και σκοτίσθηκε η ανόητη διάνοιά τους. Ενώ έλεγαν ότι είναι σοφοί, έγιναν μωροί, «καὶἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶπετεινῶν καὶτετραπόδων καὶ ἑρπετῶν»[3].
Κι έτσι κύλισαν οι αιώνες. Και οι θρησκείες έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται μέσο και δικαιολογία για να διαιωνίζεται η βία, η αντιπαλότητα, ο διχασμός, οι δεισιδαιμονίες και η μοιρολατρία. Χωρίς τον Χριστό, -χωρίς αληθινή και ουσιαστική σχέση με τον Χριστό˙ δηλαδή εκτός Εκκλησίας-, κάθε απόπειρα κοινωνίας με τον Θεό γίνεται στο τέλος ειδωλολατρία και η ελπίδα για αγάπη και ενότητα μεταξύ των λαών και των ανθρώπων σβήνει και μετατρέπεται σε έχθρα και θρησκευτικό φανατισμό.
Χωρίς τον Χριστό και η πιο καλοπροαίρετη φιλοθεΐα εκπίπτει αργά ή γρήγορα σε ειδωλολατρικό ωφελισμό και η φιλαδελφεία συρρικνώνεται στα έως θανάτου ασφυκτικά όρια της ιδιοτελούς φιλαυτίας.
Στο διάβα των αιώνων ο άνθρωπος προσπαθεί να αποκαταστήσει την αγαπητική συνύπαρξη των ανθρώπων. Αγωνίζεται απεγνωσμένα να ανακαλύψει πώς θα ξαναβρούν οι άνθρωποι τη χαμένη ενότητα της κοινής τους φύσης. Οι άνθρωποι πασχίζουν να εφεύρουν τρόπους ώστε να πάψουν να αλληλοσπαράζονται και να κατορθώσουν να ζήσουν ειρηνικά και με ομόνοια.
Ψάχνουν λύσεις για να πάψει ο άνθρωπος να είναι λύκος για τον άλλο άνθρωπο[4]. Να μην είναι ο ένας η κόλαση του άλλου[5].
Η παγκόσμια ιστορία βρίθει από ατέρμονες προσπάθειες διατυπώσεως φιλοσοφικών προτάσεων, δημιουργίας κοινωνικών συστημάτων και πολιτικών και ιδεολογικών σχεδιασμών˙από επαναστάσεις και ενθουσιαστικά κινήματα που υπόσχονται λύσεις και υπερβάσεις της δυστυχίας που επιφέρει η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και η αλαζονική διαχείριση του περιβάλλοντος.
Πέρα από τα πεδία των μαχών, πίσω από τις αιματοβαμμένες απόπειρες αλλαγής του κόσμου, πίσω από τα πολιτικά συστήματα και τις ιδεολογίες, αλλά ακόμη και πίσω από την τρομοκρατία και τα κάθε λογής απολυταρχικά καθεστώτα, κρύβονται συνήθως μεγαλόπνοες ιδέες και μεγαλόστομες προτάσεις οραμάτων συλλογικής ευτυχίας.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, γνήσιο τέκνο του νεωτερικού ανθρωποκεντρισμού, πίστεψε ότι αφού απέκτησε γνώσεις και τεχνολογία, αφού λαλεί «ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων»[6], αφού έχει πια τη δύναμη και την τεχνολογία ώστε ακόμη και «ὄρη μεθιστάνειν»[7] δεν χρειάζεται πια τον Θεό. Και ξέχασε ότι όλα αυτά χωρίς αγάπη τρέφουν την αλαζονεία και ο άνθρωπος καταντά «χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον»[8].
Όμως αυτή είναι η ωμή αλήθεια: «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλονἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶεἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴἔχω, οὐδέν εἰμι»[9].
Με αυτήν ακριβώς την αλαλάζουσα υπεροψία οι σοφοί του κόσμου διακήρυξαν ότι ο Θεός πέθανε. «Τί άλλο είναι λοιπόν αυτές οι εκκλησίες παρά οι τάφοι και τα μνήματα του Θεού;»[10] αναρωτιέται ο κοσμικός προφήτης του θανάτου του Θεού.
Τις συνέπειες αυτών των επιλογών τις ζήσαμε και τις ζούμε όλο και πιο οδυνηρά.
Πώς αλλιώς ερμηνεύονται οι διαρκείς πόλεμοι, η φτώχια, η εκμετάλλευση και η μηδενιστική εξαθλίωση της ανθρώπινης ύπαρξης; Τί άλλο υποδεικνύει η κρίση που διέρχεται σήμερα ο τόπος μας και ο κόσμος ολάκερος παρά την αποτυχία των ιδεολογικών και των πολιτικο-οικονομικών συστημάτων; Δεν είναι όλα όσα βιώνουμε μια χειροπιαστή απόδειξη για το που οδηγεί η φίλαυτη και εγωκεντρική διαχείριση του ανθρώπινου βίου;
Όσα συμβαίνουν γύρω μας δεν κραυγάζουν περί των συνεπειών της απληστίας; Δεν μαρτυρούν περί της αντιμετωπίσεως του ανθρώπου ως αναλώσιμης παραγωγικής μονάδας και μόνο;
Δεν διδάσκουν περί των συνεπειών της υπερίσχυσης της φιλαυτίας επί της φιλαδελφείας και της φιλανθρωπίας;
Ποιος μπορεί, λοιπόν, να αμφισβητήσει ότι βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής; Ποιος δεν βλέπει ότι ο πολιτισμός μέσα στον οποίο αναπτυχθήκαμε, οι ιδεολογίες που καθόρισαν την ιστορική μας πορεία, οι οικονομικές και κοινωνικές θεωρίες που προσδιόρισαν τον τρόπο του βίου μας σχεδόν ολοκλήρωσαν τον ιστορικό τους κύκλο και τώρα πια αδυνατούν να διαλεχθούν δημιουργικά με τον κόσμο που έρχεται και να προτείνουν λύσεις στα προβλήματα που σωρεύτηκαν;
Τί θα είχαμε άραγε να απολογηθούμε στον απόστολο Παύλο αν στεκόταν πάλι εδώ ανάμεσά μας και επαναλάμβανε κοιτώντας μας κατάματα: «Τοῦτο δὲ γίνωσκε, ὅτι ἐνἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί·ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι,ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, ἀφιλάγαθοι, προδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι, ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι»[11];
Πώς θα αντιμετωπίζαμε τον απόστολο των εθνών σήμερα, αν πάνω σ’ αυτόν εδώ τον βράχο, όπως πριν από είκοσι αιώνες, έλεγε και πάλι: «O Θεός παραγγέλλει τώρα σε όλους τους ανθρώπους, παντού, να μετανοήσουν, γιατί όρισε μια μέρα, κατά την οποία θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη μέσω ενός άνδρα που όρισε ο ίδιος. Και έδωσε πειστική απόδειξη γι’ αυτό σε όλους, ανασταίνοντας τον από τους νεκρούς»[12].
Μήπως και πάλι, όπως και τότε, πολλοί θα γυρίζαμε την πλάτη επαναλαμβάνοντας κι εμείς με την σειρά μας: «Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶτούτου»[13];
Και τούτο όχι διότι μας διαφεύγει ότι ο θάνατος παραμένει ο μεγαλύτερος και ο έσχατος εχθρός. Αλλά διότι η άλλη αλαζονική φαντασίωση της εποχής μας είναι ότι και ο θάνατος μπορεί να νικηθεί με τη δύναμη της επιστήμης.
Έτσι τα όντως θαυμαστά αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας και οι εντυπωσιακές και απολύτως ευεργετικές πρόοδοι και ανακαλύψεις της Ιατρικής και των λοιπών επιστημών της υγείας, αντί να γίνονται αφορμή δοξολογίας και ευγνωμοσύνης προς Τον Δοτήρα παντός αγαθού «ὑπὲρ πάντων ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων»[14], χρησιμοποιούνται για να θρέφουν τις ψευδαισθήσεις παντοδυναμίας και ψευτο-αυτάρκειας.
Κι έτσι παραμένουμε ταλαίπωροι˙ και ταυτοχρόνως πολύ εγωιστές για να τολμήσουμε να επαναλάβουμε μαζί με τον ταπεινό και γι’ αυτό μέγα Παύλο: «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦθανάτου τούτου;»[15].
Όμως όλα τα ψέματα τελειώνουν κάποτε. Το τέλος της εποχής μας είναι ήδη ορατό και το αύριο άγνωστο.
Και τώρα τί κάνουμε; Τώρα πού να στραφούμε; Τώρα πώς να πορευτούμε;
Ας τολμήσουμε λοιπόν να εγκαταλείψουμε για μια στιγμή τις συλλογικές μας ψευδαισθήσεις αυτάρκειας και παντοδυναμίας. Ας αφήσουμε για μια στιγμή την ύπαρξη μας ανοικτή στο πέρα και το πάνω από μας.
Και έτσι, βρίσκοντας τον τόπο και τον τρόπο της προσωπικής μας σχέσης με τον Θεό, ενωμένοι μαζί Του στην Θεία Ευχαριστία, βρίσκουμε ταυτοχρόνως και τον πιο άμεσο τρόπο αποκατάστασης της χαμένης ενότητας των ανθρώπων. Διότι τότε «εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱπολλοί ἐσμεν· οἱ γὰρ πάντεςἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν»[19]. Διότι μέσα στην Θεία Λειτουργία μαθαίνουμε τα όρια της αληθινής ζωής και της αγαπητικής συνύπαρξης. Διότι εκεί ο άλλος γίνεται συνδαιτυμόνας στην κοινή τράπεζα μετοχής στο Θείο και δεν είναι πια κόλαση αλλά αδελφός και αδελφή. Εκεί, στον τόπο και τον χρόνο της ευλογημένης βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, στο πλαίσιο που ορίζει η λατρευτική ευχαριστιακή σύναξη του λαού του Θεού, η φιλαυτία και η ιδιοτέλεια δεν έχουν μέρος να σταθούν και τρόπο να επιβιώσουν. Διότι εκεί η θυσιαστική αγάπη ορίζει απόλυτα το ήθος και τον τρόπο της συνάντησης με τον άλλο.
Κι όλα αυτά γιατί γνωρίζουμε, και εκεί το επιβεβαιώνουμε συνεχώς, ότι ο θάνατος έχει νικηθεί. Ο Χριστός είναι αναστημένος και το Άγιο Πνεύμα όπου θέλει πνεί. Η πίστη των ανθρώπων δεν είναι πια χωρίς νόημα και το κήρυγμα της εκκλησίας δεν είναι κούφια λόγια.
Υπάρχει ελπίδα.
Υπάρχει μέλλον.
Υπάρχει το που να στρέψουμε το βλέμμα μας.
Υπάρχει το πώς να πορευτούμε.
Υπάρχει το τι πρέπει να κάνουμε.
Υπάρχει μια ζωντανή παράδοση που δείχνει πώς η αλήθεια γίνεται τρόπος ζωής και πώς η πίστη γεννά ήθος και πολιτισμό. Κοντολογίς, πώς η ζωή νικά τον θάνατο.
Έτσι ζήσαμε και επιβιώσαμε σε αυτόν εδώ τον τόπο σε δύσκολους καιρούς και έτσι θα ξαναβρούμε τον δρόμο μας για το μέλλον.
Όταν το 1964, δηλαδή πάλι σε καιρούς δύσκολους, ο Γ. Σεφέρης αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα από την Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης, είπε μεταξύ άλλων: «Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη;
Θα το παραδεχθούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δεν γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω, γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός»
Οι άνθρωποι της Εκκλησίας είναι αυτοί που εμπνέονται από τα έσχατα και έτσι έχουν το κουράγιο να προχωρούν πάντα εμπρός.
Παρά την πολλαπλότητα και την περιπλοκότητα όσων υπέθαλψε ή επινόησε η εκ γενετής επιθανάτια αγωνία του πεπτωκότος ανθρώπου για να διασκεδάσει το άγος του, το θεμελιώδες ζήτημα παραμένει συγκλονιστικά απλό: εάν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί, τότε η πίστη μας θα ήταν χωρίς νόημα και εμείς θα είμαστε «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων»[20].
Όμως, όταν η νοσταλγία για την αληθινή ζωή ξεπεράσει τη λήθη, στην οποία καταφεύγουμε για να αντέξουμε την οδυνηρή μας καθημερινότητα, τότε δεν μένει παρά να αναζητήσουμε ξανά το κέντρο της ζωής μας.
Τη μετοχή μας στο μέγα μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Να ζήσουμε με ήθος ευχαριστιακό.
Τότε μπορούμε να προσπαθήσουμε να αγαπήσουμε.
Διότι «Ὑμεῖς γὰρ ἐπ' ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον μὴ τὴνἐλευθερίαν εἰς ἀφορμὴν τῇ σαρκί, ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετεἀλλήλοις»[21]. Διότι δεν υπάρχει πια θάνατος. Διότι κι ο θάνατος είναι πια γεμάτος απ᾿ τον Θεό. Διότι ο Θεός «ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσινἀναστήσας αὐτὸνἐκ νεκρῶν»[22].
Ὁ Ιησούς είναι αναστημένος και «τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ͵ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις͵ ἀλλ΄ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτωςἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος»[23].
Φεύγοντας απόψε από αυτόν τον αγιασμένο τόπο ας κρατήσουμε στην καρδιά μας πολύτιμο φυλακτό την παραίνεση του διδασκάλου των Αθηναίων και της Οικουμένης:
«Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶνἸησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸαὐτὸ λέγητε πάντες,
καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν
τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ» [24].
[1] Ματθ. 4, 16.
[2] Ρωμ. 8, 2.
[3] Ρωμ. 1, 21-23: «γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢεὐχαρίστησαν, ἀλλ' ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν, καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶπετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν».
[4] Titus Maccius Plautus, Asinaria (495) (The comedy of asses, a play in English and Latin - Latin Edition), Kindle Edition: «lupus est homo homini». T. Hobbes, DeCive (1642) (the citizen), R. Royston,
[5] J.- P. Sartre, “Huis clos”, suivi de "Les Mouches" (1947), Gallimard, Paris 2000, 93: «L'enfer, c'est les autres» («η κόλαση είναι οι άλλοι»).
[6] Α’ Κορ. , 13, 1.
[7] Α’ Κορ. , 13, 2.
[8] Α’ Κορ., 13, 1.
[9] Α’ Κορ., 13, 1-2.
[10] F. Nietzsche, The Gay Science (1882, 1887), (ed. - trans.) W. Kaufmann, Vintage, New York, 1974, 182: «What after all are these churches now if they are not the tombs and sepulchers of God?».
[11] Β’ Τιμ. 3, 1-5.
[12] Πράξ. 17, 30-31.
[13] Πράξ. 17, 32.
[14] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Θεία Λειτουργία, Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Αἱτρεῖς Λειτουργίαι κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις κώδικας, Ἀδελφότης Θεολόγων ὁΣωτήρ, Ἀθῆναι, 1982, σελ. 105.
[15] Ρωμ. 7, 24.
[16] Ιωάν. 3, 8.
[17] Πράξ. 17, 27.
[18] ΦώτιοςΚωνσταντινουπόλεως, Fragmenta in epistulam ad Romanos, K.
Staab,Pauluskommentar aus der griechischen Kirche (1933), Aschendorff, Münster, 1984, 493:
«ἀλλὰ πόθεν ὁ θεῖος ἔρως ἐκεῖνος ἐκκέχυται καὶ ὅληνἐμπεριείληφε τὴν ἡμῶν καρδίαν; Ἐκ τοῦ παναγίου πνεύματος τοῦ δοθέντοςἡμῖν͵ ὥστε τὸ ὅλον τῆς ἄνω χάριτος. Ἀλλὰ καὶ χρεωστοῦμεν ὑπερερᾶν αὐτοῦ͵κἄν τι δέοι παθεῖν͵ μὴ ἀφίστασθαι τοῦ πρὸς αὐτὸν ἔρωτος. Διὰ τί; Ὅτι αὐτὸςἡμῶν ἠράσθη πρῶτος. Καὶ τότε τίνων; Ἐχθρῶν καὶ πολεμίων ὑπαρχόντων. Εἶδεςὑπερβολήν͵ εἶδες πόσον τὸ χρέος. πρόσθες καὶ τὸ ἔτι μεῖζον· οὐκ ἠράσθη μόνονἀλλὰ καὶ ἠτιμάσθη ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἐρραπίσθη καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἐν νεκροῖςἐλογίσθη. Διὰ τούτων ἁπάντων τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα».
[19] Α’ Κορ. 10, 17.
[20] Α’ Κορ. 15, 19:
«Εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷμόνον͵ ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν».
[21] Γαλ. 5, 13.
[22] Πράξ. 17, 30-31.
[23] Ιωάν. 3, 8.
[24] Α’ Κορ. 1, 10.
Αρχιεπισκοπη Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου