«Καθώς σέ βλέπω, τάφε, δειλιάζω ἀπό τή θέα σου καί ἀπ᾿ τήν καρδιά μου χύνω δάκρυα, διότι σκέπτομαι τό κοινό χρέος πού ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Πῶς θά προσπεράσω αὐτό τό τέρμα; ῎Ε, θάνατε, ποιός μπορεῖ νά σέ ἀποφύγει;».(Αββάς Σισώης- 6 ᾿Ιουλίου)
Εἶναι μιά στιγμούλα, μία στιγμή μονάχα. Μά ὁ φόβος αὐτῆς τῆς στιγμῆς κατατρύχει καί βασανίζει τόν καθένα ἀπό τήν ὥρα πού ἀποκτοῦμε συνείδηση τῆς ζωῆς μας. Κι εἶναι, στ᾿ ἀλήθεια, τραγικό ὅτι νέοι καί γέροι, μικροί καί μεγάλοι, φτωχοί καί πλούσιοι, ἄσημοι καί ἄρχοντες, ὅλοι «διά παντός τοῦ ζῆν», σ᾿ ὅλη μας τή ζωή, εἴμαστε ὄχι μόνο ὑποψήφιοι θανάτου, ἀλλά καί «ἔνοχοι δουλείας» (῾Εβ 2,15) σ᾿ αὐτόν. Μᾶς κρατᾶ δέσμιους τοῦ φόβου σ᾿ ὅλη μας τή ζωή ὁ θάνατος, αὐτός ὁ δυνάστης τῆς ζωῆς μας.
Βέβαια, πολλοί, μόλις ἀκούσουν νά γίνεται λόγος γιά τό θάνατο, κουνιοῦνται ἀπό τή θέση τους, φτύνουν στόν κόρφο τους ἤ χτυποῦν ξύλο ἤ τραγουδοῦν μέ καημό· «νά πεθάνει ὁ χάρος»! ῎Αλλοι ἀποφεύγουν ἐπιμελῶς καθετί πού θυμίζει τό θάνατο. Κάποιος π.χ. ἔκτισε τό παράθυρο τοῦ δωματίου του πού εἶχε θέα πρός τό νεκροταφεῖο, γιά νά μή βλέπει τά μνήματα. Τακτική στρουθοκαμήλου, πού νομίζει ὅτι ἐξουδετέρωσε τόν κίνδυνο ἐπειδή... δέν τόν βλέπει.
᾿Ανάμεσα σ᾿ ὅλους αὐτούς πού προσπαθοῦν νά ἐξορκίσουν ἀνόητα ἤ νά ἀγνοήσουν μάταια τό θάνατο, στέκει ὁ πιστός. Ρεαλιστικά καί ὑπεύθυνα βλέπει στό θάνατο ἕνα γεγονός ὑψίστης σημασίας, ἕναν πολύτιμο φίλο πού ἀνοίγει τό δρόμο γιά τήν αἰωνιότητα, ἀλλά κι ἕναν σοφό δάσκαλο πού παραδίδει ὑπέροχα μαθήματα γιά τήν ἀξιοποίηση τῆς ζωῆς. Τό εἶχαν σκεφθεῖ καί πρό Χριστοῦ σοφοί ἄνθρωποι. ῞Ενας ἀπ’ αὐτούς καθημερινά θύμιζε στόν ἑαυτό του· «Μέμνησο ὅτι θνητός εἶ!». Θυμήσου πώς θά πεθάνεις!
῾Η μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι ἀπό τά σπουδαῖα καί σωτήρια μαθήματα πού καλλιέργησαν οἱ ἅγιοι. «Πηγή κάθε ἀρετῆς», τήν ἀποκαλεῖ ὁ ἅγιος ῾Ησύχιος ὁ πρεσβύτερος. Λέγεται γιά ἕναν μεγάλο ἀσκητή, τόν ἀββά Σισώη, πού τιμοῦμε τή μνήμη του στίς 6 ᾿Ιουλίου, ὅτι μπροστά στόν τάφο τοῦ Μεγάλου ᾿Αλεξάνδρου εἶπε τά ἑξῆς διδακτικά· «Καθώς σέ βλέπω, τάφε, δειλιάζω ἀπό τή θέα σου καί ἀπ᾿ τήν καρδιά μου χύνω δάκρυα, διότι σκέπτομαι τό κοινό χρέος πού ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Πῶς θά προσπεράσω αὐτό τό τέρμα; ῎Ε, θάνατε, ποιός μπορεῖ νά σέ ἀποφύγει;».
῞Ολοι θά τό πιοῦμε τό ποτήρι τοῦ θανάτου. Κι εἴμαστε ὅλοι ἴσοι μπροστά του· σέ κανέναν δέν χαρίζεται. Πρός τί, λοιπόν, ἡ τυραννία τῶν παθῶν, ἡ τόση ματαιοδοξία, ὁ οἶστρος τοῦ πλούτου, ἡ ἀνοησία τῆς ἐπάρσεως κι ὅλα ἐκεῖνα πού μᾶς κάνουν ἐχθρούς τῶν ἀδελφῶν μας, ἄφιλους κι ἀνειρήνευτους, μισοῦντες καί μισουμένους; «῞Οποιος κατορθώνει νά λέει κάθε μέρα στόν ἑαυτό του· “σήμερα εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς μου”, οὐδέποτε θά ἁμαρτήσει θεληματικά», γράφει ὁ ἅγιος ᾿Ησαΐας ὁ ἀναχωρητής.
῞Ενα πέρασμα σοβαρό ἀλλά ὄχι καταλυτικό εἶναι ὁ θάνατος. Εἶναι, ὅπως λέγει ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος, ἕνα ξεδοντιασμένο φίδι. ῎Εχασε τό δηλητήριό του ἀπό τήν ὥρα πού πέρασε τό κατώφλι του ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῾Η μνήμη του εἶναι ὁ καλύτερος ὁδηγός γιά μία ζωή συνετή, ταπεινή ἀλλά καί γεμάτη ἐλπίδα. ῎Ας μήν τό λησμονοῦμε!
(Στέργιος Ν. Σάκκος, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου