του Ιεροδιακόνου Σιλουανού Πεπονάκη
Όπως ο Σεπτέμβριος ήταν στο Βυζάντιο ο πρώτος μήνας του εκκλησιαστικού έτους και η πρώτη του μηνός αυτού ήταν η πρωτοχρονιά και αρχή της ινδίκτου, έτσι και αυτή η ιερά εορτή και πανήγυρη, των Γενεθλίων της Θεομήτορος, είναι η πρώτη της κατά χάριν ανακλήσεως και αναπλάσεώς μας, αφού, όπως αναφέρει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι η ημέρα κατά την οποία άρχισαν τα πάντα να γίνονται νέα και να εισάγονται αντί των προσκαίρων θεσμών οι μόνιμοι, αντί του γράμματος το πνεύμα και αντί των σκιών η αλήθεια. Στην εικόνα αυτή του 16ου αιώνος από την Μονή της Αγίας Αικατερίνης του όρους Σινά, ο αγιογράφος ακολουθεί το απόκρυφο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, για να ιστορήση το μεγάλο αυτό γεγονός, της Γεννήσεως. Δεσπόζει η μορφή της αγίας Άννας που εικονίζεται μισοκαθισμένη στο κρεβάτι, ενώ το αριστερό της χέρι στηρίζει το γερμένο κεφάλι της. Από την έκφρασή της μπορούμε να εικάσουμε ότι είναι βυθισμένη στις σκέψεις της για το παράδοξο του γεγονότος, πώς δηλαδή λύθηκε η στείρωσή της.
Στο επάνω αριστερά μέρος της σύνθεσης εικονίζονται οι γονείς ευτυχισμένοι να αγκαλιάζονται και να ασπάζονται στην πύλη του σπιτιού τους, ή κατά τον Ψευδο-Ματθαίο στην Χρυσή πύλη της πόλης.
Επειδή στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπήρχε ελπίδα αθανασίας η διαδοχή του γένους φαινόταν κάτι το αναγκαιότατο. Η πολυτεκνία στους Ισραηλίτες φαινόταν ανωτέρα και της αρετής, και η ατεκνία τόσο μεγάλο κακό ώστε και αυτοί οι δίκαιοι να μην επαινούνται για την αρετή τους. Περίλυποι λοιπόν από τις προσβολές οι Δίκαιοι Ιωακείμ και Άννα αποφάσισαν να καταφύγουν στον Θεό. Ο μεν Ιωακείμ αναχωρεί προς την έρημο, νηστεύοντας και προσευχόμενος στον Θεό να γίνη πατέρας, η δε Άννα κλείνεται στον γειτονικό κήπο και με οδυνωμένη καρδιά βοά προς τον Θεό “επάκουσόν μου ο Θεός των πατέρων μου, και ευλόγησόν με ως ευλόγησας την μήτραν Σάρρας”.
Ο ασπασμός λοιπόν που γίνεται στην πύλη της πόλεως γίνεται μετά την αποκάλυψη από άγγελο Κυρίου προς αυτούς, ότι θα αποκτήσουν παιδί. Διαβάζουμε στο απόκρυφο του Ιακώβου “Και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη λέγων αυτή· “Άννα Άννα, επήκουσε Κύριος της δεήσεώς σου, και συλλήψει και γεννήσεις, και λαληθήσεται το σπέρμα σου εν όλη τη οικουμένη...”. Αλλά και τον Ιωακείμ βλέπουμε στα δεξιά της εικόνας να ομιλή με έναν άγγελο και να του λέη: “Ιωακείμ Ιωακείμ, επήκουσε Κύριος ο Θεός της δεήσεως σου· κατάβηθι εντεύθεν· ιδού γαρ η γυνή σου Άννα εν γαστρί λήψεται... Και ιδού Ιωακείμ ήκε μετά των ποιμνίων αυτού και έστι Άννα προς την πύλην και είδε τον Ιωακείμ ερχόμενον, και δραμούσα εκρεμάσθη εις τον τράχηλον αυτού λέγουσα· Νύν οίδα ότι Κύριος ο Θεός ευλόγησέ με σφόδρα..”.
Διερωτάται ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, για ποιό λόγο η Θεοτόκος προήλθε από στείρες λαγόνες, για να απαντήση πάλι ο ίδιος· Για να διαλύση την λύπη και να αφαιρέση την ντροπή των γονέων της, για να προεικονίση την διάλυση της λύπης και της κατάρας των προπατόρων του γένους που επρόκειτο να πραγματοποιηθή δι’ αυτής. Γι’ αυτό και σ’ όλα σχεδόν τα τροπάρια της ακολουθίας του Γενεθλίου οι υμνογράφοι τονίζουν παράλληλα με την γέννησή της και τον ρόλο της ως Μητέρας του Θεού.
Συνεχίζοντας δε ο άγ. Γρηγόριος γράφει: πώς άλωστε θα τολμούσε η φύσι να ρυπάνη την μήτρα, στην οποία διέμεινε και από την οποία προήλθε η μόνη γυναίκα που έγινε κατοικητήριο του ποιητού της φύσεως. Όπως δηλαδή πριν από αυτή και μετά από αυτή δεν εμφανίστηκε παρθένος μητέρα και μητέρα Θεού. Και όπως πριν από αυτήν και μετά αυτή δεν κατοίκησε κανείς στα Άγια των Αγίων, έτσι φυσικά ούτε σ’ εκείνα τα μητρικά σπλάχνα δεν κυοφορήθηκε κανένα άλλο έμβρυο είτε πριν είτε ύστερα. Και επειδή όταν πλησίασε ο καιρός να γεννηθή η Παρθένος δεν ευρέθηκαν ανάμεσα στους απογόνους του Δαυίδ ανώτεροι από τους άτεκνους εκείνους στην αρετή και στην ευγένεια του ήθους και της γενεάς. Γι’ αυτό λοιπόν προτιμήθηκαν από τους πολυτέκνους οι άτεκνοι για να κυοφορηθή από τους πολυαρέτους η πανάρετη. Έπρεπε δέ, λέει ο άγ. Γρηγόριος, και να προετοιμασθή το μέγα θαύμα (τής ασπόρου συλλήψεως του Σωτήρος) με το θαύμα, (τής λύσης της ατεκνίας) και η φύση βαθμιαίως να υποταχθή στην χάρη.
Στην μέση της εικόνας εικονίζονται οι δούλες και οι επισκέπτριες που περιποιούνται την λεχώνα δίνοντάς της φαγητό ενώ μία από αυτές κάνει αέρα με ριπίδιο στην Άννα. Όπως σημείωσα και πρίν, η Θεοτόκος αν και βρίσκεται μέσα σε λίκνο, σπαργανωμένη ως βρέφος ο αγιογράφος δεν παραλείπει να γράψη πάνω από το κεφάλι της τα συμπιλήματα ΜΡ ΘΥ. Η χαρά είναι διάχυτη σ’ όλη την σύνθεση, τα έντονα και ζεστά χρώματα, τα φωτεινά και εκφραστικά πρόσωπα, όλα αναγγέλλουν το χαρμόσυνο γεγονός, όπως άλλωστε αρχίζει και το απολυτίκιο της εορτής “Η γέννησίς σου Θεοτόκε χαράν εμήνυσε...”.
Αυτό βέβαια που μας προτρέπει ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι να προσφέρουμε στην Αγνή Παρθένο το αγαπητότερο και καταλληλότερο δώρο, τον αγιασμό μας και την αγνεία του σώματος, δι’ εγκρατείας και προσευχής, για να βρούμε θησαυρισμένη μέσα μας την καθαρότητα που ονομάζει ο Ησαΐας σωτηριώδες εγγάστριο πνεύμα, λέγοντας προς αυτόν: “διά τον φόβον σου, Κύριε, εν γαστρί ελάβομεν, και ωδινήσαμεν, και ετέκομεν πνεύμα σωτηρίας σου, ό εκυήσαμεν επί της γής”, συμπληρώνοντας ακόμη πώς “ου πεσούμεθα οι ενοικούντες επί της γής”, δηλαδή, όσοι κυλιώνται στα γήινα φρονήματα και πάθη.
«Εκκλησιαστική Παρέμβαση» Σεπτέμβριος 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου