Πάσχα τῶν Ἑλλήνων
«Ὤ πατρίς μου μικρά, πόσον μεγάλη εἶσαι
ἐν τῇ θρησκείᾳ σου!», ἀναφωνεῖ ὁ Μωραϊτίδης στό διήγημα «Ἄρατε πύλας». Αὐτό τό
μεγαλεῖο τῆς πατρίδος μας ἐπίδοξοι ἀναθεωρητές φιλοδοξοῦν στίς μέρες μας νά τό ἀποδομήσουν.
Μιά κοινή πορεία Ἐκκλησίας - Πολιτείας 1.700 ἐτῶν διαρρηγνύεται μέ τήν ψῆφο 150
βουλευτῶν, πού ξαφνικά ἔγιναν 151. Δόθηκε ἔτσι τό «δικαίωμα» στήν κυβέρνηση
νά προχωρήσει στό διαζύγιο Ἐκκλησίας - Πολιτείας.
Μπορεῖ οἱ κυβερνῶντες νά ἀπεργάζονται
τά πάντα, γιά νά ἀποκόψουν σύρριζα τό Ἔθνος μας ἀπό τίς ζωογόνες ρίζες του•
στήν καρδιά ὅμως τοῦ λαοῦ μας εἶναι φυλαγμένη σάν ἀκριβό μαργαριτάρι, σάν ὅ,τι
πιό πολύτιμο καί ἀναγκαῖο γιά τήν ἴδια τήν ὑπόστασή του ἡ ἅγια πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτήν τήν ἀλήθεια τήν ψηλαφοῦμε στά ἔργα τῶν Νεοελλήνων λογοτεχνῶν, ὅπου ἀποθησαυρίζουν
-ἐκφράζοντας ὅλους μας- τά βιώματά τους γιά τό Πάσχα, τό δικό μας Πάσχα, τό
Ρωμαίικο. Ἀπό κεῖ καί πάλι ἀντλοῦμε -τό ἐπιχειρήσαμε καί στό παρελθόν-
παραθέτοντας ἀτόφια τή λαλιά τους.
Προεξάρχων ὁ κατ᾽ ἐξοχήν «ἀναστάσιμος» συγγραφέας Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης μᾶς
καλεῖ σέ μία πραγματικά ἑλληνική Λαμπρή: «Τό Μέγα Σάββατον δέ, μι- κρόν μετά
τά μεσάνυκτα... ἐνῶ σήμαιναν διά μακρῶν οἱ κώδωνες ἐπῆγαν εἰς τήν ἐκκλησίαν, ὅπου
ἐψάλη τό “ὤ γλυκύ μου ἔαρ” καί ἄλλα ἀκόμη παθητικά ἄσματα. Εἶτα οἱ πιστοί ὅλοι
μέ ἀνημμένας λαμπάδας ἐξῆλθον εἰς τό ὕπαιθρο, ὑπό τό ἀμαυρωθέν φέγγος τῆς
φθινούσης σελήνης, ἐνῶ ἡ αὐγή ἔλαμπεν ἤδη ροδίνη καί ξανθή, προπέμποντες τόν Ἐπιτάφιον
ἀγλαόφωτον μέ σειράς λαμπάδων. Καί ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέμα τούς πυρσούς,
χωρίς νά τούς σβήνη καί ἡ ἄνοιξις ἔπεμπε τά ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τόν
Παθόντα καί Ταφέντα, ὡς νά συνέψαλλε καί αὐτή, “ὤ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν
μου τέκνον!” καί ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καί μορμύρουσα παρά τόν αἰγιαλόν ἐπανελάμβανεν,
“οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ!”... Γλυκεῖα Πασχαλιά, ἡ μήτηρ τῆς χαρᾶς!».
Τήν ἔντονη βιωματικότητα πού χαρακτηρίζει αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες ἐκφράζει ζωηρά
ὁ Κωστής Παλαμᾶς στή συλλογή του «Ἀσάλευτη Ζωή»:
«Ἡ νύχτα τῶν Παθῶν μά καί τ᾽ Ἀπρίλη ἡ νύχτα
τῆς χώρας ὅλα, νόμιζες, νά βουβαθοῦν γυρεῦαν
θρήσκα καί κατανυχτικά, τή σιγαλιά νά κάμουν
μία προσφορά εὐλαβική πρός τοῦ Κυρίου τά Πάθη.
.................................
Διάπλατες πέρα οἱ ἐκκλησιές ὁλόφωτες καί φτάναν
ἀπ᾽ τ᾽ ἀνοιχτά παράθυρα στά σπίτια μας οἱ θρῆνοι
σεμνοί κι ἀντιθρηνούσανε στοῦ χριστιανοῦ τά χείλη:
“Ζωή ἐν τάφῳ... Ἔαρ γλυκύ... Γλυκύτατόν μου τέκνον...”.
Μπρός στήν πεζούλα τοῦ σπιτιοῦ, τῆς γειτονιᾶς μελίσσι
κι ἐμεῖς, ἀγόρια ἀγίνωτα κι ἀστάλωτες παιδοῦλες,
ὁ ὕπνος δέ μᾶς ἔπαιρνε, προσμέναμε τήν ὥρα τῆς ἐκκλησιᾶς».
τῆς χώρας ὅλα, νόμιζες, νά βουβαθοῦν γυρεῦαν
θρήσκα καί κατανυχτικά, τή σιγαλιά νά κάμουν
μία προσφορά εὐλαβική πρός τοῦ Κυρίου τά Πάθη.
.................................
Διάπλατες πέρα οἱ ἐκκλησιές ὁλόφωτες καί φτάναν
ἀπ᾽ τ᾽ ἀνοιχτά παράθυρα στά σπίτια μας οἱ θρῆνοι
σεμνοί κι ἀντιθρηνούσανε στοῦ χριστιανοῦ τά χείλη:
“Ζωή ἐν τάφῳ... Ἔαρ γλυκύ... Γλυκύτατόν μου τέκνον...”.
Μπρός στήν πεζούλα τοῦ σπιτιοῦ, τῆς γειτονιᾶς μελίσσι
κι ἐμεῖς, ἀγόρια ἀγίνωτα κι ἀστάλωτες παιδοῦλες,
ὁ ὕπνος δέ μᾶς ἔπαιρνε, προσμέναμε τήν ὥρα τῆς ἐκκλησιᾶς».
Ὁ
Γρηγόριος Ξενόπουλος στό «Παιδικό Πάσχα» θυμᾶται: «Τό Πάσχα ἄρχιζε ἀπ᾽ τήν αὐγή
τοῦ Μεγάλου Σαββάτου καί μέ τέτοιον τρόπο, πού ἀποτελεῖ μιά ἀπό τίς ζωηρότερες
παιδικές μου ἀναμνήσεις. Ἦταν μιά γενική κωδωνοκρουσία τήν ὥρα, πού ἔψαλλαν
στή Μητρόπολη τό “Ἀνάστα ὁ Θεός”... Ἀλλά ὅλες μαζί, ἀπό μεγάλα καί μικρά
καμπαναριά, ἀμέτρητα, -καμπάνες μεγάλες, βαρύηχες, πολύβουες, σοβαρές, καί
καμπάνες μικρές, γλυκόφωνες, γοργές, πεταχτές- μιά συναυλία, μιά ἁρμονία ἀφάνταστη,
πού τρικυμίζει τόν ἀέρα, ἀνεβαίνει, κατεβαίνει, κι ἁπλώνεται στά πέρατα...
Κι ἀφοῦ μέ τό “Δεῦτε λάβετε φῶς” ἀνάβαμε ὅλοι τίς λαμπάδες μας ἀπό τή μεγάλη λαμπάδα τοῦ παπᾶ... βγαίναμε στό πλάτωμα μέ τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού τήν ἔστηναν στό “τετράποδο”. Ἡ τελετή ἄρχιζε, ἀκούγαμε τό χαρμόσυνο Εὐαγγέλιο καί τό πρῶτο “Χριστός Ἀνέστη” καί γυρίζαμε στήν ἐκκλησία...
Κι ἀφοῦ μέ τό “Δεῦτε λάβετε φῶς” ἀνάβαμε ὅλοι τίς λαμπάδες μας ἀπό τή μεγάλη λαμπάδα τοῦ παπᾶ... βγαίναμε στό πλάτωμα μέ τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού τήν ἔστηναν στό “τετράποδο”. Ἡ τελετή ἄρχιζε, ἀκούγαμε τό χαρμόσυνο Εὐαγγέλιο καί τό πρῶτο “Χριστός Ἀνέστη” καί γυρίζαμε στήν ἐκκλησία...
Κι
ἄρχιζε ἡ πασχαλινή λειτουργία, τόσο διαφορετική ἀπό τίς ἄλλες... Μετά τό “Εὐλογημένη
ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός”, παπάς καί ψάλτες ἔλεγαν πάλι τό “Χριστός Ἀνέστη” εἴκοσι
φορές... Ἔπειτα, κάποια στιγμή -τί συγκινητική, τί χριστιανική!- ὁ παπάς, μέ
τή λαμπάδα στό χέρι καί τό Εὐαγγέλιο στό στῆθος, ἔβγαινε στήν Ὡραία Πύλη
κι ὅλοι οἱ ἄντρες τοῦ ἐκκλησιάσματος πλησίαζαν ἕνας - ἕνας, ἀσπάζονταν τό
Εὐαγγέλιο καί τό χέρι πού τό κρατοῦσε, κι ἔπειτα ἔκαναν “Χριστός Ἀνέστη”
μέ τόν παπά».
Μέ τό ποίημα «Ἀνάσταση» ὁ ποιητής Στέλιος Σπεράντζας καταδεικνύει τήν πλησμονή τῆς χαρᾶς γιά τή νίκη τῆς ζωῆς κατά τοῦ θανάτου:
Μέ τό ποίημα «Ἀνάσταση» ὁ ποιητής Στέλιος Σπεράντζας καταδεικνύει τήν πλησμονή τῆς χαρᾶς γιά τή νίκη τῆς ζωῆς κατά τοῦ θανάτου:
«Ἀνάσταση. Καί γέμισε χαρά,
λουλούδισε ἡ ψυχή μου σάν τό κρίνο.
Κι ἀνοίγω τῆς λαχτάρας τά φτερά,
ψηλά μές στῆς αὐγῆς τά φωτερά
γαλάζιο ἕνα ἀστροφῶς κι ἐγώ νά γίνω.
Ἀνάσταση. Τά σήμαντρα χτυποῦν.
Κι ὅλα τά δένδρα ἀνθίζουν πέρα ὥς πέρα.
Στόν κόσμο αὐτό ἄς μάθουν ν᾽ ἀγαποῦν
ὅσοι τό μίσος ἔσπειραν κι ἄς ποῦν
“Χριστός Ἀνέστη” ἐτούτη τήν ἡμέρα».
λουλούδισε ἡ ψυχή μου σάν τό κρίνο.
Κι ἀνοίγω τῆς λαχτάρας τά φτερά,
ψηλά μές στῆς αὐγῆς τά φωτερά
γαλάζιο ἕνα ἀστροφῶς κι ἐγώ νά γίνω.
Ἀνάσταση. Τά σήμαντρα χτυποῦν.
Κι ὅλα τά δένδρα ἀνθίζουν πέρα ὥς πέρα.
Στόν κόσμο αὐτό ἄς μάθουν ν᾽ ἀγαποῦν
ὅσοι τό μίσος ἔσπειραν κι ἄς ποῦν
“Χριστός Ἀνέστη” ἐτούτη τήν ἡμέρα».
Ἀνάσταση μέ τούς θαλασσοδαρμένους ναῦτες γιόρτασε ὁ Ἀνδρέας Καρκαβίτσας καί μᾶς
μεταφέρει τίς ἐμπειρίες του στό «Πάσχα στά Πέλαγα»:
«...Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου! Εὐχήθηκε ἅμα τελείωσε τόν ψαλμό, γυρίζοντας πρῶτα στούς ἐπιβάτες κι ἔπειτα στό πλήρωμα ὁ πλοίαρχος.
– Χρόνια πολλά, καπετάνιε! Χρόνια πολλά!... ἀπάντησαν ἐκεῖνοι ὁμόφωνοι.
– Καί τοῦ χρόνου στά σπίτια σας, κύριοι! Καί τοῦ χρόνου στά σπίτια μας, παιδιά! Ξαναεῖπε ὁ πλοίαρχος, ἐνῶ ἕνα μαργαριτάρι φάνηκε στήν ἄκρη τῶν ματιῶν του.
– Καί τοῦ χρόνου στά σπίτια σας, κύριοι! Καί τοῦ χρόνου στά σπίτια μας, παιδιά! Ξαναεῖπε ὁ πλοίαρχος, ἐνῶ ἕνα μαργαριτάρι φάνηκε στήν ἄκρη τῶν ματιῶν του.
– Καί τοῦ χρόνου στά σπίτια μας, καπετάνιε!
Ἔπειτα πέρασε ἕνας-ἕνας, πρῶτα οἱ ἐπιβάτες ἔπειτα τό πλήρωμα, πῆραν ἀπό τό χέρι
του τό κόκκινο ἀβγό καί τό λαμπροκούλουρο καί ἄρχισαν πάλι οἱ εὐχές καί τά
φιλήματα:
– Χριστός Ἀνέστη.
– Ἀληθινός ὁ
Κύριος.
– Καί τοῦ χρόνου σπίτια μας...».
Ἡ Ἄννα Κωστάκου-Μαρίνη στό διήγημα «Τό Πάσχα τῆς
Ἀννούλας» σημειώνει: «...Λάβετε, φάγετε... Ὅλοι πλησιάζαμε μέ χαρά καί σεβασμό
νά κοινωνήσουμε τό ἀναστημένο σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Μετά τό ἀντίδωρο φεύγαμε παρέες παρέες μέ ἀναμμένες λαμπάδες, γιά νά μεταφέρουμε τό ἅγιο φῶς στό σπίτι, ν᾽ ἀνάψουμε τό καντήλι στίς εἰκόνες».
Μετά τό ἀντίδωρο φεύγαμε παρέες παρέες μέ ἀναμμένες λαμπάδες, γιά νά μεταφέρουμε τό ἅγιο φῶς στό σπίτι, ν᾽ ἀνάψουμε τό καντήλι στίς εἰκόνες».
Ὁ βασικός ἐκπρόσωπος τῆς «Ἠπειρώτικης Σχολῆς» Χρῆστος Χρηστοβασίλης ἀναφέρεται
στήν ἀργοπορημένη ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου στό διήγημα «Ἡ Πασχαλιά τῆς Λευτεριᾶς»:
«Ἐτέλειωσε ἡ ἐκκλησιά. Ὁ παπάς στεκότανε μπροστά στήν Ὡραία Πύλη κι ἀντί δι᾽ εὐχῶν
τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν... ἔλεγε Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν... Ὅλο τό χωριό
σταυροκοπιόταν καί διπλή χαρά ζωγραφίζονταν στό πρόσωπό του. Τέτοιαν χαρούμενη
Λαμπρή δέ θυμόνταν κανείς νά ἔχει δεῖ ἐκεῖ πέρα. Τελειώνοντας ὁ παπάς τό
τελευταῖο του Χριστός ἀνέστη εἶπε:
Χριστός ἀνέστη, χωριανοί! Καί τοῦ χρόνου νά εἴμαστε καλά. Κι ὁ Μεγαλοδύναμος νά μᾶς φέρει καλά τ᾽ ἀδέλφια μας πού πολεμᾶνε στό γεφύρι τῆς Πλάκας, στό Λοῦρο, στήν Πρέβεζα καί στά Πέντε Πηγάδια...».
Χριστός ἀνέστη, χωριανοί! Καί τοῦ χρόνου νά εἴμαστε καλά. Κι ὁ Μεγαλοδύναμος νά μᾶς φέρει καλά τ᾽ ἀδέλφια μας πού πολεμᾶνε στό γεφύρι τῆς Πλάκας, στό Λοῦρο, στήν Πρέβεζα καί στά Πέντε Πηγάδια...».
Κι ἐμεῖς φέτος μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μας ἄς ψάλλουμε: «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ...».
«Καλή
Ἀνάσταση» στήν πονεμένη καί ἀδικημένη πατρίδα μας! «Καλή Ἀνάσταση» στήν προδομένη Μακεδονία μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου