Στα δυο χιλιάδες χρόνια της ζωής της, η Εκκλησία πέρασε από πολλούς κλυδωνισμούς, κινδύνους, διωγμούς. Ένα, όμως, από τα μεγαλύτερα προβλήματά της ήσαν οι αιρέσεις, αφού αποτελούν ένα εσωτερικό εχθρό, που συνήθως, δεν καθίστατο εξ αρχής φανερός στους πολλούς, αλλά ήταν δυσδιάκριτος. Αργά ή γρήγορα, όμως, τον επεσήμαιναν πνευματικοί Πατέρες και φρόντιζαν πάραυτα να ενημερώσουν και ενεργοποιήσουν το σώμα της Εκκλησίας, για την αντιμετώπισή του.
Η ενεργοποίηση των πιστών μπροστά στον κίνδυνο εκ της αιρέσεως, ήταν άλλοτε άμεση και γενική, άλλοτε αργοπορημένη και μερική. Στη δεύτερη περίπτωση, ήσαν ποικίλοι οι παράγοντες που καθυστερούσαν την αντίδραση.
Η πανουργία των αιρετιζόντων, που δεν αποκάλυπταν ολόκληρη τη διδασκαλία και τις προθέσεις τους, η άγνοια, η αργοπορημένη πληροφόρηση, η ανεκτικότητα των χριστιανών προς τους −μέχρι πρότινος− ομόδοξους, η αδιαφορία, τα συμφέροντα, ο φόβος της εξουσίας που συνήθως έτεινε ευήκοον ους προς τις αιρέσεις −όταν η ίδια δεν τις προκαλούσε− κ.ά.
Τι γινόταν, όμως, όταν οι Επίσκοποι, που ήσαν οι κυρίως υπεύθυνοι για τη διατήρηση της αυθεντικότητας και ακεραιότητας της Πίστεως, δεν αντιλαμβάνονταν το μέγεθος του κινδύνου, δεν τον αντιμετώπιζαν, και το χειρότερο, όταν συμμαχούσαν με τους αιρετικούς;
Στην περίπτωση αυτή, λειτουργούσε στην Εκκλησία, ως αντίδραση, η ΔΙΑΚΟΠΗ της ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗΣ του ονόματος του Επισκόπου και η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ από αυτόν.
Κάποιοι δηλ. ιερωμένοι ή πιστοί, που δεν ενδιαφέροντο ατομοκεντρικά μόνο για την τήρηση κάποιων Νόμων, αλλά για την ολοκληρία της Πίστεως, αντιδρούσαν και διεμαρτύροντο, διαφοροποιώντας, κατ’ αρχήν, τη θέση τους από τον Επίσκοπο και τους περί αυτόν.
Και όταν η αντίδρασή τους δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, όταν ο Επίσκοπος δεν λειτουργούσε ως κήρυκας-φύλακας της Πίστεως −ρόλο που ο Χριστός του ανέθεσε και την τήρηση του οποίου υποσχέθηκε με όρκο ότι θα υπηρετήσει−, όταν δεν μετανοούσε και παρέμενε σε πνευματική αφασία, ενδιαφερόμενος μόνο για δευτερότερα πράγματα και για το πώς θα διαφυλάξει τα κεκτημένα εξουσιαστικά συμφέροντά του, τότε οι πιστοί, προχωρούσαν στην παραπάνω οδυνηρή απόφαση: διακοπή μνημοσύνου και αποτείχιση.
Τούτο πρακτικά σήμαινε, πως διέκοπταν την επικοινωνία μαζί του, δεν συνέπρατταν, δεν εκκλησιάζονταν στους Ναούς που ήταν παρών ή μνημονευόταν ο Επίσκοπος, δηλ. «αποτειχίζοντο» από αυτόν. Οι δε ιερείς, που συμμετείχαν σ’ αυτή τη μορφή αντίδρασης, διέκοπταν τη μνημόνευση του ονόματος του Επισκόπου, αφού η μνημόνευση αυτή δηλώνει την ενότητα εν τη Πίστει.
Όμως, εφ’ όσον διεπίστωναν διαφοροποίηση εις τα της Πίστεως και αντίθετη ποιμαντική πρακτική από εκείνη των Αγίων Πατέρων στην αντιμετώπιση της αιρέσεως, δηλ. έλλειψη κοινής πίστεως, ήταν φανερό πως δεν υπήρχε και η δηλούμενη με την μνημόνευση του Επισκόπου ενότητα εν τη Πίστει. Έτσι, η μνημόνευση απόβαινε μία υποκριτική και ψεύτικη πράξη, που παραπλανούσε και αποκοίμιζε τους πιστούς, ότι όλα πάνε καλά.
Αυτονόητο, ότι όσοι μ’ αυτό το τρόπο διεμαρτύροντο, ήσαν ενεργά μέλη της Εκκλησίας και παρέμεναν στην Εκκλησία, δεν δημιουργούσαν δική τους Εκκλησία∙ καλούσαν δε τους Επισκόπους −με αυτή τη στάση− να συγκαλέσουν Σύνοδο για την αντιμετώπιση της καταστάσεως και, βέβαια, υπέμειναν τις όποιες συνέπειες αυτής της ενστάσεώς τους.
Ταυτόχρονα, έθεταν τον Επίσκοπο προ των ευθυνών του και βοηθούσαν τον υπόλοιπο λαό να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του προβλήματος και να μην επηρεαστεί από τον μολυσματικό ιό της αιρέσεως.
Η πρακτική αυτή εφαρμοζόταν στην Εκκλησία από τους πρώτους αιώνες. Την εφάρμοσαν π.χ. οι άγιοι: Μ. Βασίλειος, Μ. Αθανάσιος, Κύριλλος, Σωφρόνιος, Μάξιμος ο Ομολογητής, Θεόδωρος Στουδίτης. Κατοχυρώθηκε δε και με Κανόνες Συνόδων που ισχύουν ως σήμερα (π.χ. ΙΕ΄ Πρωτοδευτέρας Συνόδου).
Οι Κανόνες αυτοί, μάλιστα, επαινούν τους πιστούς που διαχωρίζουν τη θέση τους από Επίσκοπο αποδεδειγμένα αδιάφορο και ενδοτικό έστω και σε ένα ζωτικό ζήτημα Πίστεως, που διδάσκει βλάσφημες θέσεις, τις οποίες καλύπτει κάτω από φιλάνθρωπες πράξεις, ωραία κηρύγματα και ποικίλες εκκλησιαστικές δραστηριότητες, που όμως, όλα αυτά, στο βάθος κρύβουν κοσμικό φρόνημα.
Στην Εκκλησία της Ελλάδος η διακοπή του μνημοσύνου Επισκόπου-Πατριάρχου, εφαρμόστηκε τη δεκαετία του 1970 από τρεις Επισκόπους και Ι. Μονές του Αγίου Όρους. Αυτή η διαμαρτυρία ήταν μια αντίδραση υγείας, αποτελούσε την άμυνα μπροστά στον κίνδυνο να αλλοιωθεί και εξαχρειωθεί η εκκλησιαστική ζωή, αφού οι διοικούντες την Εκκλησία, από επιτελείο ιατρών και νοσοκόμων −που ήσαν− με αποστολή την θεραπεία των ασθενών-αμαρτωλών, κινδύνευαν να καταστούν μια ηγετική ομάδα ανθρώπων, πασχόντων από ανίατες και μεταδοτικές αρρώστιες.
Η αποτείχιση, άλλοτε πετύχαινε γρήγορα τον στόχο της, άλλοτε, όμως, προκαλούσε τη συσπείρωση και τη βίαιη αντίδραση των θιγομένων Επισκόπων, που έβλεπαν ότι τα συμφέροντα και η εξουσία τους κινδύνευαν. Έτσι, χρησιμοποιώντας όσα εκκλησιαστικά και κρατικά μέσα διέθεταν, πραγματοποιούσαν συντονισμένες ενέργειες συκοφαντήσεως των πιστών που διαμαρτύρονταν, και εξαπέλυαν διωγμούς για την εξόντωση εκείνων που νόμιζαν πως αμφισβητούσαν την εξουσία τους. Αυτά για την ιστορία.
Στη σημερινή πραγματικότητα, τώρα. Επειδή οι αβαρίες στον χώρο της επισκοπικής ευθύνης είναι πολλές και οδηγούν στην αλλοίωση της εκκλησιαστικής ζωής (π.χ. δεσποτοκρατία, εμπορευματοποίηση της Πίστεως, σεξουαλικά σκάνδαλα Επισκόπων, απαράδεκτη εκκλησιαστική δικαιοσύνη κ.ά.π.), αλλά και της Ορθοδόξου Πίστεως, γι’ αυτό, τον τελευταίο καιρό συζητείται έντονα το ενδεχόμενο αυτό: δηλαδή, διακοπή της μνημόνευσης Επισκόπων και της αποτείχισης από αυτούς.
Ήδη, κάποιοι ιερωμένοι και πιστοί, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, έκαναν την αρχή, διακόπτοντες την μνημόνευση Πατριάρχου και Επισκόπων και καταγγέλλοντας την Οικουμενιστική δράση και συμπεριφορά τους, που καλύπτεται κάτω από τον υπουλότερο στην ιστορία θρησκευτικό συγκρητισμό. Αυτός ο οικουμενισμός αντιστρατεύεται και εξουδετερώνει την Οικουμενικότητα της Εκκλησίας και οδηγεί στην εξομοίωση της Ορθοδοξίας μας με τις αλλόκοτες κακοδοξίες του Παπισμού και του Προτεσταντισμού.
Το ερώτημα είναι: θα λάβουν υπ’ όψιν οι Επίσκοποι το μήνυμα; Θα το καταλάβουν οι πιστοί, και θα παρακαλέσουν, θα απαιτήσουν από τους Ποιμένες τους να ενδιαφερθούν για την τραυματισμένη εικόνα της Εκκλησίας, και κυρίως για τη διατήρηση της Αλήθειας της; Ή θα παραμείνουν κάτω από τη σκέπη διαβεβλημένων καταστάσεων, θα υποκύψουν στις πιέσεις, τον φόβο (πραγματικό ή φανταστικό) και στις παραπλανητικές παραινέσεις για υπακοή και συνεργεία σε αναντίρρητα αντι-ευαγγελικές ενέργειες;
Όπως και σε πολλούς άλλους τομείς της ζωής μας –σε παγκόσμιο επίπεδο– κοινωνικό, πολιτικό, περιβαλλοντικό, υγειονομικό, έτσι και στον εκκλησιαστικό τομέα, (και μάλιστα σε απείρως μεγαλύτερη σημασία, γιατί πρόκειται γι' αυτή τούτη τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου) τα πράγματα έχουν φτάσει σε οριακό σημείο. Όσο νωρίτερα το καταλάβουμε, τόσο το καλύτερο.
Πρώτη δημοσίευση στην εφημ. «ΒΗΜΑ της ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ», 10/5/2009.
Ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν: «Ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν»
-
Τίτλος Ἐκπομπῆς: *«Ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν»* ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ: Χαράλαμπος
Ἂνδραλης ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΣ: Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος-Καθηγητής
Πριν από 9 ώρες
1 σχόλιο:
Τώρα που "βουτηχθήκαμε", για τα καλά,όλοι στην αίρεση του οικουμενισμού να αποτειχισθούμε; Αλλά,έστω. Και την ενδεκάτην ή ακόμη και λίγο προ της δωδεκάτης,προλαβαίνουμε. Βλέπετε να γίνεται τίποτα; Φωνές,και από ποιούς και πόσους,ακούγονται; Γίνονται αντιοικουμενιστικά κηρύγματα στις Εκκλησίες; Σταμάτησε κανείς να μνημονεύει επίσκοπο οικουμενιστή ή αυτό - διακοπή της μνημόνευσης - περιορίζεται μόνο στα blog και σε έντυπα περιορισμένης κυκλοφορίας;
Σύμφωνοι. Να αποτειχισθούμε. Αλλά αν οι πιστοί δεν αδειάσουμε τις Εκκλησίες δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Εδώ που φτάσαμε, αυτό έπρεπε να γράψετε.Τα περισσότερα από αυτά που λέτε μας είναι γνωστά εδώ και μερικές (αρκετές) δεκαετίες. Αλλά,βλέπετε,μας έχουν κολλήσει τη "ρετσινιά" του ταλιμπάν.
Δημοσίευση σχολίου