ΚΥΡΙΑΚΗ
Γ’ ΛΟΥΚΑ
«…καί ἰδού ἐξεκομίζετο τεθνηκώς υἱός μονογενής τῇ μητρί αὐτοῦ». Μοναδική ἡ τραγική ἔξοδος ἀπό τόν Παράδεισο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους· ἀπό τή Ζωή στό θάνατο, ἀπό τό Φῶς στό σκοτάδι.
Ὁ Θεός, ἀδελφοί, δέν ἔκανε τόν θάνατο[1], ἀλλά καί τόν ἐμπόδισε
νά γίνει, ἐφ’ ὅσον ἔπρεπε καί ἦταν δυνατόν νά ἐμποδίσει μέ δικαιοσύνη αὐτούς
πού ἔγιναν ἀπό αὐτόν, αὐτεξούσιοι. Διότι προηγουμένως ἔφερε βουλή πού ἀποθανατίζει
καί, κατοχυρώνοντας ἀπό πρίν τήν
ζωοποιόν συμβουλή, ἐξέφρασε ἰδιαίτερη ἐντολή καί διεκήρυξε φανερά καί ἀπείλησε,
λέγοντας καθαρά, ὅτι ἡ ἀθέτησις τῆς ζωτικῆς ἐντολῆς εἶναι θάνατος[2], ὥστε νά προφυλαχθοῦν ἀπό
τήν πεῖρα τοῦ θανάτου ἤ ἀπό γνώση, ἤ ἀπό ὑπακοή, ἤ ἀπό πόθο. Διότι ὁ Θεός καί ἀγαπᾶ
καί γνωρίζει καί μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει τό συμφέρον τοῦ καθενός ἀπό τά κτίσματα.
Ἐν τούτοις τό πλάσμα Του προτίμησε, ἀντί τοῦ Δημιουργοῦ
καί Πλάστη· τόν ψεύστη καί ἀνθρωποκτόνο Σατανᾶ. Ὅλες οἱ τραγωδίες, ὅλων τῶν
κόσμων, ὀφείλονται, σεβαστή γερόντισσα, στό ὅτι κάποια ὄντα -δαίμονες ἤ ἄνθρωποι-, δέν ἐπιθυμοῦν «ἵνα
γένηται ἐν πᾶσιν αὐτός πρωτεύων», ἀλλά Τόν ἀρνοῦνται καί στή θέση Του, θέτουν εἴτε
τόν ἑαυτό τους, εἴτε κάποιο ἄλλο κτῖσμα, εἴτε δικό τους δημιούργημα.
Γι’ αὐτό καί ὁ κόσμος μας, ἔχει βυθιστεῖ στό χάος. Νά,
λοιπόν, ἀδελφοί, γιατί ὁ Θεός-Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος· γιά νά καταστρέψει τήν ἁμαρτία,
τούτη τήν μόνη αἰτία τῆς συγχύσεως στόν κόσμον καί τῆς ἐχθρότητος ἔναντι τοῦ
Θεοῦ.
Προσέρχεται στήν ἔξοδο τῆς πόλεως, Ναΐν· ἀπέναντι στήν παγγενή συνοδεία τοῦ θανάτου, στέκεται μέ αὐθεντία, ἡ Ζωή· δι’ ἧς ἰταμός Ἄδης καταπεπάτηται καί παγγενῆ Εὔα ἐν ἀσφαλεῖ ζωῇ εἰσοικίζεται· Ἔτσι, ἀπό τό «γῆ εἶσαι καί στήν γῆ θά ἐπιστρέψεις», κατέστημεν οἱ πάντες, διά τῆς ὐπακοῆς, «υἱοί ἀναστάσεως»[3].
Ἡ φλογίνη ρομφαία καταργεῖται στήν πύλη τῆς Ναΐν, μέ
τήν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ καί διά τοῦ αἵματός Του, τῆς θυσίας Του στόν Γολγοθᾶ.
Συνεπῶς, στήν παροῦσα ζωή, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τό σῶμα
τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, ἐπαναφέρει τό πρωταρχικόν ἔλλογον τοῦ κόσμου,
καταργώντας τό παράλογον. Σ’ αὐτό συμμετέχει ὁ Θεός Πατήρ διά τῆς εὐδοκίας Του,
ὁ Θεός Ἅγιον Πνεῦμα διά τῆς συνεργείας Του καί ὁ σαρκωθείς Θεός Λόγος, ὁ Σωτήρ,
διά τοῦ συνολικοῦ Θεανθρωπίνου ἔργου Του. «Νεανίσκε, σύ λέγω, ἐγέρθητι», λέει ὁ
Ἰησοῦς· καί στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, «μή κλαίετε». «Θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίστου
πάντες». Μή μένετε ἄνθρωποι καί χωρίς Θεό πεθάνετε. Γιατί προτιμᾶτε, ἀντί τοῦ
Δημιουργοῦ καί Πλάστη νά κατάγεστε ἀπό τά κτήνη; Γιατί παραμένετε ἄφρονες; «Εἶπεν
ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός». Ἀρνούμενοι τόν αἰώνιον Τριαδικόν Θεόν
καί ὅν ἀπέστειλεν Ἰησοῦν Χριστόν στή θέση του ζητᾶτε νά εἶστε ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι
θεοί, πού στό τέλος, ὡς κτιστά ὄντα θά πεθάνετε; Προτιμᾶτε ἀντί τοῦ Πατέρα Θεοῦ,
ὡς θεάνθρωποι κατά Χάριν, νά εἴσθε παιδιά πιθήκων; Δέν ἐντρέπεστε;
Λέει ὁ Ἀπόστολος: «Ἐμοί γάρ τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν
κέρδος». Ὁ θάνατος κυριάρχησε ἐνῶ εἴμαστε μέσα στόν Παράδεισο:Ἔτσι καί ἡ ζωή θά
ἐπανέλθει, ἐνῶ εἴμαστε στήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, διά τῆς μυστηριακῆς ἑνώσεως
μέ τόν Χριστόν καί Θεόν. Δηλαδή μέ τήν ὑπακοή στίς ἐντολές, στό θέλημά Του.
Δόξα σοι Χριστέ ὁ Θεός· «Ἐπεσκέψατο ὁ Θεός τόν λαόν αὐτοῦ», σεβαστή γερόντισσα.
Ἔτσι, ὅπως μέ τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς, ἡ ψυχή
χωρίστηκε ἀπό τό Θεό καί θανατώθηκε ἀργότερα καί τό σῶμα· ἔτσι μέ τήν ὑπακοή
στήν ἐντολή, ἑνώνεται πάλι μέ τόν Θεό καί ζωοποιεῖται. Τό ἴδιο ἔλεγε στόν Κύριο
καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος πού τό ἔμαθε ἀπό τήν πεῖρα: «Ἔχεις λόγια τῆς αἰωνίου ζωῆς».[4]Τά λόγια ὅμως αὐτά ὁδηγοῦν
στήν αἰώνιο ζωή, ὅσους ὑπακοῦνε, ἐνῶ γιά ὅσους δέν ὑπακοῦνε, αὐτή ἡ ἐντολή τῆς
ζωῆς γίνεται αἰτία θανάτου.[5] Ὅπως δηλαδή ὁ Υἱός τοῦ
Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος ἀπό φιλανθρωπία, πέθανε σωματικά καί χωρίστηκε ἡ ψυχή
Του ἀπό τό σῶμα, ἀλλά δέν χωρίστηκε ἀπό αὐτό ἡ Θεότητά Του· γι’ αὐτό καί ἀφοῦ ἀνέστησε
τό σῶμα Του, «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν», τό πῆρε μαζί Του στόν οὐρανό μέ δόξα· ἔτσι
θά ἀναληφθοῦν καί ἐκεῖνοι πού ἔζησαν καί ζοῦν ἐδῶ, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Καθώς δηλαδή, ὅταν ἀποχωρίζονται τό σῶμα τους, δέν χωρίζονται ἀπό τό Θεό, στήν Ἀνάσταση
θά πάρουν μαζί καί τό σῶμα τους κοντά
στό Θεό, ἐκεῖ ὅπου εἰσῆλθε ὡς Πρόδρομος γιά χάρη μας ὁ Ἰησοῦς[6], γιά νά ἀπολαμβάνουμε
μαζί Του, τή δόξα πού μέλλει νά φανερωθεῖ[7].
Ἐνῶ ἐκεῖνος πού μέ τίς
σαρκικές ἐπιθυμίες καί τά πάθη, θανάτωσε ἐδῶ τήν ψυχή του, ἐκεῖ -ἀλίμονο-,
θά καταδικαστεῖ ψυχῇ τε καί σώματι, μαζί μέ τόν διάβολο, τόν δημιουργό καί
πρόξενο τῆς παρακοῆς καί τῆς κακίας, στήν αἰώνια κόλαση, πράγμα πού εἶναι ὁ
δεύτερος θάνατος, ὁ μόνιμος.
Ὅπως λοιπόν ἀδελφοί μου, ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ
κυρίως θάνατος, ἔτσι καί ἡ ζωή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ κυρίως ζωή.
Πράγματι, ἀδελφοί, ζωή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωση μέ τόν
Θεό, διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν. Σ’ Αὐτόν ἡ Δόξα, τό Κράτος, ἡ Τιμή, ἡ
Προσκύνησις, ἡ Βασιλεία στούς αἰῶνας. Ἀμήν.
[1](Σοφ. Σολομ.1, 13)
[2](Γένεσ. 2, 13)
[3](Γένεσ. 3, 19)
[4](Ἰωαν. 6, 68)
[5](Ρωμ. 7, 10)
[6](Ἑβρα. 6, 20)
[7](Α’ Κοριν.5,1)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου