Τά ἠθικῶς ἀδιάφορα καί τά ὑπέρτακτα ἒργα
Ἡ ἐξέταση τοῦ προβλήματος τῶν ἠθικῶς ἀδιαφόρων καί τῶν ὑπερτάκτων ἒργων, θά φωτίσει πληρέστερα τό ὑπό συζήτησιν θέμα, τήν σχέση δηλ. μεταξύ τῆς ἐδῶ, τῆς ἐπίγειας εὐτυχίας καί τῆς πέραν τοῦ τάφου οὐράνιας εὐδαιμονίας. Ἠθικῶς ἀδιάφορες πράξεις εἶναι οἱ πράξεις ἐκεῖνες, «αἱ ἐνδεχομένως ἀνεξάρτητοι πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αἱ μή ἐπιτασσόμεναι, ἀλλά καί μή ἀπαγορευόμεναι ὑπό τοῦ Θεοῦ»[1]. Ὡς τέτοιες πράξεις μποροῦν νά ἀναφερθοῦν μιά ἐκδρομή στή φύση, ἡ παρακολούθηση ἑνός κινηματογραφικοῦ ἢ θεατρικοῦ ἒργου ἢ τό ἂκουσμα μιᾶς συναυλίας.
Συναφές μέ τό ζήτημα τῶν ἠθικῶς ἀδιαφόρων ἢ οὐδετέρων πράξεων, εἶναι καί τό ζήτημα τῶν ὑπερτάκτων ἒργων (opera supererogationis). Ὡς ὑπέρτακτα ἒργα λογίζονται «αἱ Εὐαγγελικαί συμβουλαί (consilia), αἱ ὁποῖαι συνιστῶνται μόνον τῷ βουλομένῳ πρός εὐκολωτέραν ἐπιτυχίαν τοῦ προορισμοῦ αὐτοῦ». Τά ὑπέρτακτα ἒργα, ὃπως εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ παρθενία καί ἡ μοναχική ἀποταγή, διακρίνονται ἀπό «τά καθήκοντα, ἃτινα ἐπιβάλλονται τοῖς πᾶσιν»[2]. Πῶς λοιπόν ἀξιολογεῖ ἡ Χριστιανική Ἠθική τίς ψυχαγωγικές ἐκδηλώσεις, καί πῶς βαθμολογεῖ τήν ἀκτημοσύνη, τήν παρθενία καί τήν ὁλοκληρωτική ξενητεία καί ἀφιέρωση τῶν μοναχῶν στόν Θεό;
Ἂς ξεκινήσουμε ἀπό τό δεύτερο ἐρώτημα: Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «θεωρεῖ τούς ἀκολουθοῦντας τάς Εὐαγγελικάς συμβουλάς ἐν καταστάσει τελειότητος (status perfectionis)»[3]. Ὃλη ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας κρίνει τήν βιοτή τῶν μοναχῶν (τήν «ἰσάγγελον πολιτείαν») ὡς σαφῶς ἀνώτερη ἀπό τήν βιοτή τῶν λαϊκῶν. «Καλός ὁ γάμος, ἀλλά καλύτερη ἡ παρθενία», ὁμολογοῦν ἐν ἑνί στόματι οἱ Ἃγιοι Πατέρες[4], οἱ ὁποῖοι βεβαίως καί στό προκείμενο ζήτημα ἀκολουθοῦν κατά πόδας τήν ἁγιογραφική διδασκαλία, τή διδασκαλία δηλαδή τοῦ Χριστοῦ[5] καί τοῦ ἀποστόλου Παύλου[6]. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος κωδικοποιεῖ ὡς ἑξῆς τήν σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας: «Δύο οὐσῶν ὁδῶν ἐν τῷ βίῳ περί τούτων, μιᾶς μέν μετριωτέρας καί βιοτικῆς, τοῦ γάμου λέγω, τῆς δέ ἑτέρας ἀγγελικῆς καί ἀνυπερβλήτου, τῆς παρθενίας»[7]. Κατά συνέπειαν, ἡ ἂσκηση τῶν ὑπερτάκτων ἒργων, τοὐτέστιν τῶν τριῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, τῆς ὑπακοῆς, τῆς ἀκτημοσύνης καί τῆς ἐγκρατείας εἶναι ἠθικῶς ὑπερτέρα τῶν ἁπλῶν καί ὑποχρεωτικῶν χριστιανικῶν καθηκόντων. Ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὃμως, σέ ἀντίθεση μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, δέν ἐπέβαλε στούς κληρικούς της τήν ὑποχρεωτική ἀγαμία, πρακτική πού ἐπίσης πιστοποιεῖ τήν ἰσχυρή ἀντιμανιχαϊστική καί φιλική πρός τό σῶμα καί τήν ὓλη στάση τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς. Ἀπό τήν ἂλλη ὃμως μεριά ἡ κατ’ Ἀνατολάς Ἐκκλησία, ὂχι μόνο δέν ἀπορρίπτει ἀλλά ἀπ’ ἐναντίας ἐνθαρρύνει τήν ἁγνότητα καί τήν ἀγαμία, χωρίς βεβαίως νά λησμονεῖ τή φιλάνθρωπη προειδοποίηση τοῦ Κυρίου: «Οὐ πάντες χωροῦσιν τόν λόγον τοῦτον (τῆς ἀγαμίας), ἀλλ’ οἷς δέδοται»[8].
Ὃμως καί σέ αὐτά τά ἐξαιρετικά καί ἒκτακτα ἒργα, στήν θαυμαστή δηλαδή καί ὑπέρ φύσιν ζωή τῶν ἀσκητῶν (μοναχῶν), ὑπάρχουν ἠθικές διαβαθμίσεις μέ κριτήριο τήν ἒνταση τοῦ ἀσκητικοῦ (πνευματικοῦ) ἀγώνα. Ἒτσι, ὁ γέρων Χατζη-Γεώργης, πού κατέλυε τρώγοντας τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα μόνον πατάτες πού τίς εἶχε βάψει μάλιστα κόκκινες[9], εἶναι ἠθικά ἀνώτερος ἀπό τόν μοναχό πού καταλύει τρώγοντας ψάρι, γαλακτοκομικά καί αὐγά. Καί ὁ μοναχός αὐτός μέ τή σειρά του ὑπερτερεῖ ἒναντι ἡμῶν τῶν κοσμικῶν χριστιανῶν, πού κρεοφαγοῦμε κατά τό Πάσχα. Καί ὁ ἀναχωρητής πού πασχίζει νά συγκεντρώνει τόν νοῦ του στήν καρδιά καί νά προσεύχεται, κατά τό ἀνθρωπίνως δυνατόν, σχεδόν ἀδιαλείπτως ὑπερέχει, στόν συγκεκριμένο αὐτό τομέα, ἀπό τόν κοινοβιάτη μοναχό πού ἐνδεχομένως προσεύχεται λιγότερο, ἀλλά ὁ δεύτερος ἀσφαλῶς πλεονεκτεῖ ἀπό ἐμᾶς τούς ἐν τῷ κόσμῳ χριστιανούς πού προσευχόμαστε ἀρκετά πιό ἀραιά. Καί ἓνας ἃγιος θεληματικά ἒγκλειστος[10] καί προσευχόμενος γιά μικρό ἢ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, εἶναι ἠθικά τελειότερος, ὡς πρός τό θέμα αὐτό, ἀπό ἓναν χριστιανό πού ἀπολαμβάνει τίς κτιστές ὀμορφιές τοῦ κόσμου. Ὃμως ὁ τελευταῖος εἶναι ἀνώτερος ἀπό ἓναν τρίτο ἂνθρωπο πού ἀπολαμβάνει, ὂχι μόνο τίς σύμφωνες μέ τό Θεῖο θέλημα ἡδονές, ἀλλά καί τίς ἀντιτιθέμενες στόν νόμο τοῦ Χριστοῦ κτιστές καί θνησιγενεῖς ἀπολαύσεις.
Mέ τό ἲδιο μέτρο, τό μέτρο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, τῆς νήψης καί τῆς ἐγρήγορσης μετριοῦνται καί σταθμίζονται καί οἱ λεγόμενες ἠθικά ἀδιάφορες ἢ μέσες πράξεις. Κατά πρῶτον, πρέπει νά ἀποκλείσουμε τήν ὓπαρξη ἠθικῶς ἀδιάφορων ἢ οὐδέτερων πράξεων. Ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Ἀνδροῦτσος: «Πᾶσα πρᾶξις, ἐφ’ ὃσον εἶνε πράξις, ἒχει ἀναφοράν πρός τήν ἠθικήν, συνδεομένη οὓτως ἢ ἂλλως μετά τῆς βουλήσεως καί λοιπόν οὖσα ἠθική, ἂν ἀναφέρηται εἰς τό καθῆκον, ἢ ἀνήθικος, ἂν τοὐναντίον»[11]. Ἂρα, ἀποκλειομένου τοῦ χαρακτηρισμοῦ μιᾶς πράξεως ὡς ἠθικά ἀδιάφορης ἢ μέσης, ὡς εὑρισκομένης δηλ. μεταξύ τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἀναπόφευκτο εἶναι νά βαθμολογεῖται αὐτή εἲτε θετικά ὡς ἀγαθή εἲτε ἀρνητικά ὡς ἐπίμεμπτη καί κολάσιμη. Εὐνόητο δέ ὃτι καλή εἶναι ἡ πράξη ἡ σύμφωνη μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, καί κακή τό ἀντίθετο[12].
Ἐξ ἂλλου, ἡ παραδοχή καί πράξεων ἠθικῶς ἀδιάφορων ἢ οὐδέτερων, θά εἰσήγαγε αὐτομάτως καί δεύτερο σκοπό τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου πλήν τῆς σωτηρίας (θεώσεως), τήν ἐγκόσμια εὐδαιμονία, πράγμα ἂτοπο καί χριστιανικά ἀπαράδεκτο. Ὑπάρχει ἑπομένως ἓνας καί μοναδικός σκοπός τῆς ζωῆς μας, ἡ θέωση (ἡ ἐπίτευξη τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν), καί ὃλες ἀνεξαιρέτως οἱ πράξεις μας ἢ συντελοῦν σ’ αὐτόν τό σκοπό, ὁπότε χαρακτηρίζονται ὡς καλές ἢ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπ’ αὐτόν, ὁπότε κρίνονται ὡς ἠθικά μεμπτές. Ἐνδιάμεση, ἐπαμφοτερίζουσα κατάσταση δέν ὑφίσταται[13].
Πῶς λοιπόν ἀντιμετωπίζει ἡ Χριστιανική ἠθική «τάς καλαισθητικοῦ εἲδους κοσμικάς ἡδονάς, οἷον θέατρα, μουσικήν, χορόν, γυμνασίαν, θεωρίαν εἰκόνων (εἰκόνων, ἐννοεῖται, φυσικῶν ἢ καλλιτεχνικῶν)»; «Ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ ἠθικῶς ἐπιτρεπομένου, ὃπερ συνηθέστερον ἐκφέρεται ἐν ταῖς πράξεσι τῆς καλαισθητικῆς, πρέκυψαν δύο θεωρίαι, ἀμφότεραι ψευδεῖς περί τῆς σχέσεως τοῦ καλαισθητικοῦ πρός τό ἠθικόν. Τῆς πρώτης θεωρίας ἀντείχοντο οἱ ἀρχαῖοι Μανιχαῖοι καί Μοντανισταί, σήμερον δέ οἱ Εὐσεβισταί, οἳτινες ἀπορρίπτουσι πάσας τάς καλαισθητικοῦ εἲδους κοσμικάς ἡδονάς, οἷον θέατρα, μουσικήν, χορόν, γυμνασίαν, θεωρίαν εἰκόνων κτλ., τῆς δέ δευτέρας οἱ λεγόμενοι ὀρθόδοξοι (orthodoxales) Διαμαρτυρόμενοι, οἳτινες θεροῦσιν αὐτάς ἠθικῶς ἀδιαφόρους. Τό σφαλερόν ἀμφοτέρων τῶν θεωριῶν ἒγκειται ἐν τούτῳ, ὃτι ἡ μέν πρώτη ἐκλαμβάνει τήν ἠθικότητα ὡς ἂρνησιν τοῦ κόσμου, ἡ δέ δευτέρα τό κοσμικόν καλαισθητικόν θεωρεῖ ἀδιάφορον καί ἂσχετον πρός τήν ἠθικήν καί τήν συνείδησιν, ἐνῷ ὡς ἀνωτέρω παρετηρήσαμεν, οὐδεμία πρᾶξις δύναται νά θεωρηθῇ ἠθικῶς ἀδιάφορος. Προκειμένου περί καλαισθητικῶν πράξεων, αἳτινες δύνανται νά συμβάλλωσιν εἰς τήν ἠθικήν τοῦ ἀνθρώπου ἀνάπτυξιν, δέον νά ἐξετασθῇ, ἂν αὗται ἐπιτρέπονται ἠθικῶς καί δέν καταστρέφουσι τήν κανονικήν ἡμῶν ὡς προσώπων σχέσιν, μήτε πρός τόν καθολικόν ἠθικόν νόμον, μήτε πρός τήν μερικήν αὐτοῦ ἒκφανσιν ἐν σχέσει πρός τόν πλησίον` διότι πιθανόν πρᾶξίς τις νά ἐπιτρέπηται ἠθικῶς λαμβανομένης ὑπ’ ὂψει μόνον τῆς ἐμῆς σχέσεως πρός τόν ἠθικόν νόμον καί ἀφ’ ἑτέρου νά μή ἐπιτρέπηται ἡ ἰδία πρᾶξις, ἐάν ληφθῇ ὑπ’ ὂψει καί ἡ πρός τόν πλησίον σχέσις μου. Ἐνταῦθα ἰδίως ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου` «πάντα μοι ἒξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει (Α’ Κορινθ. στ’ 12). Ἐντεῦθεν καταφαίνεται ὃτι ὑπάρχουσι περιπτώσεις, καθ’ ἃς ὀφείλομεν, καίπερ δικαιούμενοι νά πράξωμέν τι, νά παραλίπωμεν τοῦτο χάριν τῶν ἀδελφῶν, καί ἓτεραι τοὐναντίον, καθ’ ἃς ὀφείλομεν νά πράξωμέν τι, ὃπερ ἂλλως ἠδυνάμεθα νά παραλίπωμεν»[14].
Ὁ Ἃγιος μας καταδικάζει λοιπόν τόσο τούς δεχομένους πράξεις ἠθικῶς ἀδιάφορες ἢ οὐδέτερες ὃσο καί τούς ἀπορρίπτοντας ἀσυζητητί τά θέατρα, τήν μουσική, τόν χορό, κτλ. Ὡς πρός τήν πρώτη μέν κατηγορία, τῶν δεχομένων πράξεις ἠθικά ἀδιάφορες, φρονῶ ὃτι τό πράγμα διευκρινίστηκε. Ὡς πρός τή δεύτερη ὃμως κατηγορία, τῶν ἀπορριπτόντων ὃλες συλλήβδην τίς κοσμικές ἡδονές, χρειάζεται νά ἐπιμείνουμε ἀκόμα.
Ὁ χριστιανικός βίος δέν ἀποτελεῖ ἂρνηση αὐτοῦ τοῦ κόσμου, διασαλπίζει ὁ Ἃγιος τοῦ αἰώνα μας καί ὁ κάθε χριστιανός δέν μπορεῖ παρά νά συμφωνήσει μαζί του. Ὃμως ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, ἑρμηνεύοντας τήν σκέψη τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, πρεσβεύει ὃτι ὁ Χριστιανισμός λαμβάνει ἀρνητική στάση ἒναντι τοῦ κόσμου. Συγκεκριμένα γράφει: «Ὁ Χρυσόστομος ἐμφανίζει ἓνα Χριστιανισμόν οὐδέν θετικόν ἐν τῷ κόσμῳ βλέποντα, οὐδόλως δέ διαφέροντα εἰς τοῦτο τοῦ Πλατωνισμοῦ καί τοῦ Γνωστικισμοῦ, ἒστω καί ἂν ἡ ἂρνησις τοῦ κόσμου θεμελιοῦται διαφόρως»[15].
Ὁ Χριστιανισμός λοιπόν ἀρνεῖται τόν κόσμο, καί στό συγκεκριμένο ζήτημα συμπλέει μέ τόν Πλατωνισμό- Γνωστικισμό, ἀλλά ἡ ἂρνηση τοῦ κόσμου ἀπό τούς χριστιανούς θεμελιώνεται διαφορετικά, καί ἀπό τήν ὀπτική αὐτή ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τόν Πλατωνισμό. Ἡ μεταξύ τους διαφορά συνίσταται στό ὃτι ὁ μέν Γνωστικισμός περιφρονεῖ τόν κόσμο ἐπειδή τόν ἐκλαμβάνει ὡς κακό, ὁ δέ Χριστιανισμός ἀρνεῖται τίς ἐγκόσμιες ἡδονές, ὂχι διότι τίς θεωρεῖ κακές, ἀλλά διότι τίς θεωρεῖ φθαρτές καί πρόσκαιρες. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἃγιος Νεκτάριος, ὡς κριτήριο ἀποδοχῆς ἢ ἀπόρριψης τῶν καλαισθητικῶν πράξεων θέτει τό «ἂν αὐταί ἐπιτρέπονται ἠθικῶς καί δέν καταστρέφουσι τήν κανονικήν ἡμῶν ὡς προσώπων σχέσιν, μήτε πρός τόν καθολικόν ἠθικόν νόμον, μήτε πρός τήν μερικήν αὐτοῦ ἒκφανσιν ἐν σχέσει πρός τόν πλησίον»[16].
Τό ἀσκητικό ἦθος πού διέπει, κυριολεκτικά διαποτίζει τίς Εὐαγγελικές ἐντολές, εἶναι ὁ ἀποφασιστικός καί καταλυτικός παράγοντας πού καθορίζει τή στάση μας ὡς χριστιανῶν ἒναντι τῶν μή ἐφάμαρτων, μή κολάσιμων καί φαινομενικά ἠθικῶς οὐδέτερων ἐκδηλώσεων τῆς ζωῆς αὐτῆς. Δέν εἶναι κακό καί δέν μπορεῖ νά κατηγορηθεῖ ὡς ἠθικά ἐπιλήψιμο τό θέατρο, ἡ μουσική, ὁ ἀθλητισμός ἢ ὁ χορός[17]. Ὃμως οἱ πνευματικά ὣριμοι χριστιανοί πού ζοῦν αὐστηρή ἀσκητική ζωή καί ἐπιδιώκουν τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ἀγωνιζόμενοι νά κρατοῦν συνεχῶς τόν νοῦ τους μέσα στήν καρδιά, ἀπαρνοῦνται ἀκόμη καί τίς νόμιμες καί κατά φύσιν ἡδονές χάριν τῶν ὑπερκοσμίων θεϊκῶν ἀπολαύσεων.
Προκειμένου (καί) περί τῶν λογιζομένων ὡς ἠθικῶς οὐδετέρων ἢ μέσων (μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ εὑρισκομένων) πράξεων, ἰσχύει τό ἀσκητικό πρόταγμα τοῦ ὀρθοδόξου ἢθους: ὃσο ἀσκητικότερα, μέ εἰλικρινέστερη μετάνοια καί μέ βαθύτερη αὐταπάρνηση ζοῦμε, τόσο τελειότεροι γινόμαστε καί τόσο ἐντονώτερα («ἐκτυπώτερον») μᾶς ἀξιώνει ὁ Χριστός νά ἀπολαμβάνουμε, τώρα μέν ὡς πρόγευση καί ἀρραβώνα, στόν μέλλοντα δέ αἰώνα πλήρως καί ὁλοκληρωτικά τήν ὑπερκόσμια κατά Θεόν ἡδονή.
Ἀπό τήν ἂποψη αὐτή, δέν εἶναι ἀπόβλητη οὒτε μεμπτή ἡ θέση τοῦ μακαριστοῦ Ἀνδρούτσου πώς «ὁ Χριστιανισμός δέν ἀποκρούει τήν τέρψιν, ὡς παρεξέλαβον αὐτόν οἱ ποικίλοι τῆς ὑπερασκήσεως καί τῆς εὐσεβοφροσύνης (τοῦ πιετισμοῦ) ὀπαδοί»[18], οὒτε ὃμως πρέπει νά ἀποπεμφθεῖ ἡ ἀσκητικότερη καί ἠθικά τελειότερη στάση τοῦ καθηγητῆ Μητσόπουλου, ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει: «Ἀλλά καί ἡ ἐπί τῶν ἡμερῶν μας τόσον ἐν τῇ Θεολογίᾳ ὃσον καί ἐν τῇ καθ’ ὃλου ζωῇ τῶν χριστιανῶν τάσις τῆς ἐκκοσμικεύσεως (secularisation) δέν εἶναι ἀμέτοχος τοῦ προβλήματος τῆς ὑπάρξεως ἢ μή ἠθικῶς ἀδιαφόρων πράξεων καί τῆς σχέσεως αὐτῶν πρός τήν ἐν Χριστῷ σωτηρίαν»[19]. «Ὁ δέ ἱερός Χρυσόστομος ὁμιλεῖ διά «τά ἀδιάφορα μέν εἶναι δ ο κ ο ῦ ν τ α, πρός δέ τάς ἁμαρτίας ἡμᾶς ὑποσκελίζοντα». Ὡς τοιαῦτα δέ ἀναφέρει τό γελᾶν, καί ἀστεῖα λέγειν, τό τρυφᾶν, τό εἰς θέατρα ἀναβαίνειν καί ἳππων ἁμίλλας θεωρεῖν καί κυβεύειν, ἃτινα ὁδηγοῦν εἰς «ἁμάρτημα» καί «ἒγκλημα». Διό καί συνιστᾷ «μή τά ἁμαρτήματα φεύγωμεν μόνον, ἀλλά καί τά δοκοῦντα μέν ἀδιάφορα εἶναι, κατά μικρόν δέ ἡμᾶς εἰς τάς πλημμελείας ἂγοντα»[20].
Ἓνα ἁπλό παράδειγμα θά παραστήσει ἀνάγλυφη τήν ἐν λόγῳ ἀλήθεια: Γιά ἓνα χριστιανό εἶναι καθ’ ὃλα παραδεκτό νά πηγαίνει σέ συναυλίες ἢ ἂλλες καλλιτεχνικές ἐκδηλώσεις, νά κάνει χιονοδρομίες ἢ νά παίρνει τά μπάνια του στή θάλασσα. Ὁ ἃγιος Χρυσόστομος χαρακτηριστικά λέει: «Οὐδέ ἐμποδίζω τέρπεσθαι, ἀλλά μετά σωφροσύνης βούλομαι τοῦτο γίνεσθαι»[21]. Ἀλλά γιά ἓναν πνευματικά προηγμένο καί ἀσκητικῶς βιοῦντα πιστό, ὃπως κατά τεκμήριον (πρέπει νά) εἶναι ἓνας μοναχός, εἶναι μᾶλλον ἀταίριαστο νά συχνάζει στό θέατρο ἢ στόν κινηματογράφο, νά κάνει σκί στό βουνό ἢ λουτρά θαλασσινά[22].
[1] Νικ. Μητσοπούλου, Ἠθική Θεολογία, σ. 66
[2] Ἁγίου Νεκταρίου, Χριστιανική Ἠθική, σ. 78-79
[3] Ἁγίου Νεκταρίου, Χριστιανική Ἠθική, σ. 79
[4] Μ. Βασιλείου, Λόγος ἀσκητικός, P.G. 31, 628 BC: «Διά γάρ τοῦτο καί ὁ φιλάνθρωπος Θεός, κηδόμενος τῆς ἡμῶν σωτηρίας, εἰς δύο διεῖλε βίους τήν τῶν ἀνθρώπων διαγωγήν, συζυγίαν λέγω καί παρθενίαν, ἳνα ὁ μή δυνάμενος ὑπενεγκεῖν τόν τῆς παρθενίας ἆθλον ἒλθοι ἐπί συνοίκησιν γυναικός, ἐκεῖνο εἰδώς, ὡς ἀπαιτηθήσεται λόγον σωφροσύνης καί ἁγιασμοῦ, καί τῆς πρός τούς ἐν συζυγίαις καί τεκνοτροφίαις ἁγίους ὁμοιώσεως». Βλ. ἀκόμη, Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἒκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 24 (97), ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ\νίκη 1989, σ. 434- 436, Γρηγορίου Νύσσης, Περί παρθενίας, P.G 46, 317- 416, Θεοδ. Ζήση, πρωτοπρ., Τέχνη παρθενίας, Τοῦ ἰδίου, Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, σ. 123-135, Ἱερᾶς Μονῆς ὁσίου Γρηγορίου, Μοναχικό σχῆμα, Ἰσάγγελος βίος, σ. 18 καί 91-98
[5] Ματθ. 19, 10- 12
[6] Α’ Κορ. 7, 1, 6- 8, 25- 26, 35, 37- 38 καί 40
[7] Μ. Ἀθανασίου, Πρός Ἀμμοῦν μονάζοντα, ΕΠΕ, Θεσ\νίκη 1976, τόμ. 11, σ. 240, στ.5,
[8] Ματθ. 19, 10- 12. Βλ. Φλωρόφσκυ Γεωργίου, πρωτοπρ., Οἱ Βυζαντινοί ἀσκητικοί Πατέρες, σ. 32-33 καί 43- 44
[9] Βλ. Παϊσίου μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Ὁ γέρων Χατζη-Γεώργης
[10] Βλ. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Ε’, PG 88, 764 D κ. ἑξ.
[11] Χρ. Ἀνδρούτσου, Σύστημα Ἠθικῆς, σ. 134
[12] Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ἠθική ΙΙ, σ. 79-80
[13] Βλ. Κωνστ. Κορναράκη, Ζητήματα κατά τόν διάλογο μεταξύ Ἐκκλησίας καί κόσμου, σ. 414- 418
[14] Ἁγίου Νεκταρίου, Χριστιανική Ἠθική, σ. 77 -78
[15] Θεοδ. Ζήση, πρωτοπρ., Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, σ. 223, βλ. καί σ. 32 –36, 135 -146
[16] Ἁγίου Νεκταρίου, Χριστιανική Ἠθική, σ. 77
[17] Βλ. Χρυσ. Σταμούλη, Κάλλος τό Ἃγιον, σ. 249-335
[18] Χρ. Ἀνδρούτσου, Σύστημα Ἠθικῆς, σ. 233
[19] Νικ. Μητσοπούλου, Ἠθική Θεολογία, σ. 67
[20] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τούς ἀνδριάντας 15, 4, P.G. 49, 158- 159, βλ. Νικ. Μητσοπούλου, Ἠθική Θεολογία, σ. 66- 71
[21] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθ. ὁμιλ. 7, 7, P.G. 57, 81
[22] Βλ. Βασ. Γιαννοπούλου, Αἱ περί τέχνης ἰδέαι, σ. 7 (ὑποσημ.), 9-12, 16 (καί ὑποσημ.) -19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου