Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΜΑΤΘ. 5,19
«Ὃς
οὖν ἐὰν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους,
ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
Προετοιμαζόμενος
νὰ ὁμιλήσω κατὰ τὴν Ζ´ Κυριακὴ Ματθαίου, ἑορτὴ τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων τῆς
Δ´ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατὰ τὴν ὁποία ὡς εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁρίζεται
ἡ περικοπὴ Ματθ. 5, 14-19, ἐμελέ-τησα σχετικὰ ἑρμηνευτικὰ ὑπομνήματα καὶ τὶς πιὸ
γνωστὲς νεοελληνικὲς μετα-φράσεις.
Τὴν
προσοχή μου ἐρευνητικὰ εἵλκυσε περισσότερο ὁ στίχος 5, 19: «Ὃς οὖν ἐὰν λύσῃ
μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος
κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ᾽ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας
κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Τὸ δεύτερο μέρος τοῦ στί-χου ποὺ ἀναφέρεται
εἰς ὅσους δὲν διδάσκουν μόνον, ἀλλὰ καὶ πράττουν οἱ ἴδιοι αὐτὰ ποὺ διδάσκουν, «ποιοῦν
καὶ διδάσκουν», «ὃς δ᾽ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ», δὲν ἔχει καμμία δυσκολία ἑρμηνευτική.
Ὑποδεικνύει τὸ πρότυπο τοῦ διδασκάλου, τὸ πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ διδάσκαλος, γιὰ
νὰ εἶναι τὸ ἔργο του καρποφόρο, νὰ ἐφαρ-μόζει δηλαδὴ καὶ νὰ τηρεῖ ὁ ἴδιος αὐτὰ
ποὺ διδάσκει στοὺς ἄλλους, νὰ εἶναι «ὑ-πογραμμὸς βίου», παράδειγμα ἐνάρετης καὶ
ἁγίας ζωῆς, ὅπως ἦσαν ὁ Κύριος Ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι
Πατέρες. Εἶναι παράλογο καὶ ἀπαράδεκτο νὰ διδάσκει κανεὶς τοὺς ἄλλους καὶ νὰ μὴ
διδάσκει τὸν ἑαυτό του, ὅπως ἐπιπλήττει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοὺς ἀσυνεπεῖς Ἰουδαίους
νομοδιδασκάλους, Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους: «Ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ
διδάσκεις;»[1].
Καὶ ὅπως μὲ σοφία λέγει ἡ λαϊκὴ παροιμία: «Δάσκαλε ποὺ δίδασκες καὶ νόμον δὲν ἐκράτεις».
Ὁ ποιῶν καὶ διδάσκων λοιπόν «μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
1.
Ἡ συνήθης ἑρμηνεία ἐγείρει ἐρωτήματα
Τὸ
πρῶτο μέρος τοῦ στίχου κάθε φορὰ ποὺ τὸν ἄκουγα, χωρὶς πατερικὴ βοή-θεια στὴν ἑρμηνεία,
μοῦ δημιουργοῦσε ἐρωτηματικὰ καὶ ἐπιφυλάξεις, ἡ πρόχειρη δὲ καταφυγὴ στὶς
νεοελληνικὲς μεταφράσεις, οἱ ἐκπονητὲς τῶν ὁποίων ὑποτίθεται ὅτι βασανίζουν τὴν
ἑρμηνεία, δὲν μοῦ ἔλυνε τὰ ἐρωτηματικὰ καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις. Τί λέγει λοιπὸν τὸ πρῶτο
μέρος τοῦ χωρίου καὶ ποῦ μπορεῖ νὰ σκοντάψει ὁ ἐρευνητικὸς νοῦς, ὅταν μάλιστα ἡ
εὔκολη καὶ ἀβασάνιστη ἑρμηνεία ἔχει ἀρνητι-κὲς καθυσυχαστικὲς συνέπειες γιὰ τὴν
μὴ αὐστηρὴ τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ; Μᾶς λέγει λοιπὸν ὁ Χριστὸς ὅτι ὅποιος
παραβεῖ, ὅποιος καταργήσει, καὶ μία μόνο ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες, τὶς μικρὲς ἐντολὲς
καὶ διδάξει στοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν τὸ ἴδιο, θὰ ὀνομασθεῖ ἐλάχιστος στὴν
βασιλεία τῶν οὐρανῶν: «Ὃς οὖν ἐὰν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ
διδάξει οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
Δηλαδὴ
μὲ βάση τὴν ἁπλή, ἀβασάνιστη γραμματικὴ ἑρμηνεία, συμπεραίνουμε ὅτι ὅποιος
παραβαίνει καὶ καταργεῖ τὶς μικρὲς ἐντολὲς καὶ διδάσκει καὶ στοὺς ἄλλους νὰ τὶς
παραβαίνουν, δὲν θὰ ὑποστεῖ κάποια τιμωρία, δὲν θὰ ἔχει συνέπειες στὸ αἰώνιο
μέλλον του, δὲν θὰ χάσει τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν· ἁπλῶς δὲν θὰ ἔχει μεγάλη καὶ
σπουδαία θέση ἐκεῖ ἀλλὰ μικρή, δὲν θὰ εἶναι μέγας, ἀλλὰ ἐλάχιστος: «Ἐλάχιστος
κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Μποροῦμε ἔτσι οἱ πιστοὶ νὰ κρίνουμε
μόνοι μας ποιές ἐντολὲς εἶναι μικρὲς ἢ μεγάλες, νὰ ἀθετοῦμε ὄχι μόνον τὶς
πραγματικὰ μικρές, ἀλλὰ καὶ τὶς θεωρούμενες ἀπὸ ἐμᾶς μικρές, καὶ νὰ εἰσάγεται ἔτσι
ἕνας ἠθικὸς ὑποκειμενισμὸς καὶ σχετικισμός, ποὺ καταργεῖ τὸν ἀπόλυτο χαρακτήρα
τοῦ Εὐαγγελίου. Τοὺς περισσοτέρους δὲν τοὺς συγκρατεῖ ἀπὸ τὸ κακὸ τὸ ὅτι δὲν θὰ
εἶναι σπουδαῖοι καὶ μεγάλοι, ἀλλὰ ὁ φόβος τῆς τιμωρίας καὶ τῆς κολάσεως. Ἂς εἴμαστε
μικροὶ καὶ ἐλάχιστοι στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἂς ἔχουμε ἔστω καὶ τὴν
τελευταία θέση στὸν παράδεισο, μία μικρὴ γωνίτσα, ἀρκεῖ νὰ μὴ κολασθοῦμε.
Μία
τέτοια ἑρμηνεία ὅμως καταλύει τὸν ἀπόλυτο χαρακτήρα τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ
τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν, καὶ τῶν μικρῶν καὶ ἐλαχίστων. Στὴν ἴδια συνάφεια ὁ
Χριστὸς ἐδίδαξε ὅτι δὲν ἦλθε νὰ καταλύσει τὸν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ νὰ
τὸν συμπληρώσει καὶ ὅτι οὔτε ἕνα γιώτα ἢ ἕνα κόμμα δὲν θὰ καταργηθεῖ ἀπὸ τὸν
νόμο, μέχρις ὅτου ὁλοκληρωθεῖ τὸ σωτηριῶδες σχέδιο τοῦ Θεοῦ[2]. Ἀποστέλλοντας τοὺς
μαθητὰς στὸ κήρυγμα, τοὺς εἶπε νὰ μαθητεύσουν πάντα τὰ ἔθνη, νὰ τοὺς βαπτίζουν
εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ νὰ τοὺς διδάσκουν νὰ τηροῦν ὅλα ὅσα τοὺς ἐδίδαξε,
χωρὶς διάκριση μικρῶν καὶ μεγάλων: «Διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην
ὑμῖν»[3].
Ὁ Μέγας Βασίλειος σχολιάζοντας αὐτὴν τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητὰς
λέγει ὅτι δὲν τοὺς εἶπε «τὰ μὲν τηρεῖν, τῶν δὲ ἀμελεῖν, ἀλλὰ τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην
ὑμῖν». Ὁ ἴδιος Ἅγιος Πατὴρ λέγει ὅτι οἱ ἐντολὲς εἶναι ἕνα ἀδιαίρετο σύνολο, ἀκολουθοῦν
ἡ μία τὴν ἄλλη, συνδέονται ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη· ἂν καταργήσεις τὴν μία, καταργοῦνται
καὶ οἱ ἄλλες: «Πᾶσαι γὰρ ἀλλήλων ἔχονται κατὰ τὸν ὑγιῆ τοῦ λόγου σκο-πόν, ὡς ἐν
τῇ λύσει τῆς μιᾶς καὶ τὰς λοιπὰς ἐξ ἀνάγκης συγκαταλύεσθαι»[4]. Τὰ ἴδια διδάσκει
καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ἐπικαλούμενος καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ βασιλικοῦ
νομίσματος. Ὅπως, λέγει, στὰ βασιλικὰ νομίσματα, ἂν περικόψει κανεὶς μικρὸ
μέρος τῆς μορφῆς τοῦ βασιλέως, ἀχρηστεύει ὅλο τὸ νόμισμα, τὸ κα-θιστᾶ κίβδηλο, ἔτσι
καὶ στὰ τῆς ὑγιοῦς πίστεως· ὅποιος ἀνατρέψει καὶ τὸ πιὸ μι-κρὸ στοιχεῖο,
καταστρέφει τὸ πᾶν, προχωρώντας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὰ χειρότερα: «Καθάπερ γὰρ ἐν τοῖς
βασιλικοῖς νομίσμασιν, ὁ μικρὸν τοῦ χαρακτῆρος περικό-ψας, ὅλον τὸ νόμισμα
κίβδηλον εἰργάσατο· οὕτω καὶ ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχύτατον ἀνατρέψας,
τῷ παντί λυμαίνεται ἐπὶ τὰ χείρονα προϊὼν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς»[5]. Χίλια χρόνια ἀργότερα,
ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἐπιβεβαιώνοντας τὴν διὰ τῶν αἰώνων συμφωνία τῶν
Πατέρων, λέγει ὅτι εἰς τὰ τῆς πίστεως τὸ παρα-μικρὸ δὲν εἶναι μικρό, καὶ τὰ
μικρὰ ἑπομένως εἶναι μεγάλα: «Οὐ μικρὸν ἐν τοῖς περὶ Θεοῦ τὸ παραμικρόν»[6].
2.
Ἡ Χρυσοστομικὴ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου. Ποιές εἶναι οἱ «ἐλάχιστες» ἐντολὲς καὶ τί
σημαίνει τό «ἐλάχιστος κληθήσεται».
Ἐπειδὴ
λοιπὸν καὶ οἱ «ἐλάχιστες», οἱ μικρὲς ἐντολὲς πρέπει νὰ τηροῦνται, ὅπως καὶ οἱ
μεγάλες, εἴμαστε δὲ ὑποχρεωμένοι «τηρεῖν πάντα» ὅσα διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ
παράβαση καὶ ἡ ἀκύρωση τῶν μικρῶν ἐντολῶν συνεπιφέρει τὸν ἀποκλεισμό μας ἀπὸ τὴν
βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ὄχι ἁπλῶς τὴν μικρότερη, τὴν ἐλάχιστη θέση ἐντὸς αὐτῆς.
Ἂς παρακολουθήσουμε τὸ σκεπτικὸ τῆς ἑρμηνείας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τὸ
ὁποῖο πειστικὰ ἀπαντᾶ στὰ ἐρωτηματικὰ καὶ στὶς ἐπιφυλάξεις ποὺ ἐγείρει ἡ
συνήθης ἑρμηνεία.
Ἐξηγεῖ
ἐν πρώτοις ὅτι ὁμιλώντας ὁ Χριστὸς γιὰ «ἐλάχιστες ἐντολές» δὲν ἐννοεῖ τὶς ἐντολὲς
τοῦ νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γιὰ αὐτὲς εἶπε, ἀπολογούμε-νος πρὸς τοὺς Ἰουδαίους,
ποὺ τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι καταργεῖ τὸν νόμο, ὅτι δὲν ἦλθε νὰ τὶς καταργήσει ἀλλὰ
νὰ τὶς συμπληρώσει· «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον κατα-λῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας·
οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι»[7].
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀποστόμωσε τοὺς κατηγόρους του γιὰ τὴν παλαιὰ νομοθεσία, ἀρχίζει
τώρα καὶ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν δική του νομοθεσία, τὴν μέλλουσα νομοθεσία, τὴν ὁποία ἀμέσως
παρουσιάζει στοὺς ἑπομένους στίχους ἀντιπαραθέτοντάς την μὲ τὴν παλαιά: «Ἐρρέθη
τοῖς ἀρχαίοις... Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν». Μὲ τὸ «ὃς οὖν ἐὰν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν
τούτων τῶν ἐλαχίστων» δὲν ἐννοεῖ τὴν παλαιὰ νομοθεσία ἀλλὰ τὴν νέα νομοθεσία,
ποὺ ἐπρόκειτο νὰ διδάξει· «Οὐχ ὑπὲρ τῶν παλαιῶν νόμων εἴρηκεν, ἀλλ᾽ ὑπὲρ ὧν αὐτὸς
ἔμελλε νομοθετεῖν»[8].
Καὶ
γιὰ ποιό λόγο αὐτὲς τὶς ἐντολὲς τῆς νέας νομοθεσίας τὶς ἐκάλεσε ἐλάχι-στες, ἐνῶ
εἶναι τόσο μεγάλες καὶ ὑψηλές; Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο ὁ ἴδιος νὰ εἰσαγάγει αὐτὴν τὴν νομοθεσία.
Ὅπως λοιπὸν ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του καὶ ὁμιλεῖ πολλὲς φορὲς μὲ μετριοφροσύνη γιὰ
τὸν ἑαυτό του, ἔτσι ὁμιλεῖ ταπεινὰ καὶ γιὰ τὴν νο-μοθεσία του, διδάσκοντας ὅλους
καὶ μὲ αὐτὸ νὰ εἴμαστε σὲ ὅλα μετριόφρονες. Ἐπειδὴ μάλιστα οἱ καχύποπτοι θὰ ἔλεγαν
ὅτι αὐτὰ εἶναι καινοτομίες, χρησιμοποιεῖ μετριασμένες ἐκφράσεις. Ἐπίσης τὸ «ἐλάχιστος
ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρα-νῶν» δὲν πρέπει μὲ κανένα ἄλλο τρόπο νὰ ἑρμηνευθεῖ, ἀλλὰ
ὅτι σημαίνει κόλαση καὶ γέεννα. Βασιλεία ἄλλωστε δὲν σημαίνει μόνο τὴν ἀπόλαυση,
ὁπότε θὰ ἐσήμαινε μικρὴ ἀπόλαυση, ἀλλὰ σημαίνει καὶ τὸν καιρὸ τῆς ἀναστάσεως, τὴν
φοβερὴ δευτέρα παρουσία. Διαφορετικὰ θὰ ἦταν παράλογο, ἀδικαιολόγητο, αὐτὸς ποὺ
ὀνομάζει τὸν ἀδελφό του μωρὸ[9]
καὶ παραβαίνει μία ἐντολὴ νὰ ὁδηγεῖται στὴν γέεννα τοῦ πυρός, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ τὶς
ἀκυρώνει ὅλες καὶ ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτὸ καὶ ἄλλους, νὰ εἰσάγεται στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Δὲν ἐννοεῖ, λοιπόν, αὐτό, ἀλλὰ ὅτι κατὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο θὰ εἶναι «ἐλάχιστος»,
δηλαδή «ἀπερριμμένος, ἔσχα-τος». Καὶ ὁ ἔσχατος ἀσφαλῶς τότε θὰ πάει στὴν
κόλαση. Λόγῳ τῆς σπουδαιό-τητος αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας τὴν παραθέτουμε αὐτολεξεί:
«Τίνος
οὖν ἕνεκεν ἐλαχίστας αὐτὰς ἐκάλεσε, καίτοι οὕτω μεγάλας καὶ ὑψηλὰς οὔσας; Ἐπειδὴ
αὐτὸς τὴν νομοθεσίαν εἰσάγειν ἔμελλεν. Ὥσπερ γὰρ ἑαυτὸν ἐτα-πείνωσε, καὶ μέτρια
πολλαχοῦ περὶ ἑαυτοῦ φθέγγεται· οὕτω καὶ περὶ τῆς ἑαυτοῦ νομοθεσίας, παιδεύων ἡμᾶς
κἂν τούτῳ πανταχοῦ μετριάζειν. Ἄλλως δὲ καὶ ἐπειδὴ καινοτομίας ἐδόκει τις ὑποψία
εἶναι, ὑπεσταλμένως τέως κέχρηται τῷ λόγῳ. Ὅταν δὲ ἀκούσῃς ἐλάχιστον ἐν τῇ
βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, μηδὲν ἄλλο ὑπόπτευε ἢ γέενναν καὶ κόλασιν. Βασιλείαν γὰρ
οἶδεν οὐχὶ τὴν ἀπόλαυσιν μόνον λέγειν, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρὸν τῆς ἀναστάσεως, καὶ
τὴν παρουσίαν ἐκείνην τὴν φοβεράν. Ἐπεὶ πῶς ἂν ἔχοι λόγον, τὸν μὲν εἰπόντα τὸν ἀδελφὸν
μωρόν, καὶ μίαν παραβάντα ἐντολήν, εἰς τὴν γέενναν ἐμπεσεῖν· τὸν δὲ ὅλας
λύοντα, καὶ ἑτέρους εἰς τοῦτο ἐ-νάγοντα, ἐν τῇ βασιλείᾳ εἶναι; Οὐ τοίνυν τοῦτό
φησιν, ἀλλ᾽ ὅτι ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἐλάχιστος ἔσται, ἀπεῤῥιμμένος, ἔσχατος· ὁ δὲ
ἔσχατος πάντως εἰς τὴν γέενναν ἐμπεσεῖται τότε»[10].
3.
Λοιπὴ Ἑρμηνευτικὴ Παράδοση
Ἡ
ἑρμηνευτικὴ αὐτὴ προσέγγιση τοῦ χωρίου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστο-μο εἶναι ἡ
κυριαρχοῦσα στὴν πατερικὴ ἑρμηνευτικὴ Παράδοση, στὴν ὁποία ἐν-δεικτικὰ καὶ ὄχι ἐξαντλητικὰ
θὰ ἀναφερθοῦμε, ἀφήνοντας σὲ ἄλλους πατρολόγους ἢ καινοδιαθηκολόγους τὴν ἐξαντλητικὴ
καὶ ἐκτενῆ ἔρευνα. Ὁ Ἅγιος Κύ-ριλλος Ἀλεξανδρείας ἑρμηνεύοντας τὸ ὑπὸ συζήτηση
χωρίο λέγει ὅτι, ἐπειδὴ στὴν νομοθεσία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὑπῆρχαν μικρὲς ἐντολές,
ἡ παράβαση τῶν ὁ-ποίων δὲν ἐτιμωρεῖτο, γι᾽ αὐτὸ συμπληρώνοντας τὴν νομοθεσία ὁ
Χριστὸς λέγει ὅτι καὶ οἱ παραβαίνοντες τὶς μικρὲς ἐντολὲς θὰ τιμωρηθοῦν στὴν
βασιλεία τοῦ Θεοῦ: «Ταῦτα εἰ παρέβη τις, οὐκ ἦν τιμωρία ὁρισθεῖσα ὑπὸ τοῦ
νόμου, ἣν ἀπο-πληρῶν ὁ Χριστός φησιν, ὅτι ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ ὁ τοιοῦτος ἐξουθενηθήσεται.
Ταύτην οὖν καὶ εἰ ἐλαχίστην ἐντολήν, ἐφ᾽ ἣν οὐκ ἦν ἐκεῖ παραβάσεως ἐπαγομένης
κόλασις, ὁ ἀθετῶν, οὕτος ἐκ τῆς νέας διαθήκης τιμωρηθήσεται»[11].
Ὁ
Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἀσφαλῶς ἄριστος γνώστης τῆς πρὸ αὐτοῦ Πατερικῆς
Παραδόσεως, ἐκτὸς τοῦ ὅτι δέχεται ὅτι ὅποιος ἀθετεῖ μία ἀπὸ τὶς μικρὲς ἐντολὲς
θὰ καταλήξει εἰς τὸ πῦρ τῆς κολάσεως, μᾶς πληροφορεῖ ἐπίσης, ἐλέγχοντας ἔτσι τὴν
πλειονότητα τῶν συγχρόνων νεοελληνικῶν μεταφράσεων, ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ παραδεδομένη
πατερικὴ ἑρμηνεία. Γράφει: «Καὶ ὁ λύων μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὗτος
ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, ἤγουν εἰς τὸ πῦρ, ὡς οἱ
Πατέρες ἑρμηνεύουσιν, ἐμβληθήσεται»[12]. Σὲ ἄλλη του ἐπιστολὴ
ὑποστηρίζοντας τὴν θέση ὅτι ἕνα ἀνόμημα ἀρκεῖ νὰ ἀνατρέψει ὅλον τὸν νόμο, ἀναφέρεται
στὴν θέση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ποὺ καὶ ἐμεῖς προηγουμένως μνημονεύσαμε, κατὰ
τὴν ὁποία οἱ ἐντολὲς ἀποτελοῦν ἑνιαῖο σύνολο, καὶ ὅποιος καταλύει μία,
συγκαταλύονται κατ᾽ ἀνάγκην καὶ οἱ ἄλλες. Καὶ αὐτὸ δὲν τὸ λέγει ὁ Μ. Βασίλειος ἀφ᾽
ἑαυτοῦ, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ διὰ τοῦ Βασιλείου καὶ
λέγει ὅτι «πᾶς ὁ λύων μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὗτος ἐλάχιστος
κληθήσεται, δηλονότι ἀπολλύμενος». Προσθέτει δὲ καὶ ὅσα σχετικὰ λέγει ὁ Ἰάκωβος
ὁ Ἀδελφόθεος, ὅτι «ὅστις ὅλον τὸν νόμον τελέσει, πταίσει δὲ ἐν ἑνί, γέγονε
πάντων αἴτιος»[13].
Τὴν
χρυσοστομικὴ ἑρμηνεία διασώζουν καὶ παραδίδουν τοὺς 11ο καὶ 12ο αἰῶνες δύο
σπουδαῖοι ἑρμηνευτὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς καὶ ὁ Θεοφύλακτος Ἀχρίδος.
Ἑρμηνεύοντας λοιπὸν τὸ συγκεκριμένο χωρίο οὐσια-στικῶς ὁ Ζιγαβηνὸς παραδίδει ἀκριβῆ
περίληψη τῶν ὅσων λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάν-νης Χρυσόστομος: «Ἐλαχίστας ἐντολὰς λέγει,
ἃς μέλλει αὐτὸς παραδοῦναι· οὐ γὰρ τὰς νομικάς. Ὀνομάζει δὲ αὐτὰς ἐλαχίστας, διὰ
ταπείνωσιν, ἵνα καὶ παιδεύσῃ μετριοφρονεῖν ἐπὶ ταῖς διδασκαλίαις. Ἐλάχιστος δὲ
κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ, ἀντὶ τοῦ ἐν τῇ ἀναστάσει ἔσχατος καὶ ἀπερριμμένος εἰς
γέενναν. Οὐ γὰρ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν εἰσελεύσεται, ἄπαγε· ἀλλὰ
βασιλείαν τὴν ἀνάστασιν νόει»[14].
Τὰ ἴδια λέγει καὶ ὁ Θεοφύλακτος Ἀχρίδος: «Ἐπείπερ δὲ ἀπήλλαξεν ἑαυτὸν τῆς πονηρᾶς
ὑποψίας, λοιπὸν ἐκφοβεῖ, καὶ ἀπειλὴν τίθησι μεγίστην, ὑπὲρ τῆς μελλούσης
νομοθεσίας αὐτοῦ. Ὅστις ἀθετήσῃ, φησί, μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων, ὧν μέλλω
νομοθετῆσαι, καὶ μὴ μόνον ἀθετήσῃ, ἀλλὰ καὶ ἑτέροις ὑπόδει-γμα τοιοῦτον γένηται·
ἐλαχίστας δὲ ταύτας ἐκάλεσε, τοῦτο μέν, μετριοφρονῶν, τοῦτο δέ, ἵνα μὴ ἐπαίρωνται
οἱ κατορθοῦντες αὐτάς· ἅμα δὲ καὶ παιδεύων ἡμᾶς, ἐξευτελίζειν τὰ οἰκεῖα, ἐπεὶ
μεγάλαι εἰσὶ καὶ ὑψηλαί· ὁ τοιοῦτος οὖν ἐλάχιστος κληθήσεται, τουτέστιν ἔσχατος
πάντων, φαυλότατος, ἀπεῤῥιμμένος, ὃ ἐστιν, εἰς τὴν κόλασιν ἐμβληθήσεται.
Βασιλείαν δὲ τῶν οὐρανῶν νῦν τὴν δευτέραν παρουσίαν αὐτοῦ φησιν, ἐν ᾗ βασιλεὺς
οὗτος ἁπάντων ἀναφανήσεται»[15].
Στὶς
γνωστὲς ἐπίσης ἑρμηνευτικές «Σειρές» (Catenae), ὅπου παρατίθενται συγκεντρωτικὰ
οἱ ἑρμηνεῖες τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ κάθε χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιὰ τὸ
συγκεκριμένο χωρίο τοῦ Ματθαίου, παρατίθεται ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου
Χρυσοστόμου ὡς ἑξῆς: «Εἰπὼν δὲ ὅτι “ἐλάχιστός ἐστιν, ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν”,
τοῦτο ἐσήμανεν ὅτι εἰς γέενναν καὶ κόλασιν ἀπελεύ-σεται ὁ τοιοῦτος. Χρὴ δὲ καὶ
τοῦτο εἰδέναι, ὅτι βασιλείαν οὐ τὴν ἀπόλαυσιν λέγει μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρὸν
τῆς ἀναστάσεως, καὶ τὴν παρουσίαν ἐκείνην τὴν φοβεράν. Εἰδότες τοίνυν τὴν ἀπειλήν,
μήτε αὐτοὶ κἂν μίαν τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ παραβαίνωμεν, μήτε τοὺς βουλομένους
ταύτας φυλάττειν ἐκλύωμεν»[16].
Ἐντυπωσιακὸ
ἐπίσης εἶναι ὅτι σὲ «Λεξικό» ποὺ ἀποδίδεται στὸν Ἰωάννη Ζω-ναρᾶ (Ψευδο Ζωναρᾶς),
τῆς ἰδίας ἐποχῆς μὲ τοὺς Ζιγαβηνὸ καὶ Θεοφύλακτο, καὶ μὲ τίτλο «Συναγωγὴ
λέξεων, συλλεγεῖσα ἐκ διαφόρων βιβλίων Παλαιᾶς τε φημι Γραφῆς καὶ τῆς Νέας καὶ
αὐτῆς δήπου τῆς θύραθεν», ἡ λέξη «ἐλάχιστος» ἑρμηνεύεται ὡς ὁ «ἔσχατος» καί «ἀπερριμένος»
εἰς τὴν γεένναν: «Ἐλάχιστος παρὰ τῷ Εὐαγγελίῳ ὁ ἔσχατος καὶ ἀπερριμένος εἰς τὴν
γεένναν, ὡς τό “ἐλάχιστος κληθήσεται”»[17].
4.
Τὸ χωρίο στὶς σύγχρονες νεοελληνικὲς μεταφράσεις
Ἡ
τόσο σημαντικὴ καὶ κυριαρχοῦσα ἑρμηνευτικὴ Πατερικὴ Παράδοση δυστυχῶς δὲν ἐλήφθη
ὑπ᾽ ὄψιν ἀπὸ τὴν συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν νεοελληνι-κῶν μεταφράσεων τῆς Καινῆς
Διαθήκης. Ἀπὸ τὶς πέντε νεοελληνικὲς μεταφρά-σεις μόνον ἡ μία προσεγγίζει τὴν ἑρμηνευτικὴ
πατερικὴ παράδοση· οἱ τέσσερες ἀφήνουν νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀθετεῖ, μία ἀπὸ
τὶς ἐλάχιστες, τὶς μικρὲς ἐντολὲς θὰ εἰσέλθει στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δὲν θὰ
εἶναι ὁ «ἀπερριμμένος», δὲν θὰ πάει στὴν κόλαση, ἀλλὰ ἁπλῶς θὰ εἶναι μικρός, ἐλάχιστος
μέσα στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Παραθέτουμε
τὶς ἑρμηνευτικὲς ἀποδόσεις τοῦ χωρίου:
α)
Ἀγνοοῦν τὴν Πατερικὴ Παράδοση
Ι.
Μετάφραση παλαιῶν τεσσάρων καθηγητῶν, Β. Βέλλα, Ευ. Αντωνιάδη, Αμ. Αλιβιζάτου,
Γερ. Κονιδάρη: «Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ θὰ παραβῇ μίαν ἀπὸ τὰς ἐντολὰς αὐτὰς τὰς ἐλαχίστας
καὶ διδάξῃ τοὺς ἄλλους νὰ κάνουν τὸ ἴδιο, αὐτὸς θὰ ὀνομασθῇ ἐλάχιστος εἰς τὴν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»[18].
ΙΙ.
Μετάφραση καθηγητοῦ Π. Τρεμπέλα: «Ἀφοῦ λοιπὸν αἱ ἐντολαὶ ἔχουν κῦρος καὶ ἰσχὺν ἀκατάλυτον,
ἐκεῖνος ποὺ θὰ παραβῇ μίαν ἀπὸ ἐκείνας τὰς ἐντολάς μου, ποὺ φαίνονται πολὺ
μικραὶ καὶ θὰ διδάξῃ τοὺς ἀνθρώπους οὕτω, ἤτοι νὰ θεωροῦν αὐτὰς μικρὰς καὶ ἀσημάντους
θὰ κηρυχθῇ ἐλάχιστος καὶ τελευταῖος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν[19].
Πρέπει
νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ Π. Τρεμπέλας γνωρίζει τὴν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου
Χρυσοστόμου, διότι χρησιμοποιεῖ συχνὰ θέσεις του, ὄχι στὴν ἑρμηνεία, ἀλλὰ στὰ ἑρμηνευτικὰ
σχόλια, ὅπου μάλιστα πολλὲς φορὲς τὶς ἀπορρίπτει ὡς «ἧττον πιθανάς». Στὴν
προηγούμενη περίπτωση χρησιμοποιεῖ στὰ ἑρμηνευτικὰ σχόλια μόνον τὴν γνώμη τοῦ
Ζιγαβηνοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε, υἱοθετεῖ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Χρυσοστόμου: «Τὸ ἐλάχιστος
ἤ ἔσχατος πάντων, φαυλότατος, ἀπερριμμένος, ὅ ἐστιν εἰς κόλασιν ἐμβληθήσεται».
ΙΙΙ.
Μετάφραση Ι. Κολιτσάρα: «Ἐκεῖνος λοιπόν, ποὺ θὰ παραβῇ μίαν ἀπὸ τὰς ἐντολὰς αὐτάς,
ποὺ φαίνονται μικραὶ καὶ ἀσήμαντοι, καὶ διδάξῃ ἔτσι τοὺς ἀνθρώπους, θὰ ὀνομασθῇ
ἐλάχιστος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»[20].
IV.
Μετάφραση τεσσάρων νεωτέρων καθηγητῶν, Γ. Γαλίτη, Ιω. Καραβιδόπουλου, Ιω.
Γαλάνη, Π. Βασιλειάδη:
«Ὅποιος,
λοιπόν, καταργήσει ἀκόμα καὶ μία ἀπὸ τὶς πιὸ μικρὲς ἐντολὲς αὐτοῦ τοῦ νόμου καὶ
διδάξει ἔτσι τοὺς ἄλλους, θὰ θεωρηθεῖ ἐλάχιστος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ»[21].
Ἐκτὸς
τοῦ ὅτι καὶ ἡ μετάφραση αὐτὴ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴν ἑρμηνευτικὴ Παράδοση τῶν
Πατέρων, ὅπως καὶ οἱ τρεῖς προηγούμενες, ἔχει καὶ ἄλλες ἀστοχίες: Τὸ «ἀκόμα καὶ
μία» δὲν προκύπτει ἀπὸ τὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο λέγει ἁπλῶς «μία», ὅπως μεταφράζουν
σωστὰ οἱ τρεῖς προηγούμενοι. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ «αὐτοῦ τοῦ νόμου»· τὸ
κείμενο λέγει «τῶν ἐντολῶν τούτων», χωρὶς νὰ λέγει «τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ τοῦ
νόμου». Ἀντὶ τοῦ «καὶ διδάξει ἔτσι τοὺς ἄλλους», εἶναι προτιμότερο καὶ πιὸ
σύμφωνο μὲ τὸ κείμενο τό «καὶ διδάξει ἔτσι τοὺς ἀνθρώ-πους», ὅπως ἑρμηνεύουν ὅλοι
οἱ ἄλλοι μεταφραστές. Τό «θὰ θεωρηθεῖ ἐλάχιστος» δὲν ἀποδίδει μὲ ἀκρίβεια τό «ἐλάχιστος
κληθήσεται»· προτιμότερο τό «θὰ ὀνομασθῇ ἐλάχιστος» τῶν ἄλλων ἑρμηνευτῶν.
β)
Συμφωνοῦν μὲ τὴν Πατερικὴ Παράδοση
Ι.
Μετάφραση Ν. Σωτηροπούλου:
«Ἐκεῖνος
δὲ ὁ ὁποῖος θὰ καταργήσῃ μία ἀπὸ τὶς ἐντολὲς αὐτὲς τὶς πολὺ μικρὲς καὶ θὰ διδάξῃ
ἔτσι τοὺς ἀνθρώπους, θὰ εἶναι πολὺ μικρὸς γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (δηλαδὴ θ᾽
ἀποκλεισθῇ ἀπὸ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν)[22].
Ὁ
μεταφραστὴς οὔτε θέλει νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν γραμματικὴ ἐξήγηση οὔ-τε νὰ ἀγνοήσει
τὸ νόημα τοῦ στίχου ποὺ δίνουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τὰ ἐπιτυγχάνει καὶ τὰ δύο. Τό «ἐλάχιστος
κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» τὸ μεταφρά-ζει «θὰ εἶναι πολὺ μικρὸς γιὰ
τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν» μὲ ἀρκετὴ φιλολογικὴ τόλμη, ἀφοῦ οὔτε τὸ «κληθήσεται»
σημαίνει «εἶναι» οὔτε τὸ «ἐν τῇ βασιλείᾳ» ση-μαίνει «γιὰ τὴ βασιλεία». Ἡ
πατερικὴ ἑρμηνεία διασώζεται εὐτυχῶς μὲ τὴν ἐντὸς παρενθέσεως ἐπεξήγηση (δηλαδὴ
θ᾽ ἀποκλεισθῇ ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν).
ΙΙ.
Ἡ ἰδική μας ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση μὲ βάση τὴν Πατερική (=Χρυσο-στομική) Παράδοση:
«Ὅποιος,
λοιπόν, καταργήσει μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐντολές, τὶς πολὺ μικρές, καὶ διδάξει ἔτσι
τοὺς ἀνθρώπους, θὰ ἀπορριφθεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ θὰ κολασθεῖ».
[1].
Ρωμ. 2, 21.
[2].
Ματθ. 5, 17-18.
[3].
Ματθ. 28, 19-20.
[4].
Ὅροι κατὰ πλάτος, Προοίμιο, PG 31, 893AB.
[5].
Εἰς Γαλάτας Ὁμιλία Α´, PG 61, 622.
[6].
Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Α´, Προοίμιο, εἰς Γρηγοριου Του Παλαμα, Συγγράμματα, τόμ.
1, σελ. 24, ἐκδ. Π. Χρηστου, Θεσσαλονίκη
1962.
[7].
Ματθ. 5, 17.
[8].
Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Ἅγιον Εὐαγγέλιον, Ὁμιλία 16, 4, PG 57, 242-243.
[9].
Ματθ. 5, 22: «Ὃς δ᾽ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος
ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός».
[10].
Αὐτόθι, Ὁμιλία 16, 4, PG 57, 243. Τὰ ἴδια λέγει ἑρμηνεύοντας τὴν Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή.
Βλ. PG 62, 34: «Καὶ πάλιν, “Ἂν λύσῃ τις μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐλάχιστος
κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν”, τουτέστιν ἐν τῇ ἀναστάσει. Οὐ γὰρ δὴ εἰς
βασιλείαν εἰσελεύσεται· οἶδε γὰρ καὶ αὐτὸν τὸν καιρὸν τῆς ἀναστάσεως βασιλείαν
καλεῖν. “Μίαν ἐὰν λύσῃ, φησίν, ἐλάχιστος κληθήσεται”. Ὥστε πασῶν ἡμῖν δεῖ».
[11].
Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, PG 72, 376B.
[12].
Ἐπιστολὴ 36, Εὐπρεπιανῷ καὶ τοῖς σὺν αὐτῶ, εἰς G.
Fatouros, Theodori Studitae Epistulae, W.
De Gruyter, Βερολίνο 1992, τόμ. 1, σελ. 102.
[13].
Ἐπιστολὴ 34, Λέοντι πάπα Ρώμης, Αὐτόθι, τόμ. 1, σελ. 97. Ἰακ. 2, 10.
[14].
Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, PG 123, 193.
[15].
Ἑρμηνεία εἰς τoῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, PG 129, 205.
[16]. Βλ. J. A. Cramer, Catenae
Graecorum Patrum,
in Novum Testamentum, ἔκδοση G. Olms, Hildesheim
1967, τόμ.
1, σελ. 35.
[17]. Johannis Zonarae, Lexicon ex tribus codicibus manuscriptis, ἔκδ. Johannes
Tittman, Lipsiae 1808, ἀνατ. 1967.
[18]. Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Τὸ πρωτότυπον κείμενον μὲ νεοελληνικὴν μετάφρασιν, ἔκδ. Βιβλικῆς Ἑταιρείας, Ἀθῆναι 1967.
[19]. Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ἔκδ. Ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι
1989, σελ. 91-92.
[20].
Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Κείμενον - Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις, Ἀδελφότης Θεολόγων ἡ «Ζωή», Ἀθῆναι
199116, σελ. 28.
[21].
Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Σὲ μετάφραση στὴ δημοτική, Ἑλληνικὴ Βιβλικὴ Ἑταιρεία, Ἀθήνα
2003, σελ. 13.
[22].
Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Σὲ μετάφραση στὴ δημοτική, Ἀθήνα 2001, ἔκδ. Ἀδελφότητος «Ὁ
Σταυρός», σελ. 23.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου