Άρχιμ.
Ἱερώνυμος Σίμωνοπετρίτης
Ἀπὸ τὴ
μία κορυφὴ στὴν ἄλλη
• Ἀπό τὶς
νέες ἁγιοκατατάξεις εἶναι καὶ ἐκείνη τοῦ ἱερομονάχου π. Ἱερωνύμου
Σιμωνοπετρίτου, ὁ ὁποῖος χρημάτισε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας τοῦ Ἁγίου
Ὅρους, ἀλλά τὰ περισσότερα ἔτη τὰ ἔζησε στὴν Ἀνάληψι τοῦ Βύρωνος. Ἀποστέλλουμε
κείμενο τοῦ ἱεροκήρυκος π. Δανιὴλ Ἀεράκη, ἐπί τῇ βάσει παιδικῶν καὶ νεανικῶν
του ἀναμνήσεων γιὰ τὸν ὁσιακῆς βιοτῆς π. Ἱερώνυμο.
Ἡ Μονὴ
Σίμωνος Πέτρας στὸ ὄρος Ἄθως (Ἅγιον Ὄρος) ἑνώνει τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Εἶναι ὁ οὐρανοξύστης
τῶν θείων ἀναβάσεων. Μετέωρος, σὰν νὰ μὴν ἀγγίζη τὴ γῆ. Ὄντως στηριγμένη πάνω σ᾽
ἕνα βράχο. Εἶναι ὁ Βράχος τῶν αἰώνων, τὸ θεμέλιο,ποῦ ὑπογραμμίζει
ὃ ἀπόστολος Παῦλος: «Θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς
ἐστιν Ἰησοῦς Χριστὸς» (Α´ Κορ. γ´ 11).
• Πατέρες
ἅγιοι διῆλθαν ἀπὸ τὰ κελλιὰ τῆς Σιμωνόπετρας. Ἀκλόνητοι στὴν πίστι, εὐχάριστοι
στὴν προσευχή, φλογεροὶ στὴν ἀγάπη, θερμοὶ στὸ θεῖο ἔρωτα, ἥσυχοι στὸ μοναχικό
τους πάλαισμα. Δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς κλονίση ὁ Σατανᾶς. «Τεθεμελίωντο γὰρ ἐπί τὴν
πέτραν» (Ματθ. ζ´ 25). Ἦσαν καὶ «τῇ ἀγάπῃ τεθεμελιωμένοι» (Γαλ. α´ 23) καὶ «τῇ
πίστει τεθεμελιωμένοι καὶ ἑδραῖοι (Ἐφεσ. γ´ 17. Κολοσ. α´ 29).
• Αὐτὸ δὲν
σημαίνει, ὅτι ὁ ἄβατος στὶς γυναῖκες φιλήσυχος τόπος τοῦ Ὄρους,
παύει νὰ εἶναι ἄβατος καὶ στὸ... Σατανᾶ! Πρὶν ἀπὸ ἐνενήντα περίπου χρόνια «ἀδελφοὶ»
ἔδιωξαν τὸ μεγάλο τους ἀδελφό, τὸν ἡγούμενό τους. Συκοφάντησαν τὸν τόσο πρᾶο καὶ
ἄκακο ἐκεῖνον ἱερομόναχο, τὸν π. Ἱερώνυμο Σιμωνοπετρίτη.
• Ἐκεῖ
πού ἑστιάζεται ἡ προσοχή μας δὲν εἶναι ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἐν πολλοῖς ἀσέβεια μερικῶν
τῶν τότε οἰκούντων στὴ Σιμωνόπετρα. Γι᾽ αὐτοὺς ὀφείλουμε μία ἐγκάρδια εὐχὴ νὰ εἶναι
ἐλεημένοι παρὰ Κυρίου. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ «ἀποδοκιμασθείς» λίθος, ὁ μακαριστός
π. Ἱερώνυμος, δὲν ἄφησε στὴν ἐγχριστωμένη καρδιά του νὰ φωλιάση ἡ παραμικρὴ ἀντιπάθεια
κατὰ τῶν ἀδελφῶν καὶ πνευματικῶν του τέκνων, οὔτε ἄφησε τὴ γλῶσσα του νὰ λαλήση
τι κατ᾽ αὐτῶν. Ἄρα ἡ προσοχὴ μας ἑστιάζεται κυρίως στὴν πορεία τοῦ ἀδικηθέντος
μὲν ἀπὸ ἀνθρώπους, δικαιωθέντος δὲ ἀπὸ τὸν Θεό, ἁγίου ἱερομονάχου π. Ἱερωνύμου.
• Δὲν εἶμαι
ὁ καταλληλότερος νὰ γράψω ἐγκώμιο γιὰ τὸ νέο «ἅγιο», πού πρόσφατα ἁγιοκατατάχτηκε
στὸ συναξάρι τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐπειδὴ ὅμως μοῦ ζητήθηκε, θὰ σημειώσω μερικὲς
παιδικὲς καὶ νεανικές μου ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν μικρόν «το δέμας», μεγάλον ὅμως στὴν
ἀρετὴ π. Ἱερώνυμο. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνω, διότι εἶδα τὸ φῶς τῆς ζωῆς στὴ γειτονιὰ τῆς
Ἀναλήψεως. Ἀνάληψις δὲ εἶναι τὸ μετόχι τῆς Σίμωνος Πέτρας στὸ Βύρωνα.
• Καταγόταν
ἀπὸ τά Ἀλάτσατα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἀπό μικρὸς ἄκουγα γιὰ τὰ Ἀλάτσατα, ἀφοῦ
γεννήθηκα στὴν ὁδὸ Ἀλατσάτων, καὶ ἄκουγα ἱστορίες γιὰ τὴν πλησίον τῆς Σμύρνης
πόλι (τὰ Ἀλάτσατα) ἀπό πρόσφυγες τοῦ Βύρωνα. Στὴν ὁδό, λοιπόν, Ἀλατσάτων, σὲ μιὰ
πραγματικὴ τρώγλη, κατὰ τὴ Γερμανοϊταλική κατοχὴ τὸ ἑξάχρονο ἀγόρι (ἐγώ) πρωτοεῖδα
τὸν π. Ἱερώνυμο (1943).
Ἕνα σεβάσμιο
γεροντάκι (ἔτσι φάνηκε στὰ παιδικά μου μάτια), μικροῦ ἀναστήματος, ἀνέβαινε τὴ
σκληρὴ ἀνηφόρα πρὸς τὴ φτωχική μας τρώγλη.
• Τρέξαμε
(καὶ μὲ τ᾽ ἄλλα ἀδέλφια μου) καὶ ἀνακοινώσαμε στὴν ὑπερπολύτεκνη μητέρα μας,
πού ἦταν κατάκοιτη, ὅτι ἀνηφορίζει ἕνας μικρόσωμος «παπάς». Ὁ εὐλαβὴς πατέρας
μου ἔσπευσε νὰ τὸν προϋπάντηση.
—Γέροντα,
τὴν εὐχή σας. Πῶς ξεκινήσατε ἀπὸ τὴν Ἀνάληψι γιὰ τὴν ὁδὸ Ἀλατσάτων; Δὲν
φοβηθήκατε; Δύσκολες μέρες, πάτερ μου.
—Ναί,
παιδί μου Γιῶργο. Δύσκολες μέρες. Μᾶς δοκιμάζει ὁ Θεός. Μὰ μὲ στέλνει σήμερα ὁ
Θεὸς στὸ σπιτάκι σου. Πῶς νὰ μὴν ἔρθω νὰ δῶ τὴ Μαργαρίτα (τὴ μητέρα μου); Μοὖπες
πώς εἶναι σοβαρὰ ἄρρωστη.
—Μά,
πάτερ, τόσο κόπο γιὰ μᾶς;...
—Γιατί ὄχι,
ἀδελφέ μου. Στὸ σπίτι τοῦ πόνου μᾶς στέλνει ὁ Χριστός μας.
... Μὲ τὸ
σύντομο διάλογο ἔφτασε στὸ καλυβάκι μας. Μπῆκε μέσα. Τὰ παιδιὰ ὅλα τρέξαμε νὰ
τοῦ φιλήσουμε τὸ χέρι. Καὶ ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ μᾶς εὐλόγησε στὸ κεφάλι. Ἀπό ὅ,τι μᾶς
εἶπε, θυμᾶμαι τὰ πιὸ οὐσιώδη λόγια:
—Παιδάκια,
ὁ Χριστὸς θὰ κάνη καλὰ τὴ μητέρα σας. Μὰ πρέπει νὰ Τοῦ τὸ ζητήσουμε. Κι ἐμεῖς
πού εἴμαστε μεγάλοι στὴν ἡλικία, καὶ σεῖς πού εἶστε μικρὰ παιδιά, πιὸ ἁγνὰ ἀπό
μας. Θὰ ζητήσουμε δυνατὰ ἀπό τό Θεὸ νὰ γιατρέψη τὴ μητέρα σας. Θὰ κάνουμε Εὐχέλαιο.
Εἶναι, παιδιά, σπουδαῖο φάρμακο τὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου. Ἐγώ θὰ λέω, ἐσεῖς θὰ
κάνετε τὸ σταυρό σας κι ὅταν σᾶς δείχνω, θὰ λέτε ἢ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ἢ τὸ «Ἀμήν».
Κοιτούσαμε
μὲ παιδικὴ περιέργεια τὸν σεβάσμιο π. Ἰερώνυμο. Πῶς τακτοποίησε στὸ τραπεζάκι ὅ,τι
χρειαζόταν, πῶς ἔβγαλε τὸ βιβλίο του (τὸ Εὐχολόγιο), πῶς φόρεσε τὸ τριμμένο
πετραχήλι του. Σὰν ἑτοιμάστηκαν ὅλα, μᾶς εἶπε: «Τώρα γονατίστε. Κι ἐγώ θὰ
γονατίσω. Γονατιστούς μᾶς ἀκούει ὁ Θεός...».
• Εἶναι τὸ
πρῶτο Εὐχέλαιο, πού ἄκουσα στὴ ζωή μου! Σὰν τελείωσε, μᾶς μύρωσε ὅλους καὶ
πρὸ παντὸς τὴν ἄρρωστη μητέρα, λέγοντάς της: «Μὴ φοβᾶσαι! Θὰ γίνης καλά. Τόσα
παιδιὰ σὲ περιμένουν (αὐτὸ συνέβη τὸ 1943· ἡ μητέρα μου ἐκοιμήθη τό 2000!).
• Μεγαλώνοντας
μᾶς ἔπαιρνε μερικὲς φορὲς ὁ πατέρας (τὰ πιὸ μεγάλα παιδιὰ) καὶ πηγαίναμε γιὰ ἐκκλησιασμὸ
στὴν Ἀνάληψι. Ἔφηβος πιὰ καταλάβαινα πώς οἱ ἀκολουθίες στὴν Ἀνάληψι ἦταν
διαφορετικὲς ἀπό τὸν ἐνοριακὸ μας Ναό. Θυμᾶμαι π.χ., ὅτι ἔλεγαν ὅλες τὶς ὠδὲς τῶν
κανόνων στὸν Ὄρθρο, ὅτι τὰ σήμαντρα χτυποῦσαν διαφορετικὰ κ.ἄ. Ἐκεῖνο ὅμως, πού
μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι ἦταν ἡ συρροὴ τοῦ κόσμου πρὸς ἐξομολόγησι. Μέχρι ἀργὰ
τὴ νύκτα μὲ σκυμμένο συνήθως τὸ κεφάλι ἐξωμολογοῦσε ὁ ἅγιος Γέροντας τὰ
συρρέοντα πλήθη. Ἀπό τό 1931, πού πρωτοῆλθε στὴν Ἀνάληψι, μέχρι τὸ 1957, πού ἐκοιμήθη
ἐν Κυρίῳ, ὑπῆρξε ὁ πνευματικὸς μαγνήτης γιὰ ὅλη τὴν Ἀθήνα.
• Ὅταν ἔγινα
φοιτητὴς τῆς Θεολογίας (1955), ἄρχισα νὰ πηγαίνω καὶ σὲ ἀγρυπνίες, πού τελοῦσε ὁ
πρεσβύτης πλέον π. Ἱερώνυμος. Τὸν βοηθοῦσαν καὶ ἄλλοι ἱερομόναχοι. Οἱ ἀγρυπνίες
του κρατοῦσαν ὅλη τὴ νύκτα. Θυμᾶμαι, ὅτι ἀνηφόριζα γιὰ τὸ σπίτι μου ἀφοῦ εἶχε
πλέον φέξει!
• Ὁ Θεὸς
γνωρίζει τὴ θαυμάσια πορεία του, τὸν ἅγιο βίο του, ἀλλά καὶ τὰ καταπληκτικὰ ἀποτελέσματα
σὲ ἑκατοντάδες ψυχές, πού ἄλλαξαν ζωὴ ἀπό τό παράδειγμά του καὶ τὸ πετραχήλι
του. Δὲν θὰ εἶναι ὑπερβολὴ, ἂν πῶ αὐτὸ πού ἔλεγε ὁ μακαριστὸς γέροντάς μου π.
Αὐγουστῖνος Καντιώτης, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, πολὺ εὐλαβεῖτο τὸν π. Ἱερώνυμο
καὶ συχνὰ ἀνέβαινε στὴν Ἀνάληψι γιὰ κήρυγμα. Τί ἔλεγε; «Ὁ π. Ἱερώνυμος ἔπιασε
στὰ δίχτυα του πολλούς, μὰ τὸ χρυσόψαρο πού ἔπιασε εἶναι ὁ γιατρός, ὁ Ζαμάνης».
• Ἡ
κοίμησις τοῦ π. Ἱερωνύμου ἔγινε τὸ 1957. Θυμᾶμαι τὰ πλήθη τῶν πιστῶν πού
συνέρρεαν. Θυμᾶμαι τὴν ξεχωριστὴ παρουσία τόσο τοῦ ἰατροῦ Ἰωάννη Ζαμάνη,
ὅσο καὶ τοῦ σπουδαίου θεολόγου (μακαριστοῦ ἢδη) Ἰωάννου Φουντούλη. Νὰ
σημειωθῆ, ὅτι ὁ μακαριστὸς Φουντούλης ὡς φοιτητὴς καὶ θεολόγος (βοηθὸς τοῦ
μακαριστοῦ καθηγητοῦ Παν. Τρεμπέλα) διέμενε στὴν Ἀνάληψι.
• Ἦταν
συγκινητικὸ νὰ βλέπης σὲ καθημερινὴ βάσι τὸν ἰατρὸ Ζαμάνη καὶ τὸν καθηγητὴ
Φουντούλη νὰ «λειτουργοῦν» ὡς «παπαδάκια», συμπαριστάμενοι στὸν ὅσιο π. Ἱερώνυμο.
• Ἡ ἐν οὐρανοῖς
Ἐκκλησία τὸν ὑποδέχτηκε. Ὁ δικαιοκρίτης Κύριος τοῦ ἀπέδωσε τὸν «στέφανον» τῆς
ζωῆς (Β´ Τιμ. δ´ 8). Ἡ Μονὴ του τὸν ἀποκατέστησε. Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχὴ καὶ τοῦ π.
Αἰμιλιανοῦ (Βαφείδη), πού ἄλλαξε ριζικά τό ὅλο κλῖμα στὸ Μοναστήρι καὶ τὴ γνώμη
γιὰ τὸν ἅγιο προκάτοχό του π. Ἱερώνυμο.
• Λείπω ἀπὸ
τὸ Βύρωνα πολλὲς δεκαετίες. Πολλὰ ἔχουν ἀλλάξει στὸν ἄλλοτε προσφυγικὸ
συνοικισμό. Δύο φάροι ὅμως ἐξακολουθοῦν καὶ ἀκτινοβολοῦν τόσο, ὥστε καὶ
σήμερα ἀκόμα οἱ περισσότεροι στὸ Βύρωνα μιλᾶνε γι᾽ αὐτοὺς καὶ φωτίζεται ἡ
πορεία τους ἀπὸ τὸ φῶς τους.
Ὁ ἕνας εἶναι
δάσκαλος (δὲν ἀφορᾶ στὸ παρὸν κείμενο), δάσκαλός μου (μέχρι τὸ 1949)· τὸ κτήριο
τοῦ σχολείου τοῦ ἀναφαίρεται ἀκόμα μὲ τὸ ὄνομά του!
• Ὁ ἄλλος
Φάρος εἶναι φάρος πνευματικῆς πατρότητας μοναδικῆς, ὁσιότητας χαριτωμένης, ἐλεημοσύνης
θαυμαστῆς, ἀρετῆς ἀκτινοβολούσας. Τὸ ὄνομά του: Ἱερομόναχος Ἱερώνυμος
Σιμωνοπετρίτης. Ὅταν ζοῦσε ἀσπαζόμασταν τὸ χέρι του. Τώρα ἀσπαζόμαστε τὴν εἰκόνα
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου