12 Οκτ 2025

Ἡ παιδαγωγία τοῦ πόνου

 

Ἡ παιδαγωγία τοῦ πόνου -1ον

Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη

1ον

Περιστατικόν 1

«Τί ἔχεις λοιπόν; Γιατί γογγύζεις; Ἔλεγε ἕνα διάσημος γλύπτης τῶν Ἀθηνῶν στὸν ἀκατέργαστο μαρμάρινο ὄγκο ποὺ λάξευε, γιὰ νὰ σχηματίσει ἕνα ἄγαλμα ἀντάξιο νὰ κοσμήσει τὸν Παρθενῶνα.

_Γογγύζω, γιατί μὲ κτυπᾶς χωρὶς οἶκτο , ἀπάντησε τὸ μελλοντικὸ ἀριστούργημα, κοίταξε τὰ συντρίμματά  μου σκορπισμένα κατὰ γῆς.

_ Ἀνόητο, ἀπάντησε ὁ καλλιτέχνης . Δὲν ξέρεις ὅτι ἂν δὲν σὲ κατεργασθῶ, δὲ θὰ λάβης  θέση στὸ ναὸ καὶ δὲν θὰ ἑλκύσης  τὰ βλέμματα καὶ τὸν θαυμασμὸ τῶν μεταγενεστέρων».

Περιστατικόν 2

  Σὲ ἕνα μοναστήρι ζοῦσε ἕνα μοναχός, χρόνια κατάκοιτος, ὑποφέροντας ἀπὸ ὀδυνηροὺς πόνους. Δὲν μποροῦσε νὰ προσ­φέρει καμία ὑπηρεσία στὸ μοναστήρι. Οὔτε χειρονακτική, ἀλλὰ οὔτε καὶ διανοητική. Ἄλλοι τὸν φρόντιζαν, τὸν περιποιοῦνταν καὶ ἀκόμα τὸν τάϊζαν, γιατί ἡ ἀρρώστια του τὸν ἔκανε ἀνίκανο, ἀκόμα καὶ στὸ νὰ τρώει μόνος του. Ποιὸς ξέρει, πόσοι ἄνθρωποι βλέποντάς τον σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση δὲν θὰ εἶπαν μέσα τους: «Τί τὴν θέλει τέτοια ζωή; Γιατί δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ πεθάνει; Δὲν ἐπιτρέπεται ἆραγε σὲ τέτοιες περιπτώσεις καμιὰ εἰδικὴ ἔνεση εὐθανασίας»;

Ὁ μοναχὸς αὐτὸς αἰσθανόταν τὴν κατάστασή του , ταπεινωνόταν, γιατί ἔδινε τόσο βάρος στοὺς ἄλλους. Ὅμως μὲ γενναιότητα καὶ ὑπομονὴ ὑπέφερε τοὺς πόνους του, χωρὶς γογγυσμοὺς καὶ μεμψιμοιρίες.  Δὲν ἔπαυε νὰ εὐλογεῖ ὅσους τὸν περιποιόταν καὶ νὰ παρηγορεῖ μὲ τὴ σειρὰ του  ἄλλους θλιμμένους. Σιγὰ-σιγὰ ἀπέκτησε τὴ συμπάθεια ὅλων τῶν ἀδελφῶν καὶ γρήγορα τὸ παράδειγμά του ἔγινε γνωστὸ εὐρύτερα, πολὺ πέρα ἀπ’ τὸ μοναστήρι. Πολλοὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ μείνουν κοντά του, νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ καὶ νὰ διδαχθοῦν ἀπ’ τὴ ζωή του. Δὲν πέρασε πολὺ καιρὸς καὶ πλῆθος κόσμου ἀπὸ κοντὰ καὶ μακρύτερα ἔτρεχε κάθε μέρα νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ,  γιὰ νὰ τὸν δεῖ, νὰ τὸν θαυμάσει , νὰ συμβουλευθεῖ καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπ’ τὸν καθηλωμένο στὸ κρεβάτι τῆς δοκιμασία του. Ὅλοι ἐπέστρεφαν παραδειγματισμένοι ἀπ’ τὰ σοφὰ λόγια καὶ τὴν ὅλη συμπεριφορά του.

Ἀποκωδικοποίησις τοῦ πόνου

  Πῶς αὐτὸς  ὁ μοναχὸς κατόρθωσε νὰ ἐπωφεληθεῖ τόσο ἀπὸ τὸν πόνο του καὶ νὰ φανεῖ τόσο ὠφέλιμος  στοὺς ἄλλους; Μὲ τὸ νὰ ζεῖ τὸν Χριστό, γιατί μόνο τότε μπορεῖ κάπως νὰ ἐννοήσει τὸ μυστήριο τοῦ πόνου καὶ νὰ ὠφελεῖ ἀπ’ αὐτό. Ὁ πόνος εἶναι μυστήριο ἀνερμήνευτο καὶ δὲν γίνεται εὔκολα κατανοητὸ ἀπ’ ὅλους.  Οἱ Ἀπόστολοι  κατάλαβαν ἀμέσως τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν νέα ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, ὅταν τοὺς δίδαξε μὲ τὶς παραβολές. Τὸ ἴδιο κατενόησαν ὅταν τοὺς εἶπε πὼς εἶναι «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Δὲν κατάλαβαν ὅμως τίποτα ὅταν τοὺς μίλησε , τοὺς προανήγγειλε γιὰ τὸ πάθος του. Ὁ Χριστὸς μιλοῦσε  στοὺς μαθητὲς του καθαρά, γιὰ «τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν», ἔλεγε: «Καὶ τελεσθήσεται πάντα τὰ γεγραμμένα διὰ τῶν προφητῶν, τῷ Υἱῷ τοῦ ἀνθρώπου: παραδοθήσεται καὶ ἐμπτυσθήσεται καὶ μαστιγώσαντες ἀποκτενοῦσιν αὐτόν..». (Λουκ.18,31-33). Ἐκεῖνοι ὅμως (οἱ Ἀπόστολοι) : «οὐκ’ ἔγιγνωσκαν τὰ λεγόμενα», σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής.

Τὴν πλήρη ἀδυναμία κατανόησης τῶν λόγων τοῦ Κυρίου φανερώνουν τὰ λόγια τοῦ Πέτρου: «Ἵλεώς σοι, Κύριε, οὐ μὴ ἔστε σοὶ τοῦτο». (Ματθ.16,22). Δηλαδὴ εἶναι ὡς νὰ τοῦ λέγει: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάξει ἀπ’ αὐτό, Κύριε. Δὲν πρέπει σ’ ἐσένα τὸν Μεσσία νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ εἶπες».  Μὲ αὐστηρὸ τρόπο ὁ Κύριος ἀποστομώνει τὸν Πέτρο, λέγοντάς του: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ, σκάνδαλόν εἶ..».(Ματθ.16,23). Εἶναι ὡς νὰ τοῦ λέει: «Φῦγε ἀπὸ ἐμπρός μου, σατανᾶ, μοῦ εἶσαι ἐμπόδιο στὸ δρόμο τοῦ καθήκοντος καὶ πειρασμός. Ὡσότου νὰ καταλάβετε τὸ μυστήριο τοῦ πόνου δὲν θὰ εἶστε ἀληθινοὶ μαθητές μου». Ἀργότερα οἱ Ἀπόστολοι ἐννόησαν τόσο καλὰ καὶ οὐσιαστικὰ τὸ μυστήριο τοῦ πόνου, ὥστε μὲ χαρὰ νὰ πάσχουν, νὰ «ἀτιμάζονται ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος  τοῦ Χριστοῦ» καὶ τέλος νὰ θυσιάζουν κι’ αὐτὴ τὴ ζωή τους.

Οἱ φιλόσοφοι διὰ τὸν πόνον

  Ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ δυσερμήνευτο μυστήριο τοῦ πόνου. Ἡ ἁγία Γραφὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπαναλάβει σὲ πολλοὺς φιλοσόφους τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελιστοῦ γιὰ τοὺς Ἀποστόλους ὅτι: «Οὐκ ἐγίνωσκον τὰ λεγόμενα». Δηλαδὴ δὲν κατάλαβαν τίποτα. Καμία φιλοσοφικὴ διδασκαλία καὶ  σύστημα δὲν κατόρθωσε , οὔτε θὰ καταφέρει χωρὶς Χριστὸ νὰ κατανοήσει καὶ ἑρμηνεύσει τὸ πολύπλοκο μυστήριο τοῦ πόνου. Ἔτσι ὁ πόνος θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει τὸ μεγάλο μυστήριο.

Οἱ «Πεσιμιστὲς» (=ἀπαισιόδοξοι) λένε πώς: «Ἡ γῆ εἶναι χώρα ἐξορίας καὶ τόπος βασάνων. Κάθε σπίτι εἶναι καὶ μία φυλακή, καὶ κάθε ἄνθρωπος ἕνα θῦμα. Εὐτυχισμένος ἐκεῖνος, ποὺ γρήγορα μπαίνει στὸν τάφο, στὴν ἀνυπαρξία καὶ πιὸ εὐτυχισμένος ὅποιος δὲν γεννήθηκε».

Οἱ Ἐπικούρειοι λένε: «Ἂς ξεχάσουμε τὸν πόνο μας μὲ τὶς διασκεδάσεις καὶ τὶς ἡδονές». Οἱ Στωικοὶ διδάσκουν: «Ἀφοῦ εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ ἀπαλλαχτοῦμε ἀπὸ τὸν πόνο, ἂς μὴ βασανιζόμαστε μὲ συλλογισμοὺς καὶ σκέψεις, προσπαθώντας νὰ ἐξηγήσουμε τὸ ἀνεξήγητο μυστήριο τοῦ πόνου, ἀλλὰ ἂς ὑποφέρουμε μὲ πικραμένη  ψυχὴ τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, ἀπαθεῖς καὶ ἀδιάφοροι».

Ἀπελπιστικὰ λόγια μὲ καταθλιπτικὰ συμπεράσματα. Πρὶν ὅμως προχωρήσουμε στὴν ἐξερεύνηση τοῦ μυστηρίου του πόνου εἶναι πολλαπλῶς χρήσιμο νὰ ἀκούσουμε τοὺς πολύτιμους λόγους τοῦ μεγάλου προφήτη Ἡσαΐα. Αἰῶνες πρὶν τὸ Θεοκίνητο στόμα τοῦ διακηρύττει: «Οὐ γὰρ εἰσιν αἱ βουλαί μου, ὥσπερ αἱ βουλαὶ ὑμῶν, οὐδ’ ὥσπερ αἱ ὁδοὶ ὑμῶν αἱ ὁδοὶ μοί, λέγει Κύριος. Ἀλλ’ ὡς ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, οὕτως ἀπέχει ἡ ὁδός μου ἀπὸ τῶν ὁδῶν ὑμῶν καὶ τὰ διανοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς διανοίας μου..»(Ἡσ. 58,8-10). Ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι διαμετρικὰ ἀντίθετη ἀπ’ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Χριστὸς διὰ τὸν πόνον

  Οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἐκδηλώσουν ἐκτίμηση καὶ ἀγάπη στοὺς ἄλλους στέλνουν τριαντάφυλλα. Ὁ Θεὸς δείχνοντας τὴν ἀγάπη του στέλνει ἀγκάθια. Οἱ ἄνθρωποι ἐκτιμοῦν τὴ δράση, ὁ Θεὸς τιμᾶ τὸν πόνο, τὴ δοκιμασία. Θαυμαστὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, ὅταν θαυματουργοῦσε, ἀλλὰ περισσότερο θαυμαστός, ὅταν ὑπέφερε πάνω στὸ σταυρό. Γιατί τότε «ἐδοξάσθη ὡς Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ὅποιος δὲν καταλαβαίνει αὐτὴ τὴ «δόξα» ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἦταν ζυμωμένη μὲ τὸν πόνο.

Ὁ ἴδιος μᾶς ἔδωσε τὸ κλειδὶ, γιὰ νὰ εἰσχωρήσουμε  σ’ αὐτὸ τὸ μυστήριο, ὅταν μετὰ τὴν Ἀνάστασή του πορεύονταν μὲ τοὺς δύο Ἀποστόλους στοὺς Ἐμμαούς: «Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;» (Λουκ.24,26). Ὑποφέροντας ἑκουσίως σὲ ὅλη τή ζωὴ του ὁ Χριστὸς  «ἔδωκεν ἡμῖν ὑπογραμμόν», μᾶς δίδαξε, ἀλλὰ καὶ ἔκανε πιὸ ὑποφερτὸ τὸν δικό μας πόνο. Δὲν μᾶς ἀπάλλαξε ἀπ’ τὸν πόνο, ἀλλὰ ἀφήρεσε ἀπ’ αὐτὸν ὅ,τι παράξενο καὶ μυστηριῶδες μποροῦσε νὰ ἔχει γι’ ἐμᾶς.

orthodoxostypos

Ἡ παιδαγωγία τοῦ πόνου – 2ον

  Ὁ  πολύμορφος πόνος εἶναι συνέπεια τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας καὶ θὰ ὑπάρχει ὥς «τὸ τέλος τῶν αἰώνων». Εἶναι καὶ θὰ παραμένει ὡς ἀναπότρεπτο κακὸ στὸν πλανήτης μας, ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι σ’ αὐτόν. Αὐτὸ γιατί τὸ ἀνθρώπινο χέρι ὑψώθηκε ἐγωιστικὰ ἐνάντια στὸν ἠθικὸ νόμο, ποὺ καθόρισε ὁ Δημιουργός του. Στὴν ἀρχὴ τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου ὁ πόνος δὲν ὑπῆρχε. Οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν εὐτυχισμένοι. Ἀφοῦ: «Ὁ Θεὸς τὰ πάντα ὅσα ἐποίησε…ἐποίησε καλὰ λίαν…» (Γένεσ. 1.31). Δυστυχῶς ὅμως: «Δι’ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος..» (Ρωμ. 5.12). Διά τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων «Ζυγὸς βαρὺς ἐπὶ υἱοὺς Ἀδάμ, ἀφ’ ἡμέρας ἐξόδου ἐκ γαστρὸς μητρὸς αὐτῶν ἕως ἡμέρας ἐπιστροφῆς εἰς μητέρα πάντων…». (Σοφ. Σολ. 40.1).

  Ἀπ’ τὴν ἡμέρα ποὺ Ἀδὰμ καὶ Εὔα παρέβησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ βαρὺς ζυγός, τὸ βαρὺ φορτίο τοῦ πόνου ἔπεσε στοὺς ὤμους τῶν «υἱῶν Ἀδάμ», ἀπ’ τὴν ἡμέρα τῆς γέννησής τους ὥς τὴν ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς τους στὴ γῆ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐξύψωσε τὴν ἔννοια καὶ  τὸ νόημα τοῦ πόνου βαστάζοντάς τον, πρῶτος αὐτός, ὑποδειγματικά, καλώντας ταυτόχρονα ὅλους νὰ μιμηθοῦν τὸ παράδειγμά του: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθήτω μοι…». (Ματθ.16,24). Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ σηκώση τὸ σταυρό του, νὰ γίνη ὀπαδὸς τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς κόπο καὶ πόνο. Ἀκόμα οὐδεὶς γίνεται ἄξιος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἂν ἀφήση μόνο του τὸν Διδάσκαλο χωρὶς νὰ συμπάσχει μαζί του.

  Ὁ Χριστὸς στὴν τελευταία πορεία του πρὸς τὸ «ἑκούσιον πάθος» ἀπευθυνόμενος στοὺς μαθητές του, σέ πληθυντικὸ ἀριθμό, λέγει: «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται …εἰς τὸ ἐμπαῖξαι καὶ μαστιγῶσαι καὶ σταυρῶσαι..». (Ματθ.20.19). Ὁ Χριστὸς δὲν λέει: «Ἰδοὺ ἀναβαίνω εἰς Ἱεροσόλυμα.», ἀλλὰ «ἰδοὺ ἀναβαίνομεν» ἐσεῖς καὶ ἐγώ. Ὁ κύριός σας καὶ σεῖς οἱ μαθητές μου. Ἡ πορεία πρὸς τὸ πάθος δὲν εἶναι μόνο προσωπικὴ δοκιμασία, ἀλλὰ κοινὴ συμπόρευση «συσταύρωσης καὶ συνανάστασης», μὲ τὸν «αἴροντα τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου».

  Οἱ Ἀπόστολοι στὴν ἀρχὴ δὲν ἐννόησαν τὰ λόγια τοῦ Διδασκάλου τους. Ἀργότερα  τὰ κατενόησαν καὶ εἶπαν: «Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ…» (Ἰωάν.11.16). Τελικὰ ἔδειξαν ὅτι κατάλαβαν τὴ σημασία τοῦ πόνου, ποὺ θὰ ἐξακολουθήσει νὰ παραμένει βαθὺ μυστήριο γιὰ ὅσους ἐπιχειροῦν νὰ τὸν ἑρμηνεύσουν μένοντας μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό.

  Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διδάσκει νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε τὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας καὶ τοῦ πόνου, οὔτε νὰ ἐπαναστατοῦμε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ἀναθέτουμε σ’ Αὐτὸν «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν». Νὰ ἐμπιστευόμαστε τὴν πατρικὴ Πρόνοιά του. Ὅταν ὁμολογοῦμε τό: «Πιστεύω…σταυρωθέντα…καὶ παθόντα καὶ ταφέντα..», τὰ λόγια αὐτὰ δὲν πρέπει νὰ εἶναι νεκρά, χωρὶς νόημα, ἀλλὰ νὰ δηλώνουν συμμετοχὴ στὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή: «Τὴν κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφούμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ..».(Φιλιπ.3.10). Δηλαδή: «Ζητῶ κι’ ἐγὼ νὰ συμμετάσχω στὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ ὑπομένοντας διωγμοὺς, στερήσεις, κακοπάθειες, ὅπως ἐκεῖνος καὶ ἐξομοιούμενος μαζί του».Κατὰ τὸν λόγο τοῦ Θωμᾶ: «Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ..μετ’ αὐτοῦ..».

  Βέβαιο εἶναι πὼς ὁ οὐράνιος πατέρας δὲν ἀρέσκεται νὰ βασανίζεται ἢ νὰ δυστυχεῖ τὸ πλάσμα του, ὁ Θεοδημιούργητος ἄνθρωπος, ἡ κορωνίδα τῆς κτίσεως.  Ἐπιτρέπει, παραχωρεῖ ὅμως τὴν δυνατότητα τῆς πολύπλευρης δοκιμασίας, σύμφωνα μὲ τὰ ἀνεξιχνίαστα σχέδιά του, καὶ τοὺς σκοπούς του, ποὺ σ’ ἐμᾶς παραμένουν ἄγνωστοι καὶ ἀνεξερεύνητοι. «Τὶς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου»; Αὐτὸ παραμένει τὸ αἰώνια ἀναπάντητο ἐρώτημα. Ὑπάρχει ὅμως δυνατότητα, κατ’ ἐλάχιστον, κατανόησης τοῦ νοήματος τοῦ πόνου, γιὰ ἄντληση τοῦ ἀναγκαίου θάρρους πρὸς ὑπέρβαση τῶν συνεπειῶν του. Κι αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπ’ τὴν ποιότητα τῶν γυαλιῶν, μὲ τά ὁποῖα βλέπουμε τὰ «συμβάντα» τῆς ζωῆς. Ὅταν δηλαδὴ ὁ πόνος λογίζεται, θεωρεῖται ὡς φωνή, παρότρυνση, εὐλογία Θεοῦ.

  «Φωνὴ Θεοῦ»: «Ἄνθρωπε, λέει, στὸν πονεμένο, θέλω νὰ ἀξιοποιήσω τὴ ζωή σου.. «Παρότρυνση Θεοῦ»: «Ἄνθρωπε, ὁ δρόμος ποὺ ἀκολουθεῖς εἶναι ἐπικίνδυνος. Ἔλα κοντά μου». «Εὐλογία Θεοῦ»: «Ἄνθρωπε, μὴ ξεχνᾶς ὅτι ἂν ὑποφέρης, καρτερικά, στὴ ζωὴ αὐτή, θὰ ἔχης μία ἀτέλειωτη εὐδαιμονία στὴν ἄλλη».

Τί κάνει (προσφέρει) ὁ πόνος

   Τὰ Θεόπνευστα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς  (Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη), σὲ πολλὰ  χωρία τους διδάσκουν πώς: ὁ πόνος κάνει πιὸ ἁγνὴ καὶ πολύτιμη τὴν ψυχή μας, ὅταν ξέρουμε νὰ τὸν δεχθοῦμε καὶ ἀντιμετωπίσουμε πρόθυμα, καρτερικά, γενναῖα. Ὁ λόγος της εἶναι σαφής, ἀποκαλυπτικός: «Σκεύη κεραμέως δοκιμάζει κάμινος καὶ πειρασμὸς ἀνθρώπου..».(Σοφ. Σειρ. 27.6).

  Πῶς, ὅμως, εἶναι δυνατὸν ὁ πόνος νὰ κάνη πιὸ ἁγνή, πιὸ πολύτιμη τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου; α) Μὲ τὸν πόνο καὶ τὴ δυστυχία δοκιμάζεται ἂν ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ εἶναι πραγματική. Ἡ Χριστιανικὴ ψυχὴ στὴν ὥρα τοῦ πόνου καὶ τῆς δοκιμασίας καταφεύγει στὸ Θεό, τὸν θερμοπαρακαλεῖ καὶ ἐγκαταλείπεται μὲ μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη σ’ Αὐτόν, ἐπαληθεύοντας τὰ λόγια τῆς Γραφῆς: « Ἐν πυρὶ δοκιμάζεται χρυσὸς καὶ ἄνθρωποι ἐν καμίνῳ ταπεινώσεως..». (Σοφ. Σειρ. 2. 5). Μᾶς δοκιμάζει ὁ Κύριος , γιὰ νὰ δεῖ ἂν εἴμαστε δὲ θέση νὰ  μετάσχουμε στὴ δόξα ποὺ ἑτοιμάζεται. Ἐμεῖς βεβαρημένοι ἀπ’ τὶς δοκιμασίες καὶ τὸ πλῆθος τῶν προβλημάτων δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ Ἐκεῖνος ὡς καλὸς καὶ σπλαγχνικὸς πατέρας ἐπιδιώκει πάντα τὸ καλό μας.

Στὸ ἀρχικὸ περιστατικὸ ὁ μαρμάρινος ὄγκος ρωτάει τὸν λιθοξόο: «Γιατί μὲ κτυπᾶς ἔτσι σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα; Καὶ ὁ τεχνίτης τοῦ ἀπαντᾶ πώς: Ἂν δὲν σὲ κτυπήσω ἔτσι, δὲν θὰ γίνεις κατάλληλο νὰ στολίσης τὴν μετώπη τοῦ ναοῦ.

Ἡ παιδαγωγία τοῦ πόνου – 3ον

Περιστατικὸν 3

  Συνέβη σὲ κάποιον ποὺ διέθετε πλούσια καὶ πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά, στεροῦνταν ὅμως τοῦ ἀντίστοιχου μυαλοῦ γιὰ διαφύλαξη καὶ ἀξιοποίηση. Ἔτσι ἡ ἀλόγιστη καὶ σπάταλη χρήση τους τὸν ἔφερε σύντομα στὴν  ἀπόλυτη ἔνδεια, πτώχεια. Ἀπελπισμένος, ὅπως ἦταν, ἄρχισε νὰ περιφέρεται σὲ πόλεις καὶ χωριὰ ἀναζητώντας τρόπους καὶ μέσα, γιὰ νὰ ἀποκτήσει ξανὰ τὰ χαμένα ἀγαθά του.  Καθὼς περπατοῦσε συλλογισμένος συνάντησε  σ’ ἕνα χωριὸ ἕνα ἀγρότη νὰ ἀνακατεύει, μὲ τὸ δίκρανο, τὸ φρεσκοκομμένο χορτάρι ποὺ ἦταν ἁπλωμένο στὸ χωράφι του. Μὲ ἀπορία τὸν ρωτᾶ: Γιατί δὲν ἀφήνεις ἥσυχο τὸ ἁπλωμένο χορτάρι; -Γιὰ νὰ ἀερίζεται, ὥστε νὰ μὴ μουχλιάσει, τοῦ ἀπάντησε ὁ χωρικός. Πιὸ πέρα συνάντησε ἕνα ἄλλο ἀγρότη ποὺ μὲ τὸ ζευγάρι τῶν ἀλόγων του ὄργωνε τὸ χωράφι του, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει ἡ σπορά. Μὲ τὴν ἴδια περιέργεια τὸν ρωτάει: Γιατί ἀνοίγεις τὰ σπλάγχνα τῆς γῆς; –Δέν καταλαβαίνεις; Τοῦ ἀπαντᾶ ἐκεῖνος. Γιὰ νὰ ἀεριστεῖ τὸ χῶμα, νὰ τὸ δεῖ ὁ ἥλιος καὶ ἔτσι εὐκολότερα νὰ ρίξω τὸ σπόρο στὴ γῆ μου. Λίγο πιὸ κάτω συνάντησε ἕναν ἀμπελουργό, ποὺ κλάδευε  τὰ κλήματα τοῦ ἀμπελιοῦ του. Καὶ σ’ αὐτὸν πάλι ἀπευθύνει τὸ ἐρώτημά του: Τί κάνεις αὐτοῦ; Γιατί κόβεις τὰ κλήματα; – Δὲν βλέπεις τοῦ ἀπαντᾶ. Ἀφαιρῶ ὅ,τι ἄχρηστο ὑπάρχει σὲ κάθε κλῆμα, καὶ τὸ κλαδεύω ὥστε τὴν Ἄνοιξη νὰ πετάξει ξανὰ νέα πιὸ μεγάλα καὶ δυνατὰ κλαδιά, γιὰ πλουσιότερη καὶ καλύτερη καρποφορία.

  Τότε ἄνοιξαν τὰ μάτια τοῦ ἀπελπισμένου, καὶ συγκλονισμένος ὁμολόγησε: «Θεέ μου, ἐγὼ εἶμαι τὸ χορτάρι ποὺ ἀνασηκώνεις, γιὰ νὰ μὴ μουχλιάσω. Ἐγὼ εἶμαι τὸ χῶμα, ποὺ ὀργώνεις, γιὰ νὰ ἑτοιμαστεῖ, ὥστε νὰ δεχθεῖ τὸ σπόρο τῆς χάρης σου. Ἐγὼ εἶμαι τὸ κλῆμα, ποὺ περιποιεῖσαι-κλαδεύεις, γιὰ νὰ δώσει περισσότερο καὶ καλύτερο καρπό».

Μάλιστα ὁ πόνος καὶ οἱ δυστυχίες λειτουργοῦν συχνὰ ὡς φωνὴ σωτηρίας, ποὺ ἀπευθύνει ὁ Θεὸς γιὰ ἐξαγνισμὸ καὶ ἀρχὴ νέας πορείας στὴ ζωή.

β) Πνευματικὴ ὠφέλεια. Αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτό, ἂν σὲ κάθε δοκιμασία δεχόμαστε τὸν πόνο μὲ ὑπομονὴ , προσκαρτερία καὶ ἐλπίδα, πὼς «σὺν τῷ πειρασμῷ»,ἔρχεται καὶ ἡ «ἔκβασις» δηλαδὴ ἡ λυτρωτικὴ ἔξοδος ἀπ’ αὐτόν.

Ὁ Ἅγιος  Ἰάκωβος τονίζει σχετικά: «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοὶ μοί, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις , γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν. Ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ  ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι..».(Ἰακ .Α, 2,4). Δηλαδή: «Σὰν τέλεια χαρὰ νὰ θεωρῆτε, ἀδελφοί, ὅταν πέσετε στὴ δοκιμασία καὶ τὶς θλίψεις, γνωρίζοντες ὅτι τὸ νὰ δοκιμάζεται ἡ πίστις σας δημιουργεῖ ὑπομονή. Καὶ ἡ ὑπομονὴ ἂς συνοδεύεται ἀπὸ τέλεια ἔργα, γιὰ νὰ εἶστε τέλειοι καὶ ὁλοκληρωμένοι, ὥστε νὰ μὴ σᾶς λείπει τίποτα».

«Οἱ σταυροὶ τῶν θλίψεων εἶναι στὸ δρόμο πρὸς τὸν οὐρανό, μία γέφυρα πάνω ἀπὸ ἕνα ποτάμι. Οἱ χριστιανοὶ ποὺ δὲν ἀγαποῦν τοὺς σταυροὺς τῶν θλίψεων, εἶναι σὰν νὰ θέλουν νὰ περάσουν τὸ ποτάμι πετώντας, πρᾶγμα βέβαια ἀκατόρθωτο. Ὑπάρχουν ἀγκάθια, ποὺ ξεχύνουν βάλσαμο. Ὁ σταυρὸς ξεχύνει γλυκιὰ παρηγοριά. Πρέπει ὅμως νὰ πιέσης τ’ ἀγκάθια μὲ τὰ χέρια καὶ νὰ σφίξης τὸ σταυρὸ πάνω στὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ ἀπολαύσης τὸν χυμὸ ποὺ περιέχουν».  Τὸ νερὸ εἶναι καθαρὸ ὅσο κατρακυλᾶ καὶ κτυπιέται στὸ βουνὸ ἀνάμεσα στὶς πέτρες. Ὅταν ὅμως κατεβεῖ στὸν κάμπο καὶ ἁπλωθεῖ στὴν πεδιάδα, ἀνάμεσα στὰ χορτάρια καὶ μείνει στάσιμο, λιμνάζει, τότε ἀρχίζει νὰ χαλάει, νὰ  χάνει τὴν διαύγειά  του καὶ νὰ μολύνεται.

Στὴν ἄκρη μιᾶς λίμνης βρισκόταν πολλὰ βατράχια καὶ μερικὰ περιστέρια. Ξαφνικὰ ἀκούστηκε κάποιος θόρυβος ἀπ’ τὴν  παρουσία ἀνθρώπων. Τότε τὰ περιστέρια πέταξαν ψηλά, καὶ τὰ βατράχια τρομαγμένα βούτηξαν στὸ βοῦρκο.

Αὐτὴ εἶναι μία εἰκόνα τῆς ζωῆς. Γιὰ πολλοὺς ὁ πόνος καὶ οἱ δοκιμασίες γίνονται κίνητρο ἐξύψωσης πρὸς τὸν Θεό. Γιὰ ἄλλους γίνονται ἀφορμὴ νὰ ριχθοῦν στὴν ἀπιστία, τὴν ἀκολασία, τὴ διαφθορά.

γ). Ὁ πόνος μορφώνει τὴν ἀνθρώπινη καρδιά. Τὴν κάνει εὐαίσθητη, νὰ λυγίζει μπροστὰ στὸν πόνο, τὴ δυστυχία τοῦ ἄλλου. Λίγοι καταλαβαίνουν τὶς δυσκολίες τοῦ ἄλλου. Ὅσο κάποιος ἀπολαμβάνει τὴν εὐτυχία, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν πόνο τοῦ συνανθρώπου του. Ὅταν ὅμως ὁ ἴδιος δοκιμάζεται σκληρά, τότε ἀρχίζει νὰ σκέπτεται ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἀναρίθμητοι ἄλλοι ποὺ δοκιμάζονται καὶ ὑποφέρουν χειρότερα ἀπ’ αὐτόν. Τὰ εὐγενικὰ αἰσθήματα συμπόνιας καὶ φιλαλληλίας γεννιόνται, κυρίως, τὴν ὥρα τοῦ πόνου. Καὶ ὅποιος πονᾶ προσεύχεται καὶ παρηγορεῖ καὶ τοὺς ἄλλους. Ἕνας σύγχρονος ποιητής, ποὺ δοκιμάστηκε σκληρά, τὴν ὥρα ποὺ πονοῦσε δυνατά, ἔγραψε  τὴν ἀκόλουθη θαυμάσια προσευχὴ στὸ Χριστό, γιὰ τοὺς πονεμένους:

«Λυπήσου, Κύριε τῆς ζωῆς τοὺς ταλαιπωρημένους, ἐκείνους, ποὺ νυχτώθηκαν στοῦ βίου τ’ ἀνηφόρι, κι’ εἶναι μικρὸς ὁ δρόμος τους, κ’ εἶναι πολλὰ τ’ ἀγκάθια. Κ’ ἐκεῖνοι παίρνουν κλαίγοντας τὴν ἐρημιὰ καὶ πᾶνε, σκυφτοί, βουβοί, κατάχλωμοι στῆς μοίρας τὴν πορεία. Κ’ εἶναι πολλοὶ κ’ εἶναι λαός, ἀμέτρητα κοπάδια, σὰν τὰ ξερὰ δενδρόφυλλα, στὸ φύσημα τ’ ἀνέμου. Πρῶτος τὸν πόνο γνώρισες, Χριστέ, στὸν Γολγοθᾶ Σου, καὶ τὸ ποτήρι στράγγισες τῆς πίκρας στάλα, στάλα. Ὢ κάμε κάθε σου πιστός, ποτὲ νὰ μὴ δειλιάσει, καὶ νὰ νικᾶ στὸ διάβα του τ’ ἀνθρώπινα τὰ πάθη, ὅπου τ’ ἀγκάθια, τριαντάφυλλα ν’ ἀνθίσουν, κι’ ὅπου τό δάκρυ στάλαξε πηγὴ χαρᾶς ν’ ἀνοίξει».

Ἄλλοι πάλι ἀφιερώνουν τὸν πόνο  γιὰ τοὺς συν­ανθρώπους τους καὶ γίνονται θύματα ἐξαγνισμοῦ γι’ αὐτούς. Ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωινὸ μία νεαρὴ καλλιτέχνης (χορεύτρια) βγαίνοντας  στὸν κῆπο της ἄκουσε τὸ μελῳδικὸ κελάηδημα ἑνὸς ἀηδονιοῦ. Στάθηκε, ἀθέατη, κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο γιὰ νὰ τὸ ἀπολαύση καλύτερα. Στὴ βιασύνη της, ἀπρόσεκτα, γλίστρησε καὶ τραυματίστηκε σοβαρά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑποφέρει γιὰ πολλοὺς μῆνες δυνατοὺς πόνους. Ἡ ἴδια διηγεῖται τὴν περιπέτειά της: «Στὴν ἀρχὴ ἤμουνα ἐπαναστατημένη καὶ ἀνήσυχη. Σκεπτόμουν πὼς κανεὶς ἄλλος δὲν ἦταν πιὸ δυστυχισμένος ἀπὸ ἐμένα, ποὺ ἔπρεπε μέρα-νύκτα νὰ βρίσκομαι ξαπλωμένη ὑποφέροντας σκληροὺς πόνους. Σιγὰ-σιγὰ ὅμως , ἄλλες ἀνώτερες σκέψεις κυριάρχησαν μέσα. Τότε ἄρχισα νὰ ψάλλω ὕμνους καὶ νὰ τραγουδῶ, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ χορεύω, ὅπως ἔκανα πρίν. Τώρα ὅμως μ’ αὐτὴ τὴ δοκιμασία γνώρισα τὸν προορισμὸ καὶ τὴν κλίση μου».

Ποιὸς μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ προορισμὸς καὶ ἡ κλίση μιᾶς νέας χορεύτριας; Νὰ ὑποφέρει; Ἀσφαλῶς ὄχι γιὰ τήν ἀνθρώπινη λογική. Ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἕνα σκοπό, ἕνα προορισμό, μία ἀποστολή. Νὰ γίνουν: καλοὶ ἐπαγγελματίες, καλοὶ οἰκογενειάρχες, ἰατροὶ , ἱερεῖς, μοναχοὶ κ.λ.π. Ἡ νεαρὴ χορεύτρια ἔνοιωσε ὡς κλήση της νὰ ὑποφέρει γιὰ τοὺς ἄλλους. Εἶναι κι’ αὐτὸ κάτι ποὺ ὑπερβαίνει τὰ συνηθισμένα.

Στὸ πνευματικὸ βιβλίο: «Μίμηση Χριστοῦ» σημειώνεται πώς : «Μαζὶ μὲ τὸν πόνο ὁ Θεὸς δίνει καὶ τὴ δύναμη νὰ τὸν ὑπομένουμε κι ὅσο μεγαλύτερος εἶναι αὐτὸς , τόσο ἀφθονότερη εἶναι καὶ ἡ θεία χάρις ποὺ τὸν συνοδεύει. Πολλὲς φορές, μάλιστα, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ τόσο ἀποτελεσματικά, ποὺ ὅ,τι ἡ ψυχὴ φυσικὰ ἀποστρέφεται καὶ μισεῖ, αὐτὸ τελικὰ γίνεται ἐπιθυμητὸ καὶ ἀξιαγάπητο». Βέβαια δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὑποφέρη, νὰ ἀγαπᾶ τὸν πόνο, νὰ «ὑποπιάζει καὶ δουλαγωγεῖ» τὸ σῶμα του, νὰ ἀνέχεται προσβολές, νὰ μὴ ὑπολογίζει τὸν ἑαυτό του, νὰ ὑπομένει ὅλες τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, τὶς ζημιές,  καὶ νὰ μὴ ζηλεύει καμία κοσμικὴ ἀπόλαυση καὶ τιμή. Ὅταν ὅμως ἔλθει στὴ ζωή του ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, τότε ὅλα αὐτά, καὶ πολλὰ ἄλλα δυσάρεστα, ἐπώδυνα, ὀδυνηρὰ γίνονται ἀγαπητά. Λογίζονται ὡς παιδαγωγικὰ μέσα, «ὡς «σκύβαλα ἵνα Χριστὸν κερδίσει». Ἀντὶ νὰ θλίβουν καὶ μαραζώνουν τὴν ψυχή, σκορποῦν μέσα της Θεϊκὴ γαλήνη καὶ οὐράνια παρηγοριά. Μὲ ἄλλα λόγια ἐπαναλαμβάνουμε τὴν  ἐναγώνια κραυγὴ τοῦ Δαβίδ: «Αἱ θλίψεις τῆς καρδίας μου ἐπληθύνθησαν, Κύριε, ἐκ τῶν ἀναγκῶν μοι ἐξάγαγέ με».(Ψαλμ.24,17).

………………………………………………….

Ἡ παιδαγωγία τοῦ πόνου – 4ον – Τελευταῖον

Περιστατικὸν  4ον

   Ὁ βασιλιὰς τῶν Περσῶν Ξέρξης εἶχε συνδέσει τὴν Ἀσία μὲ μία γέφυρα. Σύντομα ὅμως ἡ θάλασσα τὴν κατέστρεψε. Πολὺ χολώθηκε ὁ Πέρσης ἡγεμόνας καὶ μέσα στὴν ὀργὴ του διέταξε νὰ μαστιγώσουν 300 φορὲς τὴν μανιασμένη θάλασσα, μὲ δυνατὲς ἁλυσίδες. Ἡ θάλασσα, βέβαια ἔμεινε ἀναίσθητη ἀπ’ τὴν ὀργὴ τοῦ ὑπερήφανου βασιλιᾶ.

Μία ἄλλη φορά ἡ θάλασσα ἀγρίεψε ἀπότομα  κι’ ἕνα πλοιάριο, ποὺ ἔφερνε τοὺς Ἀποστόλους  κινδύνευε νὰ καταποντιστεῖ. Ὁ Ἰησοῦς, ποὺ ἦταν μαζί τους, σηκώθηκε καὶ μὲ τὴ Θεϊκὴ δύναμή Του «Ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη.» (Ματθ. 8,26).

Ὧρες δοκιμασίας

Στὸν ὠκεανὸ τῆς ζωῆς οἱ τρικυμίες τοῦ πόνου συχνά μᾶς ταράζουν καὶ μᾶς  συγκλονίζουν. Χωρὶς Χριστὸ παρασυρόμαστε στὴν ἀνυπομονησία καὶ  τὴν χωρὶς ἀποτέλεσμα καὶ ὠφέλεια ὀργή. Μὲ τὸν Χριστὸ στὸ τιμόνι τῆς ζωῆς καταπαύει καὶ ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη τρικυμία. Γιατί λοιπὸν νὰ  ἐπαναστατοῦμε ἀγανακτισμένοι μὲ τὸν ἑαυτό μας,  τοὺς ἄλλους, τὸν Θεὸ ἀντὶ ταπεινὰ νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα καὶ εἰσήκουσέ με.» (Ψαλμ 119).

Εἶναι ἀδύνατο νὰ γνωρίζουμε τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κι’ ἐμεῖς ἀγνοοῦμε τὴν πορεία τῆς ζωῆς μας. Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει-παραχωρεῖ τὸν πόνο γιὰ θερμομέτρηση τῆς πίστης  ἢ τῆς ἀγάπης καὶ ἀφοσίωσής μας  σ’ Αὐτόν. Ἢ ἀκόμα  γιὰ νὰ δοῦμε τὴν ματαιότητα τοῦ  παρόντος κόσμου καὶ νὰ ἀξιολογήσουμε τὴν ἐντολή του: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα (τὰ ὑλικὰ) προστεθήσεται ὑμῖν».

Ἄλλωστε: «Τὶς γὰρ ἄνθρωπος γνώσεται βουλὴν Θεοῦ; ἢ τὶς ἐνθυμηθήσεται τί θέλει ὁ Κύριος». (Σοφ. Σολ. 9,13).

Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς βρίσκεται πάντα κοντὰ στὸν πιστὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τοῦ πεῖ: «Ἐσὺ εἶσαι πτωχός, Ἐγὼ πλούσιος. Ἐσὺ εἶσαι ἁμαρτωλός, Ἐγὼ ἡ συγχώρησις. Ἐσὺ Πεινᾶς, Ἐγὼ εἶμαι ὁ οὐράνιος Ἄρτος. Ἐσὺ διψᾶς, Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀστείρευτη πηγὴ «ὕδατος ζῶντος». Ἐσὺ μένεις στὸ σκοτάδι, Ἐγὼ «εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου».Ἐσὺ φωνάζεις, Ἐγὼ σὲ ἀκούω. Ἐσὺ ὑποφέρεις, Ἐγὼ σὲ λυποῦμαι. Ἐσὺ κλαῖς, Ἐγὼ σκουπίζω τὰ δάκρυά σου. Ἐσὺ εἶσαι ἄνθρωπος, Ἐγὼ «εἰμὶ ὁ Θεός σου. Γιατί δὲν ὑψώνεις τὰ βλέμματά σου σ’ Ἐμένα»;

Κάτι ἀνάλογο συνιστᾶ ἡ ἔμπονη ποιητικὴ γραφίδα τοῦ χριστιανοῦ ποιητῆ Γ. Βερίτη: « Σὰν ἔρθει ὁ πόνος καὶ σὲ βρεῖ, νὰ τὸν δεχθεῖς Παλικαρίσια.

Στάσου λεβέντης σὰν τὴ δρῦ, τὴν λαμπαδόκορμη τὴν ἴσια».

Τὸν πολύπλευρο καὶ πολύμορφο ἀνθρώπινο πόνο ποὺ προσβάλλει τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς γύρω μας, ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀντιμετωπίζει προσευχόμενη σὲ κάθε λειτουργικὴ σύναξη τοῦ σώματος τῶν πιστῶν μελῶν της, εὐχόμενη: «Ὑπὲρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων καὶ τῆς  σωτηρίας αὐτῶν». Στὸ αἴτημα αὐτό, (καὶ πολλὰ ἄλλα) περιλαμβάνονται ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ βρίσκονται σὲ ἰδιάζουσες  καταστάσεις ποὺ δημιουργοῦν θλίψη, πόνο καὶ ὀδύνη στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

«Ἐδῶ καλεῖται ἡ καρδιὰ τοῦ προσευχομένου πιστοῦ, νὰ σταματήσει μὲ μία γλυκιὰ καὶ εἰλικρινῆ ἔγνοια ἀγάπης, σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἐκτεθειμένοι σὲ πόνους καὶ κινδύνους. Οἱ ἄνθρωποι: ποὺ ταξιδεύουν στὴ θάλασσα ἢ στὴ στεριά, ποὺ βασανίζονται ἀπὸ κάποια ἀρρώστια, ποὺ ὑποφέρουν καὶ  κουράζονται, οἱ αἰχμάλωτοι, ὅποιοι κι’ ἂν εἶναι, ὅπου κι’ ἂν ἀνήκουν, ἄσχετα ἂν εἶναι πιστοὶ ἢ ἄπιστοι, ὅλοι αὐτοὶ μπαίνουν μέσα στὸ Θεῖο δίχτυ τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφοσύνης , γίνονται ἡ ἔγνοια τῆς ζωῆς μας. Ἡ ἀγάπη καταλύει τὴ μοναξιά, θραύει τὸν θώρακα τῆς ἀδιαφορίας καὶ μᾶς γέρνει γλυκὰ πάνω ἀπ’ τὴν κακοπάθεια τῶν ἀνθρώπων, ποὺ μοιράζονται μαζί μας τὴν πλάση καὶ τὰ Δῶρα τοῦ Δημιουργοῦ».

Ποιός, ὅμως, σήμερα συλλογίζεται, ποιὸς ἀγκυλώνεται στὴν ψυχὴ ἀπ’ τὴν ἔγνοια γιὰ τοὺς «ἐν θλίψεσι καὶ ἀνάγκαις» ἐμπερίστατους «ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ»; Ὑπάρχει τόση σὲ ἔκταση ἀδιαφορία,  (κάποτε καὶ διαστροφή), ὥστε  πολὺ συχνὰ  ὁ πόνος, ἡ ἀπώλεια καὶ οἱ δοκιμασίες τῶν ἄλλων  (κοντινῶν ἤ μακρινῶν) νὰ περνοῦν δίπλα μας, ἀλλὰ νὰ μένουμε «ἐσωτερικὰ ἀδιάβροχοι».

Κάθε μέρα ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀπὸ πεῖνα. Σκοτώνονται σὲ ἄνομους πολύμορφους πολέμους ἀδικίας, καρποὺς ἐγωιστικῆς πλεονεκτικῆς ἁρπακτικότητας καὶ ἐκμετάλλευσης τῆς παράνοιας ἐφήμερων τυράννων  διαφόρων λαῶν. Χιλιάδες χῆρες καὶ ἀπροστάτευτα ὀρφανὰ περιφέρονται ψωμοζητώντας στοὺς δρόμους τοῦ κόσμου. Ἡ ἑνότητα τοῦ κόσμου ἔχει θρυμματιστεῖ. Τὰ δεινὰ ἔρχονται τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, καλπάζοντας, καὶ σκεπάζουν τὶς καρδιές μας. Εἴμαστε ἀπομονωμένοι στὴν ἐγωιστικὴ ἀπόλαυση τῆς ζωῆς μας. Καθένας κινεῖται στὸν δικό του ξεχωριστὸ ρυθμό, ἀπορρίπτοντας τὸν συνδετικὸ  ζυγὸ τῆς ἀγάπης.

Τί νόημα ἔχει ἂν κάθε μέρα χιλιάδες ἄνθρωποι πνίγονται σὲ θάλασσες καὶ ποτάμια ἀναζητώντας ἀσφαλέστερα καταφύγια ζωῆς, ἢ ἂν γίνονται τροφὴ τῶν πολυδάπανων πολεμικῶν μηχανῶν ποὺ ἀντὶ τροφίμων ἁπλώνονται στὸν πλανήτη ἀφανίζοντας ἀνθρώπους καὶ κάθε μορφὴ ζωῆς;

Αἰσθανόμαστε ἀρκετὰ ἀνεπαρκεῖς νὰ συμπάσχουμε μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Σχεδὸν μηδενίζεται ἡ ἀντίδραση καὶ ἡ εὐαισθησία μπροστὰ στὴν ὀδύνη τῶν ἄλλων. Ἴσως μέσα στὴν μισόφωτη Ἐκκλησία κάποιοι προσεύχονται γιὰ τὴν σωτηρία τῶν δεινοπαθούντων, χωρὶς τὴν προσωπική τους συμμετοχή.

Ἡ λέξη προσευχή, γιὰ τὸν πιστό, ἔχει μεγαλύτερο βεληνεκές. Προσευχόμαστε γιὰ τοὺς πονοῦντες,  ὥστε νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ τὰ δεινὰ ποὺ τοὺς βασανίζουν. Πρὶν ἐξαντληθεῖ ἡ ἀντοχή τους καὶ καταρρεύσουν ψυχικά. Ὕστερα ἔρχεται ἡ στιγμὴ νὰ προσευχηθοῦμε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό μας: «Ὑπὲρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καὶ ἀνάγκης». Νὰ γλυτώσουμε  ἀπ’ τοὺς παρόντες κινδύνους καὶ δοκιμασίες, καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποφύγουμε τὰ ἐρχόμενα.

  Ζητᾶμε νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ κάθε ἀνάγκη. Ἀπ’ τὸ πλῆθος τῶν βασανιστικῶν ἀναγκῶν τοῦ κορμιοῦ, τῆς ψυχῆς, τῆς καρδιᾶς, τὴν πεῖνα, καὶ τὴ δίψα γιὰ ὑλικὲς καὶ πνευματικὲς χαρές, γιὰ ἀγάπη καὶ φιλία. Οὐσιαστικὰ ζητᾶμε τὴν ἐλευθερία, ποὺ ἡ ἀνάγκη μισεῖ καὶ ἀδιάκοπα τὴν πολιορκεῖ καὶ τὴν περικόβει.

Χωρὶς ἀνάγκες αἰσθανόμαστε ἐλεύθεροι, περισσότερο ἄνθρωποι, πιὸ κοντὰ στὸν προορισμό μας. Οἱ ἀνάγκες θολώνουν τὰ πάντα, μᾶς βασανίζουν καὶ μᾶς κάνουν νὰ πονᾶμε. Ζητᾶμε ἀπαλλαγὴ ἀπ’ τὴν ἀνάγκη, γιὰ νὰ ὑπερασπίσουμε τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία μας. Προσευχόμαστε γιὰ τὴν προσωπικὴ ἐλευθερία μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐλευθερία ὅλου τοῦ κόσμου, ἀπ’ τὸν βραχνὰ τῆς ὑλικῆς εὐημερίας. Ζητᾶμε δηλαδὴ νὰ μὴ ὑποκύψουμε στὴ γοητεία τῶν ἐφήμερων ἀπολαύσεων καὶ ἀναγκῶν. Ἀτυχῶς ὅλος ὁ κόσμος κινδυνεύει ὁλοένα καὶ περισσότερο νὰ ὑποκύψει στὸν πειρασμό, ποὺ ἀντιμετώπισε ὁ Κύριος στὴν ἔρημο: «Εἰπὲ ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένονται». Ἔτσι ὁ κορεσμὸς τῆς ὕλης, τὰ γεμάτα στομάχια συντελοῦν, ὁδηγοῦν συχνὰ στὶς ἄδειες ψυχές.

Ἐπίλογος: Τὸ καραβάκι καὶ οἱ πέτρες

«Ἕνας μικρούλης ἔριξε στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὸ ὄμορφο καραβάκι του, δῶρο τοῦ πατέρα του. Δὲν πρόσεξε ὅμως καὶ ὁ ἄνεμος τὸ ἀπομάκρυνε, χωρὶς νὰ προλάβει νὰ τὸ πιάσει. Τότε ὁ πατέρας του πῆρε πέτρες καὶ τὶς πετοῦσε μπροστὰ ἀπ’ τὸ καραβάκι. Ὁ μικρός, στὴν ἀρχή, δὲν κατάλαβε , κι’ ἀπόρησε  γι’ αὐτὸ τὸ πετροβόλημα. Σὲ λίγο κατάλαβε. Οἱ πέτρες ἔπεφταν πέρα ἀπ’ τὸ καραβάκι, χωρὶς νὰ τὸ χτυποῦν. Καὶ τὰ κυματάκια , ποὺ προκαλοῦσαν, τὸ ἔφερναν σιγὰ-σιγὰ στὴν ἀκρογιαλιά. Κι’ ἔτσι ὁ μικρὸς μὲ μεγάλη χαρὰ πῆρε πάλι τὸ καραβάκι στὴν ἀγκαλιά του».

Συμπέρασμα:  Οἱ θλίψεις ποὺ μᾶς βρίσκουν, μοιάζουν μὲ αὐτὸ τὸ πετροβόλημα. Εἶναι οἱ πέτρες ποὺ ρίχνει ὁ Θεὸς , σὰν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ κοντά του, γιὰ νὰ γυρίσουμε ξανὰ στὴν πατρικὴ ἀγκαλιά του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παίρνει τὸν  δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, τότε ἐπαναλαμβάνεται ἡ σκηνὴ τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου: «Ἔτι δὲ μακρὰν αὐτοῦ ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμῶν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν».(Λουκ.12, 29). Τὸν ἀγκάλισε ἔτσι ὅπως ἦταν κουρελής, βρωμιάρης,  ἐξαντλημένος, χωρὶς ἐλέγχους, παρατηρήσεις καὶ τιμωρίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com