Χιλιαστικές και Εσχατολογικές πλάνες των Μαρτύρων του Ιεχωβά
π. Σωτήριος
Αθανασούλιας
Ἡ ἐσχατολογία
στήν ὑπηρεσία τῆς τρομοκράτησης
Ἡ ἐσχατολογία,
δηλαδή ἡ διδασκαλία γιά τό τέλος τοῦ παρόντος κόσμου καί τῆς
παρούσης ζωῆς, εἶναι σπουδαιότατο καί ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας
τοῦ Χριστοῦ καί τῆς πίστης τῆς Ἐκκλησίας μας.
Στήν αὐθεντική
λειτουργία της, ἀποτελεῖ πολύτιμη πυξίδα προσανατολισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Μᾶς ὑποδεικνύει τήν αὐθεντική πορεία μας καί μᾶς κατευθύνει πρός τόν
τελικό προορισμό μας. Ὡστόσο, ἡ ἐσχατολογία δέν λειτουργεῖ πάντοτε
μέ αὐθεντικό τρόπο. Ἐκτροπές τηςἐμφανίζονται, γιά παράδειγμα, σέ περιόδους
πνευματικῆς, κοινωνικῆς καί οἰκονομικῆς κρίσης, ὅπου σενάρια γιά τά ἔσχατα
γεγονότα, ἐξεζητημένες ἑρμηνεῖες τῶν ἱερῶν κειμένων, ὑπερβολές,
συσχετισμοί ἄσχετων δεδομένων, ὑποτιθέμενες προφητεῖες ἤ ρήσεις ἁγίων ἀνθρώπων
κ.ἄ., εἴτε ἐπιχειροῦν νά παράσχουν μάταιες ἐλπίδες, εἴτε ἐπιδιώκουν
νά ἐντυπωσιάσουν ἤ ἀκόμη καί νά τρομοκρατήσουν τό κοινό.
Παρόμοια φαινόμενα ἐκτροπῶν ἐμφανίζονται
μεταξύ τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς μας, στίς ὁποῖες κυριαρχοῦν
χιλιαστικές καί ἐσχατολογικές τάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ἡ αἵρεση
τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, μέ τίς γνωστές ἀντιλήψεις της γιά τή χιλιετή
βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Στίς περιπτώσεις αὐτές, ἡ ἐσχατολογία
χρησιμοποιεῖταιὡς μέσο ἄσκησης ψυχολογικῆς βίας καί τρομοκρατίας στά μέλη
τῆς αἵρεσης, ὥστε αὐτά νά παραμένουν συνδεδεμένα στενά μέ τήν ὁμάδα
καί νά ἐξασφαλίζεται ἔτσι ἡ συνοχή της. Ὅποιος βρεθεῖ ἔξω ἀπό
τό «μοναδικό καταφύγιο», τήν ἑταιρία «Σκοπιά», καί δέν ἀκολουθεῖ πιστά
τή γραμμή της, θά ὑποστεῖ ἀναπόφευκτα τή μεγάλη σφαγή στόν Ἀρμαγεδῶνα
μαζί μέ τά τέκνα τοῦ διαβόλου, ἰσχυρίζεται ἡ ἡγεσία τῶν
Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ! Κάτι ἀνάλογο διδάσκει καί ἡ σχετικά νεότερη
αἵρεση τῶν Πεντηκοστιανῶν: Ὅποιος δέν ἀνήκει στήν ὁμάδα μας, δέν
θά μετέχει στήν «ἁρπαγή τῆς Ἐκκλησίας» καί θά ἀφεθεῖ νάὑποστεῖ τά
δεινά τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀντιχρίστου μαζί μέ τόν ἁμαρτωλό
κόσμο!
Εἶναι φανερό, ὅτι
στίς περιπτώσεις αὐτές καί γιά νά λειτουργήσει ἔτσι ἡ ἐσχατολογία,
δέν ἀρκεῖ ἡ ἐπένδυσή της μέ ὑπερβολές ἤ ὁ ὑπερτονισμός
κάποιων σημείων της, ἀλλά ἀπαιτεῖται ἡ πλήρης ἀλλοίωσή
της, ἡ μετατροπή της σέ πλάνη. Στήν περίπτωση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ προβάλλεται, ὅπως
εἶναι γνωστό, ἡ πλάνη γιά τή χιλιετή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ πρίν τή
Δευτέρα Παρουσία Του, ἡ ὁποία εἶναι γνωστή ὡς «Χιλιασμός». Ὡστόσο, ὁ Χιλιασμός
δέν ταυτίζεται μέ τήν αἵρεση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, ὅπως κάποιοι
πιστεύουν. Οὔτε ἀποκλειστική διδασκαλία τῆς παραπάνω αἵρεσης εἶναι, οὔτεἀποκλειστικό
φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας. Ἐμφανίζεται καί σέ ἄλλες σύχρονες αἱρέσεις
καί ἀποτελεῖ ἀναβίωση χιλιαστικῶν ἀντιλήψεων, οἱ ὁποῖες
πρωτοεμφανίστηκαν στήν ἀρχαία Ἐκκλησία.
Ἀπό
τόν ἀρχαῖο στόν σύγχρονο Χιλιασμό
Ὁ Χιλιασμός
στηρίζεται ἀποκλειστικά σέ παρερμηνεῖες χωρίων τοῦ γεμάτου
συμβολισμούς καί ἀλληγορίες βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου, σέ
συνδυασμό πολλές φορές μέ πλούσια φαντασία, μέ αὐθαίρετους ὑπολογισμούς
χρονολογικῶν δεδομένων καί μέ «προφητεῖες», πού πάντοτε διαψεύδονται. Δέν ἔχει ἄλλα ἐρείσματα
στήν Ἁγία Γραφή. Στην Ἀποκάλυψη ἀναφέρεται ὅτι πρίν τή Δευτέρα
Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά δεθεῖ ὁ Σατανᾶς καί οἱ δίκαιοι
θά βασιλεύσουν μαζί μέ τόν Χριστό γιά χίλια ἔτη (20, 1-7). Κάποιοι ἑρμήνευσαν
τά χωρία αὐτά κατά γράμμα, νομίζοντας ὅτι ἀναφέρονται σε ἐπίγεια καί
αἰσθητή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀλλοῦ διευκρινίζει
σαφῶς ὅτι ἡ βασιλεία Του «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου
τούτου» (Ἰω. 18,36), ἀποκλείοντας ἀνάλογες ἐγκόσμιες ἑρμηνεῖες
τῆς βασιλείας ἀπό τούς Ἰουδαίους τῆς ἐποχῆς Του.
Ὁ Χιλιασμός
στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἐμφανίστηκε τόν β' μ.Χ. αἰῶνα μέ ἐπίκεντρο
τή Μικρά Ἀσία, ὅπου κάποιοιἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς πίστευαν ὅτι
πρίν τή Δευτέρα καί ἔνδοξη Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά προηγηθεῖ μιά
χιλιετής περίοδος, κατά τήν ὁποία ὁ νέος Ἰσραήλ, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας,
θά βασιλεύσουν μαζί μέ τόν Χριστό καί θά ἀπολαύσουν πλούσια ὑλικά καί
πνευματικά ἀγαθά (Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α', Ἀθῆναι
1994, σ. 149-151). Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές, μέ βασικό ἐκπρόσωπο τόν αἱρετικό
Μοντανό ἀπό τή Φρυγία (β' μ.Χ. αἰ.), ἐμφανίζονται ὄχι μόνο σέ αἱρετικούς, ἀλλά
καί σέ ὀρθόδοξους συγγραφεῖς. Ὁ Χιλιασμός καταπολεμήθηκε ἔντονα ἀπό Ἀλεξανδρινούς
θεολόγους, ὅπως ὁ Ὠριγένης (185-254) καί ὁ ἅγιος
Διονύσιος Ἀλεξανδρείας (248-264), καί ἀργότερα ἀπό τόν ἱερό
Αὐγουστῖνο (354-430). Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ἀντιμετωπίζοντας τίς
χιλιαστικές δοξασίες τῆς ἐποχῆς του, ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας
ἀμφισβήτησε τό ὅτι ἡ Ἀποκάλυψη εἶναι γνήσιο ἔργο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.
Ὁ ἀρχαῖος
Χιλιασμός ἀτόνησε προοδευτικά ἀπό τά μέσα τοῦ γ' μ.Χ. αἰ.
καί ἔκτοτε ἔπαψε νά ὑπάρχει, μέχρι τίς ἀρχές τοῦ ιθ' αἰ.
Τότε ἄρχισαν νά ἐμφανίζονται, ἀρχικά στήν Ἀμερική καί ἀργότερα ἀλλοῦ,
νέοι «μεσσίες», προσδιορίζοντας χρονολογίες γιά τήν Δευτέρα Ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καί
τή συντέλεια τοῦ κόσμου καί ἱδρύοντας ὁμάδες («ἐκκλησίες»), τῶν ὁποίων
τά μέλη θά σωθοῦν, ὑποτίθεται, ἀπό τήν ἐπερχόμενη καταστροφή.
Τέτοιες ὁμάδες - αἱρέσεις μέ χιλιαστικές ἀντιλήψεις εἶναι οἱ Ἀντβεντιστές
τῆς Ἑβδόμης Ἡμέρας (μητρική ὀργάνωση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ),
οἱ Μελετητές τῆς Βίβλου, ἡ Ἐκκλησία τῶν Εὐαγγελιστῶν, ἡ Παγκόσμια Ἐκκλησία
τοῦ Θεοῦ κ.ἄ. (Χρ. Τσιάκκα, Ἐγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειῶν καί
Αἱρέσεων, Κύπρος 2002, σ. 336).
Οἱ χριστολογικές
πλάνες τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ καί οἱ προεκτάσεις τους
Ἄν ἐπίκεντρο τῆς Ὀρθόδοξης ἐσχατολογίας
εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (καί ὄχι τό πρόσωπο τοῦ Ἀντιχρίστου, ὅπως
πολλές φορές συμβαίνει), τότε ἡ ὑγιής ἐσχατολογία, προϋποθέτει
τήν ὑγιῆ Χριστολογία, δηλαδή τήν ὀρθή διδασκαλία γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Κάτι τέτοιο δέν συμβαίνει, βέβαια, στήν περίπτωση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ. Ἡ αἵρεση
αὐτή ἔχει σαφῶς πεπλανημένη (αἱρετική) Χριστολογία, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά
σέ πεπλανημένη ἐσχατολογία.
Ἡ ὀργή τοῦ Ἰεχωβᾶ ἐκδηλώνεται στόν ἁμαρτωλό
κόσμο! Ὅσοι, ὅμως, βρίσκονται στό «μοναδικό καταφύγιο», στήν ὀργάνωση
τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, θά ἀποφύγουν, ὑποτίθεται, τά φρικτά
δεινά.
Κατά τή διδασκαλία τῶν
Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, ὁ Χριστός δέν εἶναι «ὁ ἐπί πάντων
Θεός» (Ρωμ. 9,5), «ὁ μόνος Δεσπότης καί Κύριος» (Ἰούδ. 4), ὅπως
δέχεται ἡ χριστιανική Παράδοση, ἀλλά ἕνα πρόσωπο, τό ὁποῖο
οὔτε ταυτίζεται, οὔτε συγκρίνεται, οὔτε ὁμοιάζει, οὔτε ἔχει τήν ἴδια
οὐσία μέ τόν ἀληθινό Θεό, τόν Ἰεχωβᾶ. Ἡ αἵρεση ἀπορρίπτει
τή διδασκαλία γιά τήν Ἁγία Τριάδα, τήν ὁποία θεωρεῖ πλάνη
καί ἐπινόηση τοῦ διαβόλου! Ἔτσι, ὁ Υἱός ἀνήκει ἀναγκαστικά
στά κτίσματα, στά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Διαφέρει ἀπό τά ἄλλα
κτίσματα στό ὅτι δημιουργήθηκε ἀπ’ εὐθείας, ἐνῶ ἐκεῖνα
δημιουργήθηκαν μέσω τοῦ Υἱοῦ, τοῦ βοηθοῦ ἤ πρωτεργάτης
στό ἔργο τῆς δημιουργίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὑπῆρξε χρόνος, κατά
τόν ὁποῖο δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός («ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν»), ὅπως ἰχυριζόταν
κάποτε ὁ αἱρεσιάρχης Ἄρειος (260-336), ὁὁποῖος
καταδικάστηκε στήν Α' Οἰκουμενική Σύνοδο (325). Ὁ Υἱός δέν ἔχει
τίς ἴδιες ἐνέργειες, οὔτε τίς ἴδιες ἰδιότητες μέ τόν Θεό.
Δέν ἔχει φυσική ἀθανασία, ἀλλά ἀθανασία, τήν ὁποία
κατέκτησε καί ἔλαβε ἀργότερα «κατά χάριν». Οὔτε παντογνώστης εἶναι ἀπό
τή φύση Του. Ὁ Ἰησοῦς ἀγνοοῦσε ὅτι ἐπρόκειτο νά πεθάνει, ἐνῶ στό
Βάπτισμα φωτίστηκε καί θυμήθηκε γεγονότα, πού εἶχε ξεχάσει! Τότε, ὅμως,
τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ; Ἴσως εἶναι ἕνας ἀπό
τούς Ἀγγέλους. Ἔτσι, σέ πολλές περιπτώσεις τόν ταυτίζουν μέ τόν ἀρχάγγελο
Μιχαήλ, ἀλλοῦ ὅμως, ταυτίζουν τόν Μιχαήλ μέ τόν Πάπα, τόν δέ Πάπα
ταυτίζουν μέ τόν Ἀντίχριστο!
Ἡ Ἐκκλησία
πιστεύει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος,
χωρίς, ὅμως, νά πάψει νά εἶναι καί Θεός, γι’ αὐτό ὁΧριστός ἀποκαλεῖται
«υἱός Θεοῦ», «Θεός», «μεγάλος Θεός», «ὁ ἐπί πάντων Θεός» κ.ἄ. Κατά τούς
Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ὁΥἱός ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλά δέν
συνέχισε νά εἶναι ὅ,τι ἦταν καί πρίν τήν ἐνανθρώπησή Του. Ὁ Ἰησοῦς
δέν ἦταν κάτι παραπάνω ἀπό τέλειος ἄνθρωπος. Ἦταν «τό ἀκριβές
παράλληλο τοῦ ἄλλοτε τέλειου Ἀδάμ ... ἕνας τέλειος ἄνθρωπος,
τίποτε περισσότερο καί τίποτε λιγώτερο» (Ἀγαθά νέα, 1976-1978, σ. 118).
Δέν ἦταν, βέβαια, ἁμαρτωλός, ἀλλά ἡ ἀναμαρτησία Του
δέν ἦταν φυσική κατάσταση, ἀλλά κάτι πού κατακτήθηκε μέ προσπάθεια.
Γιά τήν ἀκρίβεια, δέν ἦταν, ἀλλά ἔγινεἀναμάρτητος, ἐνῶ εἶχε
τή δυνατότητα νά ἁμαρτήσει. Τό ὅτι τοῦ ἀποδίδεται προσκύνηση καί
λατρεία στήν Ἁγ. Γραφή (Ματθ. 2,11, Ἰω. 9,38, κ.ἄ.), ὅταν
μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Θεός τονίζει, «Κύριον τόν Θεόν σου
προσκυνήσεις καί αὐτῷ μόνῳλατρεύσεις» (Ματθ. 4,10) προκαλεῖ νέα
σύγχυση στούς ὁπαδούς τῆς αἵρεσης: Ἄλλοτε ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστός
λατρεύεται καί ἄλλοτε ὅτι δέν λατρεύεται.
Τά μεγάλα γεγονότα τοῦ Πάθους
καί τῆς Ἀναστάσεως δέν ἀπέφυγαν τή διαστροφή τους ἀπό τούς
Μάρτυρες τοῦἸεχωβᾶ. Εἶναι γνωστή ἡ διδασκαλία τῆς αἵρεσης ἀπό τό
1936 καί ἔπειτα, ὅτι ὁ Χριστός δέν σταυρώθηκε πάνω σέ
Σταυρό,ἀλλά σέ ὄρθιο πάσαλλο! Ἀλλά, οὔτε καί ἡ Ἀνάσταση
θεωρεῖται πραγματικό γεγονός! Ὅ,τι στήν Καινή Διαθήκη περιγράφεται ὡς
«ἀνάστασις» τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ μεταβολή Του σέ
«πνευματική ὑπόσταση», ἡ μετατροπή Του σέ «πνευματικό ὄν». Ὁ Ἰησοῦς, ὡς ἄνθρωπος, ἀπέθανε
διά παντός καί ἀνάσταση τοῦ σώματός Του δέν συνέβη ποτέ. Τότε,ὅμως, πῶς ἐμφανίστηκε
στούς Ἀποστόλους μέ σῶμα; Ἐδῶ ἡ φαντασία τῶν «θεολόγων» τῆς
αἵρεσης ὀργιάζει: Ὁ Ἰησοῦς δημιούργησε ἐκείνη τή
στιγμή ἕνα ἄλλο σῶμα, ὅμοιο μέ ἐκεῖνο πού εἶχε πρίν
τήν Ἀνάσταση, γιά νά πείσει τούς Μαθητές Του ὅτι «ἀναστήθηκε». Στή
συνέχεια τό σῶμα αὐτό εἴτε διαλύθηκε, εἴτε διατηρεῖται κάπου γιά νά τό
χρησιμοποιήσει πάλι ὁἸησοῦς στή χιλιετῆ βασιλεία Του!
Ἀπό
τίς χριστολογικές στίς ἐσχατολογικές πλάνες
Τά παραπάνω εἶναι ἀναγκαῖα
γιά νά κατανοηθεῖ ποιός ἀκριβῶς εἶναι ὁ πρωταγωνιστής τῶν ἔσχατων
γεγονότων. Ὅπωςἤδη ἀναφέραμε, οἱ ὁπαδοί τῆς αἵρεσης
πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός, πρίν ἀπό τήν τελική Κρίση τοῦ κόσμου,
θά βασιλεύσει στή γῆ γιά χίλια ἔτη. Ἡ βασιλεία Του θά εἶναι ἐγκόσμια,
μέ πραγματική κυβέρνηση, στήν ὁποία θά μετέχουν ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ,ὁ Ἰακώβ
καί ἄλλα Βιβλικά πρόσωπα, πού θά ἀναστηθοῦν. Πρίν τή χιλιετῆ βασιλεία, ὅμως,
θά γίνει ἡ γενική σφαγή τοῦἁμαρτωλοῦ κόσμου στόν Ἀρμαγεδῶνα,
τοπωνύμιο, πού ἀπαντᾶ μία φορά μόνο στήν Ἁγία Γραφή (Ἀποκ.
16,16).
Τρομακτικές εἰκόνες γιά ἔσχατα γεγονότα: Ἄλογα
καί ἱππεῖς πλέουν στό αἷμα τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἰεχωβᾶ.
Ἡ αἵρεση
πιστεύει ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα διακρίνεται σέ δύο σαφῶς ἀντιτιθέμενους
κόσμους: στόν κόσμο τοῦ Θεοῦ καί στόν κόσμο τοῦ διαβόλου. Οἱ κόσμοι
αὐτοί ὁδηγοῦνται σέ μιά τελική σύγκρουση, σέ μιά ἔσχατη μάχη, πού
θά ἔχει ὡςἀποτέλεσμα τήν ὁλοκληρωτική καταστροφή τοῦ δαιμονικοῦ κόσμου
καί τήν ἐπιβίωση μόνο τῶν ὁπαδῶν της. Τόπος αὐτῆς τῆς μάχης θά εἶναι ὁ Ἀρμαγεδῶνας. Ἡ μεγάλη
μάχη θά γίνει, ὅταν ὁ Χριστός μέ τά ἀγγελικά στρατεύματα
τεθεῖ ἐπικεφαλῆς τῆς ὀργάνωσης τοῦ Ἰεχωβᾶ καί ὅταν ὁ Σατανᾶς
μέ τά δαινονικά στρατεύματα τεθεῖ ἐπικεφαλῆς τοῦ ὑπόλοιπου κόσμου.
Στή συνάφεια αὐτή, ὁ Χριστός περιγράφεται ὡς ὁ «μέγας
σφαγεύς», πού θά καταστρέψει τόν ἁμαρτωλό κόσμο: «Ὅταν τό ἔργο τῆς
μαρτυρίας τελειώσει ὁ Χριστός θά προχωρήσῃ εἰς τήν ἀπερίγραπτον
σφαγή ὅμοια τῆς ὁποίας δέν ἔχει γίνει. Τόσα πτώματα θά ὑπάρξουν ἀπό
τό ἕν ἄκρον τῆς γῆς μέχρι τό ἄλλον, ὥστε οὐδείς θά θάπτει
τούς νεκρούς» (Φῶς, τ. Α', 1930, σ. 371). Αὐτός εἶναι ὁ «ὄμορφος
κόσμος», πού ὀνειρεύονται οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ μετά
τόν Ἀρμαγεδῶνα! «Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὁ μέγας σφαγεύς καί τώρα
περιζώνεται τήν μάχαιρά του καί ἐλαύνει νικηφόρος εἰς τόν πόλεμον»
(Διεκδίκησις, τ. Α', 1932, σ. 279). «Ἀπό τή φρικτή σφαγή θά γλιτώσουν μόνον οἱ "μάρτυρες
τοῦ Ἰεχωβᾶ" ὅσοι βρίσκονται μέσα στό καταφύγιον» (Σκοπιά, 1962,
σ. 172). «Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔξω ἀπό τό καταφύγιο θά ὁλολύζουν
καί θά κυλίωνται στό χῶμα ... θά θανατωθοῦν ἐξ αἰτίας τῆς γοερῆς ὀργῆς
τοῦ Ἰεχωβᾶ» (Σκοπιά, 1/4/1978, σ. 16). Οἱ «ἐκλεκτοί» πού θά ἐπιζήσουν,
«θάἐξέλθουν καί θά ἰδοῦν τά πτώματα ἐκείνων τούς ὁποίους ἐθανάτωσε ὁ Ἰεχωβᾶ, ἄταφα,
βορά τῶν σκωλήκων πού δέν θά πεθαίνουν οὔτε θά παύσουν νά συρρέουν ἐπάνω
στά ἀπεχθῆ πτώματα ὥσπου νά καταφάγουν τά ὀστά των» (Νέοι Οὐρανοί
καί Νέα Γῆ, 1953-1957, σ. 370-371).
Ἀμέσως μετά τόν Ἀρμαγεδῶνα
θά ἐγκαθιδρυθεῖ ἡ χιλιετής βασιλεία. Ἡ αἵρεση
διαβεβαίωνε ὅτι ἡ ἔναρξή της θά γινόταν τό 1914, ὅμως, τό
1914 οὔτε ὁ Ἀρμαγεδῶνας ἔγινε, οὔτε ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ,
οὔτε ἡ ἔναρξη τῆς βασιλείας.Ἀντίθετα, ἀντί τῆς ἀναμενόμενης
εἰρήνης, ἄρχισε ὁ Α' Παγκόσμιος Πόλεμος! Τότε ἡ ἔναρξη
τῆς βασιλείας μετατέθηκε στό 1918, μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ἀργότερα
μετατέθηκε μέ βεβαιότητα στό 1925, ἀγοράστηκε, μάλιστα, ἕνα οἴκημα
στό Σάν Ντιέγκο τῆς Καλιφόρνιας, πού ὀνομάστηκε «Μπέθ Σαρίμ» (Οἶκος Ἀρχόντων),
γιά νά κατοικήσει ὁ Ἀβραάμ! Μετά τή νέα διάψευση, ἡ ἡγεσία
τῆς αἵρεσης ἰσχυριζόταν ὅτι ἡ γενιά τοῦ 1914 θά ζοῦσε ὅλα
τά ἔσχατα γεγονότα. Τελευταία ἀπόπειρα προσδιορισμοῦ ὅριζε τό
1975 ὡς ἔτος ἔναρξης τῆς βασιλείας. Ὅταν καί τότε δέν
συνέβη τίποτε, τήν αἵρεση συνετάραξε μεγάλη κρίση, ἀφοῦ χιλιάδες ὁπαδῶν
της τήν ἐγκατέλειψαν. Σήμερα ἐπαναλαμβάνει ἁπλῶς ὅτι λίγος
καιρός μένει μέχρι τον Ἀρμαγεδῶνα, ἐνῶ κατά καιρούς ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ βασιλεία
εἶναι ἀόρατη καί πνευματική ἤ ὅτι ἄρχισε ἀοράτως στούς
οὐρανούς.
Ὡς πρός τά γεγονότα πού
θά ἀκολουθήσουν, ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν
θά γίνει σταδιακά καί ὄχι γιάὅλους τούς νεκρούς. Ἡ τελική Κρίση
θά γίνει εἴτε σταδιακά κατά τή διάρκεια τῆς χιλιετίας, εἴτε ἐφ’ ἅπαξ
στό τέλος της. Στό τέλος τῆς χιλιετίας θά λυθεῖ γιά λίγο ὁ Σατανᾶς,
γιά νά ριφθεῖ, τελικά, στήν καιόμενη λίμνη τοῦ πυρός. Τέλος, ἡ ἔσχατη
Κρίση τοῦ κόσμου δέν θά γίνει ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλά ἀπό
τόν Ἰεχωβᾶ: «Στό τέλος τῆς Χιλιετίας, ὁ Ἰεχωβᾶ θά κρίνει
καί ὄχι ὁ Ἰησοῦς Χριστός» (Σκοπιά, 15/5/1995, σ. 13 κ.ἄ.).
Κριτικές
παρατηρήσεις ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη
Συγκρίνοντας τή
διδασκαλία τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ γιά τά ἔσχατα γεγονότα μέ
τήν ἀντίστοιχη Ὀρθοδοξη πίστη, παρατηροῦμε τά ἑξῆς:
Ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ἄλλοτε
χαρακτηρίζεται ἐπίγεια καί ὁρατή καί ἄλλοτε οὐράνια καί ἀόρατη, ἐντός
τοῦ πλήρους ἀντιφάσεων, μεταβολῶν καί ἀσαφειῶν ἐσχατολογικοῦ συστήματος
τῆς αἵρεσης. Ἡ βασιλεία αὐτή θεωρεῖται κατάσταση προσωρινή καί
μέ ἡμερομηνία λήξεως. Ἡ ἐγκαθίδρυσή της ἀοράτως στούς οὐρανούς
σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν Βασιλεύς πρό τοῦ γεγονότος
αὐτοῦ, ἐνῶ τό ὅτι ἡ τελική Κρίση δέν θά γίνει ἀπό
τόν Χριστό σημαίνει ὅτι ἡ βασιλεία Του ἔχει τέλος. Κατά
τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ,
ταυτίζεται μέ τήν ἄκτιστη δόξα Του καί μέ αὐτή τήνἔννοια δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου
τούτου» (Ἰω. 18,36) καί «οὐκ ἔρχεται μετά παρατηρήσεως» (Λουκ.
17,20). Ὁ Χριστός εἶναι Βασιλεύς αἰώνιος καί ἡ βασιλεία Του
εἶναι «βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων», ἡ ὁποία δέν ἔχει ἀρχή,
οὔτε τέλος. Ἡ βασιλεία αὐτή εἶναι παροῦσα ὅπου εἶναι παρών ὁ Χριστός:
«Ὅπου ὁ Βασιλεύς ἐκεῖ καί ἡ βασιλεία» (ἅγ.
Χρυσόστομος). Ἄν ὁΧριστός εἶναι καί παρών (ἐντός τῆς Ἐκκλησίας)
καί ἀναμενόμενος, τότε καί ἡ βασιλεία Του εἶναι καί παροῦσα καί ἀναμενόμενη,
γι’ αὐτό στήν Ἁγ. Γραφή ὑπάρχουν ἐκφράσεις ὅπως «ἡ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστίν» (Λουκ. 17,21) καί «ἐλθέτω ἡ βασιλεία
σου» (Ματθ. 6,10). Τά χίλια ἔτη τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι συμβολική ἔκφραση
γιά τό διάστημα ἀπό τήν Πρώτη μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ,
κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὄντως, στό διάστημα αὐτό κάποιοι
μέτέχουν στή δόξα ἤ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καί
συμβασιλεύουν ἐν Χριστῷ.
Ἡ ἐσχατολογία τῆς αἵρεσης
παραουσιάζει πολλά ἀκόμη κενά. Ἡ ἔναρξη τῆς Δευτέρας Παρουσίας
τοῦ Χριστοῦ ἀοράτως στούς οὐρανούς σημαίνει ὅτι προηγουμένως ὁ Χριστός ἦταν ἀπών ἀπό
τούς οὐρανούς, ὁπότε προκύπτει ἡ ἀπορία: ποῦ ἦταν ὁ Χριστός
μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία Του, ἄν δέν ἦταν οὔτε στόν οὐρανό, οὔτε
στή γῆ; Ἡ περιγραφή τῆς βασιλείας, ὅπως τουλάχιστον γίνεται στό
περιοδικό «Ξύπνα» (22/9/1999, σ. 8-9), ὅπου ἀναφέρεται ὅτι αὐτή,
«θά ἔχει ὡς διορισμένο ἀπό τό θεό ἡγέτη της τόν
δοξασμένο Ἰησοῦ Χριστό τόν Ἄρχοντα Εἰρήνης, ... θά εἶναι
πραγματικά μία παγκόσμια κυβέρνηση, ... θά ἐκπροσωπεῖ ὅλους τούς
λαούς, ... θά βάλει τέλος σέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες κυβερνήσεις, οἱ ὁποῖεςἀντιτίθενται
στήν ἐξουσία της, ... οἱ λαοί τῆς γῆς θά κυβερνῶνται μέ βάση ἕνα
διεθνές δίκαιο, ... τά ἄτομα πού ἀγαποῦν τή βία θά ἀφανισθοῦν», ὁμοιάζει
περισσότερο μέ τή βασιλεία τοῦ Ἀντιχρίστου, παρά μέ τή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ! Ἐκεῖνος
θά ἐμφανισθεῖ πρίν τό τέλος τοῦ κόσμου ἀντί τοῦ Χριστοῦ,
σέ ἐκεῖνον θά δοθεῖ «ἐξουσία ἐπί πᾶσαν φυλήν καί λαόν καί γλῶσσαν
καί ἔθνος» (Ἀποκ. 13,7), καί ἐκεῖνος θά κυβερνήσει προσωρινά ἕναν ἑνοποιημένο
κόσμο!
Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει
δύο μόνο Παρουσίες τοῦ Κυρίου, μία πραγματοποιημένη καί μία ἀναμενόμενη,
τήν «ἐπιφάνεια τῆς Χάριτος» καί τήν «ἐπιφάνεια τῆς Δόξης». Στήν «ἐπιφάνεια τῆς
Δόξης», δηλαδή στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τά γεγονότα θά
γίνουν ὅλα μαζί, ἐντός ὀλίγου χρονικοῦ διαστήματος: ἡ κατάργηση
τοῦ ἔσχατου Ἀντιχρίστου, ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ τελική
Κρίση, ἡ ἀνακαίνιση τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἡ ἔναρξη
τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος». Οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἀντίθετα, κάνουν
λόγο γιά μιά μακρᾶς διαρκείας Δευτέρα Παρουσία, στήν ὁποία ἐντάσσονται
γεγονότα ὅπως ὁ Ἀρμαγεδῶνας καί ἡ χιλιετής βασιλεία, ἤ, ἀκριβέστερα,
κάνουν λόγο γιά πολλές «παρουσίες»: δεύτερη παρουσία τοῦΧριστοῦ ἀοράτως
στούς οὐρανούς, τρίτη παρουσία ὡς «σφαγέως» στόν Ἀρμαγεδῶνα καί
τέταρτη ὡς βασιλέως στή χιλιετία. Τέλος, ὁ προσδιορισμός «καιρῶν
καί χρόνων» γιά τά ἔσχατα γεγονότα ἀπό τήν ἡγεσία τῆς αἵρεσης
καί ἡ κατ’ ἐπανάληψιν διάψευσή τους τήν ἀποδεικνύει ὡς
τό χαρακτηριστικότερο, ἴσως, παράδειγμα ψευδοπροφήτου στήν ἱστορία τοῦ
Χριστιανισμοῦ.
ΤΕΥΧΟΣ
91 ΤΡΙΠΟΛΙΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ
- ΙΟΥΝΙΟΣ 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου