Στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, που άρχισε στην Φερράρα την 9η Απριλίου 1438, για την «ένωση των Εκκλησιών» ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Η Παλαιολόγος στην σύναξη της ορθοδόξου αντιπροσωπείας, προκειμένου να τους πείση ότι πρέπει να αγωνισθούν για την ένωση, αναφέρθηκε σε έναν λόγο που φέρεται να του είπε ο Ιωσήφ Βρυέννιος για την ένωση των Εκκλησιών.
Σύμφωνα με όσα είπε ο αυτοκράτωρ, ο Ιωσήφ του είπε ότι, εάν ποτέ συνέλθη η Σύνοδος «έχω τινά λόγον ειπείν εκείσε, όστις αναμφιβόλως και αναντιρρήτως ενώσει ημάς• έστι δε άληπτος».
Και πιο κάτω ο αυτοκράτωρ, αναφερόμενος σε αυτό το θέμα και στην συνάντηση που είχε με τον Ιωσήφ Βρυέννιο στο κελλί του, ενώ στο δοκάρι κρεμόταν «σφαιροειδές κάτοπτρον», δήλωσε ότι ο Ιωσήφ ο Βρυέννιος του είπε ότι όπως το κάτοπτρο αυτό είναι άληπτο, αφού δεν μπορεί κανείς να το πιάση με την αφή του και να το κρατήση «ούτως εστί και ο λόγος εκείνος άληπτος και ενωτικός».
Από τον λόγο αυτόν φέρεται ότι ο Ιωσήφ Βρυέννιος, κατά τον αυτοκράτορα, ήταν αισιόδοξος για την ένωση, γιατί ο ίδιος είχε το μυστικό της ενώσεως, που ήταν ένας λόγος άληπτος, δηλαδή απόκρυφος, ακατάλητπος, ακατανόητος από τους πολλούς, αλλά αυτός ο λόγος ήταν και ενωτικός. Και αν θα βρισκόταν ο ίδιος στην Σύνοδο, τότε, κατά την μαρτυρία του αυτοκράτορος, θα έλεγε τον λόγο αυτόν και έτσι ευελπιστούσε ότι θα πραγματοποιόταν η ένωση των Εκκλησιών.
Αυτή η μαρτυρία του αυτοκράτορος κίνησε το ενδιαφέρον πολλών επιστημόνων-ερευνητών για να διακριβώσουν ποιός τελικά ήταν αυτός ο άληπτος λόγος του Ιωσήφ Βρυεννίου, που θα έφερνε την πολυπόθητη ένωση, και γιατί τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε στην Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, που συνεκλήθη λίγο μετά την κοίμηση του μεγάλου αυτού διδασκάλου, τον οποίο σέβονταν και ευλαβούνταν όλοι την εποχή εκείνη.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος ήταν μια εξέχουσα φυσιογνωμία της εποχής εκείνης και προκαλούσε τον σεβασμό όλων. Είναι αξιοπρόσεκτοι οι χαρακτηρισμοί που του προσδίδει ο ομολογητής της πίστεως, άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο οποίος χρημάτισε μαθητής του, σε στίχους που εγράφησαν στο τάφο του διδασκάλου του. Κατά τον άγιο Μάρκο Ευγενικό ο Ιωσήφ Βρυέννιος ήταν «πυρίπνους», «θεηγόρος βρύσις», «ο του Λόγου πρόμαχος ενθέοις λόγοις», «ο στερρότατος της αληθείας στύλος», ο «φανότατος ορθοδοξίας λύχνος», «ο λαμπρότατος των αγαθών εργάτης και τερπνότατος των καλών επαινέτης, ο δογματιστής ακριβής πλανωμένοις».
Και καταλήγει: «Αλλ’ ω, Πάτερ μέγιστε, Πατέρων κλέος, μέμνησο και νυν των ποθεινών σου τέκνων, Θεώ παρεστηκώς, τη μεγάλη Τριάδι».
Μάλιστα δε εκπονήθηκε και μια διδακτορική διατριβή από τον Ion Chivu με τίτλο «Η ένωσις των Εκκλησιών κατά τον Ιωσήφ Βρυέννιον» στην οποία προσκομίζονται και αναλύονται πολλά ενδιαφέροντα σημεία για την όλη δράση του και για τις προσπάθειές του για την ένωση των Εκκλησιών.
1. Ο Ιωσήφ ο Βρυέννιος
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος ήταν μοναχός που διέθετε μεγάλη μόρφωση και εξασκούσε επιρροή στα τελευταία χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Βασιλεύουσας, στην Κωνσταντινούπολη. Διάφοροι χαρακτηρισμοί που του αποδόθηκαν δείχνουν την μεγάλη αξία του.
Μια ανώνυμη μαρτυρία τον χαρακτηρίζει «πατέρα κοινόν εν πάσι της πίστεως», αφού τον συμβουλεύονταν ο Πατριάρχης Ιωσήφ και ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος.
Ήταν «διδάσκαλος της Ιεράς των χριστιανών θεολογίας…. και διδάσκαλος των Επιστημών εκ Βασιλέως κεχειροτονημένος». Ήταν επίσημος ιεροκήρυξ του Πατριαρχείου. Διορίσθηκε «διδάσκαλος των διδασκάλων», δηλαδή πρύτανις της Πατριαρχικής Σχολής Κωνσταντινουπόλεως και ήταν γνώστης της ελληνικής και ιταλικής γλώσσης.
Είναι δε γνωστόν ότι ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός και ο Γεννάδιος Σχολάριος, πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, και οι δύο ομολογητές της πίστεως, ήταν μαθητές του.
Διαβάζοντας κανείς τα έργα του, που εκδόθηκαν σε τρεις τόμους από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγοπούλου, παρατηρεί την σοφία του, τις γνώσεις του, καθώς επίσης ότι η διδασκαλία του είναι επιτομή της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων, περί των θεολογικών και ησυχαστικών θεμάτων.
Στην εισαγωγή της εκδόσεως των έργων του, που έγραψε ο Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος, φαίνεται ότι ο Ιωσήφ Βρυέννιος γεννήθηκε περί το 1350 μ.Χ. και κοιμήθηκε περί το 1431, μόλις επτά χρόνια πριν συνέλθη η Σύνοδος στην Φερράρα για να συζητήση για την ένωση των Εκκλησιών.
Ο ίδιος γνώριζε επαρκώς τα θέματα της διαφοράς μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων, όπως φαίνεται στα κείμενά του, γιατί είχε συζητήσει με τους αντιπροσώπους των Λατίνων στην Κρήτη, αντιμετώπισε το πρόβλημα που ανέκυψε στην Κύπρο, με την υποταγή των Κυπρίων στον Πάπα και εξακολουθούσε να ασχολήται με τον τρόπο με τον οποίο θα επέλθη η ένωση, μέχρι το τέλος της ζωής του, στην Κωνσταντινούπολη όπου ζούσε.
Ο ίδιος ο Ιωσήφ Βρυέννιος ήταν ομολογητής της πίστεως και αυτός είπε τον γνωστό λόγο: «ουκ αρνησόμεθά σε φίλη ορθοδοξία• ου ψευδόμεθά σε, πατροπαράδοτον σέβας• ουκ αφιστάμεθά σου, μήτερ ευσεβεία• εν σοι εγεννήθημεν, και σοι ζώμεν, και εν σοι κοιμηθησόμεθα• ει δε καλέσει καιρός, και μυριάκις υπέρ σου τεθνηξόμεθα».
Γνώριζε τις διαφορές μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων, Ορθοδόξων και Παπικών και είχε ακράδαντη πεποίθηση ότι η ένωση μπορεί να γίνη μόνον όταν στηριχθή στην ενότητα της πίστεως, στην διαφύλαξη της δογματικής αληθείας της Εκκλησίας.
Δεν δεχόταν ένωση στον τύπο της ουνίας, γιατί σε μια τέτοια ένωση υπάρχει κίνδυνος «εις το παντελώς λατινίζειν αυτούς τε και άλλους μυρίους». Βεβαίως, όπως θα δούμε στην συνέχεια, ο Ιωσήφ Βρυέννιος χρησιμοποιούσε και την οικονομία προκειμένου να επιτευχθή η ένωση.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος συμμετείχε στις συζητήσεις που προηγήθηκαν της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας και υπεστήριξε την άποψη ότι η Σύνοδος για την ένωση των Εκκλησιών έπρεπε να γίνη στην Βασιλεύουσα.
Την γνώμη αυτήν ασπάσθηκαν και ο Πατριάρχης και ο αυτοκράτωρ, αλλά στην συνεδρία ο αυτοκράτωρ υπεχώρησε ως προς τον τόπον της συγκροτήσεως της Συνόδου, αποδεχθείς τις απόψεις των Λατίνων.
Σε μυστική σύσκεψη που έγινε το 1430, στην οποία έλαβε μέρος και ο Ιωσήφ Βρυέννιος, λίγο πριν τον θάνατό του, επικράτησε η γνώμη του αυτοκράτορος. Ο Ιωσήφ αισθάνθηκε μεγάλη πικρία, προβλέποντας τα δεινά που θα προέλθουν από την Σύνοδο που θα γίνη σε «χώρο» του Πάπα, και είπε: «Εγώ γαρ αφ’ ούπερ ήκουσα, όσα εν τη παλατινή ακήκοα, και επί τούτοις εκπληκτικόν τι βοήσας, και την χείρα κατά το στόμα θέμενος, έκτοτε έγνων… ως ουδέν τι αγαθόν ενταύθα γενήσεται• αντέστην γαρ… προς εκείνο το βούλευμα καθώς ηδυνάμην• ως δε είδον προβαίνον και τελειούμενον, είπον προς εμαυτόν… ποιησάτωσαν ως βούλονται».
Από τα αποτελέσματα των αποφάσεων της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας φαίνεται ότι δικαιώθηκε ο Ιωσήφ Βρυέννιος, και αυτό δείχνει την σοφία του, αλλά και την διάκρισή του.
2. Ο «άληπτος και ενωτικός λόγος»
Όταν διαβάζη κανείς την διδασκαλία, αλλά και την δράση του Ιωσήφ Βρυεννίου, βλέπει ότι ο διδάσκαλος δεν ήταν εναντίον της ενώσεως, μάλιστα ετοιμάσθηκε ποικιλοτρόπως για τον διάλογο με σκοπό την ένωση, αλλά ήθελε η ένωση αυτή, όποτε κι αν γινόταν, να στηριζόταν σε ασφαλή και γερά θεμέλια, στην δογματική αλήθεια της Εκκλησίας και στον «πλούτο» της, που είναι «η πατροπαράδοτος κληρονομιά». Αισθανόταν ότι κάθε άλλη ένωση δεν θα ήταν ένωση, αλλά μια σαθρά συμφωνία.
Μάλιστα κατά την μαρτυρία του αυτοκράτορος που είδαμε πιο πάνω, ο Ιωσήφ Βρυέννιος υποστήριζε ότι, όταν θα γινόταν η Σύνοδος και θα ήταν παρών, θα είχε να προσφέρη τον «άληπτον και ενωτικόν λόγον», δηλαδή τον απόκρυφο, τον ακατάληπτο και ακατανόητο λόγο στους πολλούς, αλλά όμως και ενωτικό λόγο.
Όπως είδαμε προηγουμένως ο Ιωσήφ είχε καταναλώσει όλες τις δυνάμεις του στον αγώνα αυτόν, γνώριζε πολύ καλά την ορθόδοξη θεολογία, αλλά και των Λατίνων και επομένως γνώριζε πως μπορούσε να χειρισθή τα θέματα, αν βέβαια θα συναντούσε ειλικρίνεια και από την άλλη πλευρά.
Ποιός ήταν αυτός «ο άληπτος και ενωτικός λόγος»;
Διάφοροι επιστήμονες προσπάθησαν να ανεύρουν αυτόν τον άληπτον και ενωτικόν λόγο του Ιωσήφ Βρυεννίου. Ο Ion Chivu στην διατριβή του ασχολείται και με το θέμα αυτό. Σε ένα κεφάλαιό της καταγράφει τις τρεις επικρατέστερες απόψεις των ερευνητών.
Κατά την πρώτη άποψη δεν υπήρχε κάποιος άληπτος λόγος του Ιωσήφ Βρυεννίου, ούτε ποτέ ο διδάσκαλος υπεστήριξε κάτι παρόμοιο, αλλά αυτό ήταν εφεύρεση του αυτοκράτορος Ιωάννη Η’.
Με τον τρόπο αυτόν προσπαθούσε να πείση τους Ορθοδόξους στο να ψηφίσουν υπέρ της ενώσεως των Εκκλησιών, αφού ο ίδιος είχε συζητήσει τον θέμα με τον Ιωσήφ Βρυέννιο, που συμφωνούσε. Έπρεπε, λοιπόν, να επιδιώξουν και εκείνοι την ένωση, αφού είχαν απέραντο σεβασμό στον μεγάλο αυτόν διδάσκαλο.
Η άποψη αυτή δεν μπορεί να πείση, γιατί αν ο αυτοκράτωρ έπλασε έναν τέτοιον μύθο, τότε θα προκαλούσε τις διαμαρτυρίες των παρόντων, ιδίως του αγίου Μάρκου του Ευγενικού που ήταν μαθητής του Ιωσήφ Βρυεννίου και τον οποίον σεβόταν υπερβολικά.
Από το γεγονός ότι όλοι εδέχθηκαν αυτήν την εξιστόρηση του αυτοκράτορος σημαίνει ότι ο Ιωσήφ Βρυέννιος είχε διατυπώσει τους ισχυρισμούς του για τον άληπτο λόγο της ενώσεως.
Κατά την δεύτερη άποψη ο Ιωσήφ Βρυέννιος κατείχε τον λόγο της ενώσεως, αλλά δεν τον διατύπωσε ποτέ, ούτε έγραψε για τον τρόπο αυτόν. Κατά συνέπεια, οι υποστηρικτές της απόψεως αυτής ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει άληπτος λόγος.
Όμως και αυτή η άποψη δεν μπορεί να ευσταθή, διότι ο Ιωσήφ Βρυέννιος σε όλη του την ζωή αγωνίσθηκε για την ένωση των Εκκλησιών με σταθερές βάσεις και ορθόδοξες προϋποθέσεις και θα ήταν αδύνατον να μη είχε διατυπώσει τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν αυτή η ένωση. Άλλωστε ο ίδιος είχε πη: «εγώ γαρ και προ του απελθείν με προνοήσομαι όπως έχητε ο λέγω».
Κατά την τρίτη άποψη ο λεγόμενος άληπτος και ενωτικός λόγος της ενώσεως του Ιωσήφ Βρυεννίου υπήρχε και μπορεί κανείς να τον βρη μέσα στα κείμενά του. Ο Ion Chivu υποστηρίζει την άποψη αυτή.
Πράγματι, στον «λόγον Συμβουλευτικόν περί της ενώσεως των Εκκλησιών», ο οποίος ελέχθη από τον μεγάλο διδάσκαλο στο Συνοδικό της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, το έτος 1419, καθώς αναμενόταν να έλθη στην Βασιλεύουσα από την Ρώμη «ο τοποτηρητής του Ρώμης και των Εκκλησιών μεσίτης», ο Ιωσήφ αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνη η συνάντηση και τα όσα πρέπει να λεχθούν κατ’ αυτήν. Έπειτα, αναφέρεται στο θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, παρουσιάζοντας την διδασκαλία των αγίων Πατέρων για τον Τριαδικό Θεό.
Στην συνέχεια για εκείνους που συνηθίζουν να χρησιμοποιούν συλλογισμούς –«προς τους μέγα θαρρούντας επί τοις οικείοις συλλογισμοίς»– προφανώς αναφέρεται κυρίως στους Λατίνους, που αρέσκονταν σε τέτοιες συλλογιστικές αποδείξεις, με την σχολαστική θεολογία, παραθέτει ένα «τοιούτον θεώρημα» και μίαν «απόδειξιν» που συνέταξε «ο ιερός Ιερόθεος ο του εξ Αρείου Πάγου Διονυσίου διδάσκαλος».
Προφανώς όμως δεν πρόκειται για τον Ιερόθεο, πρώτον Επίσκοπο Αθηνών, αλλά για τον ιερομόναχο Ιερόθεο τον Κωνσταντινουπολίτη, που έζησε το β μισό του ιγ αιώνα και αντέδρασε στην ψευδοσύνοδο της Λυών (1274).
Η ταύτιση μεταξύ των δύο Ιεροθέων είναι λαθεμένη και ενδεχομένως οφείλεται στις πηγές που είχε ο Ιωσήφ, κυρίως στα τροπάρια της ακολουθίας του αγίου Ιεροθέου.
Το «θεώρημα» αυτό θεωρείται από τον Ιωσήφ Βρυέννιο «συγκεκροτημένον αυτό καθ’ αυτό, και αήττητον• δια τοι τούτο και των θεολογικών πάντων θεωρημάτων θεώρημα έγωγε τούτο καλώ».
Δια του «θεωρήματος» αυτού παρουσιάζεται κατά τον καλύτερο τρόπο η αλληλοενοίκηση, η αλληλοσυσχέτιση και η αλληλεξάρτηση των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, και έτσι απορρίπτεται το δόγμα των Λατίνων περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος θεωρεί ότι με την συλλογιστική αυτή απόδειξη –«θεώρημα»– αποδεικνύεται η ορθότητα του ορθοδόξου δόγματος περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Μάλιστα χρησιμοποιεί την εικόνα της σφαίρας η του κύκλου για να εξεικονίση την σχέση των υποστάσεων του Τριαδικού Θεού.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος θεωρεί ότι η θεολογία της περιχωρήσεως, της αεικινησίας και της ισότητος η παραλληλισμού των σχέσεων των θείων υποστάσεων, που εκφράζεται με τα διαγράμματα των κύκλων, αποτελεί το «άληπτον» η τέλειον, το οποίο αναγνωρίζεται από όλους.
Ο ίδιος ο Ιωσήφ Βρυέννιος γράφει: «είπερ ευδοκήσει ο Θεός συστήναι σύνοδον, έχω τινα λόγον ειπείν εκείσε, όστις αναμφιβόλως και αναντιρρήτως ενώσει ημάς». Και ο Ion Chivu δια μακρών αναλύει αυτό το «θεώρημα», σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία περί των θείων υποστάσεων, όπως το αναλύει στα έργα του ο Ιωσήφ Βρυέννιος.
Ο Θεός, όμως, δεν επέτρεψε για τους λόγους που Εκείνος γνωρίζει να ζήση ο Ιωσήφ Βρυέννιος μερικά ακόμη χρόνια η να γίνη νωρίτερα η Σύνοδος εκείνη και να ακουσθή ο λόγος του που θα μπορούσε να συντελέση στην ένωση των Εκκλησιών. Αυτό ανήκει στις βουλές του Θεού και δεν είμαστε εμείς εκείνοι που μπορούμε να στοχασθούμε πάνω σε αυτό, γιατί, δηλαδή, επέτρεψε ο Θεός να γίνη η Σύνοδος αυτή χωρίς την παρουσία του μεγάλου αυτού διδασκάλου.
Το ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ο συλλογισμός αυτός, «ο άληπτος και ενωτικός λόγος» του Ιωσήφ Βρυεννίου πιθανώς οφείλεται, κατά τον Ion Chivu, στο ότι ήταν πράγματι ακατανόητος και ακατάληπτος για τους θεολόγους που παρευρέθηκαν στην Σύνοδο εκείνη, διότι με την μορφή που παρουσιάσθηκε το «θεώρημα» αυτό δεν ήταν επαρκώς ανεπτυγμένο, αλλά ήταν μια σύντομη περίληψη της ορθοδόξου θεολογίας περί του Τριαδικού Θεού.
3. Η άποψη του Ιωσήφ Βρυεννίου για την ένωση
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, όπως είδαμε προηγουμένως, δεν μπορεί να χαρακτηρισθή ως ανθενωτικός, αφού σε όλη του την ζωή αγωνίσθηκε για την ένωση. Αν διαβάση κανείς όλα τα κείμενά του, θα διαπιστώση ότι ποθούσε την ένωση των Εκκλησιών.
Θα παρατηρήση ακόμη κανείς ότι ο μεγάλος διδάσκαλος όχι μόνον διακρινόταν για την θεολογική του γνώση, αλλά διέθετε και την αρετή της διάκρισης, μπορούσε να διακρίνη μεταξύ ακριβείας και οικονομίας, όση οικονομία του επιτρεπόταν να κάνη σε δογματικά ζητήματα.
Στα έργα του υποστηρίζει ότι ο Θεός που είναι ένας κατά την φύση Του, συνέστησε κατ' αρχάς στον ουρανό μία Εκκλησία αγγέλων, έναν παράδεισο εφύτευσε και έναν άνθρωπο έπλασε.
Με την ενανθρώπηση του Χριστού επήλθε η ένωση των πάντων στο Σώμα Του και έτσι μία είναι η Εκκλησία, γιατί ένα είναι το Σώμα του Χριστού. «Η ακροτάτη ένωσις» πραγματοποιείται εις «την μίαν εν ουρανοίς εκκλησίαν», στην οποία ο Χριστός «σύνεστι τοις αγίοις».Όμως, ο Χριστός άφησε στην γη τις Εκκλησίες, στις οποίες τον τόπο Του κατέχουν οι ορθόδοξοι αρχιερείς «ων πρώτος εν τοις ζώσιν ο νυν οικουμενικός», ο οποίος συνάπτει στην ενότητα της πίστεως «άπαντας όσον αυτώ δυνατόν».
Βεβαίως, υπάρχει η τραγική πραγματικότητα των αιρέσεων και των σχισμάτων, όταν μερικές Τοπικές Εκκλησίες αποχωρίζονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία και γι' αυτό πρέπει να γίνεται προσπάθεια για την ένωση, την οποία εννοεί ως επιστροφή των πεπλανημένων, και δη των Λατίνων στην Ορθόδοξη Εκκλησία των Ρωμαίων.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος υπήρξε σε όλη του την ζωή αγωνιστής αυτής της ενώσεως την οποία θεωρούσε «δευτέραν οικονομίαν». Η πρώτη οικονομία είναι η ενανθρώπηση του Χριστού με την οποία θεώθηκε η ανθρώπινη φύση και ενώθηκε με την θεία και όλοι ενώθηκαν με τον Χριστό, και η δεύτερη οικονομία είναι η επαναφορά όλων των πεπτωκότων στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού, που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κάνει λόγο για την ένωση. Ο Ιωσήφ Βρυέννιος γνωρίζει την ορθόδοξη θεολογία, και στα έργα του, όπως παρατηρεί κανείς, κάνει λόγο και για την ακρίβεια και την οικονομία. Δηλαδή, όπου είναι δυνατόν προσπαθεί να οικονομήση τα πράγματα, και νομίζω ότι στο σημείο αυτό φαίνεται κυρίως ο «άληπτός και ενωτικός λόγος» του.Γιατί, θα ήταν αδύνατον ένας τέτοιος σοφός και άγιος ασκητής, να πιστεύη ότι η ένωση θα επιτυγχανόταν μόνο με συλλογισμούς και με λογικά επιχειρήματα σε ένα θεωρητικό επίπεδο.
Οι συλλογισμοί ήταν απαραίτητοι για τους Λατίνους που έδιναν μεγάλη σημασία σε αυτούς, αφού είχαν αναπτύξει την σχολαστική θεολογία, και θα τους παρακινούσαν να αποδεχθούν την πλάνη τους για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού.
Θα δούμε μερικά συγκεκριμένα σημεία, για να διαπιστώσουμε πως έβλεπε την ένωση ο μεγάλος αυτός διδάσκαλος και ομολογητής της πίστεως του οποίου ο λόγος είναι αποδεκτός και από αυτόν τον πλέον απαιτητικό Χριστιανό.
α) Αληθής ένωση
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος ήθελε την ένωση κυρίως από χριστιανικής και όχι τόσο από πολιτικής πλευράς, γιατί έβλεπε την τραγικότητα της καταστάσεως. Στον «συμβουλευτικόν λόγον περί της ενώσεως των Εκκλησιών», επικαλούμενος τον Θεό ως μάρτυρα, διαβεβαιώνει ότι για την ένωση αγωνίζεται. Λέγει: «Και με μηδείς υποπτεύση των υπ' εμού λαλουμένων άλλο τι φρονείν, αλλά τα την ένωσιν της Χριστού Εκκλησίας ράστα ποιήσονται…».
Στην εποχή του επικρατούσε η άποψη των Λατίνων και λατινοφρόνων ότι οι Ορθόδοξοι θα μπορούσαν να διαφυλάξουν απαράτρεπτα τα δόγματά τους και τις γραπτές και άγραφες παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας και να ομολογήσουν ότι όλα τα δικά μας «και πατροπαράδοτα και άγια είναι», «πλην εν τούτο και μόνον παρ’ ημών απαιτούσι, το μνημονεύειν τον Ρώμης ως άγιον εν ταις αγίαις ημών τελεταίς».
Δηλαδή, επέτρεπαν οι Λατίνοι στους Ορθοδόξους να διατηρήσουν όλα τα δόγματά τους, αρκεί μόνον να μνημονεύουν τον Πάπα. Αυτό επιχείρησαν να κάνουν και στην Κύπρο και αντέδρασε ο Ιωσήφ Βρυέννιος.
Το σημαντικό είναι ότι ο Ιωσήφ Βρυέννιος δεν κάνει λόγο για ένωση των Ορθοδόξων με τους Λατίνους, αλλά για ένωση και επαναφορά των Λατίνων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού αποβάλουν και διορθώσουν την προσθήκη του Filioque από το Σύμβολο της Πίστεως.
Ερωτά: «τούτω τω τρόπω σκέπτεσθε (εννοεί τους Λατίνους) δήθεν ημίν ενωθήναι, της προσθήκης αδιορθώτου μενούσης, και απάντων αμετατρέπτων, α το μακρόν και επάρατον σχίσμα προυξένησεν;».
Αλλά με μια τέτοια νοοτροπία των Λατίνων ούτε διόρθωση γίνεται ούτε ένωση των Εκκλησιών. Μάλλον θα είναι χειρότερο σχίσμα από το προηγούμενο «και διαίρεσις, και κατατομή, και απάτη και ημών προς υμάς προφανής συγκατάβασις, και προς βρόχον δεσμός, και απαγωγή και κατάγνωσις των αγίων Πατέρων, και ουδέν υγιές».
Και καταλήγει με ένα επιγραμματικό τρόπο: «Πως γαρ ένωσις έσται υμίν, μυρίων μεσεμβολούντων δογμάτων ημών μεταξύ;».
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος δεν δέχεται μέσες καταστάσεις και λύσεις, γιατί αυτό το θεωρεί απάτη και ασθένεια. Η αληθινή ένωση πρέπει να γίνη με την αποδοχή των δογμάτων της πίστεως.
β) Το Filioque
Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ένωση είναι η αίρεση του Filioque, ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό, οπότε καταργούνται τα υποστατικά ιδιώματα των προσώπων της Αγίας Τριάδος και υποβιβάζεται το Πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος. Ο Ιωσήφ Βρυέννιος συνέταξε πολλούς λόγους «περί της Αγίας Τριάδος», στους οποίους αναφέρεται στην αίρεση των Λατίνων με το Filioque.
Είναι σημαντικό ότι στον «συμβουλευτικόν λόγον περί της ενώσεως των Εκκλησιών» γράφει ότι διψούσε να παραστή στην Σύνοδο που προετοιμαζόταν να γίνη «και των τότε λεγομένων, ακούειν, και οράν τα γινόμενα, και τη αληθεία συνηγορείν». Επειδή, όμως, έβλεπε το τέλος της ζωής του που θα συνέβαινε, ίσως πριν την σύγκληση της Συνόδου, λέγει «τον τηνικαύτα εσόμενον πατριάρχην ημών, ταύτην αφ’ εαυτού τελευταίαν την γνώμην προς την σύνοδον ούτως ειπείν αξιώ». Άφηνε παρακαταθήκες για το πως θα πρέπη να χειρισθούν τα θέματα και από αυτό φαίνεται πόσο μεγάλο κύρος είχε ο Ιωσήφ Βρυέννιος.
Η συμβουλή του ως προς το θέμα του Filioque ήταν να επιλέξουν μεταξύ τριών προτάσεων που τίθενται κατά ιεραρχική τάξη.
Η πρώτη είναι «κατ’ ευδοκίαν Θεού γενομένη» που είναι και «η πρώτη και σωτήριος και κρείττων γνώμη». Θα πρέπη να γίνη αποδεκτή η διδασκαλία των επτά Οικουμενικών Συνόδων και να απαλειφθή από το Σύμβολο της Πίστεως η φράση «και εκ του Υιού» (Filioque) που προκάλεσε τέτοια αναστάτωση στην Εκκλησία του Χριστού. «Είτα ούτε προσθήκη εστίν αύτη, ούτε εναλλαγή, ούτε αφαίρεσις, αλλά του πατροπαραδότου μόνου τήρησις απαράβατος».
Η δεύτερη πρόταση είναι «καθ’ ημετέραν οικονομίαν ενεργουμένην». Σύμφωνα με αυτήν θα πρέπη να αντικατασταθή από το Σύμβολο της Πίστεως των Λατίνων η συλλαβή «ΕΚ» με την συλλαβή «ΔΙΑ» «και πάντα ευθύς λυθήσεται τα δεινά».
Δηλαδή, ενώ οι Λατίνοι ομολογούν στο Σύμβολο της Πίστεως ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται «εκ του Πατρός και εκ του Υιού» να γραφή ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται «εκ του Πατρός δια του Υιού».
Και η τρίτη πρόταση, εάν δεν προτιμηθούν οι δύο προηγούμενες, είναι η «κατά συγχώρησιν άλλως, επ’ ελπίδι τελείας ενώσεως πραττομένη». Η κατά συγχώρηση αυτή λύση συνίσταται στο, εάν δεν διαγραφή το Filioque από το Σύμβολο της πίστεως, να γίνη αποδεκτή από τους Λατίνους η ορθόδοξη ερμηνεία.
Δηλαδή, θα πρέπη να γραφή ένας τόμος στον οποίο θα υπάρχη όρος που θα υπογραφή από τους Λατίνους ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται υποστατικώς εκ μόνου του Πατρός, ότι δοξάζουμε το Άγιον Πνεύμα «ουσιωδώς εκ του Πατρός και του Υιού», ότι το Άγιον Πνεύμα υπάρχει από την ουσία των άλλων Προσώπων, και ότι στην κτίση χορηγείται «εκ του Πατρός δι’ Υιού κατ' ενέργειαν».
Στην πραγματικότητα εδώ ο Ιωσήφ Βρυέννιος χρησιμοποιεί την πατερική διδασκαλία περί της υπαρκτικής (κατ' ουσίαν) εκ μόνου του Πατρός προαιωνίου εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και της κατ ?νέργειαν εν χρόνω αποστολής του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και δια του Υιού.
Φαίνεται εδώ πως ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο ακραιφνής θεολόγος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, γνωρίζει να οικονομή τα πράγματα μέχρι το σημείο που οικονομούνται, χωρίς να αλλοιώνεται το δόγμα, για το καλό της Εκκλησίας.
γ) Τα μυστήρια
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος θεωρεί ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η πραγματική Εκκλησία του Χριστού μέσα στην οποία τελούνται τα μυστήρια, αλλά σε επιστολή του φαίνεται ότι αντιμετωπίζει και το θέμα των μυστηρίων των Λατίνων.
Συγκεκριμένα, γράφοντας προς τον ευλαβέστατο και λογιώτατο ιερέα Νικήτα Μυρσιδιώτη, στην Ρόδο, και απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις του, συσχετίζει τα τελούμενα μυστήρια από τους Λατίνους με τα τελούμενα μυστήρια από τους καθηρημένους Κληρικούς.
Όπως είναι ενδεχόμενο οι καθηρημένοι ορθόδοξοι Κληρικοί να τελέσουν μυστήρια τα οποία αναγνωρίζονται συγκαταβατικώς από την Εκκλησία, έτσι και οι Λατίνοι Κληρικοί είναι καθηρημένοι, προ πάντων δε ο Πάπας, αλλά τα μυστήρια που τελούν μπορεί να γίνουν αποδεκτά κατ ο?κονομίαν από την Εκκλησία. Γράφεται:
«Προς πάντων πατέρων καθαιρεθέντας τους των Ιταλών ιερείς ηγού, και προ γε πάντων, τον εαυτόν πρόκριτον (δηλαδή τον Πάπα). Τα μέντοι παρ’ αυτών ιερουργούμενα άγια, άγια πάντα και τέλεια νόμιζε, καθάπερ άρα και τα προς των εν ημίν καθηρημένων τελούμενα».
Το πρόβλημα που τίθεται εδώ είναι με ποιό τρόπο θεωρεί ο Ιωσήφ Βρυέννιος τα μυστήρια των Λατίνων «άγια πάντα και τέλεια» και τι εννοεί με αυτήν την έκφραση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην επιστολή αυτή εκθέτει τις απόψεις του σε διάφορα ερωτήματα, που του ετέθησαν, «ανεπεργάστως» και «όσον οίον τε κατά σύνοψιν» και έτσι δεν μπορούμε να έχουμε αναλυμένη την άποψή του.
Πράγματι είναι περίεργος αυτός ο λόγος του Ιωσήφ Βρυεννίου, ότι δηλαδή όλα τα μυστήρια των Λατίνων είναι «άγια και τέλεια», αφού ήταν ομολογητής της πίστεως και δεν επρόκειτο να κάνη συμβιβασμό στην πίστη, όπως φαίνεται και από άλλα κείμενά του και πηγές και αφού ήταν διδάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, ο οποίος αποκαλούσε τους Λατίνους αιρετικούς και ευρισκομένους εκτός της Εκκλησίας.
Συζήτησα το θέμα αυτό με τον μελετητή των έργων του Ιωσήφ του Βρυεννίου, τον π. Ion Chivu που αναφέραμε και πιο πάνω, και μου έδωσε σοβαρές εξηγήσεις που ερμηνεύουν το θέμα αυτό.
Κατ' αρχάς δεν έχει ευρεθή μέχρι σήμερα κάποιο ιδιόχειρο χειρόγραφο του Ιωσήφ Βρυεννίου για να δούμε καθαρά τις απόψεις του στα διάφορα θέματα. Έπειτα, η χειρόγραφη παράδοση των έργων του δεν είναι πλήρης. Τα εκδοθέντα έργα του στηρίζονται στον Κώδικα της Βενετίας που χρονολογείται τον 15ο-16ο αιώνα, στον οποίο παρατηρούνται σημαντικές ελλείψεις, τις οποίες συμπληρώνουν κατά εικασίαν οι εκδότες των έργων του.
Εκτός όμως από τον Κώδικα της Βενετίας, διασώζεται και ο Κώδικας της Σόφιας, που εκλάπη από την Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης και είναι αρχαιότερος της Βενετίας, ήτοι 14-15ο αιώνα. Παρατηρούνται δε διαφορές μεταξύ των δύο κωδίκων σε πολλά σημεία γραφής. Όμως, η συγκεκριμένη επιστολή του Βρυεννίου προς τον Ιερέα Νικήτα Μυρσιδιώτη, στην Ρόδο, ενώ περιλαμβάνεται στον Κώδικα της Βενετίας απουσιάζει από τον Κώδικα της Σόφιας.
Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να συγκρίνουμε την γραφή του Ιωσήφ Βρυεννίου στο συγκεκριμένο σημείο και έτσι εικάζεται ότι η φράση ότι τα μυστήρια των Λατίνων είναι «άγια πάντα και τέλεια» είναι αλλοίωση της επιστολής του Ιωσήφ Βρυεννίου. Δεν ήταν δυνατόν ο Ιωσήφ Βρυέννιος να πιστεύη ότι οι Λατίνοι Κληρικοί είναι καθηρημένοι, αλλά όλα τα μυστήριά τους είναι άγια και τέλεια.
Λαμβάνοντας αφορμή από το θέμα αυτό, θα ήθελα να κάνω μια σύντομη ανάλυση του θέματος του βαπτίσματος που γίνεται εκτός της Εκκλησίας.
Στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και στα πατερικά κείμενα γίνεται λόγος ότι η σωτηρία επιτυγχάνεται στην Εκκλησία, ότι συνδέονται μεταξύ τους η Ορθοδοξία, η Εκκλησία και η θεία Ευχαριστία και δεν νοείται το ένα εκτός των άλλων, και ακόμη διαγράφονται το πως γίνονται αποδεκτοί οι διάφοροι αιρετικοί, όταν έρχονται στην Εκκλησία.
Δηλαδή, η Εκκλησία άλλους αποδέχεται ως «έλληνας»- ειδωλολάτρας, τους οποίους και βαπτίζει, και άλλους αποδέχεται με το να δίδουν «λιβέλλους» και να αναθεματίζουν «πάσαν αίρεσιν μη φρονούσαν, ως φρονεί η αγία του Θεού καθολική και αποστολική Εκκλησία» και στην συνέχεια τους σφραγίζει, ήτοι τους χρίει με το άγιον Μύρον.
Όμως θα πρέπη να σημειωθή ότι η Εκκλησία μπορεί να δεχθή κατ’ οικονομία μερικούς αιρετικούς, και όταν η ίδια αποφασίζη, τότε το βάπτισμα αποκτά εγκυρότητα, και όχι ότι αναγνωρίζει ότι τα μυστήρια που τελούνται από τους καθηρημένους Κληρικούς είναι έγκυρα. Δηλαδή, το άκυρο βάπτισμα εκτός της Εκκλησίας θεραπεύεται από την Εκκλησία, όταν η ίδια αποδέχεται τους αιρετικούς με λίβελλο και χρίσμα, διότι η Εκκλησία εκφράζει και βιώνει το μυστήριο της θείας Οικονομίας. Αυτή είναι και η αληθινή έννοια της οικονομίας.
Αυτό το έκανε η Εκκλησία κατά καιρούς, όπως το καθόρισε η Α Οικουμενική Σύνοδος (η Κανών) για την χειροτονία των Καθαρών, η Β Οικουμενική Σύνοδος (ζ Κανών) και επανέλαβε η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (ιε , 95, Κανών) για το βάπτισμα των Αρειανών, των Μακεδονιανών, των Σαββατιανών, των Ναυατιανών, των Απολλιναριστών, των Νεστοριανών, Ευτυχιανιστών, Σεβηριανών κ.α.
Άλλωστε με την ανάλυση που κάνει ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης φαίνεται ότι το βάπτισμα είναι το τέλος της καθάρσεως του ανθρώπου και το άγιον Χρίσμα, με την δωρεά του Αγίου Πνεύματος, είναι η επιβεβαίωση ότι ο άνθρωπος, με την Χάρη του Θεού, είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και έχει φθάσει στον φωτισμό του νοός, γι’ αυτό και στην λατινική γλώσσα το χρίσμα λέγεται confirmatio.
Βέβαια, το θέμα της «αναγνωρίσεως» των μυστηρίων των ετεροδόξων, κυρίως το Βάπτισμα –ουσιαστικά της θεραπείας και της αποδοχής του ακύρου Βαπτίσματος εκτός της Εκκλησίας– δεν είναι απλό, αλλά μεγάλο και έχει πολλές παραμέτρους, ήτοι συνδέεται με την δογματική και θεολογική αλήθεια, αλλά και την κανονική δομή των διαφόρων μερίδων και παρατάξεων, όπως αναλύει διεξοδικά ο Σεβ. Μητροπολίτης Εφέσου κ. Χρυσόστομος.
Έτσι, τα όσα γίνονται έξω από τον «χώρο» της Εκκλησίας αντιμετωπίζονται με την ακρίβεια και την οικονομίαν, όταν κάποιος αιρετικός η σχισματικός αποφασίση να προσέλθη στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Κατ' ακρίβειαν δεν υπάρχουν μυστήρια έξω της Εκκλησίας και σε αυτό αναφέρεται ο μς Αποστολικός Κανόνας, αλλά κατ' οικονομίαν η Εκκλησία αποδέχεται το βάπτισμα, όταν υπάρχουν μερικές δογματικές και κανονικές προϋποθέσεις, όπως φαίνεται στους Κανόνας των Οικουμενικών Συνόδων που αναφέραμε προηγουμένως. Πρέπει να σημειωθή ότι συνήθως η Εκκλησία χρησιμοποιεί την ακρίβεια (αναβάπτιση, αναμύρωση, λίβελλο) σε περιόδους που υπήρχε σφοδρή επίθεση εκ μέρους των Λατίνων, όπως κατά τις Σταυροφορίες και με την επίθεση των Ουνιτών, και την οικονομία (λίβελλο) σε περιόδους ειρηνικής διαβίωσης.
Επίσης, πρέπει να εξετασθή «η διττή θεώρηση των έξω της ορθοδοξίας μυστηρίων», δηλαδή άλλο είναι το «πως δει εισδέχεσθαι τους προσιόντας τη ορθοδοξία ετεροδόξους», και άλλο είναι το «πως δει αποδέχεσθαι (και αναγνωρίζειν) τα αυτών μυστήρια».
Την όλη εξέλιξη επί του θέματος της «εισδοχής των Ρωμαιοκαθολικών» στην Ορθόδοξη Εκκλησία, άλλοτε δια της ακριβείας και άλλοτε δια της οικονομίας, όπως συνοπτικά αναφέραμε πιο πάνω, αναλύει με ενάργεια ο αείμνηστος Καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης και παραθέτει τα σχετικά κείμενα.
Πάντως, το σημαντικό εδώ είναι ότι ο Ιωσήφ Βρυέννιος τους Λατίνους Κληρικούς και προ πάντων τον Πάπα τους θεωρεί ως καθηρημένους.
Στο βάπτισμα υπάρχει διαφορά μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων, γιατί η βάπτιση με μια κατάδυση αντιβαίνει στην παράδοση της Εκκλησίας, καθώς επίσης αντιβαίνει στο ότι ο ιερουργός δεν τελεί ο ίδιος το μυστήριο, αλλά γίνεται διάκονος του Χριστού στον οποίο δανείζει την χείρα του, γι’ αυτό δεν μπορεί να πη «βαπτίζω εγώ τον δείνα», αλλά «βαπτίζεται ο δείνα».
Η χρήση των αζύμων στην θεία Λειτουργία αντιβαίνει στις διατάξεις των Κανόνων των Οικουμενικών Συνόδων και των αγίων Πατέρων.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος κατηγορεί τους Λατίνους διότι στην εκλογή των εκκλησιαστικών αρχόντων (Ιερωσύνη) εφαρμόζουν τις αρχές του «φεουδαλισμού» και έτσι οι Κληρικοί μετατράπηκαν σε φεουδάρχες. Βεβαίως ο Ιωσήφ Βρυέννιος δεν χρησιμοποιεί τους όρους φεουδαλισμό και φεουδάρχες, που είναι μεταγενέστεροι, αλλά έχει υπ’ όψη του Λατίνους Κληρικούς που ζούσαν ως ιππότες με ξίφη και σπαθιά.
Έτσι για τον Πάπα λέγει ότι δεν είναι άγιος, όπως αποκαλείται, αλλά «ο καθηράμενος την ψυχήν και το σώμα», είναι ένας «φεουδάρχης» που οργανώνει πολιτικές σκευωρίες και λαμβάνει μέρος σε πολεμικές εκστρατείες κατά των ομοπίστων, ώστε «αμετανοήτως παρά πάντα το της Ιερατείας αυτού χρόνον Χριστιανικοίς αίμασιν χραίνεται». Εάν, λέγει, κάποιος που διαπράττει ένα έγκλημα εκβάλλεται του ιερού περιβόλου, πως μπορεί να συγκαταλέγεται μεταξύ των αγίων «ο μυρίους δρων φόνους, και μέγα τω μιάσματι επιχαίρων...;».
Η διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πυρ συγγενεύει με την αίρεση της αποκαταστάσεως των πάντων που καταδικάσθηκε εμμέσως από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Με τα όσα εγράφησαν δεν εξαντλείται το θέμα για την άποψη του Ιωσήφ Βρυεννίου για τον τρόπο της ενώσεως των Εκκλησιών, αλλά αναλύθηκε και μάλιστα με μεγάλη συντομία ο λόγος του για τον «άληπτον και ενωτικόν λόγο» με τον οποίο επιθυμούσε να επιτευχθή η πολυπόθητη ένωση.
Σε κάθε θεία Λειτουργία και σε κάθε ακολουθία προσευχόμαστε στον Θεό «υπέρ της των πάντων ενώσεως». Φυσικά, αυτό εννοείται ορθοδόξως από την άποψη ότι οι πεπτωκότες από την Εκκλησία πρέπει να επιστρέψουν σε αυτήν. Η ένωση δεν είναι μια απλή ένωση μεταξύ διαφόρων «συνεργαζομένων σωματείων», αλλά ενότητα της πίστεως.
Όταν κάνουμε λόγο για ενότητα της πίστεως, εννοούμε την ενότητα στις αποφάσεις των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδων που οριοθέτησαν την αποκεκαλυμμένη αλήθεια, αλλά και στην ενότητα στον ορθόδοξο ησυχασμό, που είναι η βάση και η έκφραση των δογμάτων. Δηλαδή, δια της καθάρσεως της καρδίας και του φωτισμού του νοός, που είναι η βάση και η ουσία του ησυχασμού, έφθασαν οι Πατέρες στην θεωρία-εμπειρία του Θεού και στην συνέχεια θεολόγησαν απλανώς μέσα στην Εκκλησία, διετύπωσαν αυτήν την εμπειρία με όρους για να διασφαλίσουν και τον τρόπο που φθάνει κανείς στην θεωρία του Θεού, αλλά και την αποκεκαλυμμένη αλήθεια που βιώνει κατά την θεωρία του Θεού.
Αυτό σημαίνει ότι η ένωση δεν είναι μια συμφωνία σε θεωρητικές αλήθειες, αλλά κυρίως η επάνοδος της ησυχαστικής–νηπτικής παραδόσεως. Το να γίνωνται μερικές συμφωνίες και να καταρτίζωνται μερικά κείμενα δεν είναι εχέγγυο της ενώσεως.
Το εχέγγυο είναι η βίωση της ησυχαστικής παραδόσεως που περιλαμβάνεται στους όρους: κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Μόνον οι ησυχαστές και οι θεούμενοι γνωρίζουν σε ποιά σημεία θα ασκήσουν την ακρίβεια και σε ποιά σημεία θα κάνουν οικονομία.
Πέρα από τα ορθόδοξα και σημαντικά που λέγει ο Ιωσήφ Βρυέννιος για τον «άληπτο και ενωτικό λόγο» θεωρώ ότι ο πραγματικός τρόπος της ενώσεως είναι η βίωση του ησυχασμού.
Εκείνος που δια της ησυχαστικής παραδόσεως φθάση στην νοερά προσευχή και στην θέα του ακτίστου Φωτός γνωρίζει εκ πείρας το τριαδικό του Θεού και την σχέση μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Όσοι δεν διαθέτουμε τέτοια εμπειρία, εμπιστευόμαστε στους θεόπτες αγίους.
Επειδή έγινε πολύς λόγος για τον Ιωσήφ Βρυέννιο στο κείμενο αυτό, θα πρέπη να τελειώσω με έναν λόγο του που δείχνει ποιό είναι το «είναι» της πίστεώς μας:
«Ημίν γαρ τουτ’ έστι το είναι ημίν, η πίστις ημών, η πατροπαράδοτος κληρονομία• αύτη πλούτος ημών, αύτη δόξα, αύτη γένος, αύτη στέφανος, αύτη καύχημα• εν βάπτισμα, μία πίστις ημίν, Εκκλησία μία, και Θεός εις δοξάζεται τρισυπόστατος• πάντες οι μη ούτω πιστεύοντες απολέσθωσαν».–
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2006 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2007
Πιέσεις
-
*Ο εκλεγμένος, αλλά όχι ακόμη ορκισμένος, πρόεδρος των ΗΠΑ σπεύδει να
δείξει τις προθέσεις του πριν ακόμη αναλάβει το αξίωμα, επωφελούμενος από
το ‘κενό...
Πριν από 11 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου