Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Ἀσπαζόμεθα τή Μητέρα του Κυρίου μας, πού εἶναι καί Μητέρα δική μας.
Βαθειά συνεπαρμένοι προσφέρομεν θυμίαμα καρδιᾶς, τήν ὁλόθερμη προσευχή μας.
Ἡ Κοίμηση τῆς Παναγίας μας δέν γεννᾷ μέσα μας τρόμο. Οὔτε μᾶς προσδένει ἐκβιαστικά στήν πένθιμη πομπή. Δέν κλαῖμε, «ὥσπερ οἱ λοιποί». Δέν σβήνει στά μάτια μας τό φῶς τῆς ἐλπίδας. Δέν μᾶς τυλίγει τό σκοτάδι τοῦ θανάτου κι ὁ φόβος τοῦ ἀφανισμοῦ.
Ἡ μορφή τῆς Θεοτόκου, λαμπρή, μέσα στή δόξα τῆς παρθενίας της καί στή μοναδικότητα τῆς Θεομητορικῆς ἀποστολῆς της μένει μπροστά μας ζωντανή, ἱκανή νά μᾶς χειραγωγήσῃ στό Μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ της, τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ Πάθους. Ἕτοιμη νά μᾶς προσφέρῃ τή στοργή της καί νά μᾶς τυλίξῃ στό πέπλο τῆς ἀγάπης της.
Στεκόμεθα μπροστά της μέ σεβασμό. Ἀνοίγουμε τίς πύλες τοῦ ἑαυτοῦ μας γιά νά δεχτοῦμε μέσα μας τήν εὐλογία της. Ἀντιπροσφέρουμε τό φτωχό θυμίαμα τῆς εὐχαριστίας μας. Ὑμνοῦμεν τό μεγαλεῖο της. Δοξάζομεν τήν προσφορά της στήν ἀνθρωπότητα. Καί καταθέτουμε τήν ἱκεσία μας.
Γιά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἡ Θεοτόκος εἶναι μία σταθερή παρουσία ἀγάπης.
«Ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε... »
Καί μετά τήν κοίμησί της δέν εἶμαστε ἐγκαταλελειμμένοι. Δέν εἴμεθα μόνοι. Οἱ ἄνθρωποι γύρω μας βιάζονται. Περπατοῦν καί φεύγουν. Κινούμενες φιγοῦρες μᾶς αἰφνιδιάζουν μέ τό πρόσκαιρο ἐνδιαφέρον τους. Ἀλλά γρήγορα προσπερνοῦν καί χάνονται. Οἱ προσωπικές τους φροντίδες τούς ὁδηγοῦν σέ κάποιο ἄλλο μονοπάτι. Κι ὁ θάνατος τούς ἁρπάζει καί τούς χάνουμε ἀπό πλάϊ μας.
Ἡ Θεοτόκος, ἡ Ἁγία Μητέρα τοῦ σαρκωμένου Λόγου, εἶναι μία ἀδιάκοπη παράστασι στόν θεϊκό θρόνο. «Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου...». Καί, ταυτόχρονα, μία μετοχή στό σῶμα καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Καί χθές καί σήμερα. Καί στά χρόνια τῆς σκλαβιάς. Καί στήν ἄθεη γενιά μας. Καί σ’ ὅλη τήν ἱστορική διαδρομή, πού θά φέρει τήν ἀνθρωπότητα στήν πύλη τῆς ἔσχατης ἐπιφάνειας τοῦ Χριστοῦ μας.
Τήν παρουσία τῆς Παναγίας μας δέν τήν νιώθουμε σάν εἰκόνα τοῦ ἱστορικοῦ μουσείου. Καί δέν τήν ζοῦμε σάν προγονική κληρονομιά, σάν μία ἐντυπωσιακή καί ἡρωϊκή φυσιογνωμία κάποιας ἄλλης ἐποχῆς.
Ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἕνα ἀδιάκοπο παρόν. Μία ζωντανή σκέπη. Ἕνα ἀπρόσβλητο καταφύγιο. Μία καρδιά, πού ἐκπέμπει σταθερά παλμούς. Μία μάνα, πού θερμαίνει γενιές καί γενιές στήν ἀγκαλιά της.
Μία σταθερή μετοχή στή σύναξι καί στήν πρᾶξι τῆς Εὐχαριστίας μας. Μιά ἀδιάψευστη κι ἀλάθητη χειραγωγός στή Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της.
Τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου γεμίζει τήν Ἐκκλησία μας. Καί ἀναβαθμίζει τήν προοπτική καί τόν στόχο τῆς προσωπικῆς μας πορείας.
Τήν ἀντικρύζουμε στήν Κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Βασίλισσα ἐπιβλητική∙ «Τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ»∙ «Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν»∙ Θρόνο τοῦ Παντάνακτος∙ «Ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».
Καί, ταυτόχρονα, αἰσθανόμεθα τήν παρουσία της καί τήν συνοδοιπορία της στήν προσωπική μας περιπέτεια. Μάνα στοργική στό πλάϊ μας. Νά μᾶς θερμαίνῃ μέ τό βλέμμα της. Νά μᾶς καλύπτῃ μέ τήν φροντίδα της. Νά μᾶς ὁδηγῇ μέ τό παράδειγμά της. Νά μᾶς ἐνισχύῃ μέ τή μεσιτεία της.
Ὅταν τά σύννεφα μᾶς τυλίγουν, σηκώνουμε τό βλέμμα καί τό καθηλώνουμε στό μητρικό πρόσωπό της. Ὅταν οἱ συνάνθρωποι μᾶς ἀγνοοῦν, ἀναπαυόμεθα στήν παρουσία της. Ὅταν ξαφνικά μπαίνουμε στό σκοτεινό φαράγγι τῆς ἀπογοήτευσης, ἁπλώνουμε τό χέρι καί πιάνουμε τό δικό της. Ὅταν τά μάτια μας ἀναβλύζουν δάκρυα, ἠρεμοῦν ἀντικρύζοντας τήν πονεμένη ἀλλά ἤρεμη ἔκφρασί της. Ὅταν τά βήματά μας καταντοῦν τρεμάμενα, στηριζόμαστε πάνω της καί προχωροῦμε.
Ἡ Παναγία σέ κάθε στιγμή στέκει πλάι μας. Καί σέ κάθε στιγμή μᾶς προσφέρει τούς θησαυρούς τῆς ἀγάπης της.
Τήν νιώθουμε μάνα πιό γλυκιά ἀπ’ τή μάνα πού μᾶς γέννησε.
Ψάλλουμε μέ ξεκούραστη καρδιά καί μέ φωνή γεμάτη συγκίνησι: «Μετέστης πρός τήν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς» Καί «Ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε... ».
Ἀδελφοί μου,
Ἡ συνάντηση τῆς Παναγίας μέ τόν θάνατο εἶναι ἕνα ἐξαιρετικά σημαντικό γεγονός, πού ἀφορᾷ ἀπόλυτα τήν ζωή μας. Εἶναι γνωστό πώς ἐπίκεντρο τῆς χριστιανικῆς διδαχῆς ἀποτελεῖ ἡ συνάντηση τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ της μέ τόν Θάνατο, ἀπ’ ὅπου ἐπήγασε ἡ ἀνάσταση τῶν θνητῶν.
Ἀλλά δέν εἶναι λιγώτερο σπουδαία καί ἡ μητρική ἀναμέτρηση μέ τόν ἔσχατο ἐχθρό τῆς ἀνθρωπότητος. Ὄχι μόνο γιατί προσδίδει συγκλονιστικές διαστάσεις στό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, πού ἔφερε σέ πέρας ὁ Χριστός κατά μοναδικό καί ἀνυπέρβλητο τρόπο, ἀλλά καί γιατί ἡ Θεοτόκος ἀντιμετωπίζει τήν πρόκληση τοῦ θανάτου μέ ἄκρα ταπείνωση, ἐγκαρτέρηση καί αὐτοεγκατάλειψη στόν Θεό, παρότι ἐδικαιοῦτο νά μή πεθάνῃ, ἀφοῦ ὑπάρχει «Μήτηρ τῆς Ζωῆς».
Πράγματι, κατά τήν χριστιανική θεώρηση, ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἐσχάτη συνέπεια τῆς ἁμαρτωλότητος τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἀδυναμίας του νά διατηρηθῇ στήν τροχιά, στήν ὁποία ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεός τόν ἔθεσε.
Καί ὁ μέν Θεάνθρωπος Υἱός τῆς Παρθένου ἐνήργησε τόν θάνατο στήν ἀνθρώπινη φύση Του ἑκούσια καί θαυματουργικά πρός χάριν μας, ἡ δέ μητέρα Του τόν ὑπέστη ἀδιαμαρτύρητα καί εἰρηνικά, γιά νά καταστήσῃ ἀναμφισβήτητη τήν ἀνθρωπίνη Της προέλευση γιατί καί γιά τήν ἰδία ὁ Χριστός ἦταν ὁ Σωτήρας της, ὅπως τό διεκήρυξε πρός τήν Ἐλισάβετ.
Ἡ Παναγία ἔζησε ἀνεπαίσθητο καί ἀθόρυβο βίο ἐπί γῆς, ἐπειδή ἦταν ἀμέτοχη καί ἀπρόσβλητη ἀπ’ τά πάθη μας. Καί πέθανε χωρίς τήν παραμικρή ἀντίσταση στό θάνατο, γιατί ἤξερε ὅτι θά μείνῃ γιά πάντα ζωντανή καί μητέρα τῆς Ζωῆς. Δέν ἔγιναν ποτέ γνωστά τά βρεφικά σκιρτήματά Της, οὔτε ἀκουστά τά παιδικά παιχνίδια Της. Κανείς δέν ἔμαθε τά ἐφηβικά ὄνειρά Της - ἀφοῦ ἡ ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ πού τήν κατέκλυζε ἀπό πολύ ἐνωρίς στόν βίο τοῦτο, τήν γέμιζε ὀντολογικά. Δέν ἀναδείχθηκε ποτέ σέ κάποιο ἐπάγγελμα, σέ κάποια ἐπίδοση, στά γράμματα ἤ στίς Τέχνες. Καί ἀπ’ ὅλα αὐτά ἀπέχοντας, φανέρωσε περίτρανα, μέ πειστικό καί ἄφατο τρόπο, πόσο ἀπρόσιτη παρέμεινε ἀπ’ τήν δική μας τήν ἀνθρώπινη ἀρρώστια τήν ἀνίατη... Γι’ αὐτό καί φεύγοντας ἀπό τόν κόσμο τοῦτο διακριτικά μέ τήν μυστική καί ἄρρητη, ἀλλά πραγματική Κοίμησή Της, ὁλοκλήρωσε τό μέγα μάθημα, πού ἡ σιωπή ὁλόκληρης τῆς ἐπίγειας ζωῆς Της ἀπάρτισε γιά χάρη μας: Ἡ τ α π ε ί ν ω σ ι εἶναι τό φάρμακο γιά τή δική μας ἀσθένεια. Ταπείνωσι, ὄχι κενή καί ἄλογη, ἀλλά μεστή ἀπό πίστη στόν Ἀναστάντα Λόγο τῆς Ζωῆς, στόν Υἱό καί Θεό Της, πού παρέλαβε μαζί Του ὄχι μόνο τό πνεῦμα, μά καί τό σῶμα τῆς Μητέρας καί δούλης Του, Ἐκείνης πού δέν ἀντέστη ποτέ στό θέλημά Του, ἀνασταίνοντάς την πρώτη ἀπό ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος.
Κατά τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη, ἡ ἐλευθερία εἶναι συνάρτηση τῆς φύσεως, καί ἰδιαίτατα «πάσης λ ο γ ι κ ῆ ς φύσεως». «Οὐ γάρ ἔχομεν πρός γένεσιν κακίας φυσικήν δύναμιν» ἀλλά «πάσχομεν παρά φῦσιν, γνώμη, κατά σύμβασιν τήν κακίαν», διακηρύσσουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἁμαρτάνουμε μόνον ὡς πρόσωπα, ὡς μονάδικές καί ἀνεπανάληπτες ἑτερότητες, πού ἀποκλίνουν γνωμικῶς ἀπό τήν κοινότητα τῆς φύσεως καί πάσχουν ἔτσι ἀναπόφευκτα τήν κακία, ἀφοῦ ἡ γνώμη εἶναι πάντοτε «προσωπικά ἀφοριστική», προσδιορίζει πρόσωπα, ὄχι φύσεις. Ἡ Παναγία παρέμεινε ἀπρόσβλητη ἀπό τήν ἁμαρτία καί δέν ἐγκατέλειψε ποτέ τήν κοινότητα τῆς φύσεως, γιά νά ἰδιοποιηθῇ γνωμικῶς ὁποιαδήποτε προσωπική ἐπιλογή ἤ κλίση, ἐπίδοση ἤ ὁρμέφυτη ἕλξη. Αὐτό δέν σημαίνει καθόλου ὅτι εἶχε ὑποβαθμίσει τήν προσωπικότητά Της ἤ τήν γνώμη Της στήν προσπάθειά της νά συμμορφωθῆ ἀπόλυτα πρός τίς συνθήκες τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργημένης φύσεως Της. Σημαίνει ὅτι δέν ἀνέχθηκε ποτέ καμία μή φυσική ἐπέμβαση πάνω στήν ἀνθρώπινη φύση Της, γιατί ἔβλεπε καθαρά πώς κάθε τέτοια ἐπέμβαση θά ἀπέτρεπε τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπ’ τό νά κινῆται ἀταλάντευτα καί μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια πάνω στήν τροχιά πού ὁ Δημιουργός αὐτῆς τῆς φύσεως εἴχε ἀνέκαθεν καθορίσει, δημιουργώντας τήν φύση – αὐτήν καί μόνον – κατ’ εἰκόνα Του. Γιατί αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς φύσεως: ἡ ἀπρόσκοπτη φυσική της φορά πρός τόν Δημιουργό της∙ ὄχι ἡ ἱκανότητά της νά ἐπιλέγη, ἀλλ’ ἡ δυνατότητά της νά ὑπερβαίνει ὅλα τά διλλήματα, σάν ἀποτέλεσμα τῆς ἀκατάσχετης ὁρμῆς της πρός ἕνα σταθερό καί ἀμετάκλητο προορισμό, πρός «τό μακάριον, δι’ ὅ τά πάντα συνέστησαν, τέλος».
Τό νά μείνει κανείς πιστά προσηλωμένος στόν κατά φύσιν προορισμό του, τό ν’ ἀτενίζη καί νά προσδοκῆ ἀκράδαντα τό «τέλος» του, ἔχει σάν ἄμεση καί μόνιμη συνέπεια τήν παντελή ἀναμαρτησία: «Ἀμαρτίας δέ ἀποχή, φύσεως ἐστίν ἔργον» τονίζουν οἱ μεγάλοι τῆς Ἐκκλησίας Διδάσκαλοι.
Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἦταν μόνον «φύσις», ἡ πτῶσις του στήν ἁμαρτία θἆταν ἐντελῶς ἀδύνατη. Ἐπειδή δέν εἶναι μόνον «φύσις» ἀλλά διαθέτει καί «τρόπον ὑπάρξεως», γι’ αὐτό ἀκριβῶς εἶναι δυνατόν νά τ ρ α π ῆ καί νά σφάλη καί ν’ ἀποτύχη τοῦ μακαρίου «τέλους» του. Τό ὅτι «οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ὅς ζήσεται καί οὐχ ἁμαρτήσει» δέν ὀφείλεται στήν ἀνθρώπινη φύση καθ’ ἑαυτήν, γιατί κάτι τέτοιο θά καθιστοῦσε ἀπ’ εὐθείας ὑπεύθυνο γιά τήν ἁμαρτωλότητα τῆς φύσεως, τόν ἵδιο τόν Δημιουργό της. Ὀφείλεται ἁπλῶς καί μόνον στόν «τρόπον χρήσεως» τῆς φύσεως. Ἡ προσωπική χρήση τοῦ κόσμου καί προπαντός τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς, ἰδιαίτατα δέ τῆς θελήσεως, καθιστᾶ τούς ἀνθρώπους ἁ μ α ρ τ ω λ ο ύ ς (Ρωμ. Ε΄, 19), ἐπειδή τούς χωρίζει ἀπό τήν ὁμοήθεια τῆς κοινῆς φύσεως προσθέτοντας στόν καθένα τήν ἰδιαιτερότητα μιᾶς κουλτούρας, μιᾶς παιδείας, ἑνός πολιτισμοῦ ἤ μιᾶς τέχνης, μιᾶς φυλῆς, μιᾶς ἐπιδερμίδας, ἤ μιᾶς ἐθνικότητος, οὕτως ὥστε ὅλοι τους καθίστανται δ ι α κ ε κ ρ ι μ έ ν ο ι . . . Ἀφίστανται ἔτσι ἀπ’ τήν ἀρχέγονή τους ἰσότητα καί ταυτότητα, πού θά τούς ἐπέτρεπε νά διαμείνουν ἀφανεῖς καί ἀθῶοι σάν τά παιδιά. . .
Ἡ Παναγία ἀπέφυγε νά ἰδιαιτεροποιηθῆ, μέ τό νά μή ἀνεχθῆ ποτέ προβάδισμα τοῦ τρόπου ὑπάρξεώς Της ἔναντι τῆς κοινῆς φύσεως. Ποτέ δέν ἔδωσε προτεραιότητα σέ κανένα ἰδιοτελή «τρόπον χρήσεως», ὥστε νά παρἀσχη στόν ἑαυτό της τήν παρά φύσιν ἡδονή τῆς διαφοροποίησης πού κατατέμνει σέ ἄπειρες ἀλληλοσπαρασσόμενες ὁμάδες τήν ἀνθρώπινη φύση. Γνωρίζοντας ἐμπειρικά ὅτι ἡ Κοινωνία μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους διεξάγεται ἀποκλειστικά μέσω φ υ σ ι κ ῶ ν ἐνεργειῶν ( - ἀκτίστων στήν περίπτωση τοῦ Θεοῦ), κατέστησε τόν προσωπικό τρόπο ὑπάρξεώς Της πειθήνιο στή φύση Της, ὥστε νά μή μπορῆ ὁ τρόπος αὐτός νά τρέψη τήν φύση πρός φυλαυτία ἤ ἰδιοτέλεια, ἀποκόπτοντας την ἔτσι ἀπό τήν ἀδιάλειπτη κοινωνία μέ τόν Θεό καί τόν πλησίον. Γι’ αὐτό ἦταν ἀδύνατον ν’ ἀναπτύξη ἡ Θεοτόκος «ἴδιον θέλημα» ἀντιστρατευόμενο στό κοινό θέλημα τῆς φύσεως, ἀκριβῶς ἐπειδή ὑπέταξε τήν γνώμη στήν θεολογική δύναμη τῆς φύσεως μή ἐπιτρέποντάς της ἔτσι νά διχάση τόν ἐσωτερκό της κόσμο (Ρωμ. Ζ΄ 22 -23) καί νά τήν αἰχμαλωτίση στήν ἁμαρτία.
Ἡ κατά φύσιν ἐλευθερία εἶναι συνάμα ἀπελευθέρωση πραγματική ἀπ’ τήν ἁμαρτία καί ἕνωσι ὁλοκληρωτική μέ τόν Θεό (Ρωμ. Στ΄, Α΄ Πετ. Β΄ 16). Γι’ αὐτό ἀκριβῶς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν κάνουν καμμία διάκριση μεταξύ ἐλευθερίας καί θελήσεως, ἀλλά ταυτίζουν ἀπολύτως τό φυσικό θέλημα μέ τήν ἐλευθερία καί τό γνωμικό – προσωπικό θέλημα μέ τήν ἁμαρτία. Δέν ἐννοοῦν βέβαια μ’αὐτό τό τρόπο ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση διαθέτει ἐκ δημιουργίας δύο θελήματα (φυσικό καί γνωμικό), διότι γνωρίζουν ἐκ πείρας ὅτι γιά νά ὑπάρξη γνωμικό θέλημα πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά σφετερισθῆ τήν φυσική θεληματική δύναμη πρός ἱκανοποίησιν παρά φύσιν στόχων καί ἐπιθυμιῶν, αὐτονομούμενος ὡς πρόσωπο καί ἐπαιρόμενος κατά τῆς κοινῆς φύσεως. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τό χειρότερο ἀπ’ ὅλα τά θανάσιμα ἁμαρτήματα, γιατί ἀποτελεῖ ἀδιάκοπη προσπάθεια διάψευσης τῆς φ υ σ ι κ ῆ ς ἐλευθερίας, ἀγαθότητος καί ἀγάπης, πού διαθέτει ὁ ἄνθρωπος ἐκ δημιουργίας, καί ἐμφάνισης των ὡς π ρ ο σ ω π ι κ ῶ ν ἐπιτευγμάτων συγκεκριμένων ἀτόμων, οὕτως ὥστε ὁ ἔπαινος νά ἀνήκη στούς φορεῖς τῶν «ἐπιτευγμάτων» αὐτῶν καί ὄχι στόν Δημιουργό τῆς «πᾶσῃ ἀρετῆ κατηγλαϊσμένης» ἀνθρωπίνης φύσεως. Τό νά ἐνεργῆ κανείς πλήρως τά τῆς φύσεως συμπίπτει μέ τό νά διατηρεῖται ἐλεύθερος ἀπό ἁμαρτία. Δέν χρειάζεται έπομένως νά γεννηθῆ κάποιος μέ «ἄσπιλη σύλληψη», καθώς φαντάσθηκε ἡ ἐκπεσοῦσα Ρωμαιοκαθολική Κοινότης γιά τήν Παναγία, ὥστε νά ἐξασφαλίση ἀναμαρτησία. Εἶναι, ὅμως, ἀπαραίτητη ἡ παρθενική γέννηση γιά ὅποιον ἐπιδιώκει νά καταργήσει «τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου» καί ν’ ἀπαλάξει ἀπό τήν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου καί τῆς φθορᾶς ὅλους τούς ἤδη ὑποδουλωμένους σ’ αὐτά, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη μέ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ. Ἡ Παναγία συλλαμβάνεται ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μετά τήν πτώση καί πεθαίνει ὅπως ὅλοι μετά τήν πτώση, γιά νά ἐπαληθεύση τόσο τήν γνήσια θνητότητα πού διέθετε, ὅσο καί τό γεγονός ὅτι οὔτε ἡ θνητότητα οὔτε ἡ πτώση μποροῦν πράγματι νά ἀναστείλουν τήν ἀναμαρτησία τοῦ ἀνθρώπου, ἀπλούστατα γιατί ἐξακολουθεῖ καί πηγάζει ἀπό τήν φύση του ἔστω καί πεπτωκυῖαν!
Ἡ σεσαρκωμένη θεία Ὑπόσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ κατέστησε Θεοτόκο τήν Παναγία μέ τό νά ἐξέλθη ἀπό τά σπλάγχνά Της, θεώνοντας καί ἀπαλλάσσοντας ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα τήν ἰδία κατά χάριν διά τήν συνάφειαν.
Ἔτσι ἡ Θεοτόκος κατέστη πρόξενος ζωῆς καί σωτηρίας ὄχι μόνον στόν ἑαυτό Της, ἀλλά σ’ ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, προσαρμόζοντας τήν γνώμη καί τόν τρόπο ὑπάρξεώς Της στήν κλήση τοῦ Θεοῦ πρός σωτηρίαν αὐτῆς τῆς φύσεως. Γιατί γνώριζε ἐκ πείρας ὅτι δέν ἀρκεῖ ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ πρός πραγμάτωση τῆς σωτηρίας τῶν λογικῶν κτισμάτων, ἀλλ’ ἀπαιτεῖται καί ἡ πρόθεση καί ἡ συνεργία τῶν ἰδίων τῶν σωζομένων, ἐπειδή ὁ Ἄπειρος καί Πανάγαθος Θεός σέβεται πληρέστατα τήν δοθεῖσαν ὑπ’ Αὐτοῦ ἐλευθερίαν βουλήσεως τῶν κτισμάτων Του. Καί ὄντως «ἡ πρόθεσις τῶν καλουμένων τήν σωτηρίαν εἰργάσατο». Ζῶντας κατά φύσιν ἦταν σέ θέση ἡ Παναγία ν’ ἀνταποκριθῆ αὐθόρμητα τόσο στήν κλήση τοῦ Θεοῦ νά γίνη Μητέρα Του, ὅσο καί στήν παρά φύσιν ἔλευση τοῦ θανάτου.
Στήν πρώτη περίπτωση δέν χρειαζόταν παρά ἡ δύναμη τοῦ φυσικοῦ θελήματος, ὥστε νά πῆ τό «Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου». Στήν δεύτερη ὅμως ὤφειλε καί γνωμικῶς ν’ ἀποδεχθῆ τόν θάνατο ὡς τελευταία φάση τῆς θείας οἰκονομίας, γιατί τό φυσικό θέλημα μόνο του ἀδυνατεῖ νά δεχθῆ τόν ἔσχατο ἐχθρό τῆς θνητῆς φύσεως. Ἔτσι ἡ Παναγία διήνυσε ὁλόκληρο τό ἄνυσμα τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Υἱός Της, παραμένοντας καί Αὐτή ὅπως Ἐκεῖνος, «ἐν νεκροῖς ἐλευθέρα» καί ἐπιστρέφοντας σύντομα στό σῶμα Της, μέ τήν θεϊκήν δύναμιν καί χάριν τοῦ Υἱοῦ Της ἀναστηθεῖσα πρώτη ἀπ’ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, ἐν δόξῃ ὡς ἀληθής Μήτηρ Ζωῆς, «δι’ ὅ καί ἀδύνατον ἦν Αὐτήν ὑπό τοῦ θανάτου κρατεῖσθαι».
Αὐτῆς πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.
Χρόνια Πολλά καί εὐλογημένα !
Μετά θερμῶν Πατρικῶν Εὐχῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου