
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ ἡ “πνευματικὴ” φυσιολογία του
Τοῦ π. Ἰωάννου Ἀν. Γκιάφη, Πολιτικοῦ Ἐπιστήμονος- Θεολόγου
Ἕνας σημαντικὸς κλάδος τῆς βιολογίας εἶναι καὶ ἡ φυσιολογία. Πρόκειται γιὰ τὸν ἐπιστημονικὸ κλάδο, ποὺ μελετᾶ ἐνδελεχῶς τὶς βιοφυσικὲς καὶ βιοχημικὲς λειτουργίες τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν. Μεταξὺ αὐτῶν ἐπισταμένως ἐρευνᾶ καὶ τὸν ἄνθρωπο καὶ εἰδικότερα τὸν τρόπο λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ. Ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐξελικτική του ἱστορία, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλα τὰ φυσιολογικὰ γνωρίσματά του (π.χ. τὸ πῶς λειτουργεῖ ἡ στοματικὴ κοιλότητα, ἡ ρινικὴ κοιλότητα, τὸ ἀκουστικὸ σύστημα κ.ἄ.). Ἑπομένως εἶναι μεγίστη ἡ συμβολὴ τῆς “φυσιολογίας” στὴν ἀνάδειξη τῆς ὀργανικῆς λειτουργικότητας τοῦ κάθε ζωικοῦ ἢ φυτικοῦ ὀργανισμοῦ καὶ δὴ τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ μὲ τὴν πολυπλοκότητά του.
Ὅμως τί σχέση ὑπάρχει μεταξὺ τῆς “φυσιολογίας” καὶ τοῦ προβαλλόμενου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ; Κάθε χρόνο στὶς 24 Αὐγούστου τιμᾶται ἡ μνήμη ἑνὸς ξεχωριστοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ πάλεψε γιὰ τὸν Τρισάγιο Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο ὡς συνάνθρωπο. Ὁ ἰσαπόστολος καὶ μεγάλος διδάχος τοῦ ἑλληνικοῦ γένους, ὁ γνωστὸς στὰ ἱστορικὰ τεκταινόμενα ὡς ὁ “Πατροκοσμᾶς”, θυσίασε “ψυχή τε καὶ σώματι” ὑπὲρ τῆς πνευματικῆς σωτηρίας καὶ τῆς ἐλευθερίας τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων. Δὲν ὑπάρχει Ἕλληνας, ἢ μᾶλλον δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει Ἕλληνας, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ γνωρίζει τὴν προσφορὰ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ στὴν τότε τουρκοκρατούμενη πατρίδα μας. Μέχρι τὸ μαρτυρικό του τέλος (+24 Αὐγούστου 1779) ὅλη του ἡ ζωὴ ἦταν μία διαρκὴς διακήρυξη τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στὸ τότε μουσουλμανικὸ διαμορφωμένο περιβάλλον καὶ μία ἀδιάλειπτη διακονία τοῦ καταπιεσμένου ὑπὸ τοῦ τουρκικοῦ καθεστῶτος ραγιᾶ. Οἱ τέσσερις μεγάλες περιοδεῖες του, τὸ ἱεραποστολικό του κήρυγμα καὶ τὸ δυναμικὸ παιδευτικό του ἔργο δὲν ἀπέβλεπαν παρὰ στὸ νὰ ξυπνήσουν τὶς κοιμισμένες συνειδήσεις ἀπὸ τὸν λήθαργο τῆς ὀθωμανικῆς σκλαβιᾶς.
Καλλιέργησε στὶς ἀνθρώπινες καρδιὲς τόσο τὴν ἀνόθευτη χριστιανικὴ πίστη, ὅσο καὶ τὴν ἄδολη ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα. Ἄφησε διδαχές, ποὺ βρίθουν μηνυμάτων ἑλληνοχριστιανικοῦ κάλλους καὶ ἀναπτερώνουν τὸ ἑλληνορθόδοξο φρόνημα. Παράλληλα ἔδωσε προτεραιότητα καὶ στὴν σπουδαιότητα τῆς μορφωτικῆς διαδικασίας τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων, μίας καὶ ἀποτελοῦσε τὴν σωτήρια διαφυγή τους ἀπὸ τὴν ἠθικὸ-πνευματική τους κατάπτωση καὶ τὴν ἐθνική τους ὑποδούλωση. Πρόκειται γιὰ ἕνα θαυμαστὸ κατόρθωμα ἡ ἀπὸ μέρους του ἵδρυση 200 σχολείων μέσα σὲ 16 χρόνια! Ἀγωνίστηκε ὥστε τὰ ἑλληνόπουλα, τὸ αὐριανὸ μέλλον, νὰ διδαχθοῦν τὰ νάματα τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς. Συνεπῶς ὁ χαρακτηρισμός του ὡς “ἰσαπόστολος” δικαιολογεῖται καὶ μόνο ἀπ’ τὸ σύνολο ἔργο του σ’ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, ἐφάμιλλο αὐτὸ τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ πανεύφημων ἀποστόλων. Διότι φώτισε τὸ ὑπόδουλο γένος μας, θέτοντας τὰ θεμέλια γιὰ τὴν “ἐν Χριστῷ” ἐλευθερία του καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς Πατρίδας του.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς μᾶς κατέλιπε ὡς σπουδαία παρακαταθήκη καὶ τὶς θεολογικὰ ἔγκριτες καὶ βαθυστόχαστες διδαχές του. Ἐνδιαφέρον ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς παρουσιάζει καὶ ἡ πέμπτη διδαχή του, ἡ ὁποία μεταξὺ τῶν ἄλλων θίγει καὶ τὴν “πνευματικὴ φυσιολογία”. Ὁ Ἅγιος χρησιμοποιεῖ τὴν λειτουργία ὁρισμένων ἀνθρώπινων ὀργάνων σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Μὲ λίαν ἀριστοτεχνικὸ τρόπο καταδεικνύει τὸ πῶς τὰ μάτια, ὁ νοῦς καὶ τὸ στόμα δύνανται νὰ γίνουν εὔχρηστα μέσα πνευματικῆς τροφοδοσίας τοῦ χριστιανοῦ καὶ ἀκατάπαυστης δοξολογίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ ὁλόκληρης τῆς κτίσης.
Σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος στὴν ε΄ διδαχή του περὶ τῆς “πνευματικῆς φυσιολογίας”:
“Μᾶς ἔκαμεν ὁ πανάγαθος Θεός, ἀδελφοί μου, ἀνθρώπους καὶ δὲν μᾶς ἔκαμε ζῷα· μᾶς ἔκαμε τιμιωτέρους ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον· μᾶς ἔδωκεν ὁ πανάγαθος Θεός, ἀδελφοί μου, τὰ μάτια, νὰ βλέπωμεν τὸν οὐρανόν, τὴν σελήνην καὶ τὰ ἄστρα καὶ νὰ λέγωμεν: Ὦ Θεέ μου, ἐὰν ὁ ἥλιος, ὁπού εἶνε πλάσμα σου, εἶνε τόσον λαμπρός, ἀμὴ τὸ ἅγιόν σου ὄνομα, ὁπού εἶσαι ποιητὴς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ποιητὴς καὶ πλάστης, πόσον εἶσαι λαμπρότερος; Ὦ Θεέ μου, ἀξίωσόν με νὰ σὲ ἀπολαύσω. Μᾶς ἔδωσεν, ἀδελφοί μου, τὸν νοῦν εἰς τὴν κεφαλήν μας, καὶ εἶνε ὁ νοῦς μας ὡσὰν μέσα εἰς ἕνα πιάτο, νὰ βάνωμεν ὅλα τὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὄχι νὰ βάνωμεν μύθους καὶ φλυαρίσματα τῆς τέχνης τοῦ διαβόλου. Μᾶς ἔδωσε τὸ στόμα, νὰ δοξάζωμεν τὸν Κύριόν μας, νὰ λέγωμεν τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν μας καὶ συγχώρησόν μας τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀναξίους δούλους σου», καὶ νὰ ἐξομολογούμεθα μὲ πίστιν καθαράν, καὶ νὰ μεταλαμβάνωμεν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ πίστιν καθαρὰν καὶ φόβον καὶ τρόμον. Ἔτσι μᾶς θέλει, ἀδελφοί μου, ὁ Θεὸς καὶ ὄχι νὰ βλασφημοῦμεν, ὄχι νὰ προδίδωμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὄχι νὰ κάμνωμεν ὅρκους καὶ νὰ λέγωμεν ψεύματα, ὄχι νὰ κλέπτη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ παίρνη τὸ πρᾶγμα τοῦ ἄλλου, ὄχι νὰ ὀμνύωμεν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ παραμικρόν.” (Ε΄ Διδαχὴ Ἁγίου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ “Μέγα Πρᾶγμα ὁ Ἄνθρωπος”).
Μέσα σ’ αὐτὲς τὶς γραμμὲς διδάσκεται κανεὶς τὴν πνευματικὴ διάσταση τῶν ἀνθρώπινων ὀργάνων, μὰ κυρίως τὴν “Χριστοκεντρικότητα” τοῦ νοῦ. Μπορεῖ ἡ διδαχή του νὰ διακρίνεται γιὰ τὴν ἁπλότητά της ὡς πρὸς τὸν λόγο ἢ τὴν λιτότητά της ὡς πρὸς τὴν διάνθισή της μὲ λογοτεχνικὰ σχήματα, ὅμως μᾶς μεταλαμπαδεύει οὐσιαστικὰ πνευματικὰ νοήματα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὴν πεμπτουσία τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ζωῆς. Μήπως δὲν θίγει τὴν ἀνωτερότητα τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῶν ἄλλων κτιστῶν ὄντων, καταδικάζοντας ὁποιαδήποτε θεωρία ἀμφισβήτησης τῆς “ἀνθρώπινης μοναδικότητας”; Μήπως δὲν ὑπερτονίζει ὡς αἴτιο τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος κόσμου, τὸν ἴδιο τὸν Παντοκράτορα Κύριο, ἀποδεικνύοντας τὴν μεσουράνησή Του ἔναντι τῶν διαφόρων κίβδηλων φιλοσοφικῶν θεωριῶν περὶ ἀνυπαρξίας Του; Μήπως δὲν προτάσσει τὴν σωτηριολογικὴ διάσταση τῶν ἱερῶν μυστηρίων (ἐξομολόγησης καὶ Θείας Κοινωνίας) γιὰ τὸν κάθε πιστό, τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα ἀγνοεῖται ἡ ἀληθινή τους σημασία στὴ χριστιανικὴ ζωή; Μήπως ἀκόμη δὲν μᾶς δείχνει ποιὸ εἶναι τὸ γνήσιο χριστιανικὸ ἦθος τῆς ἀγάπης τοῦ διπλανοῦ καὶ ὄχι τῆς καταδυνάστευσης τοῦ “ἄλλου”; Ὅλη αὐτὴ ἡ διδαχὴ τοῦ “Πατροκοσμᾶ” περιέχει δογματικές, ἠθικὲς καὶ ποιμαντικὲς προεκτάσεις, οἱ ὁποῖες καὶ σήμερα δὲν χάνουν τὴν ἐπικαιρότητά τους.
Ὠφείλουμε λοιπὸν νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶναι πλασμένος ἀπ’ τὸν Δημιουργὸ γιὰ νὰ ζεῖ σὲ διαρκῆ κοινωνία μαζί Του. Ὁ,τιδήποτε μπαίνει ὡς πρόσκομμα (ἁμαρτία, πάθη κ.ἄ.) σ’ αὐτὴ τὴ “σχέση ζωῆς”, καλὸν εἶναι τάχιστα ν’ ἀποβάλεται μὲ τὶς ἐνδεικνυόμενες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας πνευματικὲς μεθόδους. Ἔτσι ὄχι μόνο ἀποκαθίσταται ἡ κοινωνία μας μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ “μέλη Χριστοῦ γινόμεθα, μέλη Χριστὸς ἡμῶν δέ, καὶ χεὶρ Χριστὸς καὶ ποὺς Χριστός…” (Ἁγ. Συμεὼν Ν. Θεολόγου). Ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φυσιολογία ἂς περάσουμε στὴν “χριστιανικὴ φυσιολογία”. Ἀμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου