Β΄ Χαιρετισμοί εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον «…καί ὡς λύχνον κρατοῦντες
αὐτόν, δι’ αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιόν Ἄνακτα…»
π.
Γεώργιος Δορμπαράκης
«…καί ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν, δι’
αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιόν Ἄνακτα…»
(…καί
κρατώντας τό θεοδρόμο ἀστέρι οἱ ἐκ Περσίδος Μάγοι σάν λυχνάρι, μέσω αὐτοῦ ζητοῦσαν
νά μάθουν γιά τόν ἰσχυρό Βασιλιά, τόν Μεσσία τοῦ κόσμου…).
Ὁ
ἐκκλησιαστικός ποιητής τοῦ Ἀκαθίστου χρησιμοποιεῖ μία ἀφθάστου ποητικῆς ἔμπνευσης
εἰκόνα προκειμένου νά περιγράψει τήν καθοδήγηση τῶν Μάγων ἀπό τό ἀστέρι τῆς
Βηθλεέμ, ὥστε νά προσκυνήσουν αὐτοί τόν νεογέννητο Βασιλιά τοῦ κόσμου, τόν
Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Πῆραν τό ἀστέρι σάν λυχνάρι στόν δρόμο τους, λέει, καί ἔτσι
μέ τό φῶς ἐκείνου ἔφθασαν τόν ἄφθαστο ἐν σαρκί Θεό.
1.
Εἶναι περιττό νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι τό ἀστέρι τῆς Βηθλεέμ, τό ὁποῖο προκάλεσε ἀλλά
καί προκαλεῖ μέχρι σήμερα ποικίλες ἀφορμές ἔρευνας καί ἐνασχόλησης ἀπό τούς ἀστρονόμους,
εἶναι ἕνα φαινόμενο τό ὁποῖο ὑπέρκειται, κατά τούς ἁγίους Πατέρες μας, τῆς ἁπλῆς
φυσικῆς πραγματικότητας.
Χωρίς νά θέλουμε νά ὑποβαθμίσουμε τήν ὅποια φυσική καί
ὑλική διάστασή του – καί ἡ ὕλη καί ἡ φύση, τοῦ Θεοῦ εἶναι, συνεπῶς καί μέσα ἀπό
αὐτή σ’ Ἐκεῖνον ἀναγόμαστε καί Ἐκεῖνον δοξολογοῦμε – εἶναι προτιμότερο νά ἀκολουθήσουμε
αὐτό πού κατεξοχήν ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἑρμηνεύει· ὅτι πρόκειται γιά
φωτεινό ἄγγελο Κυρίου, ὁ ὁποῖος στάλθηκε ἀκριβῶς γιά νά καθοδηγήσει τούς ἐκ
Περσίας ἀναζητητές τῆς ἀλήθειας. «Τό ἀστέρι τῶν μάγων δέν ἦταν ἀπ᾿ αὐτά πού
βλέπουμε στό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ τίς νυχτερινές ὧρες. Ἦταν κάποια λογική κι ἀόρατη
δύναμη, ἕνας άγγελος, πού πῆρε τό σχῆμα τοῦ ἄστρου».
2.
Κι αὐτή ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ἡ «ἔρευνά» της, κατά τόν χαρακτηρισμό τοῦ
ποιητῆ, ἀποτελεῖ τήν κατεξοχήν προϋπόθεση γιά νά ὑπάρξει ἡ προσφορά τοῦ φωτός
τοῦ Θεοῦ. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Κύριος στέλνει τό φῶς τοῦ ἀγγέλου Του, γιατί ἔβλεπε
ὡς παντογνώστης τό τί διαδραματιζόταν στήν καρδιά τῶν μάγων τῆς Ἀνατολῆς: μέσα
στό σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ ἀναζητοῦσαν τήν ἀλήθεια, ἐρευνοῦσαν γιά τό
βάθος καί τήν αἰτία τῶν πραγμάτων. Καί συνέβη λοιπόν σ’ αὐτούς ὅ,τι ὁ ἴδιος ὁ
Κύριος ἀξιωματικά μᾶς ἐπισημαίνει: «πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς».
Ἀκούει τή φωνή μου, συνεπῶς προσανατολίζεται πρός Ἐμένα, μόνον ἐκεῖνος πού ἀγαπάει
τήν ἀλήθεια, πού ἔχει στρέψει δηλαδή τή ροπή τῆς ψυχῆς του σ’ ἐκεῖνα πού εἶναι
πέρα ἀπό τά ἐπίγεια, ἔστω κι ἄν δέν γνωρίζει ἀκόμη τήν ἀλήθεια τοῦ προσώπου τοῦ
Θεοῦ. Ὁπότε κατά τόν πόθο τοῦ ἀνθρώπου ἀνταποκρίνεται καί ὁ Θεός. Τά βαθιά αἰτήματα
τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου βρίσκουν πάντοτε ἀνταπόκριση ἀπό τόν πανάγαθο Κύριο, ὁ Ὁποῖος
ἐκεῖ ἔχει στραμμένο πρωτίστως τό βλέμμα Του κι αὐτό διακαῶς ἐπιζητεῖ: τήν
καρδιά τοῦ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Ἐκείνου δημιουργήματός Του. «Υἱέ μου,
δός μοι σήν καρδίαν».
3. Τό
παράδειγμα τῶν τριῶν Μάγων καθοδηγεῖ μέ τή σειρά του καί μᾶς. Ὅπως ἐκεῖνοι «ἅρπαξαν»
τό λυχνάρι τοῦ φωτός τοῦ Οὐρανοῦ, γιατί μ’ αὐτό ἔβλεπαν ὅτι θά φτάσουν σέ ὅ,τι ἀνώτερο
ὑπάρχει: τήν εὕρεση τοῦ ἀφθάστου Θεοῦ, ἔτσι κι ἐμεῖς, ἀλλά σέ ἀπείρως καλύτερη
θέση ἀπό ἐκείνους εὑρισκόμενοι: χρειάζεται νά «ἁρπάζουμε» αὐτό τό φῶς, γιά νά
καθοδηγούμαστε στό σκύψιμο καί στήν κατάδυση μέσα στό βάθος τῆς καρδιᾶς μας·
γιατί ἐκεῖ εἶναι ἐγκατεστημένος ὁ Κύριος ἀπό τήν ὥρα πού βαπτιστήκαμε καί
γινήκαμε μέλη τοῦ σώματός Του. Κατά τόν ἀψευδή λόγο Του «ἰδού ἡ Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ - ὁ ἴδιος δηλαδή - ἐντός ὑμῶν ἐστι». Ἡ φάτνη Του εἶναι ἡ φάτνη τῆς καρδιᾶς
μας, ἡ ὁποία ὅμως παραχώνεται καί χάνεται ἀπό τόν ὁρίζοντά μας λόγω τῶν συνεχῶν
ἁμαρτιῶν μας καί τῆς πνευματικῆς ἀμέλειάς μας. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ζοῦμε μέσα στό ἄπλετο
φῶς Του, ἐμεῖς συχνά ἐπιλέγουμε τό σκοτάδι τῶν παθῶν μας καί γι’ αὐτό
χρειαζόμαστε ἄλλο καθοδηγητικό φῶς.
4.
Κι αὐτό τό φῶς γιά μᾶς, λυχνάρι πράγματι στά χέρια μας, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ,
εἴτε ὡς Ἁγία Γραφή εἴτε ὡς Πατερική Παράδοση εἴτε ὡς ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας
μας. Ὅσο ἀκροώμαστε καί μελετοῦμε τόν λόγο αὐτόν, τόσο κι αὐτός θά μᾶς ὁδηγεῖ
στόν ἄφθαστο Θεό, τόσο δηλαδή θά συναντοῦμε τόν ἴδιο τόν Κύριο στό βάθος τῆς
καρδιᾶς μας, ἐπιβεβαιώνοντας ἐμπειρικά ὅτι εἴμαστε ἀληθινά καί ζωντανά μέλη
Του, εἰκόνες Του πού Τόν φανερώνουν μέσα στόν κόσμο. Ἀρκεῖ νά συντρέχει καί σ’ ἐμᾶς
ἡ ἴδια μέ τούς τρεῖς Μάγους προϋπόθεση: ἡ δίψα γιά τήν ἀλήθεια καί τό φῶς τοῦ
Χριστοῦ· ὁ πόθος γιά συνάντηση μαζί Του. Ἀποδεικτικό στοιχεῖο ὅτι εἴμαστε στή
σωστή κατεύθυνση καί ὅτι ὄντως συναντοῦμε τόν Χριστό εἶναι αὐτό πού καί πάλι ἐπισημαίνει
ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἀπό τούς Μάγους τῆς Ἀνατολῆς: ἡ χαρά πού ἔνιωσαν αὐτοί ὅταν
Τόν ἔφθασαν καί ἡ ὁποία τούς ὁδήγησε σέ δοξολογία ἀφενός τοῦ ἁγίου Ὀνόματος τοῦ
Θεοῦ, σέ δοξολογική κραυγή πρός τή Μητέρα τοῦ Κυρίου («βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ, Χαῖρε»)
ἀφετέρου. Ξέρουμε πιά ὅτι τήν ὥρα πού προσκυνοῦμε τόν Κύριο ἔχουμε ἀγκαλιάσει
τήν ἁγία Μητέρα Του, μᾶλλον καί οἱ δύο μᾶς κρατοῦν στοργικά μέσα στήν πλήρη ἀγάπης
δική Τους ἀγκαλιά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου