Ὅταν
οἱ πολιτικοὶ κατεδαφίζουν
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς εἶναι ἀπογοητευμένος ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς ὅλων τῶν κομμάτων, γιατί ὅλοι τους νομοθετοῦν περιφρονώντας τὴν ἠθικὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντίθετα, εἶναι θερμοὶ ὑποστηρικτὲς τῶν ἁμαρτωλῶν «δικαιωμάτων» τῶν ἀνθρώπων. Τὰ θεωροῦν κορυφαῖα καὶ ἀποδεκτὰ ἀπὸ ὅλους τούς «δημοκρατικούς», τὴν ὥρα ποὺ μέσα στοὺς κόλπους τῶν κομμάτων τους ἐπικρατεῖ δικτατορία, ἀφοῦ γίνεται ὅ,τι ἐπιθυμεῖ ὁ ἀρχηγὸς καὶ καθένας ποὺ διαφωνεῖ διαγράφεται ἀπὸ τὸ κόμμα.
Κοντεύουμε νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴν ποικίλη δουλεία τῶν ἀνθρώπων
στὰ ἁμαρτωλά τους πάθη, τὶς διαστροφὲς καὶ τὶς παράλογες ἐπιθυμίες καὶ
παράλληλα νὰ ἀρνούμαστε τὸ ὄντως ὀρθό, τὸ λογικό, τὸ φυσιολογικό, τὸ ἀληθινὰ
δημοκρατικὸ καὶ γενικὰ καθετὶ ποὺ ἀνεβάζει πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο. Οἱ πολιτικοὶ
προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν νὰ ἀποδεχτοῦμε τοὺς ἀντιχριστιανικοὺς νόμους καὶ νὰ
συμπράξουμε. Λησμονοῦν ὅμως ὅτι μὲ τὴν ἀποχὴ μας ξεπερνοῦμε τὴν τσιμπίδα τῆς
ποινῆς καὶ μὲ τὴ δημόσια ἀντίδραση μένουμε ὄρθιοι. Γιὰ μᾶς οἱ ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου
εἶναι ἀνώτερες ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς νόμους. Τὴ συνείδησή μας τὴ διαμορφώνει ὁ ἠθικὸς
νόμος καὶ ὄχι ὁ κοσμικός. Ὁ πρῶτος εἶναι ἀμετάβλητος καὶ αἰώνιος, ἐνῷ ὁ
δεύτερος εἶναι ἐφήμερος καὶ συνεχῶς μεταβαλλόμενος, καθὼς ρυθμίζει ἀνάγκες τοῦ
σήμερα, ποὺ αὔριο δὲν θὰ ὑπάρχουν.
Ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς δὲν ἀνησυχεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ
οἱ ἀντιχριστιανικοὶ νόμοι προσωπικὰ δὲν τὸν ἀφοροῦν. Ἀνησυχεῖ ὅμως, γιατί ἐπηρεάζουν
τὸν ἀνυποψίαστο λαὸ ποὺ δὲν γνωρίζει πολλὰ πράγματα καὶ μὲ εὐκολία ἐμπιστεύεται
τὰ ὅσα οἱ πολιτικοὶ νομοθετοῦν, ὑπηρετώντας σκοπιμότητες καὶ ἰδεολογίες ποὺ
βλάπτουν τὴν πίστη. Ἔτσι ὁ κατὰ τὰ ἄλλα καλοπροαίρετος λαὸς ἀκολουθεῖ τὸ ρεῦμα
τῆς ἐποχῆς καὶ τὴν κοσμικὴ νοοτροπία, ποὺ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μεγάλη ἔλλειψη ἀξιῶν καὶ ἠθικῶν πολιτικῶν εἶναι ἡ αἰτία
ποὺ δὲν ἀντιμετωπίζονται ἐπιτυχῶς τὰ κακῶς κείμενα τῆς κοινωνίας μας. Ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στὰ προσόντα τῶν ἀρχόντων, πολιτικῶν ἀλλὰ καὶ
πνευματικῶν, τονίζει: «Ὁ ἄρχοντας δὲν ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν χλαμύδα καὶ τὴ ζώνη, οὔτε
ἀπὸ τὴ φωνὴ τοῦ κήρυκα ποὺ ἀναγγέλλει τὴν ἄφιξή του, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ὅτι ἀναζωογονεῖ
αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καταπονηθεῖ καὶ διορθώνει τὰ κακῶς ἔχοντα, τιμωρεῖ τὴν ἀδικία
καὶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ διώκεται τὸ δίκαιο ἀπὸ τὴν ἐξουσία». Καὶ συμπληρώνει τὴ
σκέψη του μὲ δύο ἀποφθεγματικὲς προτάσεις: «Ὁ ἄρχοντας δὲν πρέπει νὰ ὑπερέχει ἀπὸ
τοὺς ἀρχόμενους στὶς τιμές, ἀλλὰ στὶς ἀρετές». «Ὁ ἄρχοντας σ’ αὐτὸ κυρίως
πρέπει νὰ ἄρχει, δηλαδὴ νὰ νικάει μὲ τὴν ἀρετὴ του ἂν ὅμως νικιέται, δὲν εἶναι
πλέον ἄρχοντας».
Τὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς μας δὲν εὐνοεῖ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν
ἠθικὴ συγκρότηση καὶ εὐγενικὰ ὁράματα νὰ ἀναδειχτοῦν καὶ νὰ ἀναλάβουν πολιτικὴ ἐξουσία.
Ἔτσι παραμένουμε στὸ τέλμα τῆς ἠθικῆς παρακμῆς παρὰ τὰ πληθωρικὰ λόγια περὶ
προόδου καὶ ἀναβάθμισης τῆς ζωῆς τῶν πολιτῶν.
Ορθόδοξος Τύπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου