ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ: Ιούλιος 1054
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ: Ιούλιος 2020
Χίλια χρόνια … επάρσεως και αλαζονείας συνέχεια!
Τι προσδοκά η Ορθοδοξία και η Ελλάδα;
Αναφερόμαστε μόνο
στην συγκεκριμένη περίοδο του οριστικού Σχίσματος, ως εις μέλαιναν επέτειον,
καθόσον βαρύτερα, αισχρότερα και ασεβέστερα διεξήχθησαν κυρίως επί των
Σταυροφοριών.
Στο έργο του αγίου
Νεκταρίου «ΜΕΛΕΤΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΙΤΙΩΝ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ», κατατίθενται
πλείστες όσες επιστολές, οι οποίες αντηλλάγησαν μεταξύ Αυτοκρατόρων, Παπών,
Πατριαρχών και Μητροπολιτών, αλλά και άλλων αρμοδίων εξουσιοδοτημένων υπ` αυτών
περί του θέματος. Μέσα κυρίως από αυτές
τις ζωντανές μαρτυρίες και τους έμπονους και εν αγάπη Χριστού σχολιασμούς του Αγίου γίνεται
αντιληπτή η διάθεση της Δύσης, διά του παπισμού, να υποτάξει, να καταντροπιάσει
και να ταπεινώσει με κάθε τρόπο την
Εκκλησία της Ανατολής, την Ορθόδοξη Εκκλησία, άμα και τον Ελληνισμό, αφού
δεν απέκλινε από την Αποστολική Παράδοση, την ιερή Παράδοση και τις αποφάσεις των
Αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Τα ζούμε ξεκάθαρα στις ημέρες μας και θα δούμε
ακόμη δεινότερα από τους προαιώνιους «φίλους». Γράφει ο άγιος: «Οι εμβριθείς αναγνώσται της ιστορικής ημών ταύτης μελέτης
θέλουσιν ομολογήσει την αμερόληπτον ημών εργασίαν και τους πόνους, ους
κατεβάλομεν προς αναζήτησιν και εύρεσιν του δικαίου και της αληθείας υπέρ ών
και μόνον ειργάσθημεν».
Αυτά τα τρομερά αλλά αληθινά γεγονότα που περιγράφονται, συνέβησαν
στην Κωνσταντινούπολη, με αποκορύφωμα την μαγαρισιά της Αγίας Σοφίας, από τους
παπικούς απεσταλμένους, τον Ιούλιο του 1054. (Β΄ΤΟΜΟΣ, σελ. 29-32).
«Οι απεσταλμένοι του Πάπα (Λέοντος του Θ΄),
όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη κατά τον Ιούλιο του 1054, τους δεξιώθηκαν με
μεγάλες τιμές και ο βασιλιάς και ο Πατριάρχης. (σημ: την ίδια ειρηνική, μετριοπαθή και μακρόθυμη στάση κρατούσαν
πάντοτε οι Ορθόδοξοι, σε κάθε συνάντηση με τους παπικούς, σε αντίθεση με την
υπεροψία αυτών και την συνεχή απαίτηση του «υπερέχειν» ).Ο Πατριάρχης
απέφυγε μαζί τους κάθε συζήτηση για τα περιεχόμενα των επιστολών, οι οποίες
έφεραν μαζί τους και ήταν γεμάτες από
κατηγορίες εναντίον της Εκκλησίας, διότι δεν ήθελε να επιτρέψει στον
αρχιερέα της Ρώμης να έχει δικαιοδοσία, την οποία εκείνος ζητούσε αποκλειστική,
ενώ αυτή ανήκε στο σύνολο των αντιπροσώπων της Εκκλησίας.
Τότε ο Ουμβέρτος
(ο απεσταλμένος καρδινάλιος), ο οποίος ήθελε οπωσδήποτε να προκαλέσει σκάνδαλα,
συνέταξε και δημοσίευσε απάντηση στις κατηγορίες, τις οποίες είχε απευθύνει ο
αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Λέων κατά των Λατίνων (περί των αζύμων, της νηστείας του
Σαββάτου και άλλα περί άλλων ζητημάτων).
Αλλά, αντί να συζητήσει επισταμένως τα πράγματα, εξετράπη σε ύβρεις πολύ
βαριές, ονόμασε την Ανατολή πατρίδα κάθε αιρέσεως, επισώρευσε πλήθος διάφορων
ανύπαρκτων μύθων και κατά του Πατριάρχη της Ανατολικής Εκκλησίας, ιδιαιτέρως δε
κατηγόρησε τον Πατριάρχη ότι ξαναβαπτίζει τους Λατίνους, κάτι που ο ίδιος ο
Πατριάρχης Κηρουλάριος είπε σε σύνοδο ότι είναι συκοφαντία.
Αφού δε δεν
αρκέστηκε σ` αυτά, έγραψε και άλλο κείμενο κατά του Έλληνα μοναχού Νικήτα
Στηθάτου, ο οποίος είχε γράψει προ καιρού κατά των αζύμων, αλλά με πολλή πολλή
μετριοπάθεια. Τις καινοτομίες αυτές, τις αποδιδόμενες στους Λατίνους, ο Νικήτας
δεν τις χαρακτήρισε ως αίρεση, αλλά ως απόκλιση απλή από την αποστολική
διδασκαλία, χαρακτήριζε δε την ρωμαϊκή Εκκλησία ως «πασιφανή της οικουμένης
οφθαλμόν». Απαντώντας ο Ουμβέρτος τον ονόμασε τυχοδιώκτη, γάιδαρο, φιλήδονο,
πόρνο, αρχιαιρετικό και άλλα παρόμοια.
Μπροστά σε ένα
τέτοιο σκάνδαλο οι δικοί μας κινήθηκαν με την συνήθη τους μετριοπάθεια. Ο μεν
βασιλιάς υποχρέωσε την Νικήτα να ανακαλέσει όσα έγραψε και να κάψει μάλιστα τα
κείμενα, ο δε Πατριάρχης επέμενε μεν σταθερά, λέγοντας ότι ζητούσε τα πράγματα
που είχαν ενώπιόν τους δεν μπορούσαν να συζητηθούν, παρά μόνο με την παρουσία
και των άλλων Πατριαρχών της Ανατολής. Εξακολουθούσε δε με κάθε κοσμιότητα να συμπεριφέρεται
στους πρέσβεις του Πάπα, μέχρι που σταμάτησαν και αυτοί και του συμπεριφέρθηκαν
επί ίσοις. Αλλά και τότε περιορίστηκε στο να διακόψει κάθε σχέση μαζί τους και
να απαγορεύσει σ` αυτούς την τέλεση της θείας Λειτουργίας στην ενορία του».
Έτσι είχαν τα
πράγματα περί τα μέσα Ιουλίου 1054, ήτοι ένα περίπου μήνα από την άφιξη των
απεσταλμένων του Λέοντος Θ΄. Απέναντι σ` αυτές τις υβριστικές επιστολές του
επισκόπου της Ρώμης, απέναντι στην αυθάδεια και την χλεύη των απεσταλμένων του,
οι δικοί μας απαντούσαν πως η έριδα αυτή πρέπει να υποβληθεί στην κρίση όλης
της Εκκλησίας. Παρ` όλα αυτά όμως,
έκαναν παραχωρήσεις σε αυτούς, σε ό,τι ήταν δυνατόν να γίνει, χωρίς να
προδικαστεί το οριστικό ζήτημα. Υποχρέωσαν τον Νικήτα Στηθάτο να αποδοκιμάσει
επισήμως όσα έγραψε κατά των Λατίνων. Τι άλλο μπορούσαν ευλόγως να
απαιτήσουν οι περί τον Ουμβέρτο; Αυτός ο Εργενροίθερ (έτερος απεσταλμένος)
ομολογεί ότι διά της αποδοκιμασίας του Νικήτα πέτυχαν λαμπρότατη νίκη. Ναι μεν,
ο Πατριάρχης δεν δεχόταν να δικαστεί από αυτούς, επικαλούμενος την απόφαση όλης
της Εκκλησίας, αλλά οι δικοί μας για επτά ολόκληρους αιώνες δεν αναγνώρισαν την
αποκλειστική δικαιοδοσία του Πάπα, χωρίς εξ αυτού να προκύψει οριστική ρήξη
μεταξύ αυτών και των Δυτικών.
Άρα, οι
τοποτηρητές του αρχιερέα της Ρώμης μπορούσαν κάλλιστα να περιμένουν την
συγκρότηση της προτεινόμενης συνόδου, επιφυλάσσοντας, αν ήθελαν τα υποτιθέμενα
δικαιώματά τους. Αλλά φάνηκε από την αρχή ότι δεν είχαν έρθει στην
Κωνσταντινούπολη, παρά μόνο για να προξενήσουν σκάνδαλα.
Έτσι, στις 16
Ιουλίου, ενώ κλήρος και λαός ήταν συγκεντρωμένοι μέσα στον ιερό ναό της του
Θεού Σοφίας, ο Ουμβέρτος και όσοι ήταν μαζί του, αφού μπήκαν στον Ναό του
Κυρίου και διετάραξαν με ασέβεια την θεία Λειτουργία, έφτασαν μέχρι την Αγία
Τράπεζα, απέθεσαν επάνω της αφορισμό κατά του Πατριάρχη Μιχαήλ και έπειτα
βγήκαν έξω, «εκτινάσσοντες τον κονιορτόν των ποδών αυτών» και επικαλούμενοι την
θείαν δίκην!
Το πόσο μεγάλη ήταν
η ανοχή και η μετριοπάθεια των δικών μας, δεν φάνηκε ποτέ άλλοτε στην ιστορία,
παρά εκείνη την φοβερή εκείνη στιγμή, κατά την οποία, ένα και μόνο νεύμα του
Πατριάρχη ήταν δυνατόν να επισύρει βαριά τιμωρία αυτής της κακούργου πράξεως.
Και όμως ο ιεράρχης μας επέτρεψε, ώστε να φύγουν αβλαβείς από τον ναό. Μετά δε
δύο ημέρες μπόρεσαν επίσης να φύγουν αβλαβείς από την Κωνσταντινούπολη, αφού
αποχαιρέτησαν τον βασιλιά και πήραν απ` αυτόν τα συνηθισμένα δώρα. Ούτε αυτό
τους ήταν αρκετό, αλλά ο βασιλιάς και ο Πατριάρχης, εξαντλώντας κάθε τρόπο
συνδιαλλαγής, αφού ήδη είχαν φτάσει στην Σηλυβρία, τους παρακάλεσαν να
επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη, με την ελπίδα ότι μπορεί ακόμη να
συμβιβαστούν τα πράγματα.
Πράγματι, ο
Ουμβέρτος και οι άλλοι τοποτηρητές επέστρεψαν στις 20 Ιουλίου. Δυστυχώς όμως,
από τη μια αυτοί δεν δέχονταν με κανέναν τρόπο να έρθουν σε επαφή με την ιερά
σύνοδο και να δώσουν εξηγήσεις για το υβριστικό έγγραφο που άφησαν στην Αγία
Σοφία, από την άλλη η οργή της κοινής γνώμης της Βασιλεύουσας είχε φτάσει σε
τέτοιο υψηλό επίπεδο, ώστε δεν ήταν δυνατόν να παρατείνουν άλλο την παραμονή
τους εκεί, δίχως να διατρέξουν τον έσχατο κίνδυνο. Έτσι, ο βασιλιάς αναγκάστηκε
να τους προτρέψει να φύγουν όσο μπορούσαν γρήγορα και οριστικά. Πολύ σωστά δε
το έκανε αυτό, διότι, μόλις αναχώρησαν, εξαιτίας της κορυφωθείσας αγανακτήσεως
του λαού, εξερράγη στάση, η οποία κατεστάλη με πολύ κόπο».
Βασιλεύει η
αχαριστία με γερό θεμέλιο την υποκρισία! Δεν μπορεί να μείνει απαθής,
ασυγκίνητος και απροβλημάτιστος κανένας Ορθόδοξος Χριστιανός και μάλιστα
Έλληνας, βιώνοντας όχι τόσο βαριά την προσβολή από τον χονδροειδή πολιτιστικά
αλλά και εξ αντικειμένου αλλόθρησκο Τούρκο, όσο από την «ευγενή αδιαφορία» των εξ
Εσπερίας «φίλων», «συνεργατών», «συνυπαρχόντων»,
ημών όμως «υπ` αυτών αρχομένων», των «αδελφών εκκλησιών» κατά την μοντέρνα
θεολογία του οικουμενισμού και εν ολίγοις, των απογόνων αυτών που περιγράφει ο
άγιος Νεκτάριος.
Κιλκίς, 18 Ιουλίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου