Ἐγκύκλιος
ὑπ. ἀριθμ. 13
Θέμα: ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΑΝΗΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Γ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΣΕΩΣ ΤΗΣ Θ.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ
Μέ
τήν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐφέτος θά τελέσωμεν δύο φοράς τήν ἀρχαιοτάτην
Θείαν Λειτουργίαν τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου εἰς τήν Ἱεράν Ἡμῶν
Μητρόπολιν ἢτοι τήν Κυριακή 21ην τρ. μηνός εἰς τόν Ι.Ν. Ἁγίας Τριάδος Γυθείου
καί τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου, τήν 23ην τρ. μηνός, εἰς τόν Ι.Ν. Κοιμήσεως
τῆς Θεοτόκου Κάμπου Δυτ. Μάνης, ὅπου θά ἒχωμεν καί ἐκκλησιασμόν τῶν μαθητῶν/τριῶν
τῆς περιοχῆς.
Κατά
πρῶτον, εἰς τήν Καινήν Διαθήκην ἀναφέρονται τέσσαρες ὑπό τό ὂνομα αὐτό. Δηλαδή
α). Ἰάκωβος, ὁ νέος Ζεβεδαίου, ὁ ἀδελφός τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, εἷς ἐκ τῶν
Δώδεκα Ἀποστόλων β). Ἰάκωβος ὁ υἱός τοῦ Ἀλφαίου καί αὐτός εἷς ἐκ τῶν Δώδεκα γ).
Ἰάκωβος, ὁ πατήρ τοῦ Ἀποστόλου Ἰούδα (οὐχί τοῦ Ἰσκαριώτου) καί δ). ὁ Ἰάκωβος, ὁ
λεγόμενος ‘’ἀδελφός τοῦ Κυρίου’’, υἱός δηλαδή τοῦ Ἰωσήφ ἐκ προτέρας συζύγου, ὁ ἀποκαλούμενος
καί ‘’Ἀδελφόθεος’’. Αὐτός ἒγραψε καί τήν Καθολική, ὃπως λέγεται Ἐπιστολή, ἡ ὁποία
συμπεριλαμβάνεται εἰς τήν Κ. Διαθήκην μετά τάς Ἐπιστολάς τοῦ Ἀπ. Παύλου. Εἰς αὐτόν
ἐπίσης ἀποδίδεται καί ἡ Θεία Λειτουργία τήν ὁποία καί πάνυ εὐλαβῶς θά
τελέσωμεν.
Ὀφείλομεν,
προσέτι, νά σημειώσωμεν ὃτι ὁ ἃγιος Ἰάκωβος ἠξιώθη νά ἲδῃ τόν Χριστόν μετά τήν Ἀνάστασιν
Του καί μάλιστα κατέλαβε ἐξέχουσα θέση εἰς τήν Ἐκκλησία, γενόμενος πρῶτος Ἐπίσκοπος
εἰς Ἰερουσαλήμ. Ἀνεγνωριζόταν μετά τοῦ Ἰωάννου καί τοῦ Πέτρου ὡς εἷς ἐκ τῶν τριῶν
στύλων τῆς ἀρτισυστάτου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη ὁ Ἀπ. Ἰάκωβος προήδρευσε
καί τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου καί διά τήν μεγίστην ἀρετήν του, τήν ἀσκητικήν του
ζωή καί τήν βαθυτάτη πίστιν του ἀπελάμβανε γενικῆς ἐκτιμήσεως. Διά τοῦτο καί ὀνομάζετο
‘’δίκαιος’’. Ὑπέστη μαρτυρικόν θάνατον καί ὀλίγον πρό τῆς παραδόσεως τοῦ
πνεύματος του ἐγονάτισε καί προσευχήθη ὑπέρ τῶν δημίων του λέγων: ‘’Παρακαλῶ,
Κύριε Θεεέ Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς οὐ γάρ οἲδασι τί ποιοῦσι’’. Ἦταν τό ἓτος 62 μ.Χ.
εἰς Ἰεροσόλυμα.
Ἡ
τέλεσις τῆς Θ. Λειτουργίας αὐτῆς μᾶς μεταφέρει νοερῶς καί πνευματικῶς εἰς τούς
πρώτους χριστιανικούς χρόνους, ὃτε ὃλοι οἱ πιστοί χριστιανοί εἶχον βαθυτάτην
τήν αἲσθησιν ὃτι ‘’ἐγγύς ὁ Κύριος’’. Ἡ τέλεσις ἀπαιτεῖ εὐλάβεια, πίστιν, ἱερό
δέος, κατάνυξιν καί ἔντονον διάθεσιν προσευχῆς. Χρειάζεται ἀκόμη καί πολλή
προσοχή κατά τήν ὣραν τῆς Θείας Κοινωνίας ὣστε ὃλα νά γίνουν κατά τάξιν καί νά
μή συμβῇ τό ἄτοπο καί ἀσεβές.
Παρακαλῶ
νά βιώσουμε εὐσυνηδήτως τήν ἀρχαία αὐτήν Θείαν Λειτουργίαν καί ἡ λατρευτική αὐτή
μυσταγωγία νά ὠφελήσει κατά πολύ τάς ψυχάς μας.
Ἐπισυνάπτουμε,
παρακάτω, ἐπιστημονικόν κείμενον τοῦ καθηγητοῦ τῆς Λειτουργικῆς τοῦ
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Γεωργίου Φίλια, περί αὐτῆς τῆς Θείας Λειτουργίας.
Μετά
πατρικῶν εὐχῶν
Ο
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Ο
ΜΑΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Γ’
Γ.Ν. ΦΙΛΙΑΣ - Ἡ Λειτουργία
Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου
§1
Τὰ Ἱεροσόλυμα ἀπετέλεσαν τὴ «μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν» γιὰ ὅλες τὶς πτυχὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
βίου. Εἶναι, ἑπομένως, εὔλογη ἡ διαπίστωση ὅτι τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὴ Θ. Εὐχαριστία,
ἐφόσον σ᾽ αὐτὴ τὴν ἱερὴ πόλη ὀργανώθηκε ἡ εὐχαριστιακὴ πράξη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Παραταῦτα, οἱ πρῶτοι αἰῶνες δὲν παρέχουν ἀναλυτικὲς μαρτυρίες περὶ μιᾶς ἱεροσολυμιτικῆς
Θ. Λειτουργίας καὶ θὰ πρέπει νὰ ἀναμείνουμε τὸν 32ο κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου
(692) γιὰ νὰ πληροφορηθοῦμε ὅτι: Ἰάκωβος, ὁ κατὰ σάρκα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἀδελφός,
ὅς τῆς Ἱεροσολύμων ἐκκλησίας πρῶτος τὸν θρόνον ἐνεπιστεύθη… ἐγγράφως τὴν μυστικὴν
ἡμῖν ἱερουργίαν παρέδωκεν (ραλλη, γ.-ποτλη, μ.,Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν
Κανόνων, τόμ. Β´, Ἀθήνησιν 1852, σ. 374).
Ἡ
συγκεκριμένη Λειτουργία γράφτηκε πρωτοτύπως σὲ ἑλληνικὴ γλῶσσα, πρὶν μεταφραστεῖ
στὶς διάφορες διαλέκτους χωρῶν ἐκτὸς Παλαιστίνης. Στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ., ἡ Αἰθερία
ἐπισημαίνει ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα ἡ γλῶσσα τῶν ἀναγνωσμάτων καὶ τοῦ κηρύγματος ἦταν
ἡ ἑλληνικὴ καὶ ὅτι προβλεπόταν ἡ μετάφραση στὰ συριακὰ καὶ λατινικά, ὅταν
παρίσταντο προσκυνητὲς ποὺ δὲν ἐγνώριζαν τὴν ἑλληνική. Ἡ διαπίστωση, ἑπομένως,
τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου δὲν ἀπέχει τῆς ἀληθείας: «Ἡ Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου
ἤρξατο ἀπὸ τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων, παρηκολούθησε τὴν τελετουργικὴν ἀνάπτυξιν τῆς
ἐκκλησίας κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνας, συνεπληρώθη δὲ ὁριστικῶς καὶ διεμορφώθη πρὸ
τῆς συμπληρώσεως καὶ διαμορφώσεως τῶν λειτουργιῶν τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ ἁγίου
Χρυσοστόμου» (παπαδοπουλου α.χ., Περὶ τῆς ἀποστολικῆς Λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου,
Ἀθῆναι 1902, σ. 104).
Ὁ
Βαλσαμών, ὅμως, ἐκφράζει τὶς ἀμφιβολίες του περὶ τῆς γνησιότητας τῆς
Λειτουργίας ὅταν γράφει ὅτι «κάποιοι ἰσχυρίζονται» περὶ τῆς συγγραφῆς της ἀπὸ τὸν
ἀδελφόθεο Ἰάκωβο. Ἀπαντώντας στὴν «κανονικὴ ἐρώτηση» τοῦ Ἀλεξανδρείας Μάρκου
περὶ τοῦ ἐὰν «ἡ λεγόμενη Λειτουργία Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου εἶναι δεκτὴ στὴν Ἐκκλησία»,
ὁ Βαλσαμὼν ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνστανιτουπόλεως δὲν γνωρίζει τὴ
συγκεκριμένη Λειτουργία (Ἐρωτήσεις ΞΣΤ´ κανονικαὶ τοῦ ᾽Αλεξανδρείας Κυρίου
Μάρκου καὶ ἀποκρίσεις ἐπ᾽ αὐταῖς τοῦ Κυρίου Θεοδώρου τοῦ Βαλσαμῶνος, PG 138,
951ἑξ.). Φαίνεται ὅτι ἡ Λειτουργία Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου ἐγκαταλήφθηκε ἀκόμη
καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὶς βυζαντινὲς Λειτουργίες·
διατηρήθηκε, ὅμως, μόνο στὸ περιβάλλον τῶν Μονοφυσιτῶν τῆς Συρίας.
Περὶ
τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰ. ἡ Λειτουργία Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου ἐπανῆλθε σὲ
λειτουργικὴ χρήση στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, τελουμένη δύο φορὲς κατ᾽ ἔτος
(κατὰ τὴν μνήμη τοῦ Ἰακώβου στὶς 23 Ὀκτωβρίου καὶ κατὰ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴ
Γέννηση τοῦ Κυρίου).
§2
Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀναχθοῦμε στὴν ἀρχικὴ μορφὴ τῆς ἱεροσολυμιτικῆς Λειτουργίας,
δηλαδὴ στὴ μορφὴ ἐκείνη ποὺ ἀνέλυσε ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων στὶς Μυσταγωγικὲς
Κατηχήσεις του. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἀρχαιότερο εὐχολόγιο ποὺ περιέχει τὴ Λειτουργία τοῦ
Ἰακώβου (ὁ Vaticanus graecus 228, 9ος αἰ.) ἀπέχει πέντε αἰῶνες ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ
Κυρίλλου. Στὸ διάστημα αὐτό, ἡ Λειτουργία θὰ πρέπει νὰ ἐξελίχθηκε. Ἄν ἡ συριακὴ
μετάφραση παραπέμπει στὸ ἀρχικὸ κείμενο τῆς Λειτουργίας, θὰ πρέπει νὰ
συμπεράνουμε ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ ὑπέστη πολλὲς προσθῆκες.
Εἶναι
προφανὲς ὅτι, ἡ Ἀναφορὰ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου προσεγγίζει τὸ λειτουργικὸ τύπο
τῆς Ἀντιόχειας καὶ, συγκεκριμένα, τὴν Ἀναφορὰ τοῦ δυτικοῦ συριακοῦ τύπου. Ἡ Ἀναφορὰ
τοῦ Ἰακώβου υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ.,
ὁπωσδήποτε μετὰ τὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου (397)
καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη πρωτοβουλιῶν τοῦ Ἰουβεναλίου Ἱεροσολύμων γιὰ νὰ ἀνακηρυχθοῦν
τὰ Ἱεροσόλυμα σὲ Πατριαρχεῖο (γεγονὸς ποὺ δημιούργησε προβλήματα στὶς σχέσεις Ἀντιόχειας
καὶ Ἱεροσολύμων).
Ἄν
καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας υἱοθέτησε (στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ.) τὴν ἱεροσολυμιτικὴ
Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου, ὅμως ἀπὸ τὸν 7ο αἰ. ἄρχισε νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ
Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου (σὲ μετάφραση) στὰ πλαίσια μιᾶς «ἑλληνίζουσας
πολιτικῆς»· ἡ ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου στὸν ἀντιοχειανὸ λειτουργικὸ τύπο ὁλοκληρώθηκε
μετὰ τὸν 10ο αἰ., ὅταν ἐξαλείφεται παντελῶς ὁ λειτουργικὸς τύπος τῆς δυτικῆς
Συρίας. Θὰ πρέπει, βεβαίως, νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι οἱ Ἐκκλησίες τῆς δυτικῆς Συρίας
διετήρησαν τὸ διάγραμμα καὶ τὴν ἐν γένει δομὴ τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου, ἀλλὰ
διενήργησαν παρεμβάσεις στὸ κείμενο τῆς εὐχῆς τῆς Ἀναφορᾶς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ
δημιουργηθοῦν περὶ τὶς ἑβδομήντα διαφορετικές Ἀναφορὲς τοῦ δυτικοῦ συριακοῦ
τύπου, ὅλες ἐξαρτώμενες ἀπὸ τὴν Ἀναφορὰ τοῦ Ἰακώβου. Μετὰ ἀπὸ τὸν 5ο αἰ., ἡ
συριακὴ μετάφραση τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου ἀποτελοῦσε τὸ βασικὸ εὐχαριστιακὸ
κείμενο (στὸ λειτουργικὸ περιβάλλον τῆς δυτικῆς Συρίας) τόσο γιὰ τοὺς
Μονοφυσίτες, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους.
§3
Ἔχει διαπιστωθεῖ ὅτι, ἀπὸ πλευρᾶς θεολογικοῦ περιεχομένου οἱ εὐχὲς τῆς
λειτουργίας Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου ἀπηχοῦν ἐποχὴ πρὶν ἀπὸ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο. Ἡ χριστολογία τῶν εὐχῶν εἶναι, σαφῶς, προ-Νικαϊκή. Ὅμως, ἡ χρήση τοῦ ὅρου
«ὁμοούσιος» περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παραπέμπει σὲ ἐποχὴ μετὰ τὸ ἥμισυ τοῦ 4ου
αἰώνα. Φαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων εἶχε ἤδη ἀνεπτυγμένη
πνευματολογία ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκφωνήσεως τῶν Μυσταγωγικῶν Κατηχήσεων τοῦ Κυρίλλου
Ἱεροσολύμων (τὸ 348), φαίνεται δὲ ὅτι ὁ ὅρος «ζωοποιόν» (περὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος) ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ Ἀναφορὰ τοῦ Ἰακώβου προέρχεται ἀπὸ ἀντίστοιχο ὅρο
τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων. Στὴν πνευματολογία τῆς Ἀναφορᾶς θὰ πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ
ὅτι οἱ ὅροι «σύνθρονον» καὶ «συναΐδιον» (περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) δὲν μαρτυροῦνται
στὴν ἱεροσολυμιτικὴ παράδοση τοῦ Κυρίλλου, ἀλλὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν
πνευματολογία τοῦ Μ. Βασιλείου. Οἱ θέσεις τοῦ ἀείμνηστου καθηγητῆ Ἰ. Φουντούλη
συνοψίζουν μὲ ἀκρίβεια ὅλα τὰ παραπάνω περὶ τῆς Λειτουργίας Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου:
«Ὑπὸ
τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου περιεσώθη μέχρις ἡμῶν
λειτουργία ἀνήκουσα εἰς τὸν δυτικὸν συριακὸν ἤ ἀντιοχειανὸν λειτουργικὸν τύπον.
Ἡ ἀπόδοσις εἰς τὸν ἅγιον Ἰάκωβον, τὸν πρῶτον ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων
καὶ αἱ ἐσωτερικαὶ ἐνδείξεις μαρτυροῦν ὅτι πρόκειται περὶ λειτουργίας
διαμορωθείσης ἐν τῇ ἁγίᾳ Πόλει καὶ ἐκπροσωπούσης τὴν λειτουργικὴν αὐτῆς
παράδοσιν… Ἡ μεγάλη διάδοσις αὐτῆς ὀφείλεται τὸ μὲν εἰς τὴν λειτουργικὴν ἀκτινοβολίαν
τῆς Μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν, τὸ δὲ εἰς τὸ κῦρος τοῦ ἀποστολικοῦ ὀνόματος ὑπὸ τὸ ὁποῖο
ἐφέρετο. Διὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἀκριβῶς ἡ Λειτουργία αὕτη ἐπέδρασεν ἐπὶ τὴν
διαμόρφωσιν τῶν κατὰ τόπους Λειτουργιῶν, ἀλλὰ καὶ ἐδέχθη ἐξ αὐτῶν ἐπιδράσεις, ἰδίᾳ
ἐκ τοῦ βυζαντινοῦ λειτουργικοῦ τύπου, ὑπὸ τοῦ ὁποίου τελικῶς καὶ ὑποκατεστάθη»
(Φουντούλη Ι., «Θεία Λειτουργία Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου», Κείμενα Λειτουργικῆς,
τεῦχος Γ´, Θεῖαι Λειτουργίαι, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 67).
Ιερά
Μητρόπολις Μάνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου