του Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ(1893–1979) ὑπῆρξε, κατὰ τὴν ἀστασίαστη ὁμολογία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Ὀρθοδόξους Θεολόγους τοῦ 20οῦ αἰώνα, κατὰ πολλοὺς μάλιστα ὁ μεγαλύτερος. Ἀληθινὰ πατερικὴ μορφή, μὲ αὐθεντικὴ παρουσία στὰ θεολογικὰ γράμ ματα, ἀλλὰ καὶ τοὺς συγχρόνους πνευματικοὺς ἀγῶνες τῆς Ὀρθοδοξίας, πέτυχε νὰ ἀντιμετωπίσει, μὲ τὸν πατερικό του λόγο, μα κριὰ ἀπὸ τὴν Πατρίδα του, στὴν καρδιὰ τῆς πολυδιασπασμένης καὶ πολύγλωσσης «Δύσης», τὰ προβλήματα τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Ὁ λόγος καὶ ἡ πολιτεία του ἐπηρέασαν εὐεργετικὰ ὁλόκληρο τὸν χριστιανικὸ κόσμο καὶ κυρίως τὴ θεολογικὴ μαρτυρία τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, συμβάλλοντας στὴν ἀναγέννησή τους μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως.
Σὲ τί ὅμως συνίσταται, κυρίως, ἡ προσφορὰ τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ στὰ ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως;
Ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ οὔτε «ἐπαγγελματίας» θεολόγος ἦταν, οὔτε καὶ τελείωσε ποτὲ ἕνα ἀκαδημαϊκὸ πρόγραμμα θεολογικῶν σπουδῶν.
Θεολόγος ἔγινε μὲ τὴν ἐμβάθυνση στὸ λόγο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ μέσα ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὴ λειτουργικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ποιμαντική της πράξης, χώρους τοὺς ὁποίους εὐσυνείδητα διακόνησε. Στὰ νεανικά του χρόνια ξεκίνησε ἀπὸ μία ἰδιόμορφη σλαβόφιλη οἰκουμενικὴ ἀντίληψη τοῦ Σολοβιώφ, στὸν ὁποῖο ἀφιέρωσε καὶ τὰ πρῶτα ἔργα του, γιὰ νὰ φθάσει ἀργότερα σὲ μία γνήσια ὑπερεθνικὴ πατερικὴ συνείδηση, ἐρειδόμενη στὸ θεμέλιο τῶν πρώτων αἰώνων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Ὁ πλούσιος πνευματικὸς ὁπλισμός του τοῦ ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ ἐκφράσει, μὲ ἐπιστημονικὸ τρόπο, τὴν πιστότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν ἀποστολικὴ παράδοση, ἐπανερχόμενος συνεχῶς στὸ λόγο τοῦ Ἀπ.
Παύλου στὴν Α´ Τιμ. 3, 5, ποὺ τὸν συνέδεσε ἀμετάκλητα μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ βασικὲς θεολογικὲς θέσεις τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ μποροῦν νὰ συνοψισθοῦν στὰ ἀκόλουθα σημεῖα: 1) ἀποδέσμευση τῆς σημερινῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας ἀπὸ τὶς ξένες πρὸς τὴν οὐσία της ἐπιδράσεις, 2) δυναμικὴ ἐπιστροφὴ στὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, 3) ἀνάπτυξη μιᾶς χριστιανικῆς «Οἰκουμένης», πάνω ὅμως στὸ ἔδαφος τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλαδὴ σὲ μία πατερικὴ σύνθεση, 4) ἀπώθηση τοῦ κινδύνου ἰδεολογικοποιήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ ταυτόχρονη παραδοχή της ὡς κοινωνίας ἐλευθερίας καὶ ἐμπειρίας τῆς σωτηρίας, κάτι, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὰ λόγια του: «Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία ὡς πλήρωμα ζωῆς καὶ ὑπάρξεως».
Ἡ σημασία εἰδικότερα, τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ, ὡς ἑνός τῶν σπουδαιότερων θεολόγων τοῦ αἰώνα μας, συνίσταται κατ᾽ ἀρχὰς στὸ γεγονός, ὅτι ἐξέφρασε τὴν ὀρθόδοξη θεολογικὴ παράδοση κατ᾽ ἐξοχὴν στὴ Δύση, κάνοντας σ᾽ αὐτὴν γνωστὴ τὴν Ὀρθοδοξία στὴν αὐθεντικὴ μάλιστα μορφή της. Ταυτόχρονα ὅμως προσπάθησε νὰ διατυπώσει τὴν ἀνατολικὴ χριστιανικὴ παράδοση στὸ φῶς τῶν προβληματισμῶν τῶν δυτικῶν «Ἐκκλησιῶν».
Πέτυχε, ἔτσι, νὰ ἐπαναλάβει αὐτό, ποὺ ἡ πατερικὴ θεολόγηση ἐπιτελεῖ σὲ κάθε ἐποχή: νὰ ἐπαναδιατυπώσει τὴν ὀρθόδοξη παράδοση στὴ γενεά του, μὲ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς του, παραδίδοντάς την ἔτσι στὶς ἐπερχόμενες γενεές.
Ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς μὲ σύνολο τὸ ἔργο του ἔγινε πρωταγωνιστὴς καὶ πρωτοπόρος μιᾶς ζωντανῆς ἐπιστροφῆς στοὺς Ἁγίους Πατέρες –ἰδιαίτερα μετὰ τὸ Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας στὴν Ἀθήνα τὸ 1936. Παρουσίᾳ τῶν ἐξοχωτέρων ἐκπροσώπων τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Ἐπιστήμης, διακήρυξε μὲ ἀδιάσειστη αὐτοπεποίθηση ὁ τότε μόλις 43 ἐτῶν Θεολόγος τὴν ἀνάγκη ἀναγεννήσεως τοῦ «Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ». Ἀλλὰ καὶ τὸ 1959 στὴν Κηφισιὰ τῆς Ἀττικῆς ἔκαμε λόγο γιὰ «δημιουργικὴ ἐπιστροφὴ» σὲ «μία νέα πατερικὴ σύνθεση», ὑποστηρίζοντας ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ κύριο ἔργο τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερα καὶ ἡ ἀπαρέγκλιτη ἀποστολή της στὸ σύγχρονο κόσμο.
Ἐπανειλημμένα ὅμως ἐτόνιζε, ὅτι μία παρόμοια κίνηση δὲν ὑπονοεῖ μία ἁπλὴ παράθεση πατερικῶν χωρίων –αὐτὸ τὸ θεωροῦσε κάτι τὸ πολὺ ἐπικίνδυνο, «ἐπικίνδυνο φρόνημα». Ἔτσι, ὅμως, οὔτε ἡ ἐπανανακάλυψη τῆς παραδόσεως τῶν Πατέρων γενικὰ στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ εἰδικότερα στὴν ἑλληνικὴ καὶ ρωσικὴ Θεολογία, οὔτε ἡ ἀνανέωση τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ στὴ δεκαετία τοῦ ᾽60 μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν χωρὶς τὴ θεολογικὴ συμβολὴ τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ.
[Γιὰ τὸν π. Γεώργιο τὸ αἴτημα τῆς δυναμικῆς ἐπιστροφῆς στοὺς Πατέρες ἔγινε ἔργο ζωῆς, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τοὺς φιλοσοφοῦντες ρώσους συναδέλφους του, ὅπως ὁ Σέργιος Μπουλγκα κὼφ καὶ ὁ κύκλος του. Ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ συνέδεε, μάλιστα, ἀ διάρρηκτα τὴν πατερικότητα μὲ τὸν «Χριστιανικὸ Ἑλληνισμό», πιστεύοντας ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς «ὁλοκληρώθηκε μέσα στὴν Ἐκκλησία», ἀπο βαίνοντας τελικὰ «αἰώ νια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως»]. Στὸ σημεῖο δὲ αὐτὸ πρέπει νὰ προστεθεῖ, ὅτι κατὰ τὴ δική μας –καὶ ὄχι μόνο– ἐκτίμηση, ἡ γέφυρα αὐτὴ πρὸς τὴν πατερικότητα, ποὺ ἔκτισε ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ, ὁλοκληρώθηκε ἀπὸ τὸν εἰδικὸ δογματολόγο καὶ ἐγκρατέστατο γνώστη τῆς ἀνατολικῆς καὶ δυτικῆς παραδόσεως, Ἕλληνα καθηγητὴ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.
Μὲ τὴν πατερική του συνείδηση πέτυχε ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ νὰ συλλάβει ἐξ ἄλλου, τὴ διασύνδεση Χριστιανισμοῦ καὶ Ἱστορίας, δηλαδὴ τὴν ἱστορικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς Θεολογίας (δόγματός) της. Στὸ ἔργο του «Οἱ δρόμοι τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας» γράφει: «Ἡ ἱστορικὴ εὐαισθησία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὸ θεολόγο, εἶναι ὁ ἀναγκαῖος ὅρος γιὰ νὰ εἶναι κανείς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁποιοσδήποτε εἶναι ἀναίσθητος πρὸς τὴν ἱστορία δύσκολα θὰ εἶναι καλὸς χριστιανὸς» (Μετάφρ. Π. Πάλλη).
Ἡ Ἱστορία σαγηνεύει τὸν π. Γ. Φλωρόφσκυ σ᾽ ὅλα σχεδὸν τὰ ἔργα του.
Ἐξέφρασε, ἔτσι, μία συνεπῆ πατερικὴ θέση στοὺς καιρούς μας, διότι ἡ τοποθέτησή του στὸ θέμα ἀποδεσμεύει τὸ Χριστιανισμὸ ἀπὸ κάθε ἔννοια ἰδεαλισμοῦ, μονοφυσιτισμοῦ ἢ «σπιριτουαλισμοῦ». Ἕνας «ἐσωτερικευμένος» καὶ «ἀνι στορικὸς» Χριστιανισμὸς κατὰ τὸν π. Γ. Φλωρόφσκυ συνιστᾶ αὐ τοαναίρεσή του.
Ἡ «ἀνιστορικὴ» θεολόγηση φανερώνει τὴν ἀπώλεια τῶν ἱστορικῶν κριτηρίων. Καὶ αὐτὸ δὲν ἦταν παρὰ σαφὴς κριτικὴ στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ τὴ σκόπιμη «ἀνιστορικότητά» της. Ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ δέχεται ἀνεπιφύλακτα τὴν «ἀνιστορικότητα» ὡς μία ἀπὸ τὶς οὐσιαστικότερες ἀδυναμίες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σὲ ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, καὶ γι᾽ αὐτὸ προέτεινε πέρα ἀπὸ ἕνα «Οἰκουμενισμὸ ἐν τόπῳ» καὶ ἕνα «Οἰκουμενισμὸ ἐν χρόνῳ». Ἡ ἀπὸ κάποιο σημεῖο «περιθωριοποίηση» τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ στὴν «Οἰκουμενικὴ Κίνηση» καὶ ἡ ἔντεχνη ἀντικατάστασή του μὲ ἄλλον ἀνερχόμενο ὀρθόδοξο Θεολόγο, πρόθυμο νὰ ἐνταχθεῖ ὁλόκληρος στὶς προθέσεις καὶ στοχοθεσίες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐπιβεβαιώνει τὴ διαπίστωση τοῦ ἀμετάβλητου πατερικοῦ φρονήματος τοῦ π. Γεωργίου, ὀχληροῦ ὁπωσδήποτε στοὺς ἐπιτελεῖς τῆς Οἰκουμενικῆς στρατεύσεως.
Μία ἀπὸ τὶς χαρακτηριστικότερες καὶ δυναμικότερες ἔννοιες τῆς θεολογικῆς γλώσσας τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ –παρὰ τὴν ἐπιμελῆ ἀποφυγὴ νεωτερισμῶν στὴ θεολογική του ὁρολογία– ἦταν ὁ ὅρος τοῦ ψευδομόρφωση, σὲ σύνδεση μὲ τὴ νεώτερη Ὀρθόδοξη Θεολογία. Ὁ ὅρος αὐτός, ποὺ θυμίζει τὴν ἀρχικὴ καὶ ἰσχυρὴ λόγῳ σπουδῶν σχέση τοῦ π. Γεωργίου μὲ τὶς φυσικὲς Ἐπιστῆμες, προερχόμενος ἀπὸ τὴν Ὀρυκτολογία καὶ τὶς ἀναλύσεις τοῦ φιλοσόφου Ο. Spengler, στὴ γλώσσα τοῦ π. Γεωργίου ὑπονοεῖ μία βίαιη ἐπιστρωμάτωση, ποὺ ἐμπόδισε τὴ θεολογία μας στοὺς τελευταίους αἰῶνες, λόγῳ τῆς δυτικῆς πλημμυρίδας, νὰ ἐκφρασθεῖ μὲ τὰ δικά της μέσα. Μὲ αὐτὴ τὴ λέξη, ποὺ τὴ συσχέτισε μὲ τὰ ρεύματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας τῶν τελευταίων αἰώνων, ἐχαρακτήρισε μία θεολογία ἀδύναμη νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, σ᾽ ὅλο τὸ νοηματικὸ φάσμα τοῦ ὅρου. Τὴν ἔννοια αὐτὴ εἰσήγαγε στὸ ἔργο του «Οἱ δρόμοι τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας», ἀσκώντας κριτικὴ στὴν περιπλάνηση τῶν Ρώσων θεολόγων μέσα στὰ ἀδιέξοδα τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ. (Κάτι ἀνάλογο συνέβη καὶ στὴν Ἑλληνικὴ Θεολογία τὸν 19ο αἰώνα).
Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ –καὶ ἐξ ἴσου ὀλισθηροὶ– δρόμοι ὁδήγησαν στὴν ἀπώλεια τῶν κριτηρίων τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καί, τελικά, στὴν ἀπώλεια τοῦ πνεύματος τῶν Ἁγ. Πατέρων. Μὲ τὴν κριτική του στὴν ψευδομόρφωση καλοῦσε ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ τοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους στὴν ἐπαναζήτηση τῆς αὐτοσυνειδησίας τους καὶ τὴν ἀνανέωση τῆς θεολογικῆς τους μαρτυρίας.
Στὴ θεολογικὴ σκέψη τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ σημαντικὴ θέση κατέχει καὶ ἡ ἐπίγνωση τοῦ ὑπερεθνικοῦ χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Σ᾽ ὅλη τὴ ζωή του ἔμεινε μακριὰ ἀπὸ κάθε ἐθνικιστικὴ καὶ φυλετικὴ θεώρηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, σ᾽ ἀντίθεση φυσικὰ μὲ τοὺς συνεχιστὲς τῆς σλαυοφιλικῆς συνειδήσεως ἄλλων Ρώσων τῆς Διασπορᾶς. Ὁ π. Γεώργιος ἐπεσήμανε συχνὰ τοὺς κινδύνους ἑνὸς θρησκευτικοῦ ἐθνικισμοῦ, ποὺ συνιστᾶ ἀλλοίωση οὐσιαστικὴ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Οἱ Χριστιανοί, ὑπεστήριζε, γνωρίζουν ἕνα ἄλλο «σύστημα νομιμότητας» ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς ἄλλων θρησκειῶν καὶ γι᾽ αὐτὸ ὀφείλουν νὰ ἐπιδιώκουν, ὡς πολίτες τοῦ οὐρανοῦ (πρβλ. Φιλιπ. 3, 20), ἕνα εἶδος «ὑπερεθνικότητας», ἔξω ἀπὸ ὁποιαδήποτε πολιτειακὰ ὅρια (extra–territoriality). Σ᾽ αὐτὸ τὸ πλαίσιο κινήθηκε καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ πραγματωθεῖ στὴν Ἀμερικὴ μία ἑνιαία ὀρθόδοξη παρουσία. Ἔτσι, ἔμεινε πιστὸς στὴν πανορθόδοξη καταδίκη τοῦ «φυλετισμοῦ» («ἐθνικισμοῦ»–Κωνσταντινούπολη 1872), ὅπως ἐπίσης καὶ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀναγνωρίζοντας τὰ ἱστορικοκανονικὰ «δικαιώματά» του. Πέρα ἀπὸ τὴ δογματικὴ ἤθελε νὰ στηρίξει καὶ τὴν κανονικὴ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ σκέψη του γι᾽ αὐτὰ τὰ θέματα ἐκφράσθηκε πολὺ καθαρὰ στὴ μελέτη του «Οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν Ἀμερικὴ» (Φιλαδέλφεια 1949).
Σ᾽ αὐτὴν ὅμως τὴ συνάφεια πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ καὶ ἡ προσπάθειά του γιὰ τὴν ἀνανέωση τῆς θεολογικῆς γλώσσας τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν ἀναπροσαρμογὴ τῆς γλώσσας τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου.
Δὲν πρέπει –τέλος– νὰ λησμονή- σει κανείς, ὅτι ἡ ἰδιότητα τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ ὡς κληρικοῦ προσέδωσε στὴ θεολογική του μαρτυρία μία ἰσχυρὴ δυναμική. Ἦταν, ὅπως ἐλέχθη, ὄχι «θεολόγος τοῦ γραφείου», ἄλλα τοῦ Θυσιαστηρίου καὶ τῆς ποιμαντικῆς διακονίας. Κινούμενος στὰ ὅρια μεταξὺ λατρείας–σπουδαστηρίου καὶ κοινωνίας, ἀσκοῦσε καὶ ἐβίωνε τὴν καθολικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ἀποστολικότητα δηλαδὴ καὶ πατερικότητά της. Αἰωνία του ἡ μνήμη!
«Ορθόδοξος Τύπος», 17/12/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου