12 Νοε 2016

Δημήτριος Νατσιός, Η Λογοτεχνία στο απόσπασμα



Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ (ΣΤΟ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΟ)
«Ὅς δ’ ἄν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικός εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ καί καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης»  Ματθ. 14΄, 6
Συχνή ἡ ἐπωδός: «Τά παιδιά δέν διαβάζουν ἐξωEχολικά βιβλία». Τήν ἀκοῦμε ἀπό γονείς, τήν προσυπογράφουμε καί ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι. Εἶναι τέχνη λησμονημένη ἡ ἀνάγνωσις πιά. Ὅπως κάθε τέχνη πού διδάσκεται, πρέπει νά μαθητεύσῃς «παρά τούς πόδας ἀνθρώπου» καί ἀφοῦ μιλᾶμε γιά μαθητές ἰσχύει τό ἀπροσπέλαστο, ὑπό τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, λεχθέν «παράδειγμα τοῖς τέκνοις παρέχειν».

Τό παράδειγμα προσφέρεται πρῶτα στό σπίτι. Ὅμως σήμερα «οἱ ἀπασχολημένοι γονεῖς παρκάρουν τά παιδιά τους μπροστά στήν τηλεόρασι…. οἱ ἄνθρωποι πού δέν ἐδιάβασαν ἢ δέν τούς εἶπαν ἱστορίες, τείνουν νά ἐπιβάλλουν τήν ἴδια στέρησι καί στά παιδιά τους». Ἀποτέλεσμα; «Ἕνα νέο εἶδος ἀνθρώπου ἔχει ἀναδυθῇ τόν τελευταῖο καιρό: ὁ μορφωμένος βάρβαρος –πού ἔχει σπουδάσει εἴκοσι χρόνια, ἔχει ἀποκατασταθῇ θαυμάσια ἐπαγγελματικῶς, ἀλλά δέν ἔχει διαβάσει τίποτα, δέν ξέρει ἱστορία καί ἀγνοεῖ ὁτιδήποτε εὑρίσκεται ἐκτός τῆς εἰδικότητός του….Μερικοί τυγχάνει νά εἶναι καί δάσκαλοι. Δέν διαβάζουν τίποτε ἐκτός ἀπό τά βιβλία πού πρέπει νά διδάξουν∙ δέν ἔχουν νοιώσει ποτέ τήν ἀπόλαυσι τῆς ἀνάγνωσης∙ καί δέν μποροῦν νά μεταγγίσουν ἐνθουσιασμό, γιά νά μήν πῶ ἀγάπη γιά τό ἀντικείμενό τους». (Τό ἀπόσπασμα περιέχεται στό βιβλίο «ὁ ἀντιχριστιανισμός», τοῦ Σ. Γουνελᾶ, ὁ ὁποῖος παραπέμπει σέ ἄρθρο τῆς Βρετανίδος Ντ. Λέσιγκ, πού δημοσίευσε ἡ «Ἐλευθεροτυπία»). Τό προαναφερθέν χωρίο μιλάει γιά γονεῖς ἀδιάφορους, γιά δασκάλους ἀπονήρευτους καί ἀκοινώνητους, ἀποσιωπᾷ ὅμως τόν φθοροποιό ρόλο τῶν σχολικῶν βιβλίων.
Θά ἀναφερθῶ καί πάλι στοῦ Γυμνασίου τά γλωσσικά ἐγχειρίδια. Κατ’ ἀρχάς ὑπῆρχε στά βιβλία αὐτά (κυρίως τῶν κειμένων Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας) μία ρητή προδιαγραφή, τήν ὁποίαν ἔπρεπε νά ἐφαρμόσουν οἱ συγγραφικές ὁμάδες πού εἶχαν ἀναλάβει τήν ἐκπόνησί τους: τά νέα βιβλία ἔπρεπε νά μή περιλαμβάνουν οὕτε ἕνα ἀπό τά κείμενα πού περιελαμβάνοντο στά παληά. (Ἡ γνωστή «ἐθνική νόσος» πού περιέγραψε ὁ Παπαδιαμάντης: περιφρονοῦμε «ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν»).
Κατά δεύτερον τά κείμενα πού ἐπιλέχτηκαν ὤφειλαν –στά πλαίσια της πολυπολιτισμικότητας– νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό «παρωχημένες» πλέον ἰδέες (ἔθνος, πίστις, παράδοσι), νά προσαρμοστοῦν στά νέα δεδομένα. Ἡ γνῶσι δέν πρέπει νά ὑφαίνεται γύρω ἀπό κοινές ἀξίες, οἱ ὁποῖες, ποινικοποιήθηκαν ὡς ἑλληνοχριστιανικό ἰδεολόγημα, νά μήν συγκινῇ, ἀλλά νά διασκεδάζῃ, νά εἶναι ἐπικοινωνιακή. (Παράδειγμα: «Ἡ Φρικαντέλα ἡ μάγισσα πού ἐμισοῦσε τά κάλαντα» ὡς κυρίαρχο ἀνάγνωσμα Χριστουγέννων στην Ε΄ δημοτικοῦ). «Τό σχολεῖο δέν ἔχει πιά σκοπό νά μεταδίδῃ οὐσιαστικές γνώσεις, πού ἡ κατοχή τους φωτίζει τήν συνείδησι καί προσφέρει τά ὑλικά της ἐλευθερίας», ἀλλά, ὑπό τό πρόσχημα τῆς ἀναβαθμίσεως, καταλήγει σ’ αυτό πού ἀνομολογήτως στοχεύει: στήν παραγωγή ὑποταγμένων μυαλῶν, «μορφωμένων βαρβάρων» καί χειρότερα, γενιτσάρων.
Γιά νά συμβῇ αὐτό ἐφρόντισαν οἱ ἐπίδοξοι ἀναβαθμιστές –ἰσοπεδωτές τῆς Παιδείας νά καταστρέψουν (κυριολεκτικῶς) τήν κλασσική μας λογοτεχνία. Ἀποκαθήλωσαν τούς μάστορες τοῦ λόγου, αὐτούς πού γράφουν μέ «ἰθαγένεια τόπου καί τοπίου», τους «ἐθνικούς συγγραφεῖς» (Λιγνάδης), ὄχι μέ τόν ἐξοβελισμό τους ἀπό τά βιβλία, ἀλλά μέ πιό ὕπουλο, ἀναίσχυντο, γκεμπελικό τρόπο. Δηλαδή: Δέν βάζεις στά βιβλία τά πιό ἀξιόλογα καί ὡραῖα, τά ἀριστουργήματά τους, ἀλλά τά χειρότερα, τά ξέψυχα, τά μίζερα. (Σ’ όλους τους λογοτέχνες βρίσκεις καί ἀτυχεῖς ἐμπνεύσεις).
Παίρνεις γιά παράδειγμα τόν Παπαδιαμάντη, κλέος καί ἀγλάϊσμα τῆς λογοτεχνίας μας, καί ἰδοῦ τό ἀπόσπασμα ἀπό τά εὐφρόσυνα «ρόδιν’ ἀκρογιάλια»:… «Μᾶς ἦρθε, εἶπεν, ἡ μυζήθρα, μυρωδάτη, ἀχνιστή. Τήν ἔφερε πεσκέσι τό Ξενιώ, ἡ μικρή τσούπα τοῦ Πατσοστάθη. Ὕστερ’ ἀπό λίγο θἄρθη, λέει, ὁ ἀφέντης της –δηλαδή ὁ πατέρας της- νά μᾶς φέρῃ, λέει, τό κοκορέτσι ψημένο, ἔτοιμο. Ὅσον διά τά δύο μπούτια θά μᾶς τά φέρη, λέει, ὠμᾶ, γιά νά τά ψήσουμε ἀργότερα ἐδῶ -Μπεκερεβέτσιν (ὁ θεός νά τά πληθύνῃ). – Τό ἄλλο μισό κατσίκι, τό ἐκράτησε, λέει, γιά τήν φαμίλια του. Τώρα θά μᾶς ἔρθῃ κι ὁ Ἀγάλλος, νά μᾶς ζυμώςῃ τήν πίττα. Σ’ ἀρέσει ἡ τυρόπιττα μέ χλωρό τυρί καί μέ δέκα αὐγά;». (Νεοελληνική Γλώσσα, Α΄ Γυμνασίου, σελ. 70-71).
Μέ κείμενο δώδεκα ἀράδων τιμᾶται ὁ Σκιαθίτης γέροντας. Καί τόν κατήντησαν, τόν ἀσκητικό καί ὀλιγοδεή λογοτέχνη μας, πρότυπο πολυφαγίας καί καλοπέρασης. «Κακουργοῦν ἐν γνώσει» ὡς θά ἔλεγε ὁ ἐξαίσιος ὑμνητής τῆς ἐντίμου πενίας.
Οἱ ἴδιες κουτοπόνηρες ἐπιλογές ἐφαρμόζονται καί στά «ἀπομνημονεύματα» τοῦ πατριδοφύλακα στρατηγοῦ Μακρυγιάννη: «Οἱ ἄρχοντές μας, οἱ ἄρχηγοί, ἔγιναν ἐκλαμπρότατοι, ἔγιναν γενναιότατοι καί οἱ ντόπιοι καί οἱ φερτικοί… ἔγινε ὁ Κολοκοτρώνης καί οἱ ἄλλοι συγγενεῖς καί φίλοι πλούσιοι ἀπό γαῖες, ἐργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες καί ἄλλα πλούτη τῶν Τούρκων. Ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης καί οἱ σύντροφοί του ἦρθαν ἀπό τήν Ζάκυνθο, δέν εἶχαν οὔτε πιθαμή γης∙ τώρα φαίνεται τί ἔχουν…» . («Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας», Γ΄ Γυμνασίου, σελ. 48).
Ἐρωτῶ: Γιατί ὄχι ἐκεῖνο τό θαυμάσιο «τούτην τήν πατρίδα τήν ἔχομεν ὅλοι μαζί…» ἢ τό ἀνδρεῖο «ἐκεῖ ὅπου ἔφκιανα τίς θέσεις εἰς τούς Μύλους ἦρθε νά μέ δῇ ὁ Ντερνύς…». Αὐτά δέν ἀντέχουν στήν προκρούστειο κλίνη τῶν νεογραικύλων.
Σαφές τό μήνυμα: τέτοιοι καί οἱ ἥρωές σας, μικροπρεπεῖς, ἰδιοτελεῖς, μήν τούς διαβάζετε, ξεπεράστηκαν… ἐνῷ στήν «Γλῶσσα» τῆς Α΄ Γυμνασίου, ἐξυμνεῖται τό σαχλούργημα μιᾶς λοξῆς Ἀγγλίδος, ὁ «Χάρι Πότερ», «γιατί ξανάφερε τά παιδιά στό διάβασμα καί τά ἀπεμάκρυνε γιά λίγο ἀπό τήν ὀθόνη τῶν βίντε–γκέιμς». (video–games) (σελ. 4).
Ἡ ἴδια τακτική τῆς… μύγας καί στό ἔργο τοῦ Ξενόπουλου. (Τήν μύγα καί μέσα σέ ἀνθόκηπο νά τήν βάλῃς, θαὕρῃ κοπριά νά καθίσῃ). «Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας», Α΄ Γυμνασίου, σελ. 222, τίτλος: Ἡ γάτα τοῦ παπᾶ». Πηγαίνει ὁ Χρῆστος ὁ κλαμπανάρος (=κωδωνοκρούστης) καί λέει στόν παπα-Ζήσιμο: «Πάλε τά ἴδια παπᾶ μου». « Ἡ γάτα πανάθεμά την». «Ὤ! συμφορά μου…στό ἴδιο μέρος;». «Ὄχι, στήν Ἁγία Πρόθεσι». Δηλαδή, ἡ γάτα, ἐμπῆκε στό Ἁγιο Βῆμα, στήν Ἁγία Πρόθεσι καί ἔκανε τίς ἀκαθαρσίες της. (Οἱ εὐλαβεῖς ἱερεῖς φρίττουν μέ αὐτήν τήν μιαρά καί βέβηλη ἀναφορά).
Στό ἴδιο βιβλίο. «Τό θέλγητρο τῆς Ἀνδαλουσίας), τοῦ Κ. Οὐράνη (σελ. 4.), καί πάλι ἡ μαγαρισιά. Διαβάζει τό πρωτάκι τοῦ Γυμνασίου φράσεις ὅπως: «Ἡ Ἀνδαλουσία εἶναι μία νέα γυναίκα τοῦ λαοῦ… πού δίνει ἐρωτικές συνεντεύξεις μέσα στίς ἐκκλησίες» καί ὅτι ἡ Σιέρρα Νεβάδα εἶναι «χώρα ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἀγαπᾶν τήν γυναίκα σάν Παναγία καί τήν Παναγία σάν γυναίκα» (σελ. 4-5). Καταλάβαμε. Πνευματικός ὑποσιτισμός, ἀφελληνισμός καί ἐκκλησιομαχία.

Οἱ ἄνθρωποι ἐκτελοῦν ἐντολές, κάνουν τό κέφι τους, ρυπαίνουν ψυχές, βαπτίζοντας τά ἀνοσιουργήματά τους, Παιδεία καί ὅλα ἀτιμωρητί. «Δυστυχισμένη Ἑλλάς, δυστυχισμένοι Ἕλληνες. Ἀναθεματισμένοι κυβερνῆτες ὅπου μᾶς ἐκυβέρνησαν ἀρχή ὡς τέλος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου