Ὁ ἱερὸς
ζῆλος
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ διακόνουν στὴν Ἐκκλησία, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἶναι ὁ ἱερὸς ζῆλος. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ὑπαλλήλους, ἔχει μόνον ἀφοσιωμένους πιστοὺς ποὺ ἀρνοῦνται τὴ νοοτροπία τοῦ δημοσίου ὑπαλλήλου, ἀλλὰ καὶ τὴ ρᾳθυμία τοῦ ἐργαζομένου στὸν ἰδιωτικὸ τομέα. Προσφέρουν καὶ δοξολογοῦν ἀδιάκοπα τὸ Θεό. Ὅπου καὶ νὰ βρεθοῦν ἔχουν τὴν ἰδιότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ διακόνου. Δὲν ὑπάρχει μέρα ποὺ νὰ μὴ σκεφτοῦν τὸ ναό, τὴν ἀποστολή τους καὶ τὰ διάφορα σχέδια γιὰ τὸ ποιμαντικὸ ἔργο. Ἔχουν μεγάλη θέρμη γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ ἔργου τῆς ἱεραποστολῆς.
Ὁ ζῆλος ποὺ διακρίνει τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι εὐγενὴς διαδικασία, εἶναι ἀδιάκοπη προσπάθεια γιὰ κάτι πληρέστερο,
διαφορετικό, καλύτερο. Μὲ τὸ ζῆλο ὑπάρχει κίνηση καὶ ὅραμα.
* * *
Ζῆλο πρωτίστως ἔχει ὁ Ἐπίσκοπος. Αὐτὸς εἶναι
ποὺ ἐμπνέει, καθοδηγεῖ καὶ ἀναδεικνύει. Δὲν ἔχει κοσμικὸ φρόνημα καὶ συνεχίζει
τὴν παράδοση. Χαίρεται τοὺς ἄξιους ἱερεῖς του, καλλιεργεῖ τὴν εὐσέβεια καὶ ἔχει
σταθερὸ χαρακτῆρα καὶ πνευματικὴ ἐγρήγορση.
Ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εἶναι νεωτεριστής, δὲν τὸν
ἐπηρεάζουν οἱ πανεπιστημιακοὶ τίτλοι, ποὺ ἐνδεχομένως ἔχει, καὶ χωρὶς νὰ
περιφρονεῖ τὴν κατὰ κόσμον σοφία, στηρίζεται κυρίως στὴν κατὰ Θεὸν σοφία, τὴν ὁποία
ἀποκτᾶ μὲ τὸν ἀδιάκοπο πνευματικό του ἀγώνα. Δὲν ἔχει βλέψεις νὰ μετατεθεῖ σὲ
καλύτερη μητρόπολη. Μένει μονίμως ἐκεῖ ποὺ τὸν ἔθεσε ἡ Ἐκκλησία. Δὲν τοῦ ἀρέσει
ἡ τηλεποιμαντορία. Μένει ἐκεῖ ποὺ εἶναι τὸ ποίμνιό του.
Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι τὸ σεβαστὸ πρόσωπο ποὺ ὁ
λαὸς χαίρεται ποὺ εἶναι κοντά του πάντα καὶ συμμετέχει στὶς δύσκολες
καταστάσεις ποὺ συχνὰ ἀντιμετωπίζει. Ὁ Ἐπίσκοπος ζεῖ μὲ μοναχικὸ φρόνημα καὶ ἱερατικὸ
ἦθος. Δὲν θέλει νὰ ξεχωρίζει, παρόλο ποὺ ἡ ἀρετή του τὸν ἀναδεικνύει, χωρὶς ἐκεῖνος
νὰ τὸ ἐπιδιώκει.
* *
*
Ὁ ἱερὸς ζῆλος στὸν κληρικὸ ἐπίσης εἶναι ἀναγκαῖος.
Κάθε προσπάθεια καὶ κάθε πνευματικὴ ἐπιτυχία ξεκινάει μὲ τὸ ζῆλο. Εἶναι δεμένος
μὲ τὴν ἐνορία του. Τὴ θεωρεῖ ἀποκλειστικὰ δική του καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του
καθημερινὰ εἶναι στραμμένο σὲ αὐτή.
Ὅταν ὅμως λείπει ὁ ζῆλος, ὁ κληρικὸς κινεῖται
ὅπως ἕνας δημόσιος ὑπάλληλος, ποὺ πηγαίνει στὴν ἐργασία του καθυστερημένα καὶ ὅταν
πρόκειται νὰ φύγει, κλέβει πάλι κάποια ὥρα, μὲ τὴν ψεύτικη δικαιολογία ὅτι ἔχει
πολλὲς ὑποχρεώσεις πέρα ἀπὸ τὶς ἐπαγγελματικές! Δὲν διατηρεῖ καμιὰ ἐπικοινωνία
μὲ τοὺς ἀνθρώπους τῆς περιοχῆς. Ἡ ἀδιαφορία του γιὰ ὅλα τὰ θέματα τῆς κοινωνίας
εἶναι προκλητική. Ἀντίθετα, ὁ κληρικὸς δὲν ἔχει ὡράριο οὔτε βιάζεται στὸ ἔργο
του. Εἶναι πάντα πρόθυμος σὲ κάθε ἐξυπηρέτηση ποὺ θὰ τοῦ ζητήσουν οἱ ἐνορίτες
του. Ἡ λέξη «ὄχι» εἶναι ξεχασμένη στὸν ποιμένα. Πάντα «ναί», πάντα χαμόγελο,
πάντα μικρὲς καὶ μεγάλες θυσίες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν πλησιάζουν. Ποτὲ δὲν
δίνει ὑποσχέσεις, γιατί ξέρει ὅτι πολλὲς φορὲς μένουν ἀνεκπλήρωτες. Ἀποφεύγει ἐπίσης
τὴν ὑποκριτικὴ εὐγένεια. Εἶναι αὐτὸς ποὺ φαίνεται. Δὲν κρύβει τίποτα. Οὔτε τὶς ἀδυναμίες
ποὺ ἔχει ὡς ἄνθρωπος. Οἱ ἁπλοὶ ἐνορίτες του τὸν χαίρονται, τὸν ἐπαινοῦν καὶ τὸν
θέλουν πάντα κοντά τους. Τὸν ἐκτιμοῦν κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν διατηροῦν σχέση μὲ τὴν
Ἐκκλησία, γιατί βλέπουν τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν περιοχὴ καὶ τὸν τόπο τους.
Ὅλα τὰ παραπάνω συνδέουν τὸν ἱερέα μὲ τὴν
ἐνορία, ἀλλάζει τὸ κλῖμα στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν κατοίκων καὶ ἡ ἀγάπη
τους εἶναι ἔκδηλη πρὸς τὸ πρόσωπό του. Τὸν βραβεύει καὶ ὁ Θεός, γιατί εἶναι τὸ
φωτεινὸ παράδειγμα γιὰ ὅλους. Οἱ λόγοι του, οἱ ἐνέργειές του, ἡ ἀφιλοχρηματία
του καὶ ἡ προθυμία του νὰ ἐξυπηρετεῖ τοὺς ἐνορίτες του τὸν κάνουν ἀγαπητὸ καὶ
σεβαστό.
* * *
Οἱ μοναχοὶ ἐπίσης στὴν Ἐκκλησία ἀποτελοῦν
τὸ πνευματικὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀπάρνηση τοῦ κόσμου, ἡ ὑπακοὴ στὸ γέροντα, ἡ ἀκτημοσύνη
καὶ ἡ παρθενία τους ἐντυπωσιάζουν τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς παραδειγματίζουν.
Οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ εἶναι προσεκτικοὶ καὶ
νὰ μένουν ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τοὺς κοσμικούς. Πρέπει νὰ περιορίζονται στὶς ἀναγκαῖες
βιοτικὲς μέριμνες, ἀποφεύγοντας τὰ περιττὰ καὶ μάταια.
Οἱ ἱερομόναχοι ἔχουν τὸ πρόσθετο καθῆκον
νὰ δέχονται γιὰ ἐξομολόγηση πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ δείχνουν τὸν πνευματικὸ
δρόμο. Χρειάζεται προσοχή. Οἱ ἐξομολογούμενοι ἔχουν ἀπαίτηση νὰ εἶναι
παραδοσιακοί, νὰ ἀποφεύγουν τοὺς νεωτερισμοὺς καὶ νὰ εἶναι παντελῶς ἐλεύθεροι ἀπὸ
τὴ σύγχρονη τεχνολογία καὶ εἰδικότερα τὰ κινητὰ τηλέφωνα. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ
τελεῖται τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης καὶ νὰ κτυπᾶ τὸ τηλέφωνο τοῦ
πνευματικοῦ καὶ νὰ διακόπτεται ἡ κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα.
Ἐδῶ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε μία πλάνη ποὺ ἔχουν
πολλοὶ πιστοί, σχετικὰ μὲ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς γέροντες, ποὺ μένουν σὲ ἱστορικὰ
καὶ φημισμένα μοναστήρια. Ἡ φήμη τῶν μοναστηριῶν δὲν μεταβιβάζεται καὶ στοὺς
μοναχούς, οὔτε ἀποκτοῦν ἁγιότητα ἐπειδὴ μένουν ἐκεῖ. Ὅσοι πιστεύουν τὸ ἀντίθετο
διαψεύδονται ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Μπορεῖ νὰ μένουν σὲ τόπους ἱερούς, ἀλλὰ
λείπει ἡ πνευματικότητα, γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς σκανδαλίζουν παρὰ οἰκοδομοῦν.
Εἶναι πνευματικὰ ὠφέλιμο νὰ θυμηθοῦμε τί ἔλεγε
γιὰ τὴν μοναχικὴ παρθενία ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἡ ὁποία κάνει τὸν ἄνθρωπο
καλότυχο, τρισμακάριο, ἐλεύθερο ἀπὸ τὰ κοσμικὰ καὶ εἶναι «ὡσὰν ἄγγελος». Λέει ὁ
ἅγιός μας: «Ἀμὴ ὡσὰν θέλης νὰ φυλάξης παρθενία, πρέπει πρῶτο θεμέλιον νὰ βάλης
τὴν ἀκτημοσύνην καὶ νὰ μὴ ἔχης σακκούλαν, νὰ μὴ ἔχης κασέλα, καὶ νὰ τηγανίζης τὸ
σῶμα σου, καθὼς τηγανίζεις τὸ ψάρι, μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἀγρυπνίες, μὲ
κακοπάθειες, διὰ νὰ νεκρώνης, νὰ ταπεινώνης τὴν σάρκα, ὅπου εἶναι ἕνας λύκος, ἕνα
γουρούνι, ἕνα θηρίον, ἕνα λεοντάρι, καὶ νὰ φεύγης τὸν κόσμον…»1.
Γιὰ τὸ πρῶτο θεμέλιο τῆς παρθενίας ποὺ εἶναι
ἡ ἀκτημοσύνη, ἕνας ἀκαδημαϊκὸς δάσκαλος καὶ λογοτέχνης σημειώνει τὰ ἑξῆς ἄξια ἰδιαίτερης
προσοχῆς: «Ἐδῶ βρίσκεται ἡ πηγὴ πολλῶν κακῶν γιὰ τοὺς μοναχούς, ποὺ χάνουν τὸν
μοναστικὸ προσανατολισμὸ καὶ τὸ δρόμο τους καὶ βγαίνουν γιὰ διάφορες αἰτίες – τὶς
περισσότερες ἀπὸ διαβολικὲς ἐνέργειες καὶ λογισμοὺς- στὸν κόσμο. Ἀρχίζουν νὰ ἔχουν
«σακκούλα», κασέλα, τηλέφωνο, αὐτοκίνητο, καταθέσεις στὴν τράπεζα, οἰκοτροφεῖο,
μικρὴ ἀδελφότητα κ.π.ἄ., γιὰ τὰ ὁποῖα τ’ ἀρχαῖα «Γεροντικὰ» καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ
Αἰτωλὸς δὲν εἶχαν καθόλου καλὴ γνώμη…»2.
* * *
Εἶναι ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία νὰ καλλιεργεῖ στοὺς
κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς τὸν ἱερὸ ζῆλο γιὰ νὰ διαφυλάσσεται ἡ παράδοση καὶ νὰ ἀναπτύσσεται
σὲ ὀρθόδοξη βάση τὸ ποιμαντικό της ἔργο.
Σημειώσεις:
1. Π. Β. Πάσχου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθήνα 1995, σελ.
87. 2. Αὐτόθι.
Ορθόδοξος
Τύπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου