Πιστοί περιφέρουν τον
Επιτάφιο μέσα στη θάλασσα, στην τοπική κοινότητα Τολού του Δήμου Ναυπλιέων,
Μεγάλη Παρασκευή 6 Απριλίου 2018. Κατά τη διάρκεια της περιφοράς του Επιταφίου
βεγγαλικά φώτιζαν την περιοχή.
Το έθιμο του Επιταφίου
στη θάλασσα αναβιώνει τα τελευταία χρόνια και κρατάει από τότε που οι Κρήτες
αποίκησαν την περιοχή φέρνοντας μαζί τους και το έθιμο αυτό, αποδίδοντας έτσι
τιμές στη θάλασσα και ευλογώντας το υγρό στοιχείο που θρέφει ακόμα τους
απογόνους των Κρητών, τους σημερινούς Τολιανούς. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΜΠΟΥΓΙΩΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
Για «ποιό» διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας μιλάμε; Η σχέση
του Έθνους και της Θρησκείας
Tου Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Με αφορμή τη «φιλολογία» περί του «χωρισμού»
Κράτους και Εκκλησίας και λόγω των ημερών του Πάσχα, χρήσιμα είναι να λεχθούν
τα εξής:
Εξ αρχής πρέπει να γίνει
σαφές ότι οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας αφορούν ήδη διακριτούς ρόλους, όπως
έχει εγκαίρως υποστηρίξει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος (1).
Οι ήδη δε διακριτοί ρόλοι, σαφώς προκύπτουν από τη συγκρότηση του περιγράμματος
του κράτους δικαίου, δηλαδή από τη συνταγματική και έννομη τάξη.
Ιεροκρατία και Πολιτειοκρατία
Βεβαίως, στη θεωρία και
στην πράξη, ως προς τη σχέση Πολιτείας και Εκκλησίας υπάρχουν αρκετές
διακρίσεις. Σε γενικές γραμμές, ως «ακραία εκδοχή», μπορεί να γίνει διάκριση
μεταξύ της Ιεροκρατίας και της Πολιτειοκρατίας. Σύμφωνα με τα συστήματα αυτά
είτε το Κράτος, δηλαδή η Πολιτεία, ασκεί κυριαρχία επί της Εκκλησίας, είτε
αντιθέτως η Εκκλησία ή άλλως η Θρησκεία επιδρά στη μορφή του πολιτεύματος και
κατ’ ουσίαν στα πολιτικά, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Το σύστημα απόλυτου διαχωρισμού
του Κράτους από την Εκκλησία, στο πλαίσιο όμως του σύγχρονου νομικοπολιτικού
ευρωπαϊκού πολιτισμού, συνεπάγεται ότι το Κράτος δεν είναι αδιάφορο, αλλά
προδήλως ουδέτερο έναντι της Εκκλησίας και συνεπώς ουδέτερο έναντι των
εσωτερικών θρησκευτικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων. Εγγυάται όμως τη
θρησκευτική ελευθερία. Στο πλαίσιο του σύγχρονου πολιτισμού, πρέπει να γίνει
σαφές ότι ακόμη και στο ενδεχόμενο του απόλυτου «χωρισμού», το Κράτος
αναγνωρίζει στις μείζονες θρησκευτικές κοινότητες (στις λεγόμενες γνωστές
θρησκείες) αυξημένο κύρος και κρατική προστασία έναντι των λοιπών «θρησκευτικών
κοινοτήτων». Συνεπώς κατά τούτο το Κράτος έχει πάντοτε παρεμβατικό ρόλο και
λόγο.
η ελληνική συνταγματική τάξη
Με προσπάθεια για τη
μεγαλύτερη δυνατή απλούστευση (για τους μη ειδικούς), των όσων ενταύθα
παρατίθενται, θα πρέπει στο παρόν κείμενο να διευκρινισθεί ότι η Ελληνική
Πολιτεία με συνταγματικές ρυθμίσεις έχει σαφώς προσδιορίσει τις σχέσεις Κράτους
και Εκκλησίας. Στη ρύθμιση αυτή ο συντακτικός νομοθέτης αφενός θέτει όρια στις
παρεμβατικές δυνατότητς του νομοθέτη στα της Εκκλησίας και αφετέρου η Εκκλησία
απολαμβάνει συνταγματικών εγγυήσεων.
Με βάση τις πρόνοιες του
συντακτικού νομοθέτη, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας αυτοδιοικείται: α) από
την Ιερά Σύνοδο των Αρχιερέων που πρέπει απαραιτήτως να είναι εν ενεργεία και
β) από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που πρέπει απαραιτήτως να συγκροτείται από την
Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων. Συνεπώς, αποκλείεται οποιαδήποτε
πολιτειακή ανάμειξη-παρέμβαση στα θέματα της Διοίκησης της Εκκλησίας, ενώ ο
Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδας ψηφίζεται από την Ολομέλεια της
Βουλής, η οποία (όμως), δεν δικαιούται να αντιστρέψει, ούτε να αποδυναμώσει τις
βασικές οργανωτικές δομές της Εκκλησίας, όπως κατοχυρώνονται από τους συνταγματικούς
κανόνες.
Άξιο επίσης αναφοράς
είναι ότι η έκταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελληνική επικράτεια, πέραν της
Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των οικείων Μητροπόλεων, έχει μιαν «ιδιαιτερότητα»
καθόσον: α) η Εκκλησία της Κρήτης, υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, β) η Εκκλησία της Δωδεκανήσου, ομοίως υπάγεται στην
κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενώ γ) το Άγιο Όρος
(Χερσόνησος του Άθω) που επίσης ποιμαντικώς ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο,
παρά που αυτοδιοικείται, εν τούτοις εποπτεύεται διοικητικώς από το
Ελληνικό Κράτος.
Ενταύθα πρέπει να
επισημειωθεί ότι όλη η υφιστάμενη ρύθμιση της σχέσης «Κράτους και Εκκλησίας»,
βρίσκεται στα όρια εκκοσμίκευσης. Συνεπώς η σχετική φιλολογία για το
«διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας» είναι άνευ αντικειμένου, εκτός και εάν
εννοείται η διακοπή της μισθοδοσίας του κλήρου, πράγμα προδήλως απαράδεκτο και
κοινωνικά ανάλγητο, ειδικότερα για τον κατώτερο κλήρο. Σε τελευταία δε ανάλυση
η φιλολογία αυτή δεν ανήκει καν στις προτεραιότητες, ούτε και στα ζητούμενα της
ελληνικής κοινωνίας. Άλλωστε ακόμη και ο θρησκευτικός όρκος είναι προαιρετικός,
ενώ το εορτολόγιο της Εκκλησίας είναι βαθύτατα ενταγμένο στα ήθη και έθιμα του
λαού μας. Σε επίπεδο δε Πολιούχων πόλεων, ο ετήσιος εορτασμός των «τοπικών
Αρχών» αποτελεί αυστηρό έθιμο, το οποίο όποιος αμφισβητήσει θα
αντιμετωπίσει την αντίδραση των τοπικών κοινωνιών. Ζητώ δε συγνώμη από
όσους έχουν αντίθετη άποψη στα προαναφερόμενα. Βεβαίως σέβομαι την αντίθετη
άποψη. Ουδόλως όμως τη θεωρώ «προοδευτική». Να μου επιτραπεί να θεωρήσω την
άποψή τους ουδόλως προοδευτική εάν εισηγούνται κατάργηση των προαναφερομένων
που εντάσσονται στις παραδόσεις του λαού και του έθνους.
η
εκκλησιαστική περιουσία
Πέραν των
προαναφερομένων, άξια αναφοράς είναι τα περί εκκλησιαστικής περιουσίας που
εγείρουν συνήθως ζητήματα «κριτικής». Στο πλαίσιο του παρόντος περιγράμματος
μπορούν να τεθούν επιγραμματικώς υπ’ όψιν τα εξής: Από την περίοδο του
Όθωνα, που αφορούσε από καθέδρας παρέμβαση αλλοεθνών και προτεσταντών επί της
κρατούσας θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων της παλιγγενεσίας και του
νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, υπήρξε πραγματική άλωση της εκκλησιαστικής
περιουσίας με τα Βασιλικά Διατάγματα του 1833 και 1834. Η άλωση δε αυτή
επεκτάθηκε το 1836 με ευρύτερες απαλλοτριώσεις, όσης εκκλησιαστικής περιουσίας
είχε απομείνει.
Προς αποφυγή μακρών
ιστορικών αναφορών, και αφού επισημειωθεί ότι κάθε Μονή και κάθε Ιερός Ναός
είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία
τελούν σε τακτικό έλεγχο όχι μόνο από την Εκκλησία αλλά και από την Πολιτεία,
μπορεί να γίνει αναφορά στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη, η οποία κατέχουσα
εντυπωσιακή σε αξία και έκταση ακίνητη περιουσία, δώρισε ακίνητά της επί των
οποίων έχουν ανεγερθεί κρατικά Νοσοκομεία, Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και
άλλοι αξιόλογης αποστολής Κοινωνικοί Οργανισμοί.
Παράδειγμα, επί των
ακινήτων της «Μονής Πετράκη» λόγω δωρεάς, έχουν ανεγερθεί: το Νοσοκομείο
«Ευαγγελισμός», το «Αιγινήτειο» Νοσοκομείο, το «Αρεταίειο» Νοσοκομείο, το
«Ασκληπιείο» Βούλας, το Νοσοκομείο Παίδων, το «Λαϊκό» Νοσοκομείο, το Νοσοκομείο
«Σωτηρία», το Νοσοκομείο «Συγγρού», το «Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο. Επίσης έχει
ανεγερθεί το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, η Ακαδημία
Αθηνών, οι Αστυνομικές Σχολές στη Μεσογείων, η Μαράσλειος Ακαδημία, η Εθνική
Βιβλιοθήκη, το Γηροκομείο Αθηνών, το ΠΙΚΠΑ Βούλας, το Ορφανοτροφείο
Βουλιαγμένης, το Πτωχοκομείο κ.ά.
Ανεξαρτήτως όμως της
πραγματικής και ενίοτε εντυπωσιακής προσφοράς της Εκκλησίας δια της περιουσίας
της, προφανώς ανακύπτουν «ζητήματα» ως προς την οικονομική διαχείριση και τους
σκοπούς που πρέπει να υπηρετεί. Επ’ αυτού του ζητήματος θα ασκείται πάντοτε
κριτική!…
η «απογραφή» του
Ελληνικού πληθυσμού
Όποιος αμφισβητεί το
νομικοπολιτικό και κοινωνικό status της ήδη υπάρχουσας διακριτής σχέσης Κράτους
και Εκκλησίας ευρίσκεται έξω από τις ευαισθησίες, τις ανάγκες τις απαιτήσεις
και τις προτεραιότητες της ελληνικής κοινωνίας. Τέλος ας μη λησμονούμε για τα
καθ’ ημάς, ότι καθ’ όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα και το βράδυ της Ανάστασης στις
απανταχού της Ελληνικής Επικράτειας Ορθόδοξες Εκκλησίες γίνεται «απογραφή» του
Ελληνικού πληθυσμού!
Το αυτό συμβαίνει και ανά
την Υφήλιο, όπου λαμβάνει χώρα «απογραφή» του απόδημου Ελληνισμού! Και αυτό
αποδεικνύει τη σχέση του ελληνικού έθνους προς την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Πάσχα 2018.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
(1) Βλ. Π.Παυλόπουλος, Η
ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας
(εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ, 2010) σελ. 65 και επ.
Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα
Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου
και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).-hellasjournal.com
1 σχόλιο:
Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος. Οἱ διάφορες πομπές καὶ πανηγύρεις, στὶς ὁποῖες συμμετέχει σύσσωμος ὁ Ἑλληνικός λαός, δηλώνουν μὲν μιὰ ἑθελοθρησκεία, μιὰ εὔκολη θρησκευτικότητα σὲ παραδόσεις ἀνθρώπων (ἐν πολλοῖς άναβιώσεις εἰδωλολατρικῶν τελετῶν καὶ προχριστιανικῶν ἐθίμων τοῦ ἔθνους) ἀλλὰ ἀσφαλῶς ὄχι τὴ συνειδητὴ Πίστι στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται μὲ ἀλλους τρόπους, ὅπως μὲ τὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμό (ὅμως μὀνον ἕνα 2% ἐκκλησιἀζεται), τὴ συμμετοχὴ στὰ μυστήρια καὶ τὰ ἔργα, μέρος τῶν ὁποίων εἶναι ἡ Χριστιανικὴ Ἡθική, ἡ ἀφιλοχρηματία, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ τιμιότητα, ἡ αἴσθησι ὅτι εἴμαστε πάροικοι καὶ παρεπίδημοι στὴ γῆ, ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον πρὸς τὸν πλησίον, ἡ ἀπάρνησι τοῦ πλούτου, ἡ κοινοκτημοσύνη, ἡ πολυτεκνία, ἡ καθημερινὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἄλλα. Μὲ τὶς προγαμιαῖες σχέσεις τῶν νέων, μὲ τὴν ἀνηθικότητα τῶν ἐγγἀμων, μὲ τὶς ἐκτρώσεις, μὲ τὴν ἀποφυγὴ τεκνογονίας, μὲ τὶς πολλαπλὲς καταχρήσεις, τὶς ὑλιστικὲς ἀπολαύσεις καὶ τὸν ὑλιστικὸ τρόπο ζωῆς, καὶ μὲ τὴν ἀποποίησι τῶν προηγουμένων, ἡ σχέσι τοῦ Ἔθνους μὲ τὴν ὀρθοδοξία παίρνει κάτω ἀπὸ τὴ βάσι.
Δημοσίευση σχολίου