Βεβαίως,
εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας
Τοῦ κ. Παύλου
Τρακάδα, θεολόγου
Ἀνεγνώσαμεν εἰς τὴν ἐφημερίδα «Καθολικὴ» τῆς 30ῆς Ἰανουαρίου 2023 τὸ ἀκόλουθον κείμενον μέ τίτλον «Καρποφόρησε καθόλου ὁ Οἰκουμενισμός;»:
«Ὅπως εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὶς 18 μέχρι τὶς 28 Ἰανουαρίου
τελεῖται σὲ ὅλο τὸ χριστιανικὸ κόσμο τὸ “Ὀκταήμερο προσευχῶν γιὰ τὴν ἕνωση τῶν
Χριστιανῶν”. Στὴ χώρα μας γίνονται ἐλάχιστες -ἀπὸ κοινοῦ- οἰκουμενικὲς ἐκδηλώσεις
αὐτὴν τὴν περίοδο. Ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ μερικοὶ ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας,
χαρακτηρίζουν τὸν οἰκουμενισμὸ σὰν αἵρεση ἢ ἀκόμα καὶ ὡς παναίρεση. Εἶναι
φανερό, ὅτι βρισκόμαστε ἔτη φωτὸς μακριὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐννοοῦμε ὡς «οἰκουμενισμὸ»
καὶ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκει τὸ θεάρεστο αὐτὸ κίνημα.
Ἐκεῖνοι ποὺ γράφουν καὶ μιλοῦν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, στὴ
χώρα μας, ἀνήκουν σὲ μία ἀκραία κοινωνικὴ ὁμάδα, τὴν ὁποία συναντᾶμε σὲ ὅλες τὶς
κοινωνίες ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θρησκευτικότητά τους.
Στὴν ἀδελφὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχουν πολλοί,
(λαϊκοί, θεολόγοι, ἱερεῖς καὶ Μητροπολίτες), οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετοι
μὲ αὐτοὺς τοὺς πολέμιους τοῦ οἰκουμενισμοῦ καὶ συνεργάζονται, χωρὶς
προκαταλήψεις, μὲ τοὺς μὴ ὀρθοδόξους χριστιανούς.
Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ οἰκουμενισμοῦ;
Στὴν καρδιὰ τῆς ζωῆς μιᾶς Ἐκκλησίας ὑπάρχει ἡ κοινὴ ὁμολογία
πίστεως. Ἡ οἰκουμενικὴ κίνηση δὲν σημαίνει ἄρνηση κάποιου σημείου τῆς πίστεως ἢ
συρρίκνωση τῆς πίστεως, διότι ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια δὲν εἶναι ἀνθρώπινη, ἀλλὰ
θεϊκή. Πρόκειται, μᾶλλον, γιὰ μία ἀπὸ κοινοῦ αὔξηση ἢ ἀνάπτυξη στὴν πίστη. Ἡ
παρακαταθήκη τῆς πίστεως ποὺ περιέχεται στὰ παλαιὰ σύμβολα πίστεως εἶναι κοινὰ
σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες, αὐτὲς ὅμως πρέπει νὰ ἀλληλοβοηθιοῦνται, «ὥστε νὰ εἶναι
σ’ αὐτὲς παρὸν ὅλο τὸ περιεχόμενο καὶ ὅλες οἱ ἀπαιτήσεις τῆς κληρονομιᾶς ποὺ
μεταδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Χωρὶς αὐτό, ἡ πλήρης κοινωνία δὲν θὰ εἶναι ποτὲ
δυνατή. Ἡ ἀμοιβαία αὐτὴ βοήθεια στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. εἶναι μία ὑπέρτατη
μορφὴ τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης» (Ἰωάννης Παῦλος Β΄, Ἐγκύκλιος, Ut unum sint
ἀρ. 78).
Ὅσον ἀφορᾶ στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία,
πράγματι, ὁ οἰκουμενισμὸς καρποφόρησε καὶ ἐμπλούτισε τὴν συνείδησή της. Γι’ αὐτήν,
πολλὰ ἔχουν ἀλλάξει χάρη στὶς ἐπαφὲς καὶ στὸν διαχριστιανικὸ διάλογο. Ὑπενθυμίζουμε
μερικοὺς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς καρποὺς τοῦ οἰκουμενισμοῦ γιὰ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία:
Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὸ βάπτισμα ὅλων τῶν
Χριστιανῶν ἀρκεῖ νὰ χορηγεῖται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Μὲ ὅλες τὶς
συνέπειες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτὴν τὴν βασικὴ θεολογικὴ ἀρχή.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποῦ ὠθεῖ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία νὰ ἀλλάξει
ἀκόμη καὶ τὸ λεξιλόγιό της ὅταν ἀναφέρεται στὶς σχέσεις της μὲ τοὺς μὴ-καθολικούς.
Ἔτσι, ὄχι μόνο δὲν μεταχειρίζεται τὴ λέξη «αἱρετικὸς» γιὰ τοὺς μὴ-καθολικούς, ἀλλὰ
ἀποφεύγει ἀκόμη καὶ τὴν ἔκφραση «χωρισμένοι ἀδελφοὶ» καὶ τὴν ἀντικαθιστᾶ μὲ
διατυπώσεις ὅπως «οἱ ἄλλοι χριστιανοί», «οἱ ἄλλοι βαπτισμένοι», «οἱ χριστιανοὶ
τῶν ἄλλων κοινοτήτων». Καὶ αὐτὸ διότι, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀναγνωρίζει τὸ
βάπτισμα τῶν ἄλλων χριστιανῶν, πιστεύει πὼς εἶναι ἤδη σὲ κοινωνία μαζί τους, ἀλλὰ
βέβαια, ὄχι ἀκόμα σὲ πλήρη κοινωνία.
Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία εἶναι πεπεισμένη ὅτι ὁ οἰκουμενισμὸς
δὲν εἶναι κάτι τὸ προαιρετικὸ καὶ τὸ ἐπουσιῶδες γιὰ τοὺς χριστιανούς, ἀλλὰ κάτι
τὸ οὐσιῶδες καὶ ἀπόλυτα ἀναγκαῖο γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ
κι ὄχι μόνο γιὰ τοὺς εἰδικούς.
Ἀπὸ τὶς ἐπαφὲς καὶ τὸ διάλογο μὲ τὶς ἄλλες Χριστιανικὲς
Ὁμολογίες, ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία αἰσθάνεται ὅτι ἐμπλούτισε τὴν αὐτοσυνείδησή
της. Ἔτσι π.χ. χάρη στοὺς ἀδελφοὺς Ὀρθοδόξους ἐνδυνάμωσε τὴν διδασκαλία της γιὰ
τὸν ἀναντικατάστατο ρόλο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ἐκκλησιολογία καὶ στὰ Ἱερὰ
Μυστήρια. Ἀκόμα, ἀντιλήφθηκε τὴν σπουδαιότητα μίας ἐνεργοῦς
Συνοδικότητας ὡς ἀντιστάθμιση στὸ παπικὸ πρωτεῖο. Ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας Εὐαγγελικοὺς
ξαναανακάλυψε τὴν σπουδαιότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἂν μὲ ρωτήσετε ἂν ὑπάρχει ἀμοιβαιότητα στὸ διάλογο, δὲν
εἶμαι σὲ θέση νὰ ἀπαντήσω, διότι οἱ ὑπόλοιπες Ἐκκλησίες καὶ οἱ Χριστιανικὲς Ὁμολογίες
δὲν εἶναι δομημένες, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ δὲν ἔχουν ἕνα κεντρικὸ ὄργανο
διδασκαλίας ποὺ νὰ ἐκφράζει ὑπεύθυνα γιὰ ὅλους κάποια διδασκαλία. Καὶ βέβαια δὲν
ἔχουν ἕνα μοντέλο ὅπως αὐτὸ τῆς Β’ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ, ἡ ὁποία ἄλλαξε ἀρκετὰ
ζητήματα στὴ ζωὴ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο, αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ παραμείνει εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ
ἀναγκαιότητα γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς τοῦ λεγόμενου «Πνευματικοῦ Οἰκουμενισμοῦ».
Ἡ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν πρέπει νὰ εἶναι τὸ μέλημα ὅλων ἐκείνων ποὺ
προσεύχονται, καθὼς εἶναι γεγονὸς ὅτι ὅσο οἱ χριστιανοὶ προσεύχονται τόσο
πλησιάζουν στὸ Θεὸ καὶ ἑπομένως πλησιάζουν καὶ στὰ ὑπόλοιπα ἀδέλφια τους.
Τὴν παραμονὴ τοῦ θανάτου του, ὁ Ἰησοῦς προσευχήθηκε νὰ
γίνουν οἱ μαθητές του ἕνα, ὄχι ὡς αὐτοσκοπός, ἀλλὰ «γιὰ νὰ πιστέψει ὁ κόσμος» (Ἰωάννης
17,21).
Ὁ πνευματικὸς οἰκουμενισμὸς συνίσταται στὴν ταύτιση μὲ
τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἔτσι ὥστε, μέσῳ τῆς δράσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ
μπορέσει Αὐτὸς ὁ Ἴδιος νὰ προκαλέσει ἀνάμεσα σὲ κάθε λαὸ μία συμφιλιωμένη Ἐκκλησία,
ἱκανὴ νὰ διακηρύξει τὸ εὐαγγέλιο καὶ νὰ γίνει πιστευτὴ στὰ μάτια τοῦ κόσμου.
† Ἰωάννης
Σπιτέρης
Ἀρχιεπίσκοπος
πρώην Κερκύρας»
Σχόλιον
«Ο.Τ.»:
Ὁ συγγραφεὺς ἀγνοεῖ ὅτι παναίρεσιν ὠνόμασε τὸν Οἰκουμενισμὸν
ὁ σπουδαῖος δογματολόγος καὶ μεγάλος σύγχρονος Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Ὅτι
πρόκειται περὶ αἱρέσεως δὲν χρειάζεται νὰ ἐπαναλάβωμεν ὅλα ὅσα ἔχουν γραφῆ, ἀρκεῖ
νὰ ὑπενθυμίση κανεὶς ὅτι ἡ συμπροσευχὴ μὲ μὴ Ὀρθοδόξους καταπατᾶ Ἱ. Κανόνας Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Ποῖος τολμᾶ νὰ καταπατήση αὐτοὺς εἰ μὴ μόνον αἱρετικός, καθὼς οἱ Ἱ.
Κανόνες εἶναι τὸ δόγμα εἰς τὴν πρᾶξιν;
Μᾶς ἐκπλήσσει ὅμως ὅτι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν συνεχῶς
δι’ ἀγάπην, χαρακτηρίζουν ἄλλους χριστιανοὺς ὡς «ἀκραία κοινωνικὴ ὁμάδα», μόνον
διότι διαφωνοῦν μαζί τους! Ἑπομένως, ὁ Οἰκουμενισμός τους ὄχι μόνον δὲν
περιέχει ἀγάπην (ἄρα οὔτε Θεὸν καθὼς ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί), ἀλλὰ πολὺ περισσότερον
εἶναι κίνημα, τὸ ὁποῖον ἀποκλείει ἀνθρώπους ἀκόμα καὶ μὲ τὴν αὐτὴν πίστιν, ἐὰν
αὐτοὶ δὲν ταυτίζωνται πλήρως μὲ τὰ ἐντάλματά τους. Ἐν ὀλίγοις ἐπιβάλλεται μία ἀναγκαστικὴ
«ὁμοφροσύνη», ὅπως οἱ Λατῖνοι τὴν ζοῦν ἐπὶ αἰῶνες ἀναγκασμένοι νὰ εἶναι ὑποταγμένοι
εἰς τὸν Πάπαν Ρώμης.
Αὐτὰ ὅμως ὅλα δὲν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ζητήματος. Τὸ
κέντρον εἶναι ἡ φράσις «Στὴν καρδιὰ τῆς ζωῆς μιᾶς Ἐκκλησίας ὑπάρχει ἡ κοινὴ ὁμολογία
πίστεως». Ὁ κ. Σπιτέρης ὁμιλεῖ περὶ ὁμολογίας πίστεως, ὡς νὰ πρόκειται ἁπλῶς
περὶ τῶν διατυπώσεων «στὰ παλαιὰ σύμβολα πίστεως εἶναι κοινὰ σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες».
Ἡ ὁμολογία πίστεως εἶναι -πέραν ἀπὸ τὰ πολλὰ τὰ ὁποῖα δύναται κανεὶς νὰ ἀναφέρη-
ἀποτύπωσις ὅσων ἐφανέρωσεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς ἀκτίστου θείας χάριτος. Ἀφοῦ αὐτὸ δὲν
τὸ πιστεύουν οἱ παπικοί, ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ἁπλῶς λέξεις δομημένες εἰς τὴν
συντακτικὴν ἀπαίτησιν ἑκάστης γλώσσης. Ἂν δὲν ὑπάρχη αὐτὴ ἡ θεμελιώδης
προϋπόθεσις ὅλα καταλήγουν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν.
Εἰς τὴν συνέχειαν ἀναφέρει τί ἀπεκόμισαν οἱ παπικοὶ ἀπὸ
τὸν οἰκουμενισμόν. Δὲν θὰ ἀναιρέσωμεν αὐτά, ἀλλὰ κατ’ ἀντιστοιχίαν θὰ ἀναφέρωμεν
τὸν ὄλεθρον εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν:
Τὸ βάπτισμα κατέληξε «τυπικὴ συνθήκη» καὶ ὄχι ἐμποτισμὸς
τοῦ πιστοῦ εἰς τὴν ἄκτιστον χάριν.
Ἡ λέξις «αἵρεσις», ἐνῷ διαχωρίζει τὸ σωστὸν ἀπὸ τὸ
λάθος, κατέληξεν «ὄχι πολιτικὰ ὀρθὴ γλῶσσα» μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐξοβελίζεται ἡ ἔννοια
τοῦ ὀρθοῦ, τουτέστι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ κοινωνία νὰ θεωρῆται ὄχι πίστεως, ἀλλὰ συμβατική, ὥστε
νὰ ὑπάρχη μερικὴ ἢ πλήρης διαβάθμισις.
Νὰ θεωρῆται ὁ οἰκουμενισμὸς ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ! Ἡ
παραποίησις τῆς φράσεως «ἵνα ἕν ὦσιν» εἶναι χαρακτηριστική, ἐνῷ ἀναφέρεται εἰς
τοὺς ὁμοπίστους μαθητάς Του!
Ὁ Οἰκουμενισμὸς μᾶς «ξυλοφόρτωσε» μὲ «πρωτεῖον», ἐντελῶς
ἀνύπαρκτον εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν. Ἐφθάσαμεν εἰς τὸ σημεῖον ὁ «Πρωτειομανὴς» νὰ
δύναται νὰ ἀποφασίζη ὑπεράνω τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀμφισβητῶν τὴν ἐπίνευσιν αὐτοῦ
εἰς τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους, δηλ. εἰς ὑποτίμησιν τοῦ Ἁγ. Πνεύματος.
Νὰ γίνη ἀπόπειρα εἰς τὸ Κολυμβάριον νὰ ὑποκατασταθοῦν
αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ὅπως ἔπραξεν ἡ Α΄ καὶ Β΄ Βατικανή.
Τέλος, νὰ καλλιεργῆται ἡ πεποίθησις ὅτι ἡ ἑνότης θὰ ἐπέλθη
μόνον διὰ τῆς προσευχῆς καὶ ἄνευ τῆς μετανοίας! Μετάνοια σημαίνει νὰ ἀπορρίψουν
οἱ παπικοὶ τὰς καινοτομίας των, πρᾶγμα διὰ τὸ ὁποῖον καθημερινῶς ὅλοι οἱ «ἀκραῖοι
τῆς κοινωνικῆς ὁμάδας» προσεύχονται καθημερινῶς ἀπὸ οὐσιαστικὴν ἀγάπην.
Εφημερίδα
Ορθόδοξος Τύπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου