ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΤΗΝ ΧΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟ 1566 ΕΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ
1822 - 1828
Οι
αρπακτικές διαθέσεις των Ευρωπαίων περιηγητών και η λεηλασία και πυρπόλησή τους
από τους Τούρκους
Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος
καθηγητής
3ο μέρος -
τελευταίο
Ο Λέοντας Αλλάτιος και το ενδιαφέρον του για αγορά και αντιγραφή θεολογικών χειρόγραφων από τη Χίο
Ο Λέοντας Αλλάτιος (1587 -1669), Χίος στην καταγωγή, υπήρξε
Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος και ένας από τους σημαντικότερους λόγιους της εποχής
του. Το μεγαλύτερο μέρος του βίου του το έζησε στη Ρώμη. Προκειμένου να
πλουτίσει την προσωπική βιβλιοθήκη του και αργότερα την Βατικανή, της οποίας
διετέλεσε Διευθυντής (1661 -1669), επιθυμούσε να ανεύρει σπάνια χειρόγραφα.
Ιδιαιτέρως ενδιαφερόταν για αγορά χειρογράφων από τη Χίο, καθώς το νησί της
ιδιαίτερης πατρίδας του είχε πληθώρα από αυτά. Όταν αυτά είχαν υψηλή τιμή ή δεν
πωλούνταν από τους κατόχους τους, ζητούσε την αντιγραφή τους. Ενδιαφερόταν τόσο
για παλαιούς κώδικες όσο και για νεώτερα έργα, κυρίως θεολογικού περιεχομένου163. Σε επιστολή του από τη
Χίο ο Ιωάννης Λιγαρείδης στις 1 Σεπτεμβρίου 1637 γράφει προς τον Λ. Αλλάτιο:
«δηα της νηα μονης την ηποθεση και δηα του μάμουκα και δηα αλλες ηποθέσεις οπου
μου γραφεις θελο καμη πασα πραμα μονο μη με βιαζης παρακαλο σε»164. Κατά τον Θωμά
Παπαδόπουλο οι φράσεις αυτές υπονοούν κατόχους χειρογράφων, για τα οποία
ενδιαφερόταν ο Αλλάτιος165.
Άγνωστο όμως είναι το τι ακριβώς αφορούσε η υπόθεση της Νέας Μονής.
Από επιστολή του ιερομονάχου και Πρωτοσυγκέλου Γρηγορίου του
Μυρμηγκουσιανού166 στις
12 Σεπτεμβρίου 1646 προς τον Αλλάτιο πληροφορούμαστε ότι ο δεύτερος αναζητούσε
να αγοράσει ή να του αντιγράψουν: α) τα άπαντα του Αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης,
β) ερμηνεία στο βιβλίο του Ιώβ από 15 Πατέρες (προφανώς ερμηνευτική σειρά - Catena), γ)
τα απόρρητα της θείας Γραφής του Θεοδωρήτου, δ) τις παραινέσεις του
Αντιόχου, ε) τα άπαντα του Νείλου
Θεσσαλονίκης, στ) λόγους του Γεωργίου Νικομηδείας, ζ) ερμηνεία στο Ψαλτήριον.
Για τα άπαντα του Αγίου Συμεών τον ενημερώνει ότι οι κάτοχοι του χειρογράφου
ζητούν πολλά, προκειμένου να το πωλήσουν, ενώ το βιβλίο του Ιώβ δεν πωλείται,
αλλά θα δοθεί η άδεια από τον κάτοχό του να αντιγραφεί, αν το χρειάζεται πολύ ο
Αλλάτιος. Για τα υπόλοιπα τού γράφει ότι «ευρίσκονται» και «είναι δυνατόν να
μεταγραφθούσι»166α,
δηλαδή να αντιγράφουν . Δεν
προσδιορίζει όμως σε ποιες βιβλιοθήκες ευρίσκονται, δηλαδή αν είναι μοναστηριακές ή ναών ή ιδιωτικές ή σχολών.
Αναζητήσαμε στον κατάλογο που ο Μιχαήλ Φουρμόντ συνέταξε το 1729 για τη
βιβλιοθήκη της Νέας Μονής και εντοπίσαμε ότι σ’ αυτήν υπήρχαν: η ερμηνεία στο
βιβλίο του Ιώβ, τα άπαντα του Νείλου Θεσσαλονίκης, και η ερμηνεία στο
Ψαλτήριον. Πολύ πιθανό το «ευρίσκονται», που γράφει ο ιερομόναχος Γρηγόριος, να αναφέρεται στη Νεαμονική
βιβλιοθήκη. Την οποία, όπως προαναφέραμε, τη γνώριζε πολύ καλά, αφού ενδιέτριβε
σ’ αυτήν, ιδίως τον καιρό που ήταν εκεί ιερομόναχος, αλλά και ηγούμενός της
κατά τη μαρτυρία του Αλλατίου167.
Δεν αποκλείεται να υπήρχαν τότε και τα άλλα χειρόγραφα που αναφέρονται, αλλά
μέχρι το 1729 είτε να αφαιρέθηκαν είτε να καταστράφηκαν. Αν αληθεύει η
προαναφερθείσα εικασία μας ότι ο Φουρμόντ πιθανότατα δεν κατέγραψε όλο το
περιεχόμενο της Νεαμονήσιας βιβλιοθήκης, μπορεί να υπήρχαν εκεί και το 1729
αλλά να συμπεριλαμβάνονταν σ’ αυτά που δεν του επέδειξαν ή δεν τον άφησαν να
καταγράψει. Εδώ να προσθέσουμε επίσης ότι τουλάχιστον ένας λόγος του Γεωργίου
Νικομηδείας υπήρχε στη βιβλιοθήκη της Μονής του Αγίου Μηνά. Ας μην ξεχνάμε ότι
και άλλα Χιακά μοναστήρια είχαν χειρόγραφα, αλλά δεν γνωρίζουμε τους τίτλους
τους, αφού δεν έχει διασωθεί άλλος κατάλογος εκτός του Φουρμόντ, ο οποίος αφορά
μόνο τη Νέα Μονή και τον Άγιο Μηνά.
Ο Αλλάτιος την ίδια εποχή
ενδιαφερόταν εξαιρετικά να αποκτήσει χειρόγραφα σχετικά με τους τρεις Οσίους,
τους ιδρυτές της Νέας Μονής. Ο ιερομόναχος Γρηγόριος Μυρμηγκουσιανός σε
επιστολή του προς τον Αλλάτιο τού επιβεβαιώνει αφενός ότι ο ιδιοκτήτης των
χειρογράφων δεν τα πουλούσε και αφετέρου ότι θα αναλάμβανε να του τα αντιγράψει
δωρεάν, αν ο Αλλάτιος του έστελνε από την Ιταλία βιβλία που επιθυμούσε και δεν
υπήρχαν στη Χίο168. Είναι
λογικό να υποθέσουμε ότι αν υπήρχαν τα συγκεκριμένα χειρόγραφα στη βιβλιοθήκη
της Νέας Μονής ο Γρηγόριος θα έσπευδε να τα αντιγράψει εκεί, αφού ως πρώην
ηγούμενός της θα είχε το ελεύθερο να το πράξει και δεν θα χρειαζόταν την άδεια
του κατόχου τους. Παράλληλα όμως να υπενθυμίσουμε ότι υπήρχε σ’ αυτήν ένα αχρονολόγητο κείμενο που η τότε μορφή του
ανάγεται από τους ειδικούς στις αρχές του 16ου αιώνα, που διηγιόταν τον
Βίο των Οσίων Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ, το οποίο και χρησιμοποίησε ο Όσιος
Νικηφόρος το 1802 για να συντάξει την ακολουθία των τριών Οσίων και την ιστορία
της Νέας Μονής. Προφανώς αυτά που ενδιέφεραν τον Αλλάτιο ήταν αρχαιότερα αυτού
που διατηρούνταν στη Νεαμονική βιβλιοθήκη και ήταν τότε πρόσφατα συνταγμένο ή
αντιγραμμένο. Όμως η απουσία παλαιοτέρων Βίων των τριών Οσίων αποτελεί έμμεση
ένδειξη – μαζί με τις ήδη προαναφερθείσες – ότι στο πέρασμα των αιώνων υπήρχαν
απώλειες χειρογράφων από τη Νεαμονική βιβλιοθήκη. Πώς θα ήταν δυνατόν οι
μοναχοί της να είχαν παραβλέψει να θησαυρίσουν σ’ αυτήν όλα τα παλαιότερα χειρόγραφα
έργα που αφορούσαν τους Οσίους της Μονής τους; Είναι αδιανόητο να πιστέψουμε
ότι μόλις στις αρχές του 16ου αιώνα, απέκτησε τον Βίο
των Οσίων της μία Μονή που υπήρχε από τον 11ο αιώνα.
Τα προς πώληση χειρόγραφα, για τα
οποία ενδιαφερόταν ο Αλλάτιος, προέρχονταν από ιδιωτικές βιβλιοθήκες, όπως αυτή
του νοταρίου Γεωργίου Μιχαήλ Μάμουκα169.
Στις 26 Απριλίου 1645 ο Πέτρος Φαγγόνης έγραψε από τη Χίο στον εξάδελφό του
Λέοντα Αλλάτιο ότι πρέπει να τον ενημερώσει με κατάλογο, που θα του αποστείλει
από τη Ρώμη, για το ποια χειρόγραφα τον ενδιαφέρουν. Τον πληροφορεί ότι ίσως
μπορέσει να βρει κάποια από αυτά από μοναχούς που κυκλοφορούσαν εκείνη την
εποχή στη Χίο170.
Ολοφάνερα εδώ δεν πρόκειται για μοναχούς των Μονών της Χίου, αλλά για
εμπερίστατους που πρόσφατα είχαν έλθει στο νησί. Κατά τη γνώμη μας αυτοί θα
πρέπει να ήταν πρόσφυγες από την Κρήτη, καθώς το 1645 οι Τούρκοι άρχισαν την
κατάκτηση του νησιού. Μεταξύ των λίγων αποσκευών τους θα είχαν και δύο τρία
χειρόγραφα από την προσωπική τους βιβλιοθήκη, τα οποία ευρισκόμενοι τώρα σε
δεινή οικονομική θέση ζητούσαν να πουλήσουν.
Σύμφωνα με τον Ν. Φορόπουλο, ο
Αλλάτιος πολλές φορές ζητούσε από τον πρωτοσύγκελο Γρηγόριο Μυρμηγκουσιανό με
επιστολές του να του προμηθεύσει χειρόγραφα που αναζητούσε, υποσχόμενος ότι θα
του προμήθευε κι εκείνος με τη σειρά του άλλα χειρόγραφα που ενδιέφεραν τον
Γρηγόριο171. Αλλά αυτό
δεν συνέβαινε πάντοτε. Σε επιστολή του προς τον Λέοντα τον Αλλάτιο ο Γρηγόριος
στις 2 Ιανουαρίου του 1643, του είχε ζητήσει τα άπαντα του Αγίου Κυρίλλου
Αλεξανδρείας172, όπως
προαναφέραμε σε άλλο σημείο της παρούσας μελέτης. Όμως στις 25 Μαρτίου 1654 ο
Γεώργιος Κορέσσιος ζητάει από τον Αλλάτιο και πάλι τα άπαντα του Αγίου Κυρίλλου
Αλεξανδρείας, για τη βιβλιοθήκη της Σχολής των Αγίων Αναργύρων173. Τη Σχολή διεύθυνε, αλλά
και δίδασκε σ' αυτήν ο ιερομόναχος
Γρηγόριος Μυρμηγκουσιανός, ο οποίος, αν τα είχε μέχρι τότε λάβει, δεν θα
προέτρεπε τον Γεώργιο Κορέσσιο να τα ξαναζητήσει.
Εδώ να σημειώσουμε ότι ο ιερομόναχος Γρηγόριος ήταν κληρικός εξαιρέτου
ήθους, ανιδιοτελής, φιλόπατρις και με αγνό ζήλο για την πρόοδο της παιδείας στο
νησί της Χίου. Διευκόλυνε τον Αλλάτιο στην εξεύρεση χειρογράφων, τα οποία
πωλούνταν μόνο από ιδιώτες. Επειδή ο ίδιος ήταν εξαιρετικός αντιγραφέας
χειρογράφων, ο Αλλάτιος επέμενε να αναθέτει σ' αυτόν το κοπιώδες αυτό έργο,
γιατί γνώριζε ότι θα το αναλάβει ευσυνείδητα και το κείμενο που θα έλθει στα
χέρια του θα είναι αξιόπιστο.
Γενικές
πληροφορίες για την τύχη των μοναστηριακών Βιβλιοθηκών στην Χίο την περίοδο 1822 -1828
Εκτός από τα χειρόγραφα οι Μοναστηριακές βιβλιοθήκες
περιείχαν και μικρό ή μεγάλο αριθμό από έντυπα βιβλία. Αυτά όμως ως νεώτερα και
ήδη υπάρχοντα στην Ευρώπη – αφού εκεί τυπώνονταν σχεδόν όλα τα ελληνικά βιβλία
– δεν ενδιέφεραν καθόλου τους περιηγητές. Έτσι σπάνια αναφέρονται στην ύπαρξή
τους, αλλά και σπανιότερα ασχολούνται με την έρευνά τους. Γι’ αυτό και δεν
έχουμε μια σαφή εικόνα για τον αριθμό τους και τους τίτλους τους, παρά μόνο σποραδικές
ειδήσεις. Όμως η παρουσία από τη μία τόσων χειρογράφων, από την άλλη λογίων
μοναχών, αλλά και το ιδιαίτερα εύπορο του νησιού, καθώς και η έντονη παρουσία
του σε όλα τα εκκλησιαστικά γεγονότα και τα θεολογικά γράμματα – σε συνδυασμό
και με όλα
τα στοιχεία της παρούσας μελέτης – δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης για την
παρουσία ενός αξιόλογου αριθμού εντύπων βιβλίων στις Μονές του.
Το μεγαλύτερο μέρος των
βιβλίων και των χειρογράφων των μοναστηριακών και των άλλων εκκλησιαστικών
βιβλιοθηκών του 1822 έγινε ‘‘τροφή’’ στην ακόρεστη ‘‘όρεξη’’ των πυρκαγιών, που
άναψε ο τουρκικός φανατισμός. Για την κοινή μοίρα, που είχαν τόσο οι
Μοναστηριακές βιβλιοθήκες, όσο και η βιβλιοθήκη της Σχολής της Χίου, αλλά και
οι ιδιωτικές, μπορεί να μας δώσει μια γεύση το παρακάτω πολύ χαρακτηριστικό
απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Χριστόφορου Καστάνη. Αυτό αφορά την
καταστροφή της βιβλιοθήκης του σπιτιού του από ένα Τούρκο, που ως συνήθως δεν
αρκέστηκε μόνο να κλέψει ό,τι πολυτιμότερο βρήκε μέσα στο σπίτι. Αναφέρει λοιπόν
ο Χ. Καστάνης : «Η βιβλιοθήκη μας, την οποία εκύταξε (ο Τούρκος) σαν την
έμπνευση των εχθρών του, δέχθηκε επίθεση με ασυνήθιστο μίσος. Έσυρε το
γιαταγάνι του και ακρωτηριάζοντας αυτά (τα βιβλία), διέταξε τους φυλακισμένους
του (δηλαδή Χιώτες που είχε σκλαβώσει) ν' ανάψουν με τα φύλλα τους μια φωτιά,
να καύσουν το σπίτι»174.
Χειρόγραφα και έντυπα βιβλία
διασώθηκαν λίγα σε σύγκριση με τα συγκεντρωθέντα στο νησί προ του 1822. Οι
Τουρκικοί εμπρησμοί ήταν τόσο πολλοί, που κατέστρεψαν τα περισσότερα από αυτά.
Αλλά και οι λεηλασίες ήταν τόσο συστηματικές, που διασκόρπισαν τα υπόλοιπα
εκτός της Χίου. Εδώ να επισημάνουμε ότι την τραγωδία της σφαγής του 1822,
επακολουθήσαν νέα δεινά μετά την αποτυχημένη επιχείρηση του Γάλλου φιλέλληνα
συνταγματάρχη Κάρολου Φαβιέρου να καταλάβει το νησί το 1827. Σ’ αυτούς τους
λόγους πρέπει να προστεθεί και η σχεδόν ολοκληρωτική ερήμωση του νησιού από το
1822 έως τουλάχιστον το 1828, στο οποίο παρέμειναν από τους 100.000 κατοίκους
του ελάχιστοι, που δεν ξεπερνούσαν τις 3.000.
Μόνο μικρή μειοψηφία από
τον πλούτο των βιβλιοθηκών διασώθηκε. Αυτό οφειλόταν στις ακόλουθες
αιτίες: α) Είτε στο ότι διέφυγαν της
προσοχής των λεηλατούντων – και αυτές υπήρξαν σπάνιες περιπτώσεις – καθώς οι
λεηλασίες διήρκεσαν επί μακρό χρονικό διάστημα στο σχεδόν εγκαταλελειμμένο
νησί. β) Είτε γιατί κάποια βιβλία φυγαδεύθηκαν από τους μοναχούς, ιερείς ή
άλλους χριστιανούς έξω από το νησί. Αυτή όμως η περίπτωση αφορά ελάχιστα
τεμάχια, τα οποία είχαν και ιερό χαρακτήρα, όπως Ευαγγέλια. Ήδη προαναφέραμε
τέτοιο παράδειγμα, αυτό της περιπτώσεως της Μονής Μουνδών. γ) Κάποια κρύφθηκαν
από τους κατόχους τους σε κρύπτες ή σε άλλα σημεία, που δεν θα θεωρούνταν
πιθανά για να ερευνηθούν.
Σίγουρα όμως σε σημαντικό αριθμό ανέρχονται τα χειρόγραφα και τα
έντυπα βιβλία που λεηλατήθηκαν από τους Τούρκους. Βεβαίως οι Τούρκοι δεν τα
άρπαξαν από φιλομάθεια, αφού ούτε ελληνικά γνώριζαν να διαβάζουν, τη στιγμή που
ούτε καν τη δική τους αραβική γραφή οι περισσότεροι δεν γνώριζαν. Ο λόγος που
τους παρακίνησε να τα αφαιρέσουν από τις ελληνικές βιβλιοθήκες δεν ήταν άλλος
από την ανεξάντλητη δίψα που αισθανόταν αυτό το κράμα δολοφόνων και
πλιατσικολόγων για το άκοπο χρήμα, που θα εξασφάλιζε η πώλησή τους. Τα
περισσότερα από αυτά θα πρέπει να μεταφέρθηκαν στη Μικρά Ασία απ’ όπου προερχόταν
και ο μεγάλος όγκος των τουρκικών ορδών, που αποβιβάσθηκαν στη Χίο για σφαγές
και λαφυραγωγία. Άλλα από αυτά κλάπηκαν, λόγω του πολυτελούς δεσίματός τους,
όπως Ευαγγέλια με χρυσά και ασημένια καλύμματα κ.ά., προκειμένου να πουληθούν
αργότερα σε Έλληνες. Ας αναφέρουμε ένα σχετικό γεγονός. Το 1827 ή 1828 ο
Θεόδωρος Βουρουκλής ή Βουρουκλάς αγόρασε από τους Οθωμανούς του Κάστρου της
Χίου ιερά λείψανα Αγίων και κειμήλια Μονών και ναών της Χίου που αυτοί είχαν
αρπάξει. Μεταξύ αυτών ήταν και «ένα Ευαγγέλιο, δεμένον με κατιφέ και
διακοσμημένον στις τέσσερις γωνίες με εξαπτέρυγα από ασήμι»175.
Τα χειρόγραφα και τα έντυπα βιβλία
που έπεσαν ως λεία στα χέρια Οθωμανών, που υποψιάζονταν την υλική τους αξία,
μπορούμε να πούμε ότι είχαν καλύτερη τύχη, γιατί δεν καταστρέφονταν. Αυτά με
τις διαδοχικές αγοραπωλησίες κατέληξαν σε διάφορους τόπους και σε διαφορετικά
πρόσωπα, κυρίως Έλληνες, καθώς αυτοί θεωρούσαν ηθικό χρέος τους να τα αγοράσουν
κι έτσι να τα απομακρύνουν από τα βέβηλα χέρια των κλεπτών τους. Οι αγοραστές
είτε τα δώριζαν σε κάποια Μονή, Ναό, σχολείο είτε τα κρατούσαν για προσωπική
τους χρήση. Ο Χιακής καταγωγής Επίσκοπος Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Γρηγόριος
Φωτεινός, στα Απομνημονεύματά του μας διασώζει ένα σχετικό περιστατικό. Ο
εγκατεστημένος στην Πάτμο, πλοίαρχος Δημήτριος Δώριζας από την Κεφαλληνία,
βρέθηκε στην Αλικαρνασσό. Μια ημέρα παρατήρησε στον δρόμο ένα Τουρκαλβανό, που
φορούσε στα πόδια του επιμάνικα
ιερατικά χρυσοκέντητα. Βλέποντας τον Έλληνα καπετάνιο να ενδιαφέρεται του είπε
: «Βλέπεις αυτά τα θρησκευτικά σου αντικείμενα;
Έχω και άλλα προς πώλησιν». Ο Τουρκαλβανός αυτός είχε πάρει μέρος στη
λεηλασία του Μητροπολιτικού οίκου
και είχε αρπάξει απ’ αυτόν βιβλία και ιερά άμφια, που ανήκαν στον
απαγχονισθέντα από τους Τούρκους Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Χίου Πλάτωνα. Ο Δ.
Δώριζας αγόρασε αντί του ποσού των 150 γροσίων, εκτός από τα επιμάνικα και ένα
μανδύα αρχιερατικό, τρία μη εκκλησιαστικά βιβλία και 16 εκκλησιαστικά
βιβλία, και συγκεκριμένα δώδεκα Μηναία, Τριώδιον, Πεντηκοστάριον,
Απόστολον και Ευαγγέλιον. Τα εκκλησιαστικά βιβλία τα δώρισε στο ναό της
Αλικαρνασσού, ο οποίος τα είχε ανάγκη. Τα υπόλοιπα τα έφερε στην Πάτμο176.
Εδώ ας μας επιτραπεί μια μικρή παρέκβαση. Προσωπική βιβλιοθήκη είχε στον Μητροπολιτικό οίκο ο Εθνομάρτυς
Μητροπολίτης Πλάτων. Σαφής απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί το ανωτέρω
περιστατικό. Με βάση αυτή τη μαρτυρία τα περισσότερα βιβλία της βιβλιοθήκης του
Εθνομάρτυρος θα ήταν εκκλησιαστικά, αλλά υπήρχαν σ’ αυτήν και από την έξωθεν
γραμματεία. Ο ίδιος εξάλλου υπήρξε λόγιος ιεράρχης και ευρυμαθής, με μεγάλη
αγάπη για τα βιβλία. Άλλη ένδειξη για την ύπαρξή της είναι οι πληροφορίες για
το ότι ο Πλάτων υπήρξε συχνά συνδρομητής για την εκτύπωση νέων βιβλίων,
αντίγραφα των οποίων θα διατηρούσε σ’ αυτήν τη βιβλιοθήκη. Ενδεικτικά ας
αναφέρουμε ότι το 1819 ήταν συνδρομητής
για την έκδοση του έργου «Ιστορία της Παλαιάς Γραφής», που αποτελούσε μετάφραση
του Γερμανικού πρωτότυπου από τον Αγιασσιώτη ιερομόναχο Γρηγόριο Καλαγάνη, και
τυπώθηκε στη Βιέννη το 1819 -1821177.
Συνέχισε μάλιστα να συνεισφέρει στην έκδοση νέων βιβλίων μέχρι το 1821, που
κρατήθηκε ως όμηρος από τους Τούρκους. Εκείνη τη χρονιά δημοσιεύθηκε ότι « ο πανιερώτατος Μητροπολίτης άγιος Χίου
κύριος Πλάτων» ήδη από τον
Οκτώβριο του 1820 είχε δηλώσει συνδρομητής για την έκδοση των έργων του
Μεγάλου Βασιλείου και του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που ετοιμαζόταν στο
Ιάσιο178. Δεν αποκλείεται
στον Μητροπολιτικό οίκο να διατηρούνταν και τα βιβλία των προκατόχων του
Πλάτωνος, όπως του Διονυσίου (1798 – 1819), ο οποίος γνωρίζουμε ότι είχε εγγραφεί
για 5 τεμάχια, ως συνδρομητής για την εκτύπωση του έργου του Αγίου Αθανασίου
του Παρίου «Επιτομή των θείων της πίστεως Δογμάτων». Ο Μητροπολιτικός οίκος το
1822 ήταν κτίσμα πλησίον του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Βασιλείου των Πετροκοκκίνων και
αποτελούσε την κατοικία του Μητροπολίτη για όλο το έτος, πλην των θερινών μηνών179.
Υπήρξαν και περιπτώσεις βιβλίων που
αρπάχθηκαν ως λάφυρα, για να ενθυμίζουν στον Τούρκο που τα υπεξαίρεσε το
‘‘κατόρθωμά’’ του, και να διαιωνίζεται και στους απογόνους τους η ιδέα της
ανωτερότητας και της κυριαρχίας των Οθωμανών έναντι των άπιστων γκιαούρηδων.
Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ένα βιβλίο, που σήμερα ανήκει στο
Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο. Το βιβλίο αυτό που περιέχει ένα από τα 49 βιβλία
της Παλαιάς Διαθήκης, το «Άσμα Ασμάτων», πριν από τη σφαγή ανήκε στον Παύλο
Μαυρογορδάτο. Από το σπίτι του το έκλεψε, μαζί με ποιος ξέρει τι άλλα
αντικείμενα, ένας Τούρκος της Χίου. Θεώρησε λοιπόν καλό ο “αξιότιμος”
κλέπτης «αφού εζωγράφισε την
''αυθεντία'' του στο πρώτο φύλλο του βιβλίου, έγραψε δίπλα της : “ Το παρόν
βιβλίο ανήκει εις εμέ, τον Ισλάμ Καρά Μουσά Αγά τον Χίον. Όστις τολμήση να λάβει
και να αφαιρέση αυτό, από εμέ, το ξίφος μου θα κόψη την κεφαλήν του. Ούτως
απεφάσισα την ημέρα που εσφάξαμεν και εκρεμάσαμεν τους απίστους Χίους, το
1237”»180.
Από βιβλιοκρισία του Γ. Ι. Θεοχαρίδη πληροφορούμαστε ότι ο Κώδικας
Α του 17ου αιώνα της προσωπικής βιβλιοθήκης του Κωνσταντίνου
Αμάντου, ο οποίος περιέχει τη Χρονογραφία Ιωάννου Μαλαξού, είχε αγορασθεί από
τον Πανεπιστημιακό αυτό καθηγητή από κάποιο χωρικό στη Χίο181. Η πληροφορία αυτή αποτελεί ένα μόνο στοιχείο που
φανερώνει τον διασκορπισμό του περιεχομένου των χιακών βιβλιοθηκών,
εκκλησιαστικών και άλλων. Εκατό και πλέον έτη μετά την καταστροφή του 1822 και
ένας πολύτιμος Κώδικας αποκαλύπτεται από τον Άμαντο στα χέρια ενός κατοίκου του
νησιού, ο οποίος μας είναι άγνωστο πώς ήλθε στην κατοχή του ή από πού τον είχε
περισυλλέξει αυτός ή κάποιος από τους προγόνους του.
Παρά
την διάδοση των εντύπων βιβλίων στα τουρκοκρατούμενα ελληνικά εδάφη, όπως η
Χίος, μέχρι και τον 19ο αιώνα συνέχιζαν να αντιγράφονται, ιδίως από
μοναχούς και ιερωμένους, με το χέρι παλαιότερα χειρόγραφα τόσο για να αυξηθούν
αριθμητικά, αλλά και για να διασωθούν από τη φθορά του χρόνου και της χρήσεως.
Τα χειρόγραφα αυτά χρησιμοποιούνταν καθημερινά από τους κατόχους τους, οι
οποίοι συνήθιζαν να αναγράφουν σε αυτά και το όνομά τους, αλλά και τον χρόνο
κτήσεως από αυτούς του χειρόγραφου αυτού βιβλίου. Ας αναφέρουμε δυο
παραδείγματα. Σε χειρόγραφο μαθηματάριο εκκλησιαστικής μουσικής των αρχών του
18ου αιώνα διαβάζουμε το ακόλουθο κτητορικό σημείωμα: «Μελετίου
ευτελούς ιερομονάχου και ηγουμένου εκ πόλεως Χίου»182. Το χειρόγραφο αυτό βιβλίο εκμάθησης βυζαντινής
μουσικής ανήκε στην προσωπική βιβλιοθήκη του ιερομονάχου Μελετίου, καταγόμενου
από την πόλη της Χίου και ηγουμένου σε κάποιο μοναστήρι. Δυστυχώς δεν ανέγραψε
το όνομα της Μονής του – για να γνωρίζουμε αν αυτή βρισκόταν στη Χίο ή εκτός
αυτής – ούτε το οικογενειακό του επίθετο183.
Είναι όμως πιθανό ότι, αν βρισκόταν σε Μονή εκτός του νησιού, θα ανέγραφε τον
ευρύτερο τόπο καταγωγής του, δηλαδή «εκ Χίου». Το 1708 -1709 και το 1716 στη
Μονή Μουνδών ηγούμενος ήταν ο Μελέτιος Κλουμάσης184. Δεν αποκλείεται λοιπόν να ανήκε σε αυτόν το
χειρόγραφο μαθηματάριο εκκλησιαστικής μουσικής. Για να γίνει όμως η εικασία
βεβαιότητα, τουλάχιστον θα έπρεπε να διασώζονται όλοι οι κατάλογοι ηγουμένων
των Μονών της Χίου για τις αρχές του 18ου αιώνα. Το χειρόγραφο αυτό
διαφυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Χίου «Αδαμάντιος Κοραής».
Σε
άλλο παλαιότερο χειρόγραφο κώδικα Μηναίου διαβάζουμε το ακόλουθο κτητορικό
σημείωμα: «Τέλος σύν / Θ(ε)ῶ τοῦ μαΐου /
μηνός, / μη(νί) αὐ(γού)στ(ω) ἰνδ. ε' / ἔτ(ους) Ϛψ/ πε'· - / + τόν δακτύλ(οις)
γράψαντ(α) / τῶ πόθ(ω) κεκτημένω / τόν ἀναγινώσκοντ(α) / ἐν προθυμία, φύλαττε
τούτους τρι/ άς ἡ τρισολβία + + ὁ εὐτε(λ)ής ἱερε(ύς) καί κληρικός τῆς ἁγιωτάτης
ἐπισκοπῆς / Χίου, ὁ καί γρα(φεύς) ᾿Ιω(άννης) ὁ Κριτά(;)ης»185. Ο αντιγραφέας
του χειρογράφου Ιωάννης Κριτά(κ)ης (;), ιερέας της επισκοπής Χίου, σημειώνει
στο φύλλο 41v ότι με τη
βοήθεια του Θεού η αντιγραφή τελείωσε τον Αύγουστο του 6785 από κτίσεως κόσμου,
δηλαδή το 1277 μ. Χ. Εύχεται η Αγία Τριάδα να φυλάττει τον αντιγραφέα, που με
τα δάκτυλά του έγραψε το κείμενο, αλλά και αυτόν που με πόθο απέκτησε τον κώδικα
αυτό, και τέλος αυτόν που αναγιγνώσκει με προθυμία το κείμενο του Μηναίου. Ο
κώδικας φυλάσσεται στην βιβλιοθήκη της Αγιορείτικης Μονής Χιλανδαρίου.
Διασπορά Χιακών εκκλησιαστικών χειρογράφων στον
Ευρωπαϊκό χώρο
Το ενδιαφέρον των Ευρωπαϊκών χωρών να πλουτίσουν τις βιβλιοθήκες
τους με ελληνικά χειρόγραφα ήταν ζωηρό ήδη από το 15ο αιώνα και
εντεινόταν με το πέρασμα των αιώνων. Εκείνη την εποχή (δεύτερο τέταρτο του 15ου
αιώνα) ο Κυριακός ο εξ Αγκώνος της Ιταλίας (1391 – 1453/55), έμπορος,
αρχαιολάτρης, αλλά και συλλέκτης αρχαιοτήτων χρησιμοποιούσε τη Χίο ως βάση για
να συγκεντρώνει ελληνικά χειρόγραφα, νομίσματα, αγάλματα κ.ά. προτού τα
μεταφέρει στη Δύση. Η φιλία που διατηρούσε με τον Χιογενοβέζο διοικητή της Χίου
Andreolo Giustiniani και τον επίσης Χιογενοβέζο Ανδρεόλο Μπάνκα διευκόλυνε στο
έργο του186.
Το 1546 – 1550, μόλις 16 έτη πριν ξεκινήσει η Τουρκοκρατία στη
Χίο, ο Γενουατοχίος Άγγελος Γαριβάλδης Ιουστινιάνης περιόδευε στις
Τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές «προς συλλογήν ελληνικών και λατινικών προ
πάντων χειρογράφων, πωλουμένων τότε εκεί αντί ευτελεστάτης τιμής»187. Τα συλλεγέντα τα
μετέφερε στη Γένοβα, όπου και τα κατέθεσε στη βιβλιοθήκη του Ιουστινιάνειου
οίκου. Εκεί ήδη είχαν συγκεντρωθεί και άλλοι σπάνιοι χειρόγραφοι κώδικες, που
κατά καιρούς δώριζαν άλλοι Ιουστινιάνες από τη Χίο188.
Η αγορά, η μεταφορά, η κλοπή, αλλά και η αντιγραφή χειρογράφων με
προορισμό το εξωτερικό συνεχίσθηκε μέχρι και τον 19ο αιώνα. Συνέπεια
αυτού είναι να ευρίσκονται πολλά χειρόγραφα από Χιακές βιβλιοθήκες,
εκκλησιαστικές ή μη, διασκορπισμένα ανά τον κόσμο, κυρίως όμως στον Ευρωπαϊκό
χώρο. Τα περισσότερα, αν δεν φέρουν κάποια χειρόγραφη αναφορά σε αντιγραφέα,
τόπο αντιγραφής, όνομα κατόχου, ενθύμηση που συνδέεται άμεσα με το νησί, δεν
πρόκειται ποτέ να αποκαλυφθεί η σχέση τους με τη Χίο.
Ας αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά που έχει ταυτοποιηθεί – με
βεβαιότητα περισσότερη ή λιγότερη – η σχέση τους με τη Χίο : O Paul Pindar (1565 - 1650), Πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην
Κωνσταντινούπολη κατά τα έτη 1611 – 1620, συνέλεξε πολλά ελληνικά
χειρόγραφα. Μεταξύ αυτών και ένα από τη Χίο189.
Πρόκειται για ένα χειρόγραφο Ευαγγέλιο χρονολογούμενο τον 11ο - 12ο αιώνα.
Σ’ αυτό υπάρχει η εξής χειρόγραφη σημείωση: «Τὀ παρόν θύον καὶ ιερ(όν),εὐαγγέλι(ον)
ὑπάρχι κτήμα, τοῦ θήου καὶ ἱεροὺ ναοῦ· τοῦ ἀγίου ἀποστώλου, καὶ εὐαγγελιστοῦ
Μάρκου (καὶ) εἰ της ἀποξενοσι αὐτό, ἐκ τοῦ ναοῦ ἐχαίτο τῶ ἐπιτιμι(ω) τῶν ἀγί(ων)
π(ατέ)ρων:-».
Προφανώς πρόκειται για Ευαγγέλιο, το οποίο ανήκε στο ναό του Αγίου
Μάρκου Βροντάδου. Η σημείωση, αν κρίνουμε από τη γλωσσική μορφή του κειμένου
της και από τα αρκετά ορθογραφικά λάθη, αποκλείεται να είναι του 11ου
– 12ου αιώνα, αλλά πολύ μεταγενέστερη. Ο γράψας αυτήν, για τον φόβο
κλοπής του Ιερού Ευαγγελίου, προληπτικά προειδοποιεί τον ιερόσυλο που θα
τολμήσει να το αφαιρέσει από «τοῦ θήου καὶ ἱεροὺ ναοῦ· τοῦ ἀγίου ἀποστώλου, καὶ
εὐαγγελιστοῦ Μάρκου» ότι θα λάβει το επιτίμιο που προβλέπεται γι’ αυτές τις
περιπτώσεις σύμφωνα με τους Κανόνες των Αγίων Πατέρων. Επίσης υπάρχουν σ’ αυτό
οι παρακάτω χειρόγραφες σημειώσεις – ενθημήσεις: «ΑΧΙΘʹ· ἐν μὴνη Δικεβρίω ἠρτεν
ὁ π(ά)πα Γερμανός στὴν Θ(εοτό)κων τὴν Κυλανή:-» «+ Ἱερεύς Μανουίλ» «+ Γερμανός [ἱερεὺς]». Σύμφωνα με την
ενθύμηση αυτή, το εν λόγω Ευαγγέλιο το 1619 βρισκόταν στο Ναό της Παναγίας της
Κοιλανής, στα Κοίλα ή την Παρπαριά της Χίου. Άγνωστο όμως πώς βρέθηκε εκεί.
Ίσως δωρίθηκε εκεί από το ναό του Αγίου Μάρκου, επειδή αποκτήθηκε σ’ αυτόν
καινούριο έντυπο Ευαγγέλιο; Επίσης άγνωστο είναι πώς το απέκτησε ο Pindar το
1620. Το Δεκέμβριο του 1619 το Ευαγγέλιο ήταν ακόμη στο Ναό της Παναγίας της
Κοιλανής, και τον Μάιο του 1620 ο Pindar έφυγε από την
Κωνσταντινούπολη. Ίσως περνώντας από την Χίο να το απέκτησε, αλλά δεν
σημειώνεται στον προαναφερθέντα κατάλογο αν περιήλθε στα χέρια του δια αγοράς ή
άλλου τρόπου. Το χειρόγραφο αυτό μαζί με τέσσερα Πατερικά συγγράμματα ο Pindar τα
χάρισε στην τότε νεοϊδρυθείσα βιβλιοθήκη
του Sion College στο Λονδίνο190, όπου και διατηρούνταν μέχρι το 1996, με
κωδικό ταξινομήσεως MS. Sion L40, 2
/ G4 . Το Ευαγγέλιο αυτό
μεταφέρθηκε μαζί με όλα τα υπόλοιπα χειρόγραφα και τα παλαιά έντυπα βιβλία της
βιβλιοθήκης στην Lambeth Palace Library, όπου και παραμένει έως σήμερα. Την ίδια περίοδο που ο Pindar αποκτούσε αυτό
το χειρόγραφο παράλληλα Γάλλοι διπλωμάτες απέκτησαν άλλα χειρόγραφα από την Χίο
επίσης191.
Στη Μεγάλη Βρετανία και πάλι,
στη βιβλιοθήκη
της Οξφόρδης φυλάσσεται ο Bodleianus
Laudianus Graecus 81 χειρόγραφος κώδικας του 17ου αιώνα.
Περιέχει εγκώμια του Αγίου Ανδρέου Κρήτης προς διαφόρους Αγίους . Πρόκειται για
μια καλογραμμένη αντιγραφή σε χαρτί ενός αρχαίου βυζαντινού χειρογράφου, που
φυλασσόταν στη Μονή της Ευλογημένης Παρθένου στη Χίο, σύμφωνα με τον σχετικό
κατάλογο της βιβλιοθήκης192.
Ορθόδοξο Μοναστήρι με αυτό το όνομα δεν υπήρξε ποτέ στη Χίο. Άραγε το μοναστήρι
αυτό πρέπει να ταυτισθεί με τη Νέα Μονή, η οποία είναι αφιερωμένο στη Θεοτόκο;
Τον 17ο αιώνα υφίσταντο στη Χίο επίσης η Μονή της Παναγίας της
Χαριτωμένης στην πόλη της Χίου193,
η Μονή της Παναγίας της Πλακιδιωτίσσης
στην Καλλιμασιά και η Μονή της Παναγίας της Επισκέψεώς στην Κοινή και πολλά
άλλα μοναστήρια τιμώμενα στο όνομα της Παναγίας, αλλά κανένα δεν είχε ποτέ την
ονομασία της Ευλογημένης Παρθένου. Ίσως το όνομα αυτό να ανέγραψε σε κάποιο
κατάλογο ή κάπου αλλού αυτός που το έφερε στη Μεγάλη Βρετανία, διότι έτσι το
θυμόταν. Το βέβαιο είναι ότι δεν αναφέρεται στον κατάλογο το πώς βρέθηκε στη
βιβλιοθήκη της Οξφόρδης το χειρόγραφο αυτό.
Στη
Γαλλική Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι διατηρείται ο χειρόγραφος κώδικας Coislin 130 του 16ου αιώνα. Περιέχει το έργο του βυζαντινού
αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου (1391-1425) «Διάλογοι κατά Μωαμεθανισμού». Το
έργο αυτό, το οποίο είναι ανέκδοτο κατά το μεγαλύτερο μέρος του, διατηρείται σε
τέσσερις μόλις χειρόγραφους κώδικες. Τα 216 φύλλα αυτού του κώδικα έχουν
γραφτεί από το χέρι του Δημητρίου
Διασσωρηνού, γνωστού αντιγραφέα κωδίκων. Πιθανότατα αντιγράφθηκε στη Χίο το 1541, καθώς ο Διασσωρηνός
ήταν Ρόδιος στην καταγωγή, αλλά τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στη Χίο (+
1522-1543). Προφανώς στο νησί της Χίου υπήρχε άλλο παλαιότερο χειρόγραφο αυτού
του αξιόλογου θεολογικού έργου από το οποίο και έγινε η αντιγραφή του.
Στη Βιβλιοθήκη του Παλέρμο στη
Σικελία υπάρχει χειρόγραφο με κωδικό ταξινομήσεως D26, ο
οποίος φέρει το εξής σημείωμα: «ἔτος · 6897 μηνὸς
μαρτηου · 20/ ημέρα σαβατὼ ὥρα 8/ επη τῆς βασιλιας τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως
ιωαννου εγένετο καὶ ο μέγας σεισμὸς ὅτε κατέπεσον τὰ τείχη τῆς χιου καὶ οἷκοι
καὶ ναοὶ πολλοὶ διἐρράγισαν καὶ κατεπεσον καὶ ἠ θαλασσα ἀναβρασασα καὶ ἐξῆλθεν ἔνως
τὸ ήμισυ τοῦ φόρου καὶ αὖ ἀπεστράφη ἔν τῶ ἰδιώ τόπω αυτης»194. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το σημείωμα ο κώδικας είναι παλαιότερος του 1389. Το σημείωμα αποτελεί
ενθύμηση ισχυρότατου σεισμού, που συνέβη στις 20 Μαρτίου 1389, την εποχή που
στη Βυζαντινή αυτοκρατορία βασίλευε ο Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος. Ο σεισμός αυτός
προκάλεσε την κατάρρευση τμήματος των τειχών του φρουρίου της πόλεως της Χίου,
πολλών κτισμάτων και ναών, αλλά και παλιρροιακό κύμα.
Άλλος κώδικας πάλι από την Χίο, φέρει παρόμοιο
σημείωμα ενθυμήσεως του ίδιου σεισμού του 1389. Αυτό είναι πολύ εκτενέστερο και
αναφέρεται ειδικότερα σε λεπτομέρειες που αφορούν στους ναούς που κατάστρεψε
αυτός ο σεισμός. Πρόκειται για τον κώδικα
381, που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού195. Ο κώδικας
αυτός βρίσκεται εκεί από την εποχή του Λέοντος Αλλατίου. Επίσης στη Βατικάνειο
βιβλιοθήκη, εκτός από τον κώδικα του 1072 του
μοναχού Αθανασίου, τον οποίο προαναφέραμε, υπάρχει
και ο κώδικας υπ’ αριθμόν 2021, ο οποίος
περιέχει ομιλίες του μοναχού Συμεώνος του Χίου. Ο κώδικας είναι του 12ου
αιώνα, κατά τον Βυζαντινολόγο Karl Krumbacher, αλλά δυστυχώς αγνοείται η εποχή
κατά την οποία έζησε ο μοναχός Συμεών και η Μονή στην οποία εμόναζε196.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
163. Παπαδοπούλου Θωμά, Ο Λέων Αλλάτιος και η
Χίος, Χιακά Χρονικά, Αθήνα 1989, τ. Κ΄, σελ.25-26.
164. Παπαδοπούλου
Θωμά, Ο Λέων Αλλάτιος και η Χίος, Χιακά Χρονικά, Αθήνα 1989, τ. Κ΄,
σελ.27.
165. Παπαδοπούλου
Θωμά, Ο Λέων Αλλάτιος και η Χίος, Χιακά Χρονικά, Αθήνα 1989, τ. Κ΄, σελ.27.
166. Ο ιερομόναχος και Πρωτοσύγκελος
Γρηγόριος ονομάζεται Μυρμηγκουσιανός, γιατί
καταγόταν από το χωριό Μυρμήγκι της Χίου.
166α. Ζερλέντη Περικλέους, Περί των εν Χίω
φροντιστηρίων, Αθήναι 1917, σελ. 243.
167. Ζερλέντη Περικλέους, Περί των εν Χίω
φροντιστηρίων, Αθήναι 1917, σελ. 234.
168. Παπαδοπούλου Θωμά, Ο Λέων Αλλάτιος και η
Χίος, Χιακά Χρονικά, Αθήνα 1989, τ. Κ΄, σελ.29-30.
169. Παπαδοπούλου Θωμά, Ο Λέων Αλλάτιος και η
Χίος, Χιακά Χρονικά, Αθήνα 1989, τ. Κ΄, σελ.30.
170. Παπαδοπούλου Θωμά, Ο Λέων Αλάτιος και η Χίος,
Χιακά Χρονικά, Αθήνα 1989, τ. Κ΄, σελ.29.
171. Φοροπούλου Νικολάου, Γρηγόριος
πρωτοσύγκελλος, Θ.Η.Ε., Αθήναι 1964, τ.4, στ.830.
172. Ζερλέντη Περικλέους, Περί των εν Χίω
φροντιστηρίων, Αθήναι 1917, σελ. 243.
Παπαδοπούλου Θωμά, Ο Λέων Αλλάτιος και η Χίος, Χιακά Χρονικά, Αθήνα
1989, τ. Κ΄, σελ.27.
173. Ζερλέντη
Περικλέους, Περί των εν Χίω φροντιστηρίων, Αθήναι 1917, σελ. 233 και 249.
174. Καστάνη Χριστοφόρου, Απομνημονεύματα, Χιακά
Χρονικά, Αθήνα 1977, τ. Θ΄, σελ.
49. Ο Χριστόφορος Καστάνης παιδί το 1822, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των
τραγικών αυτών γεγονότων και αιχμαλωτίσθηκε.
175. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921,
τόμος Γ΄2, σελ. 679.
176. Κρουσουλούδη Νικολάου, Ο βίος και το έργον του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου
Χίου Πλάτωνος Φραγκιάδου, Θεσσαλονίκη 1981, σελ.153 – 154.
177. Κρουσουλούδη Νικολάου, Ο βίος και το έργον του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου
Χίου Πλάτωνος Φραγκιάδου, Θεσσαλονίκη 1981, σελ.73, υποσ. 24.
178. Κρουσουλούδη Νικολάου, Ο βίος και το έργον του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου
Χίου Πλάτωνος Φραγκιάδου, Θεσσαλονίκη 1981, σελ.73, υποσ. 24.
179. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921,
τόμος Γ΄2, σελ. 4. Μέχρι το 1822 ο Μητροπολίτης Χίου τους θερινούς μήνες
διέμενε στον Άγιο Θεοδόσιο στα Σπηλάδια του Κάμπου.
180. Λαϊνάς Δημήτριος, εφημ. ‘‘Η Αλήθεια’’,
24-6-2009 και Δασκαλόπουλος Θ., Εικόνες, τεύχος 349,(29 -6 -1962). Το 1237 που
αναφέρεται στο κείμενο αποτελεί Μουσουλμανική χρονολογία από Εγίρας και
αντιστοιχεί με το 1822 μ.Χ.
181. Θεοχαρίδη Γ. Ι., Βιβλιοκρισία για το βιβλίο
Ν. Κοσμά, Ο ανέκδοτος Κώδικας 161 της Χίου ….., Μακεδονικά, Θεσσαλονίκη 1978,
τ. 18,σελ. 314.
182. Τσελίκα Αγαμέμνονος, Τα Βυζαντινά και
Μεταβυζαντινά χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης της Χίου ‘‘Ο Κοραής’’, Χιακά Χρονικά, Αθήνα
1984, τ.ΙΣΤ΄, σελ.76.
183. Συνήθως οι μοναχοί μετά την κουρά τους αντί
του επιθέτου τους χρησιμοποιούν το όνομά της Μονής της μετανοίας τους π.χ.
Διονυσιάτης, δηλαδή μοναχός της Ι. Μονής Οσίου Διονυσίου.
184. Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω
Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ. 294.
185. Ευαγγελάτου Νοταρά Φλωρεντία , Χορηγοί, κτήτορες, δωρητές σε σημειώματα
κωδίκων, Παλαιολόγειοι χρόνοι, Αθήνα 2000, σελ.179.
186. Ο Κυριακός ο εξ Αγκώνος χαρακτηρίζεται ως «ο
ιδρυτής της σύγχρονης Κλασικής Αρχαιολογίας». Bodnar Edward, Cyriac of Ancona, Cambridge – Massachusetts 2003, p.121 – 131. Ο Χιογενοβέζος Ανδρεόλος Μπάνκα
στην έπαυλή του στη Χίο διατηρούσε βιβλιοθήκη με τον εκπληκτικό για την εποχή
αριθμό των 2.000 χειρόγραφων κωδίκων. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος
1921, τόμος Β΄, σελ. 621.
187. Ροδοκανάκη
Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος , Σύρος 1900, σελ. 313
188. Ροδοκανάκη
Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος , Σύρος 1900, σελ. 313.
189. Το Sion College
ιδρύθηκε το 1630 και προορισμός του ήταν η εκπαίδευση των κληρικών της
Αγγλικανικής «Εκκλησίας». Στην βιβλιοθήκη του φυλάσσονταν πολλά αξιόλογα
χειρόγραφα, όπως ένας κώδικας της Καινής Διαθήκης του 11ου αιώνα.
190. Christopher Wright, Maria Argyrou and
Charalambos Dendrinos, A descriptive Catalogue of the Greek manuscript
collection of Lambeth Palace Library , University of London 2016, p. 20.
191. Christopher Wright, Maria Argyrou and
Charalambos Dendrinos, A descriptive Catalogue of the Greek manuscript
collection of Lambeth Palace Library , University of London 2016, σελ. 20, υποσ. 5.
192. Ιστοσελίδα www.doaks.org
.
193. Βοξάκη Βασιλείου, Ναοί της Παναγίας στην ενορία της Μητροπόλεως
που δεν υπάρχουν σήμερα.
194.
Λάμπρου Σπυρίδωνος, Ενθυμήσεων ήτοι χρονικών σημειωμάτων, Νέος
Ελληνομνήμων,τ.Ζ΄, τεύχη Β - Γ΄, σελ. 147.
195. Λάμπρου
Σπυρίδωνος, Ενθυμήσεων ήτοι χρονικών σημειωμάτων, Νέος Ελληνομνήμων, τ.Ζ΄,
τεύχη Β - Γ΄, σελ. 146 -147.
196. Ανδρεάδου Ιωάννου
αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση
1997), τόμος Α΄, σελ. 167.
Δείτε και
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου