Πρόσφατα ένα τρίχρονο παιδί έβρισε κάποιον πολύ μεγαλύτερό του και τον αποκάλεσε «γλαμ…» -παιδική έκφραση- αντί του «βλαμ…». Εκ πρώτης όψεως, όταν ακούμε τα μωράκια να χρησιμοποιούν τέτοιες εκφράσεις, μας προκαλούν γέλιο. Σίγουρα από κάπου άκουσε να τη λένε και για να δείξει ότι ξέρει κι αυτός να συμπεριφέρεται σαν μεγάλος, ξεστομίζει αυτήν τη λέξη, ενώ είναι σίγουρο ότι δεν ξέρει ακόμη πού θα πρέπει να την χρησιμοποιεί. Ίσως και να είπε τη βρισιά αυτή για να τσιγκλήσει τον μεγάλο σε ηλικία άνθρωπο και να δει τελικά το πώς θα αντιδράσει εκείνος. Το συμπέρασμα είναι, πάντως, ότι αν δεν μπει φραγμός από τη μικρή ηλικία, θα γίνει συνήθεια στα παιδιά να βρίζουν. Και η τιμωρία δεν θα πρέπει να είναι φραστική του τύπου «θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα!», αλλά μια χειροπιαστή στέρηση όσο μεγάλη και αν θα είναι η φασαρία που θα μας δημιουργήσει το παιδί. Άμα δεν είμαστε αποφασισμένοι να του την επιβάλουμε, θα χάσουμε το παιχνίδι και θα δώσουμε λάθος μήνυμα στο παιδί.
Συχνά, ακούμε πολλούς Έλληνες να βρίζουν πολύ άσχημα τους άλλους, και μάλιστα, ορισμένοι από αυτούς μιλούν πολύ χυδαία, σχεδόν σε κάθε φράση τους, λένε και μια άσχημη λέξη. Αυτό το φαινόμενο δεν αποτελεί εκτόνωση δηλαδή, επειδή νευριάζουν, τους ξεφεύγει κάποια βρισιά, αλλά, το έχουν κάνει σύστημα. Η κατάσταση αυτή της επαναλαμβανόμενης χυδαιότητας δηλώνει έναν μορτισμό και μια μαγκιά που στο τέλος καταλήγει σε βαρεμάρα, όταν ακούς παθητικά τα ίδια και τα ίδια λόγια, χωρίς να μπορείς να αντιδράσεις. Έτσι, όμως, αυτοί που χρησιμοποιούν τέτοιου είδους λεξιλόγιο, φτάνουν πολλές φορές στην από-ονοματοποίηση, -ο όρος αυτός είναι καθαρά δικός μου- βρίζοντας συνέχεια, ο ένας τους άλλους και οι άλλοι τον έναν. Δηλαδή, από-ονοματοποίηση σημαίνει ότι παύουμε να μιλούμε με όμορφο τρόπο και δεν αποκαλούμε έναν άνθρωπο με το βαφτιστικό του, αλλά το αντικαθιστούμε με κάποια υποτιμητική λέξη ή με μια βρισιά. Για παράδειγμα, ακούμε από την σημερινή ελληνική νεολαία να χρησιμοποιεί, σχεδόν όλη την ημέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, να εκφωνεί την εθνική βρισιά, η οποία ακούγεται πολύ συχνά, σχεδόν κάθε λεπτό της ώρας, «ρε μ…!» αντί του ονόματος. Αυτή η νεολαία είναι σε μια διαρκή πλάνη.
Όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί είμαστε βαπτισμένοι με
τρεις καθόδους και με τρεις ανόδους στο αγιασμένο νερό της κολυμβήθρας. Αυτές
οι τρεις κάθοδοι και οι τρεις άνοδοι γίνονται υπέρ της Αγίας Τριάδος. Άρα, οι άνθρωποι
που λένε αυτήν την βρισιά, παίρνουν βαριά αμαρτία επειδή δείχνουν πολύ μεγάλη
αγένεια στο Θεό και μαζί μια μεγάλη ασέβεια στο όνομα του ανθρώπου. Η σημερινή
ελληνική νεολαία χρησιμοποίει αυτή την άσχημη λέξη στον υπέρτατο βαθμό, γιατί έτσι
την βολεύει πολλές φορές. Επίσης, την λέει κάνοντας και φιγούρα ότι γνωρίζει
και μπορεί να βρίζει. Όμως, η σημερινή νεολαία μας, όταν χρησιμοποιεί μόνον
αυτό το φτωχό λεξιλόγιο, μας φανερώνει ότι ξεχνάει τον όμορφο πλούτο που έχει η
Ελληνική γλώσσα! Πολλές φορές παρατηρούμε ότι η εθνική βρισιά λέγεται έτσι,
επειδή βολεύει και σαν να μην υπάρχουν άλλες εκφράσεις, για μία πιο γρήγορη και
για μια πιο άνετη συνομιλία μεταξύ πολλών ανθρώπων που χειρίζονται έτσι την γλώσσα
μας, με τελικό αποτέλεσμα να μιλούν πολύ λάθος και τελικά να δημιουργούν στερεοτυπικές
εκφράσεις που μπήκαν στην καθημερινότητά μας. Τη γλώσσα μας που είναι μία από τις πιο παλιές γλώσσες του κόσμου και
παγκόσμια καταξιωμένη με μεγάλο λεξιλογικό πλούτο, την καταντήσαμε πολύ φθηνή
και τυποποιημένη, σαν να τη βάζουμε σε καλούπια με αυτές τις άσεμνες εκφράσεις
μας.
Επειδή λοιπόν η κατάσταση αυτή τείνει να καθιερωθεί
και, πολύ φοβάμαι, πάει να παγιωθεί, θα πρέπει άμεσα να αντιδράσουμε! Ίσως,
μπορούμε με έναν πλάγιο και έξυπνο τρόπο να περάσουμε πολλά μηνύματα στους
νέους μας, όταν τους ακούμε να συμπεριφέρονται ως «αλητάκια», αφού δεν ξέρουμε
το γιατί ακριβώς βρίζουν, ούτε καν τί τα οδηγεί το «βρισυμοσιλίκι» τους. Διότι
δεν θα πρέπει, σε καμιά περίπτωση να τους φερθούμε σαν να είμαστε θυμωμένοι και
εκνευρισμένοι, για αυτήν την απρεπή συμπεριφορά τους. Για παράδειγμα, σαν μια
σπίθα που μας άναψε στον νου και ως μια ξαφνική ιδέα που μας ήρθε εκείνη την
ώρα, που ακριβώς δεν τους μειώνει, θα ήταν ο επόμενος: «Φίλτατέ μου, δεν ακούω
τα ονόματα των φίλων σου!» ή «Αγαπητέ μου, πόσο θα ήθελα να γνωρίζω τα
βαφτιστικά σας!». Σε κανένα ενδεχόμενο δεν πρέπει να υψωθεί ο τόνος της φωνής
μας, ούτε για μισό δευτερόλεπτο! Αν δεν δείξουμε πολύ ήρεμοι στους νέους μας,
θα έχουμε χάσει τον πόλεμο! Και δυστυχώς, σε διαφορετική περίπτωση ίσως να
εθελοτυφλούμε, δηλαδή να αδρανούμε και τελικά μπορεί να είμαστε οι αιώνιοι
ηττημένοι εμείς οι μεγάλοι σε ηλικία. Σε κάθε τέτοιο περιστατικό θα δηλώσουμε την
αδυναμία μας να το αντιμετωπίσουμε με νηφαλιότητα! Αυτό το τελευταίο, θεολογικά
τουλάχιστον, μάλλον, εάν δεν το εξομολογηθούμε, είναι ένα πολύ κακό παράδειγμα,
επειδή ακριβώς, δεν θα έχουμε συζητήσει με τα νεαρά άτομα, ότι δεν πρέπει να
μπαίνουν στην διαδικασία της από-ονοματοποιήσεως!
Δεκέμβριος 2021.
Σωτήρης Ι. Στυλιανού.
Βιβλιοθηκονόμος, Νομικός και Θεολόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου