Η κυβέρνηση, προκαλεί την Εκκλησία της Ελλάδος με την αύξηση του συντελεστή του ΕΤΑΚ για τα ακίνητά της. Αν και η Εκκλησία ανήκει στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που θα πληρώνουν συντελεστή ΕΤΑΚ 1 τοις χιλίοις την τοποθετεί σε άλλη κατηγορία, να πληρώνει συντελεστή ΕΤΑΚ 3 όπως οι νομαρχίες, τα δημαρχεία και τα μουσεία.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της επιστολής της Δ.Ι. Σ προς τον υπουργό Οικονομικών κ.Γιώργιο Παπακωνσταντίνου όπου περιλαμβάνονται οι θέσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου κατά τη δημόσια διαβούλευση επί του προσχεδίου Νόμου με τίτλο: Ενίσχυση της Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εισφοράς Κοινωνικής Ευθύνης των μεγάλων επιχειρήσεων και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας.
Πρωτ. 4258
Αριθμ. Αθήνησι 6ῃ Νοεμβρίου 2009
Διεκπ. 2176
Προς
Τον Εξοχώτατον
κ. Γεώργιον Παπακωνσταντίνου,
Υπουργόν Οικονομικών.
Ενταύθα.
Θέμα : Σχόλια επί του Προσχεδίου Νόμου για την «Ενίσχυση της Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εισφοράς Κοινωνικής Ευθύνης των μεγάλων επιχειρήσεων και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας».
Εξοχώτατε,
Μελετώντας το προσχέδιο Νόμου του ως άνω θέματος το οποίο αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Κυβερνήσεως δια διαβούλευσιν με τους κοινωνικούς φορείς και τους πολίτες προχθές την πρωίαν, έχομεν να παραθέσωμεν τα κάτωθι προς ενημέρωσίν Σας :
Το Προσχέδιον Νόμου προς Διαβούλευσιν περιέχει τέσσαρα άρθρα.
Το πρώτο άρθρο αναφέρεται στην έκτακτη ενίσχυση κοινωνικής αλληλεγγύης προς «αναξιοπαθούντας (ευπαθείς)» συμπολίτας μας και αναφέρει τις κατηγορίες και το ύψος των επιδομάτων που πρόκειται να δοθούν.
Το δεύτερο άρθρο αναφέρεται στην έκτακτη εισφορά που καλούνται να καταβάλλουν οι επιχειρήσεις που επέδειξαν κερδοφορία κατά το 2008 (οικονομικό έτος 2009) .
Το τρίτο άρθρο που αποτελεί και το επίμαχο για τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδος αναφέρεται στην αύξηση του συντελεστή ΕΤΑΚ , και
Το τέταρτο άρθρο αναφέρεται στα διαδικαστικά εφαρμογής του Νόμου, δηλαδή στις εξουσιοδοτικές διατάξεις και στην έναρξη ισχύος του Νόμου.
Στο τρίτο άρθρο, που μας αφορά άμεσα και ειδικότερα στο 3.2 (και όχι 3.1 που αναφέρεται λανθασμένα) αναφέρεται ότι
«Η αξία των ακινήτων των ημεδαπών και των αλλοδαπών, με τον όρο της αμοιβαιότητας, νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς κοινωφελείς , θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς και εκπαιδευτικούς , καθώς και τα υποκείμενα σε τέλος ακίνητα των περιπτώσεων ι’, ια’ και ιβ’ του άρθρου 8, φορολογείται με συντελεστή τρία επί τοις χιλίοις (3‰ )».
Πρώτον, το σχέδιο νόμου επιβάλλει τριπλασιασμό του ΕΤΑΚ όχι μόνον στην μεγάλη ακίνητη περιουσία των Ν.Π.Δ.Δ. της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά γενικά σε κάθε ακίνητη περιουσία των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, ακόμα και εάν είναι μικρή.
Κατά το σχέδιο νόμου ο τριπλασιασμός του συντελεστή υπολογισμού του ΕΤΑΚ επιβάλλεται εις βάρος όλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Εκκλησία Ελλάδος, Ι.Μητροπόλεις, Ι.Μονές, Ενορίες), ακόμα και εάν δεν είναι ιδιοκτήτες μεγάλης ακίνητης περιουσίας.
Δεύτερον, θεωρούμε ότι το σχέδιο νόμου προβαίνει σε αντισυνταγματική φορολογική διάκριση σε βάρος των θρησκειών και δογμάτων γενικώς.
Δεν είναι κατανοητό σε επίπεδο φορολογικής και εκκλησιαστικής πολιτικής ποιος είναι ο αληθής λόγος δημοσίου συμφέροντος, που συντείνει υπέρ της βαρύτερης φορολόγησης στην Ελλάδα γενικώς των ακινήτων περιουσιών των νομικών προσώπων των γνωστών θρησκειών και δογμάτων σε σχέση με άλλα νομικά πρόσωπα. Ειδικότερα κατά το προσχέδιο νόμου (άρθρο 3), τα νομικά πρόσωπα των θρησκειών και δογμάτων, με μοναδικό κριτήριο διαφοροποίησης ότι είναι «θρησκευτικά», φορολογούνται βαρύτερα από ένα νομικό πρόσωπο λ.χ. που ασκεί εμπορική δραστηριότητα σε ακίνητο.
Τρίτον, το σχέδιο νόμου προβαίνει σε αντισυνταγματική φορολογική διάκριση σε βάρος των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου της Εκκλησίας της Ελλάδος σε σχέση με τα υπόλοιπα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου του ελληνικού κράτους.
Η παραπάνω διατύπωση του άρθρου 3 πολύ απλά σημαίνει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, που αποτελεί το μόνο Χριστιανικό Δόγμα με υπόσταση Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, υποβιβάζεται στην κατηγορία των λοιπών δογμάτων και θρησκειών που δεν είναι Ν.Π.Δ.Δ. και εξισώνεται με τις κατηγορίες ια’ και ιβ’ του άρθρου 8, που είναι τα Μουσεία, τα Ιδρύματα και τα μουσουλμανικά βακούφια. Δηλαδή, η επικρατούσα θρησκεία της Ελλάδος κατά το άρθρο 3 του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος επιεικώς ανατρέπεται. Για μία ακόμη φορά η Ελληνική Πολιτεία μεταχειρίζεται την εν Ελλάδι Ορθόδοξη Εκκλησία ως Ν.Π.Δ.Δ ως προς τις υποχρεώσεις και όχι ως προς τα δικαιώματα, αφού σαφώς εξαιρεί τα υπόλοιπα Ν.Π.Δ.Δ από την καταβολή επαυξημένου Ε.Τ.Α.Κ και τα διατηρεί στο προηγούμενο καθεστώς του 1‰ ( επομένη παράγραφος 3.3)
Με το δεδομένο ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, οι Ι. Μητροπόλεις, οι Ι. Μονές και Ενορίες, η Αποστολική διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 (Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος) είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) «κατά τις νομικές τους σχέσεις» η αύξηση με το άρθρο 3 παράγραφο 2 του προτεινόμενου Σχεδίου Νόμου του συντελεστή του Ενιαίου Τέλους Ακινήτων (Ε.Τ.Α.Κ.) από 1‰ σε 3‰, όχι για το Ελληνικό Δημόσιο και για όλα τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, στα οποία περιλαμβάνονται και οι Ο.Τ.Α. (Δήμοι, Κοινότητες, Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις), τα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. της χώρας, αρκετά από τα Ασφαλιστικά Ταμεία κ.λ.π., ει μόνον για τα παραπάνω Ν.Π.Δ.Δ. του Κλίματος της Εκκλησίας της Ελλάδος (του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977) αποτελεί αντισυνταγματική διάκριση (παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, 4 παρ. 1 Συντ.) και παραβίαση της υποχρέωσης ίσης προστασίας της περιουσίας (άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ) σε βάρος της Εκκλησίας της Ελλάδος και των λοιπών ΝΠΔΔ του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977.
Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για όσα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα των λοιπών γνωστών εν Ελλάδι θρησκειών είναι και αυτά κατά το ελληνικό δίκαιο Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ισραηλιτικές Κοινότητες του ν. 2456/1920 άρθρο 1, Μουφτείες Δυτ. Θράκης του ν. 1920/1991, άρθρο 7).
Εξ άλλου, ήδη έχει διευκρινισθεί κατά την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφαση της 9.12.1994, Ιερές Μονές κατά Ελλάδος) ότι τα εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου του ν. 590/1977 ναι μεν είναι οργανισμοί δημοσίου δικαίου, είναι όμως παράλληλα και υποκείμενα ατομικών ελευθεριών έναντι του κράτους με αντικείμενο π.χ. τον ίσο σεβασμό της περιουσίας τους. Συνεπώς παραμένει δεδομένη και ακέραιη, παρά την ιδιότητα τους ως Ν.Π.Δ.Δ., η υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη να σέβεται την συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης και της ίσης προστασίας της περιουσίας κατά την επιβολή φορολογικών βαρών επί της ακίνητης περιουσίας των νομικών προσώπων του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 σε σχέση με τα γενικώς ισχύοντα ως προς την φορολογική επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.
Τέταρτον, τo άρθρο 3 παρ. 2 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου παραβιάζει επίσης καταφανώς την αρχή της αναλογικότητας, η οποία απευθύνεται πρωτίστως στο νομοθέτη και η οποία είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένη στο αρθ. 25 παρ. 1 Συντάγματος ως προς το συνταγματικώς κατοχυρωμένο (αρθ. 17 Συντάγματος) δικαίωμα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας. Το γεγονός πως επιβάλλεται, πολλώ δε μάλλον αυξάνεται, από το νομοθέτη και εκφραστή της εκτελεστικής εξουσίας η φορολογική εισφορά επί της ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας, ενώ παράλληλα περίπου το 60% της εκκλησιαστικής περιουσίας παραμένει παρανόμως δεσμευμένη από το ίδιο το Δημόσιο μέσω απαλλοτριώσεων χωρίς αποζημίωση, χαρακτηρισμένων ως κοινόχρηστων χώρων, των οποίων η άρση έχει διαταχθεί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες δεν εφαρμόζονται από το ίδιο το Δημόσιο και τους αρμόδιους υπουργούς και υπηρεσίες του, όχι μόνο παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας ως προς το νομοθέτη και τη δημόσια εξουσία, όπως αυτή ασκείται από την εκτελεστική εξουσία, αλλά και την αρχή της χρηστής διοίκησης ως προς τα διοικητικά όργανα (Δ.Ο.Υ κτλ.) που θα κληθούν να εφαρμόσουν τη διάταξη.
Παράλληλα, το ως άνω άρθρο παραβιάζει ευθέως το άρθρο 17 της ΕυρωπαΙκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, όπου κατοχυρώνεται ρητώς το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει το δικαίωμα του ιδιοκτήτη στην χρήση, κάρπωση και άντληση όλων των ωφελειών που απορρέουν από το δικαίωμα αυτό. Όταν το ίδιο το Δημόσιο μέσω διαφόρων διοικητικών εκφάνσεών του (π.χ. Υπουργείων, Δήμων, Υπηρεσιών κτλ.) όχι μόνο δεν επιτρέπει στην Εκκλησία να ασκήσει ως έδει και κατά τη θέλησή Της το δικαίωμα ιδιοκτησίας επί της ακίνητης περιουσίας της, αλλά και της επιβάλλει ΕΤΑΚ και αύξηση μάλιστα αυτού επί της ως άνω περιουσίας, παραβιάζει ευθέως το άρθρο 17 ΕΣΔΑ, που κάνει λόγο για απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος έναντι και κράτους μέλους, όταν παραβιάζεται – μεταξύ άλλων – το άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Ειδικότερα, ο τριπλασιασμός του ΕΤΑΚ αφορά σε όλα τα ακίνητα των νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος, ακόμα και εάν δεν αξιοποιούνται οικονομικά.
Τα Ν.Π.Δ.Δ. του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 είναι ως εκκλησιαστικά Ν.Π.Δ.Δ. και μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα, που δεν διενεργούν εμπορικές πράξεις και δεν έχουν ως σκοπό την παραγωγή ή άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, αλλά στην καλύτερη περίπτωση αποκομίζουν κάποιο μίσθωμα. Αντιθέτως, η Εκκλησία της Ελλάδος, πολλές Ι. Μητροπόλεις, Ι.Μονές και Ι. Ναοί αντιμετωπίζουν τα παρακάτω χρόνια προβλήματα :
α) καταπατημένα ακίνητα
β) μη αξιοποιούμενα ακίνητα
γ) χρησιδανεισμένα ακίνητα (κάποιες Ι.Μητροπόλεις, Ι.Μονές και Ι.Ναοί έχουν παραχωρήσει δωρεάν, και μάλιστα για αρκετά μακρό χρόνο, στο ελληνικό Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α., σε Σωματεία κλπ., την χρήση μεγάλων ακινήτων τους προκειμένου να ανεγερθούν και να λειτουργούν επ’ αυτών σχολεία, βρεφονηπιακοί σταθμοί, αθλητικές εγκαταστάσεις, νοσοκομεία και κέντρα υγείας κλπ.. Με τον τριπλασιασμό του ΕΤΑΚ κατ’ ουσίαν «τιμωρούνται» για το γεγονός ότι τα παραχώρησαν για κοινωφελείς σκοπούς και δεν τα εκμίσθωσαν, ώστε να εισπράττουν κάποιο έσοδο).
δ) ακίνητα που έχουν ρυμοτομηθεί με τοπικές τροποποιήσεις ρυμοτομικών σχεδίων ως κοινόχρηστα (π.χ. χώροι πρασίνου, αναψυχής), δεν καταβλήθηκε ποτέ η αποζημίωση για να ολοκληρωθούν οι απαλλοτριώσεις, έχουν εκδοθεί αμετάκλητες αποφάσεις που διατάσσουν το Δημόσιο να ανακαλέσει τα ρυμοτομικά βάρη, αλλά τα σχετικά προεδρικά διατάγματα δεν εκδίδονται λόγω της πολιτικής πίεσης τοπικών παραγόντων, που επιθυμούν την διατήρηση ως κοινόχρηστων των ακινήτων της Εκκλησίας, αν και χωρίς αποζημίωσή τους, προκειμένου να αποκτούν έτσι μεγαλύτερη αγοραία αξία τα όμορα ακίνητα ή προκειμένου να μην ρυμοτομηθούν ως κοινόχρηστα ακίνητα ιδιωτών.
Είναι κατανοητό από τα παραπάνω ότι σε πλείστες περιπτώσεις τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδος είτε δεν μπορούν λόγω οικονομικής αδυναμίας να αξιοποιήσουν ακίνητά τους, είτε λόγω παρανόμως διατηρουμένων δεσμεύσεων σε αυτά, είτε τα κρατούν προς τον σκοπό παραχώρησής τους αργότερα ή ανοικοδόμησης επ’ αυτών για την λειτουργία προνοιακών δομών της Εκκλησίας ή των Ο.Τ.Α. ή του Δημοσίου.
Πέμπτον, εάν συνυπολογισθεί ότι κατά την διάταξη της υποπερίπτωσης γ΄ της περίπτωσης Β του άρθρου 11 του ν. 3634/2008, ως μέλλει να έχει μετά την απάλειψη της περίπτωσης ι (που αφορά στην Εκκλησία της Ελλάδος και τα λοιπά εκκλησιαστικά Ν.Π.Δ.Δ.), το Ε.Τ.Α.Κ. θα συνεχίσει να υπολογίζεται με συντελεστή 1‰ για τα κτίσματα, που ιδιοχρησιμοποιούνται για την παραγωγή ή άσκηση εμπορικής δραστηριότητας (υποπερ. α), καθίσταται καταφανής ακόμη μια πλευρά της άνισης μεταχείρισης σε βάρος των εκκλησιαστικών Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία δεν ασκούν εμπορική δραστηριότητα, αλλά στην καλύτερη περίπτωση αποκομίζουν απλώς ένα μηνιαίο μίσθωμα από την παραχώρηση των ακινήτων τους.
Θεωρούμε ότι η προτεινόμενη διαφορετική (δυσμενέστερη) φορολογική μεταχείριση της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν θα είναι ανεκτή συνταγματικώς, αλλά και εν όψει των διατάξεων της Ε.Σ.Δ.Α.. Η αρχή αυτή αυτοθρόως ισχύει ενδεχομένης και προκειμένης της υπαγωγής της Εκκλησίας της Ελλάδος σε κάθε φόρο, ο οποίος πρέπει να επιβάλλεται με τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ως προς το ύψος του συντελεστή, το είδος των απαλλαγών και εξαιρέσεων, το αντικείμενο της φορολογίας για όλα τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
Σε κάθε περίπτωση αξιώνουμε απλώς ίση μεταχείριση με τα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ., η δε διαφοροποίηση των Ν.Π.Δ.Δ. του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 από τα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. με μόνο κριτήριο την ιδιότητά τους ως «εκκλησιαστικών», όπως συμβαίνει εν προκειμένω, συνιστά δυσμενή μεταχείριση με κριτήριο εν γένει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, από τις οποίες δεν επιτρέπεται κατά το Σύνταγμα (άρθρο 13 παρ. 1 εδ. 2) να εξαρτάται η ίση ή όχι προστασία της περιουσίας κανενός φυσικού ή νομικού προσώπου.
Η δημιουργία νέων φορολογικών αντικειμένων ή φορολογική επιβάρυνση μόνον για την Εκκλησία της Ελλάδος και εν γένει τα Ν.Π.Δ.Δ. του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 και όχι και για όλα τα Ν.Π.Δ.Δ. της ελληνικής επικράτειας αποτελεί εκ μέρους της νομοθετικής εξουσίας συνειδητή έναρξη απορρυθμίσεως των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας της Ελλάδος και εκθεμελίωση της ιδιότητας της τελευταίας ως Ν.Π.Δ.Δ..
Το χειρότερο όμως είναι ότι η Πολιτεία κωφεύει στα χρόνια αιτήματά μας περί αποδεσμεύσεως των εναπομεινάντων ακινήτων μας από την αφαίμαξη της εκκλησιαστικής περιουσίας, και μας ανάγκασε και μας αναγκάζει να πληρώσουμε φόρο κατοχής περιουσίας (ΕΤΑΚ) σε ακίνητα που δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε είτε για φιλανθρωπικούς είτε για εμπορικούς σκοπούς για να εξευρεθούν οι κατάλληλοι πόροι για την στήριξη των κοινωφελών Ιδρυμάτων μας και του τεράστιου προνοιακού μας έργου, το οποίο (βλ. ενδεικτική συνημμένη κατάσταση) καθίσταται υπό τις νέες συνθήκες δυσχερέστατο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καταβολή του ΕΤΑΚ του περασμένου έτους που ανήλθε μόνο για την Κεντρική Υπηρεσία στο ποσό των 700.000 Ε και από το οποίο το 60% αφορά στα παρανόμως δεσμευμένα ακίνητα της Εκκλησίας.
Δεσμευμένα ακίνητα για τα οποία έχει καταβληθεί Ε.Τ.Α.Κ.
Ειδικότερα, για τα 123 κάτωθι εκκλησιαστικά ακίνητα συνολικής αντικειμενικής αξίας 413.272.898 Ε, ἡ Εκκλησία της Ελλάδος έχει καταβάλει το 1‰ της αξίας των ως φορολογία Ε.Τ.Α.Κ., καίτοι είναι δεσμευμένα για διάφορους λόγους (χώροι πρασίνου, αρχαιολογικοί χώροι, χώροι ανεγέρσεως σχολικών κτιρίων κλπ).
Συγκεκριμένα και επί παραδείγματι στη Βουλιαγμένη υφίστανται δεσμεύσεις διά τα εκκλησιαστικά ακίνητα επί των οδών Αγ. Νικολάου (ΟΤ 5), Αθηνάς (ΟΤ 9, 26, 30), Ακτής (ΟΤ 100-101), Αμαρυλίδος (ΟΤ 42), Άρεως (ΟΤ 27, 36), Αρμονίας (ΟΤ 1310), Αχιλλέως (ΟΤ 13, 20 ), Γλαύκης (ΟΤ 134), Δανάης (ΟΤ 127, 128, 130), Δεκελείας (ΟΤ 123), Δήμητρας (ΟΤ 26), Διονύσου (ΟΤ 29, 36), Έλλης (ΟΤ 126), Εσπερίδων (ΟΤ 124, 125), Ηούς (ΟΤ 9), Ήρας (ΟΤ 42), Θαλείας (ΟΤ 41), Θησέως (ΟΤ 13, 21, 22, 26, 27, 35, 37), Ιάσονος (ΟΤ 38, 70, 75), Ικάρου (ΟΤ 28), Κενταύρων (ΟΤ 7, 8, 11), Κρόνου (ΟΤ 10 & 11) Λητούς (ΟΤ 47, 53, 55), Μαυρολέοντος (ΟΤ 74, 132), Ουρανού (ΟΤ 8, 9, 10, 11), Πανδώρας (ΟΤ 36), Πάνος (ΟΤ 133), Ποσειδώνος (ΟΤ 79, 149, 150, 151, 152), Φαέθωντος (ΟΤ 22, 23), Φασκομηλιά, ΟΤ 52, ΟΤ74 και λίμνη Βουλιαγμένης.
Στην Αθήνα στα επί των οδών Δεινοκράτους (ΟΤ 68035), Βαλσαμώνος (ΟΤ 69062), Ξανθουλίδου (ΟΤ 95113), Χελντεραιχ και Σφιγγός (ΟΤ 47090).
Στη Θεσσαλονίκη στα επί των οδών Αντιγονίδων 16, Μεγάλου Αλεξάνδρου 17 και Χατζή, Ολύμπου (ΟΤ 8 ), Βασιλέως Γεωργίου, Μπιζανίου και Εθνικής Αμύνης, Μανουσογιαννάκη και Εθνικής Αμύνης.Στον Πειραιά στο επί της ακτής Ξαβερίου εκκλησιαστικό ακίνητο (ΟΤ 63).
Στον Πύργο στο επί της οδού Μανωλοπούλου εκκλησιαστικό ακίνητο.
Εξοχώτατε Κύριε Υπουργέ,
Όπως αντιλαμβάνεσθε εκ των ανωτέρω περιγραφέντων, καθίσταται άδικος και άνισος κάθε επιβολή τέλους ΕΤΑΚ διαφορετικού από τα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ και ιδιαίτερα στην Εκκλησία της Ελλάδος που καταχρηστικά προέβη το περασμένον έτος στην πληρωμή ολόκληρου του τέλους αυτού από την στιγμήν που το εξήντα τοις εκατό (60%) της υποκειμένης εις ΕΤΑΚ ακινήτου περιουσίας μας τελεί υπό ομηρεία και δέσμευσιν.
Ο Αρχιγραμματεύς
† Αρχιμ. Κύριλλος Μισιακούλης
Ποιμαντορική εγκύκλιος Χριστουγέννων Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ
-
Πνευματική χαρά καί ἀγαλλίασις, χαροποιά σκιρτήματα καί εὐφροσύνη καρδίας
ἀναδύονται ἀπό τά τρίσβαθα τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου διά τό κοσμοσωτήριο καί
κοσμο...
Πριν από 2 ημέρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου