Δεν υπάρχει δυσκολότερο και πιο υπεύθυνο έργο από το έργο των ποιμένων της Εκκλησίας. Αυτό δεν το λέμε εμείς για να εξάρουμε τάχα το έργο μας και τον κόπο μας· το λέει ο λόγος του Θεού, το διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, των οποίων σήμερα εορτάζουμε τη μνήμη. Αντί για άλλα γραφικά χωρία και πατερικά κείμενα, που θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε, μας αρκεί το αποστολικό ανάγνωσμα. Είναι ένα τμήμα της ομιλίας που έκανε ο απόστολος Παύλος στη Μίλητο προς τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου. Μαζί με τις τρεις ποιμαντικές επιστολές του Αποστόλου, η ομιλία αυτή είναι το «Πιστεύω» και το εγκόλπιο των αληθινών και καλών ποιμένων της Εκκλησίας. Σ’ όλη την ομιλία, μα και στο τμήμα μόνο που διαβάζεται, με πολύ παραστατικό τρόπο περιγράφονται οι δυσκολίες και οι ευθύνες του ποιμαντικού έργου στην Εκκλησία. Έργα στον κόσμο υπάρχουν πολλά, μεγάλα και σπουδαία και κοπιώδη, μα κανένα δεν φτάνει σε κόπο και σπουδαιότητα το ποιμαντικό έργο, επειδή αυτό είναι έργο πνευματικής ευθύνης. Και δεν υπάρχουν πραγματικά άλλες ευθύνες πιο βαρείες από τις πνευματικές, έστω κι αν πολλοί δεν τις καταλαβαίνουμε και δεν τις αισθανόμαστε, και λογαριάζουμε μόνο και φοβούμαστε τις διατάξεις και τις κυρώσεις του πολιτικού νόμου. Αρκετά αυτά για πρόλογος, κι ερχόμαστε τώρα στην εξήγηση της αποστολικής περικοπής.
«Εκείνες τις ημέρες ο Παύλος, περνώντας με το πλοίο, βρήκε πως ήταν καλύτερα, να αφήσει πίσω την Έφεσο, για να μην του γίνει και χρονοτριβήσει στην Ασία· βιαζότανε, αν θα του ήταν δυνατό, την ημέρα της Πεντηκοστής να βρεθεί στα Ιεροσόλυμα. Έστειλε όμως από τη Μίλητο στην Έφεσο και κάλεσε τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας».
Είναι το τελευταίο ταξίδι που κάνει ο Απόστολος για τα Ιεροσόλυμα. Έρχεται από την Κόρινθο και τη Μακεδονία με αντιπροσώπους των Εκκλησιών, που έφεραν τις «λογίες», τα χρήματα δηλαδή των εράνων, προς τους πιστούς που ήσαν στην Ιουδαία. Ενδιαφέρεται, λέει το ιερό κείμενο, και βιάζεται να είναι στα Ιεροσόλυμα την ημέρα της Πεντηκοστής, που ήταν μια από τις τρεις μεγάλες εορτές των Ιουδαίων οι άλλες δύο ήταν η εορτή του Πάσχα και η εορτή της Σκηνοπηγίας. Με ανθρώπινο τρόπο δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τί είναι εκείνο που βιάζει τον Απόστολο να πάει οπωσδήποτε στην αγία πόλη, όταν μάλιστα το προαισθάνεται και το προβλέπει πως εκεί τον περιμένουν «δεσμά και θλίψεις», καθώς και έγινε. Για τις «λογίες» και τους αντιπροσώπους των Εκκλησιών, που τώρα τον συνοδεύουν, γράφει στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του· « εκείνους που εσείς θα κρίνετε κατάλληλους, αυτούς θα στείλω με επιστολές να πάνε την αγάπη σας στα Ιεροσόλυμα· κι αν θεωρηθεί πως πρέπει να πάω κι εγώ, θα έρθουν μαζί μου. Μπορεί λοιπόν να ήταν αυτός ο λόγος που τον ανάγκαζε και τον βίαζε να πάει τώρα στα Ιεροσόλυμα. Όμως στην ομιλία του αυτή προς τους πρεσβυτέρους της Εφέσου, ανάμεσα στα άλλα που είπε ο Απόστολος, θα πει πως άγεται από το πνεύμα του Θεού και πηγαίνει όπου εκείνο τον οδηγεί. Παρά τα προαισθήματα που έχει, δεμένος στη φωνή του Αγίου Πνεύματος, ο Απόστολος αφήνεται στα χέρια του Θεού.
Ας έρθουμε όμως τώρα στην ομιλία του Αποστόλου προς τους πρεσβυτέρους της Εφέσου. Παρ’ όλο που βιάζεται, γι’ αυτό και δεν αποβιβάστηκε στην Έφεσο, όμως ο Απόστολος δεν παράλειψε να καλέσει στη Μίλητο τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου. «Όταν ήρθαν κοντά του οι πρεσβύτεροι από την Έφεσο, ο Παύλος τους είπε· προσέχετε στον εαυτό σας και σ’ όλο το ποίμνιο, όπου το Άγιο Πνεύμα σας έβαλε επισκόπους, για να ποιμαίνετε την Εκκλησία του Κυρίου και Θεού, που εκείνος την έκανε δική του και τη φρόντισε με το αίμα του. Γιατί εγώ το ξέρω, πως όταν θα φύγω θα πέσουν εδώ μέσα λύκοι άγριοι, που δεν θα λυπούνται το ποίμνιο. Κι από σας τους ίδιους θα σηκωθούν άνθρωποι που θα διαστρέφουν την αλήθεια, με σκοπό να αποσπούν τους πιστούς από το σώμα της Εκκλησίας και να τους τραβάνε μαζί τους».
Πρώτο χρέος του ποιμένα της Εκκλησίας είναι να προσέχει στον εαυτό του. «Πρόσεχε σεαυτώ» είναι γραμμένο στην Παλαιά Διαθήκη και ο Μέγας Βασίλειος πάνω σ’ αυτή την εντολή έχει μια από τις ωραιότερες ομιλίες του. Για κάθε άνθρωπο του Θεού πρώτο και μεγάλο χρέος είναι να προσέχει στον εαυτό του, μα πολύ περισσότερο για τον ποιμένα της Εκκλησίας. Αλλά δεν είναι τώρα εδώ που θα γίνει περισσότερος λόγος γι’ αυτό, γιατί κάθε τέτοιος λόγος είναι σαν έλεγχος, και δεν είμαστε εμείς, που θα ελέγξουμε τους ποιμένες της Εκκλησίας. Η αλήθεια είναι ότι στον καιρό μας όλοι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται περισσότερο να ξέρουν τι γίνεται γύρω τους παρά τι γίνεται μέσα τους. Με το πρόσχημα της εξωτερικής και κοινωνικής δράσεως, παλεύουν όλοι να φτιάξουν τάχα τον κόσμο, και λίγο ή και καθόλου δεν φροντίζουν να φτιάξουν τον εαυτό τους. Οι δικοί μας, οι εκκλησιαστικοί, μιλάνε βέβαια για αγάπη και σε κάθε τους μάταιη και άσκοπη ενέργεια κολλάνε τον τίτλο της αγάπης, σάμπως η αγάπη να είναι κάτι έξω από τον εαυτό μας και να μην είναι η χάρη του Θεού, που ζωογονεί το βάθος της υπάρξεώς μας. Οι ιεροί Πατέρες της Εκκλησίας βλέπουν πάντα σωστά το πράγμα, γι’ αυτό και στο ποιμαντικό τους έργο ξεκινάνε πάντα από τον εαυτό τους. «Φωτισθήναι και ούτω φωτίσαι, καθαρθήναι και ούτω καθάραι» είναι το πατερικό αξίωμα, που θα πει πως πρέπει να φωτισθεί κανείς πρώτα ο ίδιος, για να μπορέσει έπειτα να φωτίσει τους άλλους, και πρέπει να καθαρθεί κανείς πρώτα ο ίδιος για να μπορέσει έπειτα να καθάρει τους άλλους.
Δεύτερο χρέος του ποιμένα της Εκκλησίας, με την ίδια αίσθηση ευθύνης, όπως και για τον εαυτό του, είναι να προσέχει και να ενδιαφέρεται για όλο το ποίμνιο. Χαρακτηριστικά εδώ είναι όσα λέει πάλι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, για τα αισθήματα και τη στάση του ποιμένα της Εκκλησίας απέναντι σε όλο το ποίμνιο. Γιατί είναι κίνδυνος, και στο καιρό μας έγινε πια κι αυτό συνήθεια, να χωρίζουμε τους ανθρώπους σε δικούς μας και σε ξένους, «σε υιούς ευλογίας και σε υιούς κατάρας»· είναι τα λόγια του αγίου Γρηγορίου. Όσοι είναι βαπτισμένοι, όσοι δεν είπαν πως δεν θέλουν να είναι χριστιανοί, όσους δεν τους απέκοψε η Εκκλησία από το σώμα της, είναι όλοι δικοί μας, όλοι αδελφοί μας, όλοι κάτω από τη φροντίδα του ποιμένα, και μάλιστα περισσότερο οι «αφυλάκτως βιούντες», καθώς ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει εκείνους, που δεν το θυμούνται πως είναι χριστιανοί και ζουν όπως θέλουν τη ζωή τους· αυτοί κυρίως είναι, καθώς λέει ο Ιησούς Χριστός, «που έχουν ανάγκη του γιατρού». Κανένας, αν δεν είναι κι αυτός ποιμένας, δεν μπορεί εδώ να καταλάβει τον αγώνα και την αγωνία των ποιμένων της Εκκλησίας.
Με την ιδιαίτερη πνευματική προσοχή και φροντίδα για τον εαυτό μας και για όλο το ποίμνιο έχει βέβαια σχέση εκείνο που ο Απόστολος λέει στη συνέχεια για τις αιρέσεις και τα σχίσματα στην Εκκλησία. Δεν είναι μόνο οι άγριοι λύκοι που ορμούν απ’ έξω για να κατασπαράξουν το ποίμνιο, είμαστε κι εμείς οι ίδιοι, που για να μην προσέχουμε δεν κάνομε λιγότερο κακό. Ο Απόστολος λέει, «από σας τους ίδιους», κι αυτό το λέει προς τους ποιμένες της Εκκλησίας. Ο ιδιοτελής υπολογισμός, το ταπεινό υλικό συμφέρον, το μικρόβιο του εγωισμού και της διανοητικής επάρσεως, η έλλειψη εσωτερικής πειθαρχίας και πνεύματος υπακοής στην Εκκλησία, όλα αυτά κι άλλα πολλά είναι οι ελλείψεις και οι αμαρτίες μας, που κατατυραννούν κι εμάς και το ποίμνιο, που εξαιτίας μας διχάζεται και χωρίζεται σε φατρίες και σε αλληλομισούμενες παρατάξεις. Έτσι δημιουργούνται τα σχίσματα και σιγά-σιγά οι αιρέσεις, η διάσπαση δηλαδή της ενότητας της Εκκλησίας, που καθώς είπαμε πολλές φορές είναι από τα μεγαλύτερα κακά, που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι στο σώμα του Χριστού. Μακάρι ο μεγάλος φόβος μας όλων των εκκλησιαστικών ποιμένων να είναι τούτος, μήπως δηλαδή εξαιτίας μας διαιρεθεί η Εκκλησία, μήπως οι πιστοί της Εκκλησίας και οι μαθητές του Χριστού μεταβληθούν σε οπαδούς, που τρέχουν ξοπίσω μας αφιονισμένοι.
Στη συνέχεια παρουσιάζοντας το δικό του προσωπικό παράδειγμα, ο Απόστολος εξακολουθεί την παραίνεσή του προς τους ποιμένες της Εκκλησίας. «Γι’ αυτό να είσαστε άγρυπνοι και να θυμάστε ότι τρία χρόνια νύχτα και μέρα δεν έπαψα με δάκρυα να σας συμβουλεύω έναν-έναν. Και τώρα σας αφήνω, αδελφοί, στο Θεό και στο λόγο της χάρης του, που εκείνος μπορεί να σας στερεώσει και να σας δώσει κληρονομιά μαζί με όλους τους αγίους. Από κανένα σας δεν πεθύμησα να λάβω χρήμα, ή χρυσάφι ή και ρουχισμό, κι εσείς το ξέρετε πως για τις ανάγκες μου και για κείνους που ήσαν μαζί μου υπηρέτησαν ετούτα μου τα χέρια. Με κάθε τρόπο σας έδειξα πως έτσι πρέπει να κοπιάζετε και να φροντίζετε γι’ αυτούς που έχουν ανάγκη· και να θυμάστε τα λόγια του Κυρίου Ιησού, που εκείνος είπε· χαρά σε εκείνο μάλλον που δίνει παρά που παίρνει». Ο λόγος του Αποστόλου εδώ εξαίρεται σε θαυμαστό ύψος. Όταν λέμε αυτό δεν εννοούμε ύψος λογοτεχνικό ούτε ρητορικό· η στιγμή είναι τόσο ιερή, που μόνο τέτοια χαμηλά πράγματα δεν μπορούν να εμπνέουν τον Απόστολο. Οι πρεσβύτεροι της Εκκλησίας που τον ακούνε τώρα δεν πρόκειται να τον ξαναδούν, τους είπε παραπάνω. Τα τελευταία του λοιπόν λόγια στην ομιλία του αυτή προς τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου είναι ένας χαιρετισμός, που με απόλυτη ειλικρίνεια και με συνείδηση αποστολικής ευθύνης ανεβαίνει από το βάθος της καρδίας του θείου Παύλου. Αρχίζει με ένα «γρηγορείτε», που είναι παράγγελμα στρατιωτικό, και απευθύνεται προς τους ποιμένες, που έργο τους είναι η πνευματική διοίκηση της στρατευόμενης Εκκλησίας· τους εμπιστεύεται και τους αφήνει στο λόγο του Θεού, που είναι λόγος της θείας χάρης, λόγος αλήθειας και σωτηρίας, αυτός που στηρίζει και οπλίζει τους ιερούς ποιμένες, για να οικοδομήσουν την Εκκλησία και να την φυλάξουν από τις αιρέσεις· τους προβάλλει για παράδειγμα τον εαυτό του, την αφοσίωσή του στο έργο του, την ανιδιοτέλεια και την αφιλοχρηματία του, αυτά που αποτελούν τη φανερή και ορατή αρετή του εκκλησιαστικού ποιμένα και είναι μια εγγύηση και για την εσωτερική του αγιότητα· τέλος κλείνει το χαιρετισμό του μ’ ένα λόγο του Ιησού Χριστού, που δεν διασώθηκε πουθενά στα ιερά Ευαγγέλια με τις ίδιες λέξεις, μα ήταν πολύ γνωστός στην προφορική αποστολική παράδοση της πρώτης Εκκλησίας· «μακάριον έστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν».
Με δυο λόγια ακόμα, υστέρα από την ομιλία του Αποστόλου, κλείνει η σημερινή αποστολική περικοπή· «Κι αφού είπε αυτά, γονάτισε και μ’ όλους μαζί προσευχήθηκε». Άλλη επισφράγιση αυτής της τελευταίας συναντήσεως και της ομιλίας, πιο καλή και πιο κατάλληλη, εμπνευσμένη και κινημένη από το Άγιο Πνεύμα, δεν μπορούσε να γίνει. Όταν στερέψει η πηγή της καρδιάς που ανεβάζει στο στόμα τα λόγια, όταν ο λογισμός έχει μείνει πολύ πίσω κι είναι πια ανίσχυρος να μας δώσει βοήθεια, όταν με τις σωματικές αισθήσεις μας δεν βλέπουμε πια και δεν ακούμε, τότε πέφτομε στα γόνατα και προσευχόμαστε· τότε τι λέμε δεν το ξέρουμε, ζούμε μόνο μέσα μας την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, που μας καθοδηγεί στην προσευχή και προσεύχεται μαζί μας «με στεναγμούς αλάλητους». Μάθαμε να μιλάμε για «συνειδητή» προσευχή· μα τί θα πει αυτό; Όχι βέβαια εκείνο που είναι η πραγματική προσευχή. Η Πραγματική, η αληθινή, θα τολμήσουμε να πούμε, δεν είναι συνειδητή πράξη. Όποιος αληθινά προσεύχεται, έρχεται μια στιγμή που δεν καταλαβαίνει και δεν ξέρει τί λέει. Είναι σαν μεθυσμένος, αυτό πού εννοεί ακριβώς ο Απόστολος, όταν γράφει· «πληρούσθε εν πνεύματι, λαλούντες εαυτοίς ψαλμοίς και ύμνοις…». Ας ήταν οι ποιμένες της Εκκλησίας να επισφραγίζουμε κάθε μας λόγο και κάθε μας πράξη μέσα στην ιερή κατάνυξη, την εξομολογητική ειλικρίνεια και τη δοξολογική λατρεία της προσευχής, για την οικοδομή της Εκκλησίας και για τη δόξα του Θεού. Αμήν.
(ο Σ. Κ. Δ. «Ο Λόγος του Θεού» από: Απόψεις για τη Μονή Βατοπαιδίου)
1 σχόλιο:
Πολύ καλό κείμενο.
Ξενοφώντας
Δημοσίευση σχολίου