«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα… μή μοι δῷς…· πνεῦμα
δέ…χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ».
Ἡ
εὐχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἀποτελεῖ τήν προσευχή πού σφραγίζει τήν περίοδο
τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἐνῶ πολλές προσευχές ἀκούγονται καί λέγονται πολλαπλῶς
στήν Ἐκκλησία τή συγκεκριμένη περίοδο, τό «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου…» τοῦ
μεγάλου ἀσκητικοῦ Πατρός μᾶς δίνει τήν αἴσθηση ὅτι βρισκόμαστε μέσα στή
Σαρακοστή.
Κι
εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλοί ἐπιχείρησαν, ἐν ἀναπτύξει ἤ ἐν συντόμῳ, νά τήν ἑρμηνεύσουν
καί νά διεισδύσουν στίς ποικίλες διαστάσεις της, τέτοιες πού ἀγκαλιάζουν ὅλο τό
φάσμα θά λέγαμε τῆς πνευματικῆς ζωῆς: πάθη ψεκτά καί ἔνθεες ἀρετές, στάση ἐν
μετανοίᾳ ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, χάρη αὐτογνωσίας ἀλλά καί χάρη ἀκατακρισίας· ὅμως
παρ’ ὅλον τοῦτο θά σχολιάσουμε, μαζί μέ τούς ἄλλους, ἐκείνην τήν ἀναφορά τῆς εὐχῆς
τοῦ ὁσίου, πού νομίζουμε ὅτι συνιστᾶ τό θεμελιακό στοιχεῖο της. Ποιό εἶναι αὐτό;
Ἡ ἀναφορά στό πνεῦμα.
Δέν
πρόκειται, νομίζουμε, γιά τό πνεῦμα ὡς ὀντότητα προσωπική, εἴτε πονηρή εἴτε
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μολονότι δέν ἀποτελεῖ ἐκτροπή τοῦ νοήματος ἄν θεωρήσει
κανείς ὅτι στό πρῶτο αἴτημα ὑπάρχει τό πνεῦμα τοῦ Πονηροῦ, (ὡς ἀπευκταία
κατάσταση τῶν ἐγωϊστικῶν παθῶν τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καί τῆς
ἀργολογίας), ἐνῶ στό δεύτερο τό πνεῦμα ὡς ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, (ὡς εὐκταία
κατάσταση τῶν ἐνθέων παθῶν τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς
καί τῆς ἀγάπης)· ὅμως ἡ ἔννοια τοῦ πνεύματος στή συγκεκριμένη διπλή ἀναφορά του
σχετίζεται μέ τήν ὅλη ἀτμόσφαιρα πού καλύπτει τήν ψυχή καί πού καθορίζει τήν
ποιότητά της, ἡ κατεύθυνση ἀλλιῶς τῆς ροπῆς της, ἡ ὁποία γιά τόν πιστό δέν
μπορεῖ νά εἶναι πρός τήν πλευρά τοῦ κακοῦ, ἀλλά πρός τήν πλευρά τῶν ἀρετῶν καί
τῆς ἐπενεργείας τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι
ὁ πιστός, μέ τό στόμα τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ, αἰτεῖται ἀπό τόν Θεό, τόν Κύριο καί
βασιλέα τῆς ζωῆς του, νά μήν ἐπιτρέψει νά στραφοῦν ὁ νοῦς καί ἡ
καρδιά του σέ κάτι ἄλλο πέρα ἀπό ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ δική Του παρουσία καί ἐνέργεια,
δηλωτικές τῆς Ὁποίας εἶναι οἱ ἀρετές, πολλῶ δέ μᾶλλον νά μήν στραφοῦν
σέ ὅ,τι χαρακτηρίζεται σκότος τοῦ διαβόλου μέ τήν ὕπαρξη τῶν παθῶν. Κι
αὐτό γιατί γνωρίζει καλά ὁ ἅγιος, συνεπῶς κατ’ ἐπέκταση καί κάθε πιστός, ὅτι ἀφενός
οἱ ἀρετές εἶναι καρπός τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ ὅταν συνεργάζεται μέ τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου,
ἀφετέρου ὅτι δέν ὑπάρχει περίπτωση συνύπαρξης τῶν παθῶν καί τῶν ἀρετῶν. Πάθη
καί ἀρετές «κοιτοῦν» σέ ἀντίθετες κατευθύνσεις, ἐνῶ ἡ ὕπαρξη τῶν μέν διαγράφει
τήν παρουσία τῶν δέ. «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «Ὅς ἄν θέλῃ
φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται».
Ἀπό
τήν ἄποψη αὐτή, ὁ ὅσιος Ἐφραίμ μᾶς τονίζει μέ τρόπο πού δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση
ὅτι ἡ σχέση μας μέ τόν Χριστό, τόν Κύριο καί Δεσπότη τῆς ζωῆς μας, δέν εἶναι
θέμα μιᾶς ἁπλῆς νοητικῆς τοποθέτησης ἀπέναντί Του, ἀλλά θέμα πού συνεγείρει ὅλη
τήν ὕπαρξή μας, καί τήν ψυχή καί τό σῶμα μας – τό πνεῦμα ὡς τό πνευματικό
περιβάλλον μας. Μέ ἄλλα λόγια, γιά νά κινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα,
ὡς ἀληθής καί ὅλος ἄνθρωπος δηλαδή, ἀπαιτεῖται ἡ κίνηση τῆς ψυχῆς του, ἡ
βούλησή του, συνεπῶς ὁ «ἔρωτάς» του νά εἶναι πρός τόν Κύριο, ἄν Τόν θέλει
πράγματι στή ζωή του· κι ἔτσι μόνο μέ μία τέτοια ροπή καί πόθο στήν ψυχή μπορεῖ
νά κινητοποιηθεῖ καί τό σῶμα, τό ὁποῖο εἶναι βαρύ καί δυσκίνητο λόγω τῶν
φιλόϋλων τάσεών του.
Ἔχουμε
τήν ἐντύπωση ὅτι παρόμοια κινεῖται καί ἡ σκέψη τοῦ Μ. Βασιλείου στήν εὐχή τῆς
ΣΤ΄ ὥρας, ὅταν ζητᾶ ἀπό τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων «νά ὑποτάξει μέ τόν φόβο Του τή
σάρκα μας καί νά μήν ἀφήσει τίς καρδιές μας νά ποῦν ἤ νά λογιστοῦν πονηρά». Καί
τί παρακαλεῖ; «Μέ τόν πόθο Του νά τρώσει καί νά πληγώσει τίς ψυχές μας, ὥστε σέ
διαρκή ἐνατένιση τοῦ φωτός τοῦ προσώπου Του νά Τόν δοξολογοῦμε ἀκατάπαυστα». «Καθήλωσον
ἐκ τοῦ φόβου σου τάς σάρκας ἡμῶν καί μή ἐκκλίνῃς τάς καρδίας ἡμῶν εἰς λόγους ἤ
εἰς λογισμούς πονηρίας, ἀλλά τῶ πόθῳ σου τρῶσον ἡμῶν τάς ψυχάς, ἵνα, πρός σέ
διά παντός ἀτένιζοντες..., ἀκατάπαυστόν σοι τήν ἐξομολόγησιν καί εὐχαριστίαν ἀναπέμπωμεν…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου