«Χριστός γεννάται, δοξάσατε…»
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε…»
της Ευαγγελίας
Μπίτου, φιλολόγου
Η
Εκκλησία κάθε χρόνο στις 21 Νοεμβρίου,
ημέρα των Εισοδίων της Θεοτόκου, μας εισάγει επισήμως και πανηγυρικώς στην
ατμόσφαιρα της εορτής των Χριστουγέννων,
με το
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε ·
Χριστός εξ
ουρανών, απαντήσατε·
Χριστός επί
γής, υψώθητε·
άσατε τω Κυρίω
πάσα η γή
και εν ευφροσύνη
ανυμνήσατε λαοί,
ότι δεδόξασται. »
Ακούσθηκε και
πάλι στις εκκλησίες μας σε ήχο πρώτο,
που είναι ομολογουμένως πανηγυρικός και ταιριάζει στη μεγάλη της χριστιανοσύνης
γιορτή, τα Χριστούγεννα, σε εκκλησιές αυτή τη φορά δυστυχώς άδειες λόγω κορωνοϊού.
Ο Χριστός
επαναλαμβάνεται στο τροπάριο ως
υποκείμενο τρεις φορές∙ Χριστός
γεννάται, Χριστός εξ ουρανών και Χριστός επί γής. Και στις
τρεις περιπτώσεις βρίσκεται στην αρχή της προτάσεως, διότι αυτός είναι το κυρίαρχο πρόσωπο. Τα
ρήματα κατέρχεται και κάτεισι
παραλείπονται, διότι το βάρος πέφτει στους επιρρηματικούς προσδιορισμούς
εξ
ουρανών και επί γής, που καθιστούν
το γεγονός συμπαντικό, γεγονός δηλαδή που αφορά γη και ουρανό. Γι’
αυτό σε άλλο τροπάριο των Χριστουγέννων
ακούμε «Άκουε, ουρανέ, και ενωτίζου η γη …», όπου ο υμνωδός, σε
δεύτερο πρόσωπο, απευθύνεται αυτή τη φορά στα δύο άκρα, τον ουρανό και τη γη,
και τα ενώνει στην κοινή αίσθηση της ακοής –άκουε και ενωτίζου, τουτέστιν
αφουγκράσου -, ενώ συγχρόνως με τα ουρανέ και
γη δηλώνει την τεράστια διάσταση
και σημασία του γεγονότος της Γεννήσεως του Χριστού.
Ο μελωδός με τα
άλλα πέντε ρήματα, δοξάσατε, απαντήσατε,
υψώθητε,
άσατε
και ανυμνήσατε
απευθύνεται με αμεσότητα σε όλους, χρησιμοποιώντας το δεύτερο πληθυντικό
πρόσωπο προτρεπτικής προστακτικής. Υποκείμενο το εσείς, το οποίο αποσαφηνίζεται αφ’ ενός μεν στο άσατε με το
πάσα η γη, όλοι δηλαδή σεις οι γηγενείς, οι άνθρωποι, και αφ’ ετέρου στο ανυμνήσατε με το λαοί.
Από τη μια ο
Χριστός και από την άλλη πάσα η γη, πάντες οι λαοί, σύμπαν το ανθρώπινο γένος και ανάμεσά τους ο μελωδός
που τους προτρέπει με το δοξάσατε να
δοξολογήσουν τον Θεό, με το απαντήσατε να σπεύσουν σε προϋπάντησή Του, με το υψώθητε
να υψωθούν από τα χαμερπή και γήινα, με το άσατε να ψάλλουν άσματα, να
τραγουδήσουν, και με το ανυμνήσατε να
αναπέμψουν ύμνους. Ο λόγος για όλες αυτές τις εκδηλώσεις χαράς, «ότι
δεδόξασται», διότι η δόξα του Χριστού είναι πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή οι
καμπάνες χτυπώντας χαρμόσυνα διαλαλούν
το γεγονός.
Καλεί λοιπόν
όλους ο μελωδός με το δοξάσατε,
ενώ ο Χριστός γεννάται, να δοξολογήσουν, ορώντας «μυστήριον ξένον και παράδοξον» -όπως
ψάλλεται σε άλλο τροπάριο-, διότι συντελείται
κάτι πρωτόφαντο, κάτι εντελώς ασυνήθιστο: «Σήμερον γεννάται εκ παρθένου/ ο δρακί πάσαν
έχων την κτίσιν», λέγει άλλο τροπάριο. Γεννιέται σήμερα από
παρθένο, αυτός που κρατάει στην παλάμη του όλη την κτίση! Ασύλληπτη, δυνατή
εικόνα. Πώς να το χωρέσει ο νους ότι «ο κραταιά κτίσας χειρί την κτίσιν σπλάχνον
οράται πλάσματος», ότι αυτός που έκτισε με το πανίσχυρο χέρι του την
κτίση είναι μπροστά στα μάτια τους σπλάχνο του πλάσματος; Η φυσική τάξις των
πραγμάτων ανατρέπεται. Πώς να συλλάβει
το υπέρλογο η πεπερασμένη λογική; «Ο Θεός άνθρωπος γίνεται»!
Ο Χριστός
γεννάται και ο μελωδός σε άλλο τροπάριο μας καλεί σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο να δούμε πoύ
γεννήθηκε. «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός». Την προτροπή
ακολουθεί ελεύθερα όποιος θέλει. Η πίστη δεν επιβάλλεται. Αυτά που συντελούνται
ή τα πιστεύεις και τα αποδέχεσαι ή τα απορρίπτεις.
Μυστήριο η
Γέννησις του Χριστού παράδοξο. Βλέπω τη
σπηλιά να γίνεται ουρανός∙ «ουρανόν το σπήλαιον»∙ βλέπω την
παρθένο να γίνεται, όπως τα χερουβίμ, θρόνος του Θεού καθώς κρατάει στη αγκαλιά
της το θείον βρέφος∙ «θρόνον χερουβικόν την παρθένον»∙ βλέπω το παχνί ως τόπο στον οποίο χώρεσε ο αχώρητος, ο
δημιουργός του παντός∙ «την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο
αχώρητος Χριστός ο Θεός». Τα πάνω έρχονται κάτω, η λογική σειρά
ανατρέπεται και η λογική σαστίζει, και τα μάτια ανοίγουν διάπλατα με απορία
γι’ αυτά που, παρά ταύτα, βλέπουν. Όσα
συντελούνται την ξεπερνούν, δεν τα φθάνει. Από δω και πέρα μπορεί να προχωρήσει
μόνο η πίστη. Αυτή μπορεί να μυήσει τον πιστό στο μυστήριο της του Χριστού
Γεννήσεως.
Στη Βηθλεέμ, ένα
άσημο χωριό, τυλίγεται στα σπάργανα «η άπειρος ουσία», ο Θεός. «Η
άπειρος ουσία εν Βηθλεέμ σπαργάνοις ενειλίσσεται». «τι ευτελέστερον του σπηλαίου; τι
ταπεινότερον των σπαργάνων;» Τι πιο φθηνό από τη σπηλιά, τι πιο ταπεινό
από τα σπάργανα, γι’ αυτόν που κρατάει στην παλάμη του όλη την κτίση και έχει
θρόνο τον ουρανό; σχολιάζει εμφαντικά με τις ερωτήσεις του ο υμνογράφος.
«ον στρατιαί
κυκλούσιν αγγέλων ποιμέσι συγκατετέθης» ακούμε σε άλλο τροπάριο.
Συ που γύρω σου στέκονται τιμητικά στρατιές αγγέλων καταδέχεσαι τους τσοπαναραίους,
και αυτό πολύ εκπλήσσει εμάς τους ακατάδεκτους. «ους κατέπληττεν ου σκήπτρα και
θρόνοι, αλλ’ εσχάτη πτωχεία». Δεν προκαλούν κατάπληξη εδώ τα σκήπτρα
της εξουσίας και οι θρόνοι, αυτά που συνήθως εντυπωσιάζουν τους ανθρώπους. Εδώ
μας καταπλήσσει η παντελής φτώχεια αυτού που είναι ο χορηγός των πάντων.
Συναρπαστικές
αντιθέσεις άλλου τροπαρίου, που φθάνουν στο οξύμωρο, αισθητοποιούν το
υπερφυσικό: «όπου Θεός γαρ βούλεται νικάται
φύσεως τάξις» και
«ο άσαρκος
σαρκούται
ο αόρατος οράται
και ο αναφής
ψηλαφάται
και ο άναρχος
άρχεται
Ο Υιός του Θεού,
Υιός ανθρώπου γίνεται»
Ο άυλος Θεός,
λαμβάνει σάρκα με τη θέλησή του. «Άσαρκος γαρ ων, εσαρκώθη εκών». Αυτόν
που δεν μπορεί να τον αντικρίσει ανθρώπου μάτι, τώρα μπορείς να τον ιδείς, όχι
ως φοβερό Θεό – πώς να το αντέξεις αυτό;- αλλά ως άνθρωπο, και μάλιστα ως
βρέφος∙ ποιος φοβάται ένα βρέφος; «δι
ημας γαρ εγεννήθη παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός». Αυτόν που δεν μπορείς
να τον ακουμπήσεις τώρα τον ψηλαφάς. Αυτόν που δεν έχει αρχή και τέλος, τον
βλέπεις να αρχίζει μια ζωή ως άνθρωπος «δια φιλανθρωπίαν». Ασύλληπτα για τον
ανθρώπινο νου.
«και γέγονεν ο
ων, ο ουκ ην δι’ ημάς». Για χάρη μας έγινε ο Θεός
αυτό που δεν ήταν. Ο Υιός του Θεού γίνεται Υιός ανθρώπου. Αυτό είναι το
συγκινητικό. Αυτή η αγάπη που για χάρη μας ταπεινώνεται, που σμικρύνεται τόσο -
«ο
αχώρητος παντί, πώς εχωρήθης εν γαστρί;»,- που έρχεται αθόρυβα -«λαθών
ετέχθη υπό το σπήλαιον..»- για
να μη μας ταράξει, που παίρνει τη μορφή
βρέφους για να μην τρομοκρατήσει τον άνθρωπο και παραβιάσει την ελευθερία του∙ «βουληθέντα
εποφθήναι παιδίον νέον τον προ αιώνων Θεόν». Αυτή η μεγαλοσύνη του Θεού είναι συγκλονιστική.
Όλα αυτά τα
αποσπάσματα των χριστουγεννιάτικων τροπαρίων δίνουν το νόημα του Χριστός
γεννάται. Μπροστά σε αυτή τη θεϊκή συγκατάβαση, την κένωση του Θεού δια
φιλανθρωπίαν ο υμνωδός μονολεκτικά, με δωρική στιβαρότητα προτρέπει: «δοξάσατε».
Πώς όμως να
συλλάβει ο σύγχρονος άνθρωπος, που στο επίκεντρο έχει το εγώ, τις επιθυμίες
του, τις ανέσεις και τα αγαθά του, αυτή την άπειρη του Θεού ταπείνωση και
αγάπη! Πάντως, όταν και κάτι ελάχιστο από αυτό νιώσει, αυθόρμητα αναφωνεί: «Δόξα τη συγκαταβάσει σου,
μόνε φιλάνθρωπε».
Οι γιορτές είναι μέρες που οι άνθρωποι
αλλάζουν διάθεση, ανοίγει η καρδιά τους καθώς απομακρύνουν τις σκοτεινές
σκέψεις, φορούν τα καλά τους και
φαιδρύνουν το πρόσωπό τους με το χαμόγελο, ανάβουν φώτα και λαμπρύνουν τον χώρο τους, στήνουν γέφυρες
επικοινωνίας και ψάχνουν την ανθρώπινη ζεστασιά ανταλλάσσοντας δώρα και ευχές και τραγουδώντας τη χαμένη
χαρά. Ηχούν χαρμόσυνα οι καμπάνες,
γεμίζουν οι εκκλησίες βυζαντινές
μελωδίες και ακούγονται στον όρθρο στίχοι υψηλής ποιητικής αξίας. Ακούγονται στον Εσπερινό,
τις Ώρες και τον Όρθρο και δίνουν
το νόημα της εορτής.
Εφέτος όμως όλα
γίνονται διαφορετικά λόγω της πανδημίας, που τόσο μας δυσκολεύει, μα που την
ενανθρώπηση του Θεού να την ακουμπήσει δεν μπορεί. «Υπεράνω πάντων των λυπούντων»
ο Χριστός!
Είκοσι λέξεις όλες και όλες το τροπάριο∙ είκοσι
δύο για την ακρίβεια αλλά η λέξη Χριστός επαναλαμβάνεται τρεις φορές. Από αυτές
το ένα τρίτο είναι ρήματα (επτά και δύο
που εννοούνται εννέα), ό, τι πιο δυνατό στον λόγο, διότι και το γεγονός της του
Χριστού Γεννήσεως είναι συνταρακτικό. Ως τέτοιο δίδεται με διατύπωση λιτή, με δυο λέξεις - το
υποκείμενο Χριστός και το ρήμα γεννάται -, αλλά με στιβαρότητα δωρική, σε τρίτο
πρόσωπο, που είναι και το πιο αντικειμενικό. Είναι αλήθεια ότι μπροστά στα
μεγάλα και θαυμαστά ο άνθρωπος μένει ενεός, άφωνος, ή λέγει ελάχιστα.
Φτωχή φιλολογική
ματιά το παρόν κείμενο, που δεν ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει από τον πλούτο της
βυζαντινής υμνολογίας των Χριστουγέννων, η οποία συνεχίζει να αγγίζει και να συγκινεί τις καρδιές των
πιστών, καθώς τις ποτίζει με τη θεϊκή αγάπη και τις ενισχύει να συνεχίσουν
αισιόδοξα. Σε αυτήν και εμείς αποθέτομε την ελπίδα μας. Αυτό κανείς δεν μπορεί
να μας το απαγορεύσει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου