Στο τραπέζι του Μαξίμου τα θέματα Εκκλησίας – Πολιτείας
Του Νίκου Παπαχρήστου
Όλα τα θέματα που απασχολούν την Εκκλησία αναμένεται να τεθούν στην συνάντηση που θα έχουν, εκτός απροόπτου, την Παρασκευή, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος και αντιπροσωπεία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου με τον Πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου. Σύμφωνα με πληροφορίες στο επίκεντρο της συνάντησης θα τεθούν, μεταξύ άλλων, η αποδέσμευση και αξιοποίηση της εναπομείνασας Εκκλησιαστικής περιουσίας, το ζήτημα των διαθεσίμων της Εκκλησίας αλλά και ευρύτερου ενδιαφέροντος θέματα όπως η αναβάθμιση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, η αποτροπή υποβάθμισης του μαθήματος των θρησκευτικών καθώς και η αποτελεσματικότερη συνεργασία Εκκλησίας-Πολιτείας προς όφελος της Κοινωνίας σε αυτή την περίοδο που δοκιμάζεται από την πολυδιάστατη κρίση.
«Ως πολίτες που ζούμε στην πόλη, οι άνθρωποι της Εκκλησίας, δεν γίνεται να μην έχουμε λόγο. Αλλά πρέπει να μην είμαστε ουτοπιστές. Πρέπει να ξέρουμε τι σκέπτονται και οι απέναντι» είπε με νόημα ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος απευθυνόμενος, το περασμένο Σάββατο, σε καθηγητές των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και σε εκπροσώπους θεολογικών Ενώσεων και Συνδέσμων απ' όλη την Ελλάδα στο πλαίσιο διαβούλευσης για το μάθημα των θρησκευτικών.
Όπως είπε ο κ. Ιερώνυμος η αντιμετώπιση και διαχείριση κάθε προβλήματος «θέλει σύνεση και νηφαλιότητα».
«Είμαστε έτοιμοι να τα δώσουμε όλα για την στήριξη του λαού αλλά τα παθήματα έγιναν μαθήματα. Το 96% της περιουσίας μας εληστεύθη και μας απέμεινε το 4%. Θα θέσουμε τους όρους μας. Δεν πάμε για προσωπικά θέματα. Πάμε να μεταφέρουμε την αγωνία μας και να συνεννοηθούμε» είπε ο Αρχιεπίσκοπος ενημερώνοντας για την επικείμενη συνάντησή του με τον Πρωθυπουργό.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο Αρχιεπίσκοπος θα ζητήσει για άλλη μια φορά τον σεβασμό του Κράτους προς τις αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις που διατάζουν την αποδέσμευση των μέχρι σήμερα ρυμοτομικώς δεσμευμένων ακινήτων της Εκκλησίας. Εκκλησιαστικές πηγές αναφέρουν ότι ο κ. Ιερώνυμος, όπως και στο πρόσφατο παρελθόν, θα προτείνει την αξιοποίηση αυτών των ακινήτων προς όφελος του λαού, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης και με σαφή χρονικό ορίζοντα συνεργασίας με την Πολιτεία.
«Θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν τα ακίνητα αυτά ώστε τα όποια έσοδα έχουν να πηγαίνουν σε κοινωνικούς σκοπούς. Αυτό όμως να γίνει στο πλαίσιο συμφωνίας με την Πολιτεία και όχι το Κράτος να βρει την ευκαιρία να υφαρπάξει και το εναπομείναν 4% της εκκλησιαστικής περιουσίας» σχολιάζει στον ΣΚΑΪ ένας εκ των Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το μεγαλύτερο «αγκάθι» στην επικείμενη συνάντησή του Αρχιεπισκόπου και της αντιπροσωπείας της ΔΙΣ με τον Πρωθυπουργό φαίνεται να είναι το ζήτημα των χρηματικών διαθεσίμων των εκκλησιαστικών ΝΠΔΔ (Εκκλησίας της Ελλάδος, Μητροπόλεων, Ι. Ναών) και της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος όπως τα διαθέσιμα των ΝΠΔΔ μεταφερθούν σε ειδικό λογαριασμό της.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι θέσεις τις Εκκλησίας για το ζήτημα αυτό αλλά και για τα υπόλοιπα θα αναπτυχθούν σε υπόμνημα που θα παραδώσουν στον Πρωθυπουργό, ο Αρχιεπίσκοπος και η αντιπροσωπεία της ΔΙΣ.
Υπενθυμίζεται ότι όπως είχε αποκαλύψει ο ΣΚΑΪ σε αποκλειστικό ρεπορτάζ του τον περασμένο Ιανουάριο η Εκκλησία της Ελλάδος απέστειλε ήδη επιστολή με τις θέσεις της στο Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιώργο Προβόπουλο αλλά και σχετικό εγκύκλιο σημείωμα προς όλες τις Ιερές Μητροπόλεις της.
Στην εγκύκλιο η ΔΙΣ ανέπτυσσε τη νομική επιχειρηματολογία προκειμένου οι μητροπόλεις, και οι ιεροί ναοί - ως ξεχωριστά εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ - να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τα αιτήματα των κατά τόπους Υποκαταστημάτων Πιστωτικών Ιδρυμάτων - όπου διατηρούν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς - και τα οποία θέτουν το ζήτημα της εφαρμογής ενός νόμου του 1950. Και πιο συγκεκριμένα, του ν.1611/ 1950 που προβλέπει ότι όλα τα ΝΠΔΔ οφείλουν να έχουν κατατεθειμένα τα χρηματικά διαθέσιμά τους στην ΤτΕ, η οποία αποκλειστικά διαχειρίζεται και επενδύει τα εν λόγω ποσά σε κινητές αξίες του ελληνικού Δημοσίου (π.χ. ομόλογα), δηλαδή δανείζει το Δημόσιο.
«Τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 590/1977 (Εκκλησία Ελλάδος, Ι.Μητροπόλεις, Ι.Μονές, Ι.Ναοί, Διορθόδοξο Κέντρο κ.λ.π.) δεν εμπίπτουν εις το πεδίον εφαρμογής του εν θέματι αναγκαστικού νόμου 1611/1950 και του άρθρου 3 του ν. 2216/1994» σημείωνε η Ιερά Σύνοδος στην εγκύκλιό της που περιελάμβανε την επιχειρηματολογία της προς την Τράπεζα της Ελλάδος.
Το ζήτημα -που είχε φέρει στο φως της δημοσιότητας ο ΣΚΑΪ και η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - έθεσε στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, για πρώτη φορά τον περασμένο Αύγουστο, ο μητροπολίτης Σάμου Ευσέβιος. Τον Σεπτέμβριο, ιδιωτική τράπεζα απηύθυνε σχετική επιστολή προς την Εκκλησία της Ελλάδος με την οποία ζητούσε τη συναίνεσή της για τη μεταφορά των διαθεσίμων της, για να εισπράξει τελικά την αρνητική απάντηση της ΔΙΣ. Δύο μήνες μετά, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο ζήτησε την εφαρμογή του νόμου από ναούς της Μητρόπολης Ύδρας ενώ στη συνέχεια απευθύνθηκε σε ναούς της Χαλκιδικής και στη Μητρόπολη Πατρών. Ήδη, σύμφωνα με πληροφορίες, κάποιες μητροπόλεις έχουν εκδώσει εγκύκλια σημειώματα που καλούν τους ιερείς τους να μεταφέρουν τα διαθέσιμα των ναών τους σε άλλες τράπεζες.
Ακολουθούν αποσπάσματα επιστολής της Ιεράς Συνόδου προς τον διοικητή της ΤτΕ η οποία επισυνάπτεται σε σχετική εγκύκλιο της ΔΙΣ προς τις Ιερές Μητροπόλεις που παρουσίασε ο ΣΚΑΪ τον περασμένο Ιανουάριο:
«Ετέθη εις γνώσιν της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος υπό πολλών Ενοριών και Ιερών Μητροπόλεων ότι τίθεται προς αυτάς υπό των κατά τόπους Υποκαταστημάτων Πιστωτικών Ιδρυμάτων, εις τα οποία διατηρούν λογαριασμούς χρηματικών καταθέσεων, το ζήτημα εφαρμογής του αναγκαστικού νόμου 1611/1950 και του νόμου 2216/1994.. Κατά τας ανωτέρω διατάξεις διά τα «χρηματικά διαθέσιμα» των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου επιβάλλεται η παρακατάθεσις των εις την Τράπεζαν της Ελλάδος, η οποία «ως Διαχειριστικό όργανο» θα επενδύη κατά τας διατάξεις του νόμου 1611/1950 και του ν.2469/1997 τα εν λόγω κεφάλαια σε κινητές αξίες του Ελληνικού Δημοσίου (π.χ. ομόλογα)» σημειώνεται στην εγκύκλιο της Συνόδου.
«Θεωρούμεν ότι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου της εν Ελλάδι Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού εξαιρούνται προδήλως από το ανωτέρω σύστημα νομοθετικών διατάξεων. Διαχειριστικόν όργανον των διαθεσίμων κεφαλαίων της Εκκλησίας της Ελλάδος, των Ι.Μητροπόλεων, Ι.Μονών κ.λ.π. είναι κατά το νεώτερον του νόμου 1611/1950 Καταστατικόν Χάρτην της Εκκλησίας της Ελλάδος (Κ.Χ.Ε.Ε., ν. 590/1977) η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, ο Μητροπολίτης, τα Ηγουμενοσυμβούλια κ.λ.π. Ο τρόπος διοικήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας, συνεπώς και των χρηματικών διαθεσίμων ρυθμίζεται κατ' εξουσιοδότησιν του Κ.Χ.Ε.Ε. (ν.590/1977). Εν προκειμένω διά την Εκκλησίαν της Ελλάδος ο Κανονισμός υπ' αριθμ.158/2003 (άρθρο 11 παρ. 8 και 9) - ως και ο νεώτερος υπ'αριθμ. 211/2010 - επιτρέπει την παρακατάθεσιν χρηματικών διαθεσίμων εις πιστωτικά ιδρύματα και την αγοράν κινητών αξιών (κατά παρέκκλισιν των ορισμών του ν.1611/1950».
Στην εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου σημειώνεται ότι «ο Καταστατικός Χάρτης ως νόμος νεώτερος και ειδικώτερος του νόμου 1611/1950 επικρατεί των ρυθμίσεων του ν.1611/1950.». Και στην συνέχεια αναπτύσσονται οι θέσεις της Ιεράς Συνόδου:
«Τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 1 παρ.4 του ν.590/1977, αν και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου αποτελούν «μη κυβερνητικές οργανώσεις», δηλαδή «πρόσωπα διάφορα του Κράτους από το οποίο είναι εντελώς ανεξάρτητα» κατά την φράσιν του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ευρ.Δ.Δ.Α. Ιερές Μονές κατά Ελλάδος, απόφασις υπ' αριθμ. 492/09.12.1994, ΝοΒ 1996, 294), διότι ο νομοθέτης προσέδωσεν εις αυτά νομικήν προσωπικότητα δημοσίου δικαίου αποβλέπων απλώς να εξασφαλίσει εις αυτά την αυτήν (ηυξημένην) νομικήν προστασίαν έναντι τρίτων, της οποίας απολαύουν τα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. . Λόγω της ιδιαιτερότητος των Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (κατά την οποίαν δηλ. είναι φορείς ατομικών δικαιωμάτων έναντι του Κράτους), είναι αντισυνταγματική και οπωσδήποτε αντίθετος προς την Ε.Σ.Δ.Α. οιαδήποτε ερμηνεία του νόμου 1611/1950 και των επομένων αυτού σχετικών διατάξεων, η οποία οδηγεί εις την εφαρμογήν τούτων και επί των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου της εν Ελλάδι Εκκλησίας, διότι αι διατάξεις του νόμου αυτού αποβλέπουν ακριβώς εις την αναγκαστικήν αφαίρεσιν του δικαιώματος διαχειρίσεως των χρηματικών διαθεσίμων των Ν.Π.Δ.Δ. και εις την ανάθεσιν των εις την Τράπεζαν της Ελλάδος με το υπονοούμενο επιχείρημα ότι τα Ν.Π.Δ.Δ. γενικώς δεν είναι φορείς ατομικών δικαιωμάτων (προστασίας της περιουσίας των) έναντι του κράτους και ότι διαχειρίζονται κρατικήν περιουσίαν εν ευρεία εννοία. Η εν λόγω συλλογιστική δεν έχει εφαρμογή όμως επί των Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, τα οποία δεν διοικούν και δεν διαχειρίζονται κρατικής προελεύσεως περιουσίαν» υπογραμμίζεται.
Η Ιερά Σύνοδος υπενθυμίζει ακόμα ότι βάσει σχετικού άρθρου του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν 590/1977) η διαχείριση «των κατά νόμων εισφορών των Ιερών Ναών προς συντήρησιν των Μητροπολιτικών Γραφείων ή άλλων προσόδων της Μητροπόλεως διεξάγεται ευθύνη του οικείου Μητροπολίτου». Επίσης ότι η διαχείριση των πόρων των Ιερών Ναών καθορίζεται με κανονιστικές αποφάσεις της Δ.Ι.Σ. όπως επίσης «ο τρόπος διοικήσεως, διαχειρίσεως και της εν γένει αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας ήτοι της μοναστηριακής, διατηρητέας τε και μη, της Μητροπολιτικής, ενοριακής και ανηκούσης εις τα λοιπά εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίο υ δικαίου καθορίζεται δι' αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι.».
Σε άλλο σημείο της εγκυκλίου, και αφού παρατίθενται συγκεκριμένα άρθρα νόμων και διατάξεις, υποστηρίζεται ότι η εξαίρεση των εκκλησιαστικών ΝΠΔΔ «βασίζεται εις το θεμελιώδες γεγονός της μη προελεύσεως των προσόδων των εκκλησιαστικών Ν.Π.Δ.Δ. εκ του κρατικού προϋπολογισμού». Υπενθυμίζοντας το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας της Ελλάδος, επί της οποίας το Κράτος δεν έχει καμία εποπτεία, αναφέρεται ότι αυτό «επιβεβαιούται και κατά τον τελευταίον δημοσιονομικόν νόμον 3871/2010, ο οποίος προσέθεσε νέον άρθρον 1β εις τον δημοσιονομικόν νόμον 2362/1995, κατά τον οποίον καθίσταται σαφές ότι τα εκκλησιαστικά Ν.Π.Δ.Δ. δεν εντάσσονται, ούτε δημοσιονομικά εις την λεγόμενην Κεντρικήν Κυβέρνησιν ή τον Δημόσιον Τομέα".
Ολοκληρώνοντας την παράθεση των θέσεων της, η Ιερά Σύνοδος τονίζει ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος είναι και κατά το Σύνταγμα Αυτοκέφαλος τηρούσα τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις, ενώ και η θρησκευτική της ελευθερία και υπό την έννοιαν της Αυτοδιοικήσεως της είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένη. Κατά τους Ιερούς Κανόνας ο Επίσκοπος αποτελεί και επί περιουσιακών ζητημάτων το ανώτερο όργανο της τοπικής Εκκλησίας, όλα δε τα γεγονότα της ρυθμίσεως της εκκλησιαστικής ζωής είτε τελούνται υπό του ιδίου είτε εξαρτώνται πάντως εκ της ευλογίας του».
Και η Ιερά Σύνοδος καταλήγει υπογραμμίζοντας ότι «τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 590/1977 (Εκκλησία Ελλάδος, Ι.Μητροπόλεις, Ι.Μονές, Ι.Ναοί, Διορθόδοξο Κέντρο κ.λ.π.) δεν εμπίπτουν εις το πεδίον εφαρμογής του εν θέματι αναγκαστικού νόμου 1611/1950 και του άρθρου 3 του ν. 2216/1994».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου