Μέ ἀφορμήν τόν διάλογον εἰς τήν Βιέννην μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν.
Ὑπό τοῦ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς τοῦ Α.Π.Θ
Διατί δέν δύναται νά ὑπάρξη τυπική καί οὐσιαστική ἑνότης μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν
Β΄ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ
Η οποιαδήποτε μορφή ἑνότητας στήν Ἐκκλησία, χωρίς τήν λειτουργική καί εὐχαριστιακή ἑνότητα, εἶναι σίγουρα μιά ἀτελής ἑνότητα. Ἡ ἴδια ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἑνιαίου σώματος, εἶναι κατεξοχήν μυστηριακό γεγονός. Μέ τά μυστήριά της ἡ Ἐκκλησία ἐντάσσει τούς ἀνθρώπους στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τούς συνέχει καί τούς ἑνοποιεῖ μέ τήν κεφαλή τοῦ σώματος ἀλλά καί μεταξύ τους.
Τέλος, τούς κάνει ἕνα Πνεῦμα μέ τόν Τριαδικό Θεό ἐν Χριστῷ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προσφέροντας σ᾽ αὐτούς τήν χαρισματική θέωσή τους ἀνάλογα μέ τό βαθμό δεκτικότητάς τους, μέ τρόπο δυναμικό, προοδευτικό καί ἀτελεύτητο στό πλαίσιο τῆς ἄκτιστης βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀνέσπερης καί ἀδιάδοχης ὀγδόης ἡμέρας τοῦ μέλλοντα ἀΐδιου αἰώνα.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς συνόλου καί ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τήν αἰσθητή, ὁρατή φανέρωσή της στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη κατά τή Θεία Λατρεία, καί εἰδικώτερα καί κατεξοχήν κατά τή μετοχή τῶν πιστῶν στή Θεία Κοινωνία. Τότε ἀκριβῶς, στό μέτρο τῆς καθαρότητας καί δεκτικότητάς μας κοινωνοῦμε μέ τή μορφή ἀρραβῶνος στήν ἄκτιστη βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἑνωνόμαστε πραγματικῶς, χαρισματικά, διά τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ Χάριτος καί ἐνεργείας, μέ τόν ὅλο
Τριαδικό Θεό, μέ τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ, μέ τούς ἀσώματους νοερούς νόες, μέ τούς ἀπό αἰώνων εὐαρε- στήσαντες τόν Θεό κεκοιμημένους δικαίους καί ἁγίους, ἀλλά καί μέ ὅλους τούς ἀνά τήν οἰκουμένη πιστούς, πού εἶναι ὀργανικά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί δεκτικά τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ Χάρι- τός Του. Εἶναι ἐπ᾽ αὐτοῦ χαρακτηριστική ἡ αἰσθητή -λεκτική καί ἀκουστική- ἐμπει- ρία τῆς Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως διά τῆς ἀναφορᾶς τοῦ προϊσταμένου τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὄχι μόνο στούς προαπελθόν- τες ἁγίους, ἀλλά ὀνομαστί καί στήν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας σήμερα, κατά τήν κορυφαία στιγμή τοῦ Καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων.
Ἐδῶ ὅμως πρέπει νά δώσουμε κάποιες ἀπαραίτητες θεολογικές διευκρινίσεις, ἐπειδή σήμερα κινδυνεύουμε ἀπό μία ὕποπτη, φιλτραρισμένη, μυστηριακή, θά ἔλεγα τολμηρά, εἰδωλολατρεία.Αὐτή προ ωθεῖται ἀπ' ὅσους -γιά λόγους σκοπιμότητας- τονίζουν μονομερῶς τή θεσμική ἔκφραση τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐάν αὐτά λειτουργοῦν ἀπροϋπόθετα, μαγικῶς καί μηχανιστικῶς, ἀκόμη καί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ὅμως παραγνωρίζεται ἡ Πατερική θεώρηση τῶν μυστηρίων ὡς ἐκφάνσεων τῆς Ἐκκλησίας. Τά μυστήρια εἶναι τά κλαδιά τοῦ δέντρου τῆς Ἐκκλησίας, τά μέλη τῆς καρδιᾶς της, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Αὐτά παρέχουν τήν ἄκτιστη ἑνοποιό δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύ- ματος γιά τήν πραγμάτωση καί τή βίωση τῆς ὀντολογικοῦ χαρακτήρα ἑνότητας τῶν πιστῶν- μελῶν ὑπό σαφεῖς προϋποθέσεις.
Πῶς πραγματώνεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας λοιπόν πραγματώνεται διά τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ Χάριτος μυστηριακῶς καί ἰδιαίτερα διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὄχι ὅμως μηχανιστικῶς καί ἀπροϋποθέτως. Ἀπεναντίας ἡ χαρισματική ἕνωση προϋποθέτει ἀπό τούς πιστούς τήν καθαρότητα ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν ἐλεύθερη συνεργία τους καί τό αὐτό φρόνημα ὡς πρός τήν πίστη. Ἄλλωστε, ὁ Θεός δοξάζεται ὀρθά στό πλαίσιο τῆς Θείας Λατρείας, μόνον ὅταν ἡ δοξολογία γίνεται «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ». Τοῦτο ὅμως προϋποθέτει ὄχι μόνο μία πίστη, ἀλλά καί μία ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ζωή. Αὐτό εἶναι θεολο- γικῶς εὐνόητο, γιατί ὁ Θεός ὡς αὐτοδόξαστος, μπορεῖ πρακτικῶς νά δοξάζεται πραγματικά καί ἀπό ἐμᾶς, μόνον ὅταν ὁ ἴδιος ἐνεργεῖ ἐντός ἡμῶν διά τοῦ Πνεύματός Του.
Αὐτό ὅμως συμβαίνει, μόνον ὅταν ἔχουμε ἐνεργό ἐντός ἡμῶν τό δικό Του Πνεῦμα, πού λάβαμε κατά τήν προσωπική μας Πεντηκοστή, στό ἅγιο Χρίσμα. Ὅταν ὅμως συμβαίνει ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας νά ἔχει ἄλλο φρόνημα, καί μάλιστα ἀντίθετο μέ τή δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ἐκφράστηκε στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τότε προφανῶς ἡ ἑνότητα τῆς ἡγεσίας μέ τό σῶμα καί τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ἐμφανίζεται λειτουργικῶς προβληματική. Ἰδιαίτερα προβληματική γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στή λατρεία ἐμφανίζεται ἡ κατάσταση ἐκείνη, κατά τήν ὁποία ἡ συγκεκριμένη ἡγεσία, πού μνημονεύεται στή θεία Εὐχαριστία, συμβαίνει νά φρονεῖ, νά ζεῖ καί νά συμπεριφέρεται κατά τρόπο ἀσύμβατο πρός τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ὅταν συμβαίνει, ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας νά προβαίνει σέ συμπροσευχές μέ τούς ἑτεροδόξους καί νά ἀποδέχεται, ἔστω καί σιωπηρῶς, τά κοινά Κείμενα πού ὑπογράφουν οἱ ἀντιπρόσωποί της μέ τούς ἑτεροδόξους, ὅταν δηλαδή ἔμμεσα πλήν σαφῶς στήν πράξη θεωρεῖ ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι συνιστοῦν ἐκκλησίες, μέ τήν ἐκκλησιολογική ἔννοια τοῦ ὅρου, καί ὅτι ἔχουν κατά συνέπεια γνήσια μυστήρια, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ ἑτερόδοξοι ἀρνοῦνται δογματικῶς τόν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς Χάριτος καί ἐνεργείας τῶν μυστηρίων, ἀδειάζοντας ἔτσι κυριολεκτικά τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί τόν θεανθρώπινο χαρακτήρα της καί ὑποβιβάζοντάς το σέ καθαρά ἀνθρώπινο ὀργανισμό, τότε ἀσφαλῶς φαλκιδεύεται σέ κάποιο βαθμό ἡ ἑνότητα τῆς συγκεκριμένης ἡγεσίας μέ τήν Ἐκκλησία καθεαυτήν. Πρακτικῶς, τότε ἡ ἐπιδιωκόμενη ἑνότητα αὐτῆς τῆς ἡγεσίας ἐξαντλεῖται στό κτιστό καί ἀνθρώπινο ἐπίπεδο. Τότε αὐτή ἡ ἑνότητα δέν συμπεριλαμβάνει στήν πραγματικότητα τόν Τριαδικό Θεό, ἀφοῦ οἱ πρός ἑνότητα Ρωμαιοκαθολικοί ἐξακολουθοῦν νά ἀρνοῦνται δογματικῶς τόν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θείας Χάριτος, πού ὡς θεότητα γεφυρώνει ὀντολογικῶς τό χάσμα ἀνάμεσα στόν ἄκτιστο Τριαδικό Θεό καί τόν κτιστό ἄνθρωπο.
Ἔτσι ὅμως καταργεῖται στήν πράξη ἡ θεία κοινωνία τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ μέ τόν κτιστό ἄνθρωπο. Ἀλλά καί ὅταν συμβαίνει ἡ ζωή ἡμῶν τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας νά μή εἶναι συμβατή μέ τό φρόνημα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, τότε ἡ ἐμφανιζόμενη κατά τήν θεία λατρεία θεσμική ἑνότητά μας εἶναι ἐξωτερική καί συμβατική. Σαφῶς δέν εἶναι ἐκείνη, πού ὁ Χριστός ζήτησε ἀπό τό Θεό Πατέρα στήν Ἀρχιερατική προσευχή Του, ἐπειδή δέν λαμβάνει σοβαρά ὑπόψη αὐτή ἡ ἑνότητα τίς θεολογικές καί ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις γιά τήν οἰκείωση καί τήν ἐν πάσῃ αἰσθήσει βίωσή της. Ἀτυχῶς ἡ ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση, σέ συνδυασμό μέ τά προβληματικά θεολογικῶς οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα, στό πλαίσιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἔγινε αἰτία γιά τή διασάλευση τῆς λατρευτικῆς καί διοικητικῆς ἑνότητας τῶν νεοημερολογιτῶν μέ τούς ὀρθόδοξους παλαιοημερολογίτες ζηλωτές. Ἔχουμε τή γνώμη, ὅτι τό πρόβλημα αὐτό θά πρέπει νά ἀπασχολήσει θεολογικά καί ἀγαπητικά τήν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐφόσον συμβαίνει νά εἶναι κοινή μεταξύ μας ἡ ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ καταγραμμένη μετά τό 1920 ἱστορία μας μπορεῖ νά βοηθήσει ἀμοιβαίως σέ αὐτοκριτική γύρω ἀπό τό πρόβλημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ σκοπό τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους ἑνότητας καί κοινωνίας μεταξύ μας.
Γ΄ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Αὐτή ἀναφέρεται συγκεκριμένα στήν ἱεροκανονική καί ὀργανωτική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχει τήν θεολογική θεμελίωσή της οὐσιαστικά στό βασιλικό-ποιμαντικό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ.
Εἰδικώτερα, ἡ ἑνότητα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας σχετίζεται ἄμεσα μέ τήν παραδοσιακή δομή της, τήν ἐσχατολογικοῦ χαρακτήρα ὀντολογία της, ἀλλά καί τήν χαρισματικοῦ χαρακτήρα ταυτότητά της. Ἐκτροπή ἀπό τήν θεσμική ἀποδοχή της συνιστοῦν οἱ παγιωμένες αἱρέσεις καί τά παγιωμένα ἐκκλησιαστικά σχίσματα.
Ἡ ὁρατή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καθεαυτήν ἐκφράζεται, ὅπως εἴπαμε ἤδη, μυστηριακῶς κατά τήν Θεία Λατρεία καί πιό συγκεκριμένα καί κατεξοχήν στή Θεία Εὐχαριστία. Ὅμως, ἐξίσου ἡ ὁρατή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας φανερώ- νεται διαχρονικά ἀδιαμφισβητήτως στήν κορυφαία διοικητική ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας, κατά τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Σ᾽ αὐτές διατυπώνεται συνοδικῶς καί ἀλαθήτως -μέ κάθε δυνατή ἀκρίβεια- τό φρόνημα τῆς Θεανθρώπινης κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζει καί τόν ὅλο Τριαδικό Θεό, ἀφοῦ ἕνα εἶναι τό θέλημα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτός ἀκριβῶς ὁ χαρακτήρας τοῦ περιεχομένου τῆς συνοδικῆς ἐκφράσεως τῆς ὅλης Ἐκκλησίας διασώζεται στήν χαρακτηριστική δια τύπωση αὐτῶν τῶν Συνόδων, ὅπως εἶναι λ.χ. ἡ διατύπωση στήν Ἀποστολική Σύνο- δο τῶν Ἱεροσολύμων: «ἔδοξε τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ καί ἡμῖν» (Πρξ. 15,28) ἤ ὅπως στίς Οἰκουμενικές Συνόδους: «ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις πατράσι...». Ἔτσι, τό ἕνα φρόνημα τῆς ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας διασφαλίζεται ἀπό τό φρόνημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι ἐνεργό στά ἐπιμέρους μέλη τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτό πιστοποιεῖται ἀντικειμενικά, ἐφόσον οἱ ἱεράρχες ἐκφράζονται ταπεινά, ὡς «ἑπόμενοι, δηλαδή, τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Τοῦτο σημαίνει, ὅτι κάθε σύνοδος τῶν ἐπισκόπων ὀφείλει νά εἶναι σύμφωνη καί «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Διαφορετικά, ἡ ὁποιαδήποτε ἀπόφανσή της θά εἶναι ὄχι μόνον θεσμικά ἀλλά καί οὐσιαστικά μετέωρη.
Ἁγιοπνευματικαί προϋποθέσεις
«Κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζει ἡ διοίκηση τῆς ἐπιμέρους τοπικῆς ἤ τῆς σύνολης Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ δογματική συν είδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν τῆς ὅλης Ἐκκλησίας ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας. Σέ τελευταία δηλαδή ἀνάλυση καί αὐτή ἡ Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί εἰδικώτερα ἀπό τή δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τό τελευταῖο τοῦτο παρέχει προσδιοριστική σημασία στήν ἑνότητα τοῦ μυστηριακοῦ σώματος, τό ὁποῖο ἐκφράζεται ἀδιαμφισβήτως θεσμικά ἀπό τήν ἀνώτατη ἡγεσία τῆς ὅλης Ἐκκλησίας στό πλαίσιο μιᾶς Πανορθοδόξου ἤ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀπό τά παραπάνω γίνεται σαφές, ὅτι ἡ ἑνότητα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας διασφαλίζεται θεσμικά μέν, ἀλλά ὄχι μηχανιστικά καί δημοκρατικά. Διασφαλίζεται μόνον ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Τοῦτο πρακτικῶς σημαίνει, ὅτι ἡ ἑνότητα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ὀντο- λογικές καί εἰδικώτερα ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις.
Προϋποθέτει δηλαδή τήν ὀντολογική ἑνότητα τῶν πιστῶν στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐν πάσῃ αἰσθήσει βίωση τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ὡς ἄκτιστη θεοποιός Χάρη συνέχει τό μυστηριακό σῶμα καί γεφυρώνει χαρισματικῶς καί ὑπαρξιακῶς (ὀντολογικῶς) τά κτιστά μέλη μέ τήν ἄκτιστη θεότητα τῆς Θεανθρώπινης Κεφαλῆς τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό σημαίνει, ὅτι εἶναι θεολογικῶς θεμιτό καί πνευματικῶς ἐπιβεβλημένο ὁ ὁποιοσδήποτε πιστός νά μπορεῖ νά ἀμφισβητεῖ τήν θεσμικῶς ἐκφρασθεῖσα συνοδική ἀπόφανση τῆς ἀνωτάτης διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἐφόσον μέ βεβαιότητα διαπιστώνει ὅτι αὐτή ἡ συγκεκριμένη ἀπόφανση δέν εἶναι «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
Σημειωτέον, ὅτι μέ τή στάση του αὐτή παραμένει ἑνωμένος μέ τήν Κεφαλή τοῦ μυστηριακοῦ σώματος, ἀλλά καί μέ τήν ὅλη Ἐκκλησία. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στή διοίκησή της δέ διασφαλίζεται μηχανιστικῶς μέ τόν ἁγιο- πνευματικό πράγματι θεσμό τῆς Συνοδικότητας. Προϋποθέτει ὁπωσδήποτε καί τό αὐτό ἁγιοπνευματικό φρόνημα τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων. Ἄλλωστε, ἀληθινά συνοδικός κατά τό γράμμα καί κυρίως κατά τό πνεῦμα τῆς λέξεως εἶναι αὐτός πού βρίσκεται μαζί στήν Ὁδό, ἡ ὁποία Ὁδός στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ἡ ὑποστατική Ὁδός, ὁ Χριστός. Εἶναι δέ μαζί Του ὁ συνοδικός ὄχι ἁπλῶς τυπικῶς καί θεσμικῶς, ἀλλά κυρίως οὐσιαστικῶς καί ἐνεργῶς μόνον ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, μόνον ὅταν ἔχει ὄντως «νοῦν Χριστοῦ». Πρακτικῶς, αὐτό συμβαίνει μόνον ὅταν ἔχει προηγουμένως ὁ νοῦς του κα- θαρότητα μέ τό θεῖο καί θεοπτικό φῶς.
Δέν διασφαλίζεται ἀπό τό Πρωτεῖον
Ἀπό τά παραπάνω εἶναι προφανές, ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας γενικώτερα -ἀλλά καί εἰδικά στή διοίκησή της- δέ διασφαλίζεται ἀπό τόν Πρῶτο καί Πρόεδρο τῆς ὁποιασδήποτε συνόδου, ἀλλά οὔτε καί ἀπό τό πλῆθος τῶν ἐπισκόπων, ὅταν συμβαίνει αὐτοί νά ὑπηρετοῦν πρόσωπα «ἡγουμένων» τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά εἶναι ἀρεστοί σ’ αὐτούς. Ἄν ὅμως θεωρήσουμε τόν ἑκάστοτε Πρῶτο στή διοικητική ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐκφραστή καί ἐγγυητή τῆς ἑνότητάς της –τόσο κατά τήν πρώτη χιλιετία, λ.χ. τόν πάπα, ὅπως θέλουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ὅσο καί κατά τήν δεύτερη χιλιετία, στό πλαίσιο τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ὅπως φαίνεται νά εἰσηγοῦνται κάποια ἐπώνυμα κείμενα τελευταίως- τότε ἀναπόφευκτα θά πρέπει νά δεχθοῦμε, ὅτι καί κάποιοι Πρῶτοι καταδικασθέντες ὡς αἱρετικοί, τόσο στή Δύση ὅσο καί στήν Ἀνατολή, διασφάλιζαν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν αἵρεσή τους, ἐνόσω βρίσκονταν στήν διοικητική θεσμικά θέση τους.
Τοῦτο ὅμως θά σήμαινε ὅτι ἡ ἑνότητα διασφαλίζονταν μηχανιστικά, ἐρήμην τῆς ἐσφαλμένης προσ ωπικῆς πίστεως τῶν Πρώτων. Ἀλλά θά σήμαινε ἀκόμη ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχει ὀντολογικό καί ἁγιοπνευματικό χαρακτήρα, ἤ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ὑφίσταται εἴτε διηρημένη εἴτε ἐν αἱρέσει. Κάτι τέτοιο ὅμως ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίφαση μέ τήν δογματικῶς ὁριοθετηθεῖσα πίστη, πού ἐκφράζουμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως γιά τή ΜΙΑ Ἐκκλησία.
Τό κοινό Κείμενο τῆς Ραβέννας (2007, &41) φαίνεται νά ὑποστηρίζει ἔμμεσα πλήν σαφῶς τό θεσμό τοῦ Πρωτείου μέ ἰσχύ ἐφόλης τῆς Ἐκκλησίας, παρά τή διαφορετική κατανόησή του σ’ Ἀνατολή καί Δύση κατά τήν πρώτη χιλιετία. Ἀπ’ ὅσο γνωρίζουμε, στούς σχετικούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων γίνεται λόγος γιά «Πρεσβεία τιμῆς» καί ὄχι γιά Πρωτεῖο διοικητικῆς ἐξουσίας σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ἡ ὅποια ἀναφορά σέ «Πρῶτο» περιορίζει τίς διοικητικές ἁρμοδιότητές του σέ αὐστηρά τοπικό-ἐπαρχιακό ἐπίπεδο.
Ἔχουμε τή γνώμη, ὅτι δέν εἶναι θεολογικῶς καί πατερικῶς ἐπιτρεπτό νά κάνουμε θεολογικό διάλογο μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς γιά Πρωτεῖο τοῦ πάπα ἐφόλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί κατά τήν πρώτη χιλιετία, ἐνόσῳ οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας παραμένοντας ἕως σήμερα σταθερά στίς αἱρετικές θέσεις τους γιά τό Filioque καί τήν κτιστή θεία Χάρη, σέ συνδυασμό μέ τό Πρωτεῖο καί τό Ἀλάθητο τοῦ πάπα.
Ορθόδοξος Τύπος 1 Οκτωβρίου ΄10
1 σχόλιο:
1) Ὅταν ὅμως συμβαίνει ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας νά ἔχει ἄλλο φρόνημα, καί μάλιστα ἀντίθετο μέ τή δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ἐκφράστηκε στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τότε προφανῶς ἡ ἑνότητα τῆς ἡγεσίας μέ τό σῶμα καί τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ἐμφανίζεται λειτουργικῶς προβληματική. Ἰδιαίτερα προβληματική γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στή λατρεία ἐμφανίζεται ἡ κατάσταση ἐκείνη, κατά τήν ὁποία ἡ συγκεκριμένη ἡγεσία, πού μνημονεύεται στή θεία Εὐχαριστία, συμβαίνει νά φρονεῖ, νά ζεῖ καί νά συμπεριφέρεται κατά τρόπο ἀσύμβατο πρός τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
2)Ἀτυχῶς ἡ ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση, σέ συνδυασμό μέ τά προβληματικά θεολογικῶς οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα, στό πλαίσιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἔγινε αἰτία γιά τή διασάλευση τῆς λατρευτικῆς καί διοικητικῆς ἑνότητας τῶν νεοημερολογιτῶν μέ τούς ὀρθόδοξους παλαιοημερολογίτες ζηλωτές. Ἔχουμε τή γνώμη, ὅτι τό πρόβλημα αὐτό θά πρέπει νά ἀπασχολήσει θεολογικά καί ἀγαπητικά τήν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐφόσον συμβαίνει νά εἶναι κοινή μεταξύ μας ἡ ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ καταγραμμένη μετά τό 1920 ἱστορία μας μπορεῖ νά βοηθήσει ἀμοιβαίως σέ αὐτοκριτική γύρω ἀπό τό πρόβλημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ σκοπό τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους ἑνότητας καί κοινωνίας μεταξύ μας.
3) Σέ τελευταία δηλαδή ἀνάλυση καί αὐτή ἡ Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί εἰδικώτερα ἀπό τή δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας
ΣΧΟΛΙΟ
Αφού έγιναν όσα έγιναν, μετά το 1920 κύριο μέλημα των ιεραρχών -υποδείξει των πολιτικών αρχόντων-
ήταν να εξουδετερωθεί η δογματική συνείδηση του πληρώματος. Έτσι, φθάσαμε εδώ που βρισκόμαστε με διδασκάλους όπως ... (ονόματα δεν λέμε, είναι γνωστά), εκτός φυσικά του κ. Τσελεγγίδη και άλλων αγνώστων στο ευρύ κοινό. Φυσικά, ανυπάρκτων και δια τα μέσα της μαζικής ενημέρωσης του πολτοποιημένου πληρώματος.
Δημοσίευση σχολίου