Στην
αγρότισσα μάνα της μεταπολεμικής γενιάς
της Ευαγγελίας
Γ. Μπίτου, φιλολόγου
Κάθε χρόνο στις 15 Οκτωβρίου σπεύδω να
εκφράσω δημόσια ένα ευχαριστώ στην αγρότισσα μάνα της γενιάς μου, τη μάνα της
μεταπολεμικής γενιάς, καθώς και στη μάνα τής μάνας μας, τη γιαγιά μας. Στον
ίσκιο της θυσιαστικής τους αγάπης μεγαλώσαμε … Αφορμή παίρνω από την απόφαση της
Γενικής Συνέλευσής του ΟΗΕ στις 18
Δεκεμβρίου 2007, με την οποία καθιέρωσε την 15η Οκτωβρίου ως
Παγκόσμια ημέρα της αγρότισσας, «για να υπενθυμίζει τη συμβολή της γυναίκας
στην αγροτική παραγωγή και την αγροτική κοινωνία εν γένει και τις προκλήσεις
τις οποίες αντιμετωπίζει». Η ημέρα καθιερώθηκε πολύ καθυστερημένα, όταν τα χωριά μας άδειασαν, πολλά σπίτια έκλεισαν, και η αγροτιά που γνωρίσαμε αργοσβήνει.
Δεν σβήνει όμως από τη μνήμη μας, και περισσότερο από τις καρδιές μας, η αγρότισσα μάνα μας. Τη θυμόμαστε τούτους τους δύσκολους καιρούς περισσότερο· θυμόμαστε με θαυμασμό την υπομονή της, την επιμονή της και το κουράγιο της. Η ωριμότητα μετράει τώρα όσα η νιότη θεωρούσε αυτονόητα και δεν μπορούσε να εκτιμήσει δεόντως. Μετράει τον κόπο της, καταλαβαίνει την κούρασή της, αισθάνεται και τον πόνο της, όταν έφευγαν μακριά, με την ευχή της βέβαια, τα παιδιά της για μια καλύτερη ζωή. Ηχεί ακόμη στα αυτιά μας εκείνο το «να φύγετε τουλάχιστον εσείς από τη λάσπη, για να ζήσετε καλύτερα». Και έφευγαν άλλα για να σπουδάσουν, άλλα να μάθουν κάποια τέχνη και άλλα για τη Γερμανία ή τη μακρινή Αυστραλία. Άδειαζε το σπίτι της και μάτωνε η καρδιά της, μα το καλό των παιδιών της τής έδινε τη δύναμη να τα κατευοδώνει.
Σκληρή η
δουλειά της στο χωράφι, χωρίς ωράριο, κάποτε «από νύχτα σε νύχτα». «Οι δουλειές της δεν καρτερούσαν»· «όλα έπρεπε
να γίνουν στην ώρα τους»· «κάθε πράγμα στον καιρό του»· Το «καιρός του σπείρειν,
καιρός του θερίζειν», του ποιητή για εκείνη ήταν καθημερινότητα. Φροντίδα και
έγνοια καθημερινή τα παιδιά της, τα πολλά παιδιά της, αλλά και τα ζωντανά του
σπιτιού που τα φρόντιζε σχεδόν με την ίδια αγάπη. Ήταν οι βοηθοί στη δουλειά τους
(το γαϊδουράκι, τα μουλάρια, τα άλογα), αλλά και τροφοδότες τους (οι αγελάδες,
τα πρόβατα, τα γίδια). Γι’ αυτά δεν υπήρχε γιορτή και σχόλη· έπρεπε καθημερινά
να φάνε και να ποτιστούν, με κρύο, με ζέστη,
με ήλιο, με αέρα, με βροχή και με χιόνι. Τα χέρια ροζιασμένα, το πρόσωπο χαραγμένο
από τις ρυτίδες του πόνου, του κόπου και του χρόνου, αλλά και με χαμόγελο. Αγαπούσε
τη γη και τη δούλευε τραγουδώντας! Πού το έβρισκε το κουράγιο μες το λιοπύρι,
όταν και τα πουλιά σιωπούσαν! Ακόμα και στον δρόμο έπλεκε για να ντύσει και να
ποδήσει την οικογένειά της. Θαυμάζομε τώρα τις αντοχές της, που αντλούσε από
την αγάπη της στην οικογένεια και την απλή της πίστη στον Θεό.
Λιτή συνήθως η ζωή της, αλλά με την
αξιοπρέπεια της αυτάρκειας. Αφέντρα στο σπίτι της και στο βιός της. «Μαγαζί
ξεσκέπαστο» η σοδειά της, αφημένη στο έλεος του Θεού. Δούλευε όμως με ελπίδα και αισιοδοξία. Και αν
καμιά χρονιά δεν ήταν καλή, «και τα καλά δεχούμενα και τα κακά», έλεγε. Αξιοσέβαστη
ακόμα και όταν δούλευε με τα χώματα και ήταν ιδρωμένη, διότι ο ιδρώτας της ήταν
τίμιος. Και τότε για εμάς ήταν αρχόντισσα. Η δουλειά δεν είναι ντροπή, έλεγε
και το πίστευε βαθιά. Μας έδωσε λοιπόν
μεγάλο μάθημα ζωής: να μη φοβόμαστε τη δουλειά, ούτε τις δυσκολίες. Η τεμπελιά
ήταν για τους αχαΐρευτους και ανεπρόκοπους.
Γνώριζε καλά
τη φύση, χωρίς να είναι ειδικός, και μάζευε όσα εκείνη της προσέφερε κατάλληλα για
φαγητό: χόρτα, φρούτα άγρια, αλλά και βότανα με ιδιότητες θεραπευτικές. Είχε
δικό της το ψωμί στο σπίτι, δικό της το γάλα, το τυρί, το γιαούρτι και τα αυγά
- μετρημένα βέβαια - και έφτιαχνε τις πίτες της, πολλές και ποικίλες, με μια
ευκολία αξιοθαύμαστη. Το κρέας υπήρχε στο τραπέζι πλούσιο τα Χριστούγεννα και
το Πάσχα, αλλά λιγοστό τις άλλες γιορτές. Το χωράφι τής έδινε τα όσπρια και τα οπωρικά.
Με το μαλλί των αιγοπροβάτων εξασφάλιζε τα στρωσίδια, αλλά και τα πλεκτά. Έντυνε
το σπίτι της, μα και τα παιδιά της. Πόσα ήξερε να κάνει! Και έρχονταν αυτές οι
γνώσεις από μακριά, με την προφορική παράδοση. Η ωριμότητα αντιλαμβάνεται πλέον
πόσα γνώριζε αυτή η αγράμματη ή ολιγογράμματη μάνα και πόσο οι γραμματιζούμενοι
τα προσπεράσαμε αδιάφοροι, αν όχι με καταφρόνια. Αυτή με εκείνες τις γνώσεις θα
μπορούσε και σήμερα να θρέψει τη φαμίλια της, αν συμβεί κάτι άσχημο. Εμείς;
Σκληρή και η
ζωή των παιδιών της, γι’ αυτό η σκληραγωγία των Σπαρτιατών που άκουγαν στο
σχολείο δεν τους φαινόταν ξένη. Συμμετείχαμε όμως κατά τις δυνάμεις μας στην
εργασία και μάθαμε τη συνεργασία. Πόση εμπιστοσύνη μας έδειξαν, όταν παιδιά
ακόμη φύγαμε από το προστατευμένο οικογενειακό περιβάλλον για σπουδές ή τέχνες! Αναλάβαμε πρωτοβουλίες που
μας ωρίμασαν και μας ετοίμασαν για τη ζωή.
Σκληρή η ζωή
της, αλλά όχι μονότονη, ούτε άχρωμη. Το χρώμα έδιναν οι γιορτές και τα
πανηγύρια. Καμαρώναμε τότε τη μάνα, όμορφοντυμένη στα καλά της και πιο
ξεκούραστη. Όλοι μαζί στη χαρά του χωριού, αλλά όλοι μαζί και στον πόνο! Δυνατό
το αίσθημα ότι ανήκεις σε ένα κοινό.
Ξεχωριστή
και η αγωγή της. Δεν μας έδινε συμβουλές, αλλά «ορμήνειες». Η ορμήνεια προέρχεται
από την ερμηνεία (< ερμηνεύω =εξηγώ), με ετεροίωση του ε σε ο και ανέβασμα του τόνου. Έσκυψα προσεκτικά σε
όσα έρχονται τώρα στη θύμησή μου και
βρίσκω λιγόλογες παροιμιώδεις φράσεις, που ήταν απόσταγμα της πείρας γενεών και
γενεών και εξηγούσαν συμπεριφορές με όμορφες εικόνες από το περιβάλλον. Δεν
έλεγε να είστε ευγνώμονες…, αλλά έλεγε: «Η
κότα πίνει νερό και κοιτάει και τον ουρανό». Δεν μας νουθετούσε να μην
είμαστε αλαζονικοί, αλλά έδειχνε το ανόητο της αλαζονείας με το «πατ’σε η κότα στ’ αυγό και έφτασε τον ουρανό».
« Σε έδωσαν αυγό, θα σε ζητήσουν κότα», έλεγε,
όταν ήθελε να επιστήσει την προσοχή μας. Εύκολα μας έδωσαν τα δάνεια οι
δανειστές, αλλά πόσα μας πήραν! Ηχούν ακόμη στα αυτιά μου τα «μη χαίρεσαι, χαρούμενε, μπροστά στον
πικραμένο» και «μην καμαρώνεις,
άνοιξη, με τα πολλά λουλούδια». Για να μην αφήνομε τον χρόνο αναξιοποίητο,
έλεγε: «Είδες μέρα καλή, βάλ’ την στο
σακί». Πόσο γερά χαράχθηκαν μέσα μας και έρχονται αβίαστα στη μνήμη, όταν
χρειάζονται!
Η διακήρυξη
αναφέρεται και στις προκλήσεις της αγρότισσας, τουτέστιν στις δυσκολίες που είχε
να αντιμετωπίσει. Πέρα από τη σκληρή δουλειά και το μεγάλο της κόπο, η μάνα
αγρότισσα της μεταπολεμικής γενιάς γνώρισε τον πόλεμο του ’40, την Κατοχή, την
Εθνική Αντίσταση και τον επάρατο Εμφύλιο.
Οι περισσότερες αγροτικές οικογένειες πλήρωσαν φόρο αίματος αυτή την
περίοδο και έζησαν γεγονότα τραγικά. Τα διηγούνταν τις μέρες του χειμώνα και
πάντα έκλειναν την αφήγηση με το «να μην
ξανάρθουν τέτοιες μέρες» ή απευθυνόμενοι σε μας έλεγαν «να μη ζήσετε τέτοια χρόνια».
Πώς να σου
πούμε, μάνα, πως οι καιροί και τώρα είναι δύσκολοι και ότι τα τύμπανα του
πολέμου ηχούν στη γειτονιά μας; «Δεν ξέρομε τι μας καρτεράει αύριο», έλεγες.
Σε φέρνομε όμως στη θύμηση, για να αντλήσομε από τις αντοχές σου, την
υπομονή, την επιμονή σου και τις σοφές συμβουλές σου.
Πάντα σε
αγαπούσαμε, ήσουν η αρχόντισσα της καρδιάς μας! Αλλά τώρα, τους δύσκολους
καιρούς, μας λείπεις. Μας λείπει εκείνο το έχει
ο Θεός και το δεν αφήνει κανέναν ο
Θεός, που το έλεγες τόσο απλά, αλλά και με τέτοια σιγουριά!
2 σχόλια:
Πάρα πολύ ωραίο κείμενο! Ευχαριστούμε...
Το άρθρο σας σε πάρα πολλά σημεία περιέγραφε την μητέρα μου, η οποία βρίσκεται στον ουρανό εδώ και 1,5 χρόνο!
Σας ευχαριστούμε με όλη μας την καρδιά!
Δημοσίευση σχολίου