11 Μαρ 2018

Αρχιμ. Αστέριος Χατζηνικολάου: Άσκηση, η μητέρα του αγιασμού


Βασικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τον αγώνα μας κατά τη Μ. Τεσσαρακοστή είναι η νηστεία, που είναι ένας περιορισμός και μερική στέρηση των τροφών. Ανήκει και αυτή σ’ έναν ευρύτερο κύκλο ειδικών αγωνισμάτων της συγκεκριμένης περιόδου, που συνήθως τον ορίζουμε ως άσκηση.

Πάντοτε η άσκηση χαρακτηρίζει τη ζωή του Ορθόδοξου πιστού· περισσότερο τις περιόδους της νηστείας. Η Ορθοδοξία είναι στη φύση της ταπεινή και ασκητική.
Οι κύριες μορφές ασκήσεως που γνωρίζουμε στην Εκκλησία μας είναι η εγκράτεια, η νηστεία, η αγρυπνία, η ορθοστασία, οι γονυκλισίες, η χαμευνία, ο κόπος, η λιτότητα, η στέρηση και η πτωχεία, η αποφυγή της πολυλογίας και η κατά το δυνατόν σιωπή.
Άσκηση και πνευματικότητα
Η άσκηση αναφέρεται στο υλικό μέρος της υπάρξεώς μας. Τι σχέση μπορεί να έχει με την πνευματικότητά μας, την οποία ζητάει να αυξήσει η Μ. Τεσσαρακοστή;
Ο απόστολος Παύλος διδάσκει ότι «η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός· ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις» (Γαλ. ε  17). Το κατώτερο μέρος της φύσεώς μας, που υπηρετεί τις επιθυμίες της σαρκός, επιθυμεί εναντίον του ανωτέρου μέρους της υπάρξεώς μας, εναντίον της πνευματικής μας φύσεως, που εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα. Και το αντίθετο· το ανώτερο και πνευματικό μέρος της υπάρξεώς μας επιθυμεί κατά του κατωτέρου. Σάρκα και πνεύμα είναι αντίθετα μεταξύ τους, βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση, σε πόλεμο αδυσώπητο και σκληρό. Ποιό θα υπερισχύσει; Που πρέπει να δώσουμε το βάρος; Ποιό από τα δύο πρέπει να ενισχύσουμε; Διότι είναι φανερό ότι όσο ενισχύεται το ένα, τόσο ατονεί και αποδυναμώνεται το άλλο.
Όσο αφαιρείς από τη σάρκα, τόσο κάνεις την ψυχή να λάμπει από την πνευματική της ευεξία, λέει ο Μ. Βασίλειος: «Όσον υφαιρείς της σαρκός, τοσούτον ποιήσεις της πνευματικής ευεξίας την ψυχήν αποστίλβειν»[1]. Γι’ αυτό και συμβουλεύει: Πρόσεξε μήπως ενισχύσεις πολύ τη σάρκα και δώσεις έτσι μεγάλη δύναμη και εξουσία στο κατώτερο. Όπως στη ζυγαριά, αν δώσεις μεγαλύτερο βάρος στον ένα ζυγό, κάνεις ελαφρότερο τον άλλον, έτσι συμβαίνει και στη σχέση του σώματος με την ψυχή. Όταν υπερτερεί το ένα, αναγκαστικά ελαττώνεται το άλλο. Όταν ενισχύεται πολύ το σώμα και βαρύνεται με την παχυσαρκία, αναγκαστικά ο νους γίνεται αδρανής και άτονος στο να επιτελεί τη δική του αποστολή. Όταν αντίθετα η ψυχή ευεκτεί και με τη μελέτη των αγαθών ανεβαίνει στο ύψος που της ταιριάζει, φυσικό είναι να μαραίνονται οι σωματικές συνήθειες και απαιτήσεις[2].
Σκοπός της ασκήσεως είναι η επικράτηση του πνεύματος, η ανάδειξη της ψυχής, η ανακάλυψη της εικόνας του Θεού στα βάθη του ανθρώπου, η καταξίωσή του. Με την άσκηση γινόμαστε περισσότερο άνθρωποι. Διότι με την άσκηση ζει περισσότερο η ψυχή μας, και η ψυχή είναι βασικά που μας καθιστά ανθρώπους. Έλεγε κάποιος που, όταν γνώρισε την πίστη, άρχισε να ζει και με νηστεία: «Όσο νηστεύω, τόσο νιώθω να ζωντανεύει η ψυχή μέσα μου, υποχωρεί η σάρκα και έρχεται η ψυχή στην επιφάνεια. Όπως όταν υποχωρούν τα νερά, βγαίνει στην επιφάνεια ο πυθμένας με όλο τον πλούτο του».
Με την άσκηση κάνουμε πνευματική τη σάρκα μας. Και αν δεν γίνει αυτό, αν δεν γίνει πνευματική η σάρκα μας, τότε αναγκαστικά γίνεται σαρκικό το πνεύμα μας. Ο άνθρωπος, που πλάσθηκε «καθ’ ομοίωσιν Θεού», γίνεται όλος σάρκα!…
Η άσκηση μας βοηθάει να παίρνουμε την προσοχή μας από τον έξω άνθρωπο και να στρεφόμαστε εντός μας. Ανακαλύπτουμε τον «έσω» άνθρωπο», ζει «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», πεθαίνει ο παλαιός και ανασταίνεται μέσα μας «ο καινός άνθρωπος ο κατά Θεόν κτισθείς» (Εφ. γ  16, Α  Πέτρ. γ  4, Εφ. δ  24). Με την άσκηση επομένως φέρνουμε στην επιφάνεια τον αληθινό άνθρωπο και ανακαλύπτουμε τον Θεό, διότι ο Θεός κρύβεται στα βάθη μας.
Καταλαβαίνουμε έτσι τι σημασία έχει το να φάμε κάτι η να μην το φάμε. Ότι δεν είναι παράδοξο να πούμε: «Αυτό δεν θα το φάω για την αγάπη του Χριστού».Καταλαβαίνουμε με την άσκηση τι σχέση μπορεί να έχει το φαγητό με την αγάπη του Θεού. Και ότι ο Θεός με την άσκηση, π.χ. με τη νηστεία, δεν θέλει να μας στερήσει το φαγητό, αλλά να μας βοηθήσει να το φάμε σωστά, έτσι που να μην τρέφει μόνο το σώμα, αλλά να χορταίνει και την ψυχή. Από την Κυριακή των Απόκρεω και για περισσότερες από 50 μέρες δεν τρώμε κρέας. Αυτό μας βοηθάει, εφόσον με το σωστό πνεύμα νηστεύουμε, όταν θα φάμε το κρέας την Κυριακή του Πάσχα, να το φάμε με τέτοιον τρόπο, που να αυξάνει και το φαγητό τη χαρά της γιορτής και να δοξάζεται έτσι ο Θεός και με το φαγητό μας: «Είτε εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε», διδάσκει ο απόστολος Παύλος (Α  Κορ. ι  31).
Ο Χριστιανός δεν μπορεί πάντα να καλοπερνά, δεν είναι δυνατόν ο πνευματικός αγωνιστής να ζει διαρκώς με ανέσεις. Μέσα στην Αγία Γραφή ο αυθεντικός αγωνιστής της πίστεως παρουσιάζεται συχνά με τις εκφραστικές εικόνες του στρατιώτη, του μαχητή, του αθλητή, του δρομέα, του παλαιστή, του πυγμάχου. Δηλαδή του ασκητή.
Οι αθλητές ζουν με άσκηση που θα μπορούσαμε να την ζηλέψουμε οι σύγχρονοι Χριστιανοί. Εμείς ζούμε συνήθως με καλοπέραση και δεν θέλουμε να στερηθούμε όχι βέβαια τα απαραίτητα, αλλά ούτε και τα περιττά, εκείνα που συντελούν στο να ζούμε μια άνετη ζωή. Αλλά «ουδείς εν τω ουρανώ ανήλθε μετά ανέσεως»[3].
Οι αθλητές ζουν με πολλούς περιορισμούς, με πρόγραμμα, με ειδική αυστηρή δίαιτα, με συχνές εξαντλητικές ασκήσεις. Και αυτό για να πετύχουν μια καλύτερη επίδοση, να βελτιώσουν έστω ελάχιστα το άλμα τους, να φθάσουν στο τέρμα του δρόμου έστω κατά ένα ελάχιστο διάστημα χρόνου πιο μπροστά από τους άλλους, να ρίξουν τη σφαίρα έστω ένα εκατοστό πιο μακριά. Πόσοι κόποι και πόση αφοσίωση για κάτι τόσο μικρό και λίγο! Εμείς δεν θα καταβάλουμε τη μικρή προσπάθεια που απαιτείται, όχι για να φθάσουμε λίγο πιο πέρα, αλλά για να υπερβούμε τα όρια αυτού του κόσμου και να εισέλθουμε στην αιωνιότητα; Εμείς δεν θα κάνουμε λίγη άσκηση, όχι για να πετύχουμε για μια μόνο στιγμή ένα άλμα ελάχιστα πιο ψηλά από τη γη, αλλά για ν’ ανεβούμε και να ζήσουμε αιώνια στον ουρανό, στον Παράδεισο του Θεού;
Παραδείγματα ασκήσεως
Ο Κύριος ασκήτευσε «νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα» (Ματθ. δ  2). Και «ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού» (Λουκ. ς  12). Όλη η μέρα του ήταν γεμάτη από πολύωρη διδασκαλία, από ατέλειωτες θαυματουργίες, από τη διακονία του πονεμένου λαού. Και φυσικά κουραζόταν. Δεν ήταν υπεράνθρωπος. Θεάνθρωπος ήταν, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Και ως τέλειος άνθρωπος είχε όλα τα ανθρώπινα, εκτός από την αμαρτία. Κουραζόταν επομένως ως άνθρωπος από τη διαρκή απασχόληση. Παρόλ’ αυτά αφιέρωνε συχνά όλη τη νύχτα στην προσευχή. Και πάντοτε περνούσε λιτά. «Ουκ είχε που την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. η  20). Δεν είχε που να ακουμπήσει την κεφαλή Του. Δεν είχε σπίτι δικό Του. Και το φαγητό Του απλό. Όλα στη ζωή Του ήταν λιτά και φτωχικά. Όλη τη ζωή Του την έζησε χωρίς ανέσεις και ανάπαυση, αλλά με πτωχεία, με στερήσεις και κόπους, με θυσία και αυταπάρνηση.
Ο Τίμιος Πρόδρομος είχε το ένδυμά του υφασμένο από τρίχες καμήλου, φορούσε ζώνη δερμάτινη γύρω από τη μέση του, η τροφή του δε ήταν πρόχειρη και απλή· δηλαδή ακρίδες που έφερνε ο άνεμος στην έρημο από την Αραβία, και μέλι άγριο (βλ. Ματθ. γ  4).
Οι άγιοι Απόστολοι έζησαν επίσης με ασκητικό φρόνημα, μέσα σε πολλούς κινδύνους, «εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι» (Β  Κορ. ια  27). Δεν ήταν μόνο οι αποστολικοί κόποι και μόχθοι. Ήταν και οι εκούσιες αγρυπνίες. Δεν ήταν μόνο ο λιμός και η δίψα, διότι δεν μπορούσαν πάντοτε να βρίσκουν τα αναγκαία για τη διατροφή τους. Ήταν και οι εκούσιες νηστείες. Περνούσαν κάποιες φορές το κρύο του χειμώνα χωρίς τα απαραίτητα ρούχα.
Το μαρτύριο εκατομμυρίων μαρτύρων της Εκκλησίας μας τι άλλο ήταν παρά τέλεια άσκηση; Φανέρωναν με την αυταπάρνησή τους ότι δεν δίσταζαν ούτε μπροστά στον θάνατο προκειμένου να ζήσει και να σωθεί η ψυχή.
Αλλά υπάρχει ολόκληρη τάξη αγίων της Εκκλησίας μας, η τάξη των οσίων ασκητών, που έζησαν με αξιοθαύμαστους ασκητικούς αγώνες για να φθάσουν στη μακαρία απάθεια και στη θέα του Θεού. Το Σάββατο της Τυρινής «μνείαν επιτελούμεν πάντων των εν ασκήσει λαμψάντων αγίων, ανδρών τε και γυναικών»[4].
Και στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε η νηστεία. Είναι δε θαυμαστό το παράδειγμα του προφήτη Δανιήλ και των αγίων Τριών Παίδων, που ζούσαν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα και τους πήρε με άλλους νέους ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ στα ανάκτορα για ειδική αποστολή. Έδωσε δε διαταγή να τρώνε και να πίνουν από το τραπέζι του, για να έχουν δύναμη και αντοχή. Αλλά αυτοί κρυφά από εκείνον νήστευαν. Και η νηστεία τους ωφελούσε και σωματικά. Οι όψεις τους ήταν ωραιότερες και τα σώματά τους υγιέστερα και ισχυρότερα από εκείνα των νέων που δεν νήστευαν (βλ. Δανιήλ. κεφ. α ). Στον ασκητή δεν λάμπει μόνο η ψυχή. Η λάμψη της ακτινοβολείται και από το σώμα.
Και στον Παράδεισο ήταν αναγκαία η άσκηση. Οι πρωτόπλαστοι ζούσαν με αγιότητα και αναμαρτησία. Ήταν όμως και εκεί επιδεκτικοί τελειώσεως, μπορούσαν να προοδεύουν στην αρετή. Γι’ αυτό και τους δόθηκε εντολή νηστείας (βλ. Γεν. β  16-17). Έτσι ο Παράδεισος δεν ήταν γι’ αυτούς μόνο ένας υπέροχος τόπος τρυφής και απολαύσεως. Ήταν συγχρόνως και τόπος ασκήσεως. Η παράβαση της νηστείας τους έβγαλε από τον Παράδεισο. Και όλοι οι απόγονοί τους ζούμε έξω από τον Παράδεισο. Η τήρηση της νηστείας, γενικότερα της ασκήσεως, θα μας επιστρέψει στην αρχαία μας δόξα και ωραιότητα.
Η άσκηση του πνεύματος
Θα δούμε στη συνέχεια πως από την άσκηση, π.χ. τη νηστεία, την αγρυπνία, τις γονυκλισίες, που έχουν σχέση με το σώμα, πρέπει οπωσδήποτε να περνούμε στην άσκηση του πνεύματος.
Η άσκηση μέσα στην Εκκλησία μας δεν είναι απλά άρνηση για ορισμένα πράγματα· τότε θα ήταν μια βασανιστική στέρηση.
Η νηστεία δεν είναι μόνο αποφυγή κάποιων τροφών· τότε θα ήταν δίαιτα.
Η αγρυπνία δεν είναι μόνο η στέρηση του ύπνου· τότε θα έμοιαζε με την αϋπνία που βασανίζει πολλούς.
Οι γονυκλισίες, οι μετάνοιες, δεν είναι για μας αθλήματα που γυμνάζουν το σώμα, αλλά ασκήσεις που βοηθούν την ψυχή.
Ο Κύριος νήστευε, αγρυπνούσε, συγχρόνως προσευχόταν. Δίδαξε για τη δύναμη που έχει η προσευχή όταν συνδυάζεται με τη νηστεία, μάλιστα στην καταπολέμηση των δαιμόνων (βλ. Ματθ. ιζ  21).
Οι άγιοι της Εκκλησίας μας έζησαν με αγώνες πολλούς και κακοπάθειες, με γνήσιο ασκητικό φρόνημα. «Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή» έλαβαν ουράνια χαρίσματα. Δηλαδή με τη νηστεία και την αγρυπνία συνδύαζαν και την προσευχή, τη θερμή και αδιάλειπτη προσευχή, με την άσκηση του σώματος τη γυμνασία της ψυχής. Είχαν λοιπόν εμπειρία για τη βοήθεια που προσφέρει η νηστεία στην προσευχή, και από αυτή την εμπειρία μας μίλησαν. «Ύλη προσευχής, πείνα», μας είπαν. Η πρώτη ύλη της προσευχής, αυτό που τρέφει την προσευχή, είναι η πείνα. Και «νους νηστευτού προσεύχεται νηφόντως· ο δε του ακρατούς ειδώλων ακαθάρτων πεπλήρωται». Ο νους εκείνου που νηστεύει, προσεύχεται με νήψη, με προσοχή και καθαρότητα. Ο νους όμως εκείνου που δεν εγκρατεύεται, γεμίζει με ακάθαρτες φαντασίες. Διότι η νηστεία είναι «προσευχής καθαρότης· ψυχής φωστήρ· νοός φυλακή… παραδείσου θύρα και τρυφή». Η νηστεία χαρίζει καθαρότητα στην προσευχή, γίνεται φως για την ψυχή, βοηθάει τον νου να μένει απρόσβλητος από τους εφάμαρτους λογισμούς. Οδηγεί στον Παράδεισο και εξασφαλίζει την απόλαυσή του[5].
Φαίνεται παράδοξο πώς η νηστεία, μια πράξη που αναφέρεται στο σώμα, συνδυάζεται στη διδασκαλία του οσίου Ιωάννου της Κλίμακος με την προσευχή, με την ψυχή, με τον νου, με την εργασία του πνεύματος. Αυτό συμβαίνει διότι ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική ενότητα. Τα δύο μέρη της υπάρξεώς του δεν είναι ανεξάρτητα. Το ένα επηρεάζει το άλλο. Ο άνθρωπος που μετανοεί, σκύβει το κεφάλι. Και όποιος σκύβει το κεφάλι, βοηθείται στο να μετανοεί. Ο άνθρωπος ο ταπεινός φέρεται ταπεινά, φοράει ταπεινά και απλά ρούχα. Και όποιος φοράει ταπεινά, βοηθείται στην καλλιέργεια του ταπεινού φρονήματος. Και όταν κάποιος κάνει «μετάνοιες» και γονυκλισίες, λυγίζει το σώμα του. Και τότε, καθώς ταπεινώνεται το σώμα, ταπεινώνεται μαζί του και η ψυχή. Η άσκηση του σώματος βοηθάει τη γυμνασία της ψυχής.
Για τη σημασία που έχει η άσκηση της νηστείας στην ενίσχυση της ψυχής και για τη δύναμη της προσευχής του ανθρώπου που νηστεύει, μιλάει και ο ιερός Χρυσόστομος: Πάντοτε, λέει, είναι βέβαια μεγάλη η δύναμη της προσευχής. Το να συνδυάζεται όμως η προσευχή με τη νηστεία, αυτό κάνει δυνατότερη την ψυχή. Τώρα που νηστεύουμε, έχουμε πολλή σωφροσύνη λογισμών, τώρα ενισχύεται η διάνοια και η ψυχή περισκοπεί όλα τα άνω. Γι’ αυτό πάντοτε στην Αγία Γραφή συνδυάζεται η προσευχή με τη νηστεία[6].
Με την προσευχή ο άνθρωπος στρέφει όλη την ύπαρξή του στον Θεό. Με πίστη και ελπίδα, αφοσίωση και αγάπη υψώνει τον νου και την καρδιά σ’ Εκείνον που είναι «το άκρον των εφετών», το υψηλότερο απ’ όσα μπορεί ο άνθρωπος να επιθυμήσει. Στην ώρα της προσευχής ζει πιο πολύ η ψυχή και ο άνθρωπος γίνεται πιο πολύ άνθρωπος. Αφήνει τα επίγεια και στρέφεται στα ουράνια. Λησμονεί τα υλικά και απορροφάται από τα πνευματικά.
Σ’ αυτή την προσπάθεια βοηθάει πολύ η νηστεία, η λιτή τροφή, το απλούστερο τραπέζι. Η νηστεία, που έχει ως άμεσο αποτέλεσμα το αίσθημα της πείνας, τρέφει συγχρόνως τις πείνες και τις δίψες της ψυχής, προκαλεί τις άγιες διαθέσεις για τα πνευματικά, βοηθάει τον νου να απαγκιστρώνεται από τις συνήθεις εγκόσμιες ενασχολήσεις, από τις πρόσκαιρες απολαύσεις, από τις φροντίδες για τα υλικά. Με τη νηστεία γίνεται ο νους πνευματικότερος, ισχυρότερος, πιο λεπτός και πιο διεισδυτικός, ικανός να σκέπτεται τα ουράνια αγαθά, να μελετά τα μυστήρια του Θεού και της βασιλείας Του, να προσεύχεται και να ανεβαίνει μέχρι τον θρόνο του Θεού.
«Ώστε ει βούλει ισχυρόν ποιήσαι τον νουν, δάμασον την σάρκα δια νηστείας», διδάσκει ο Μ. Βασίλειος[7]. Αν θέλεις να έχεις ισχυρό τον νου, δάμασε τη σάρκα με τη νηστεία,κατάβαλε τις απαιτήσεις της με την περιορισμένη και λιτή τροφή. Αυτή είναι η οδός που ακολούθησαν στην πνευματική τους ζωή και πρόοδο οι άγιοι της Εκκλησίας μας.
Δεν μας ενδιαφέρει τόσο το να γυμνάσουμε το σώμα μας. Μας ενδιαφέρει να βοηθήσουμε την ψυχή μας. Να κάνουμε «ισχυρόν τον νουν». Να τον στρέφουμε απερίσπαστα κατά την προσευχή μας στον Θεό. Να διαφυλάττουμε την καθαρότητά του. Να μην τον αφήνουμε να μολύνεται από την αμαρτία.
Πόσο δύσκολο είναι να κυβερνούμε τη σκέψη μας! Να την κρατούμε στα λόγια της προσευχής! Και όσες φορές φεύγει, να την ανακαλούμε πίσω! Πόσο δύσκολο είναι να κρατούμε την ψυχή ειρηνική, απρόσβλητη από το πάθος του θυμού, ατάραχη στη δίνη των πειρασμών, καθαρή από αισθήματα, επιθυμίες, διαθέσεις αμαρτωλές και άθλιες, που κάθε ώρα και στιγμή μπορούν να την μολύνουν! Αυτή είναι η άσκηση του πνεύματος, η πραγματική άσκηση.
Αυτό το σκοπό έχει η νηστεία, γενικότερα η εγκράτεια: την εγκράτεια της ψυχής. Όσο συγκρατούμε το σώμα, τόσο μπορούμε να συγκρατούμε και την ψυχή. Όταν νηστεύουμε, ορισμένες τροφές δεν τις τρώμε. Αυτό δεν γίνεται διότι έχουν αυτές οι τροφές κάτι κακό. Τότε δεν θα έπρεπε ποτέ να τις τρώμε. Αλλά κατά διαστήματα τις αποφεύγουμε, για να κάνουμε μια άσκηση που μας μαθαίνει να κυριαρχούμε πιο εύκολα στον εαυτό μας. Και τότε, όπως ορισμένα είδη δεν τα τρώμε, έτσι μαθαίνουμε και μπορούμε και ορισμένα λόγια να μην τα πούμε, ορισμένα θεάματα να μην τα δούμε, ορισμένα να μην τα σκεφθούμε και να μην τα επιθυμήσουμε. Μαζί με το σώμα ασκείται και η ψυχή. Καθαρίζεται, εξαγνίζεται και βρίσκει την προς τα άνω ροπή. Γι’ αυτό και λένε οι άγιοι ότι «η άσκησις μήτηρ του αγιασμού εστι»[8].
Το νερό για να ανεβεί ψηλά, πρέπει να στριμωχτεί στους σωλήνες, να πιεσθεί. Ο νους για να ανεβεί ψηλά, πρέπει να περιορισθεί. Η ψυχή για να ανεβεί προς τον Θεό, χρειάζεται αγώνας. «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν», είπε ο Κύριος. Η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται δια της βίας, και εκείνοι που εφαρμόζουν βία στον εαυτό τους την αρπάζουν γρήγορα και την κρατούν σφιχτά (Ματθ. ια  12).
Η άσκηση δεν έχει απόλυτη αξία
Την άσκηση δεν την απολυτοποιούμε. Είναι οπωσδήποτε πολύ βοηθητική. Αλλά την χρησιμοποιούμε ως μέσο προς ένα υψηλό σκοπό. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να γίνονται υπερβολές. Δεν είμαστε σωματοκτόνοι αλλά παθοκτόνοι. Ο καθένας ανάλογα με την αντοχή του ασκεί το σώμα. Ο καθένας όμως οπωσδήποτε μπορεί να ασκεί την ψυχή. Αν το σώμα σου είναι ασθενικό, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, και δεν μπορείς συνεχώς να νηστεύεις, αλλά δεν είναι ασθενικό και για την προσευχή ούτε αδύναμο στο να περιφρονεί την κοιλιά. Διότι και αν δεν μπορείς να νηστεύεις, όμως μπορείς να μην τρυφάς, να μη ζεις με απολαύσεις. Και αυτό δεν είναι μικρό, ούτε απέχει πολύ από τη νηστεία, αλλά μπορεί να καταβάλει τη μανία του διαβόλου[9].
Η σωματική άσκηση δεν απολυτοποιείται και για τον λόγο ότι μόνη αυτή χωρίς την άσκηση του πνεύματος, χωρίς την ταπείνωση και την προσευχή, όχι μόνο δεν ωφελεί, αλλά μπορεί και πολύ να βλάψει. Στην παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου ο εκπρόσωπος της μερίδας των ευσεβών της εποχής νήστευε «δις του Σαββάτου», δυό φορές την εβδομάδα, αλλά πνίγηκε στις αναθυμιάσεις του εγωισμού του. Στηρίχθηκε στην πράξη της σωματικής νηστείας, αλλά δεν νήστεψε και πνευματικά. Αυτός ο νηστευτής «έφαγε» με την κατάκρισή του τον αξιοσυμπάθητο Τελώνη, «έφαγε» και τους «λοιπούς των ανθρώπων», όλο τον κόσμο. Την άσκησή του την έκανε είδωλο που το έστησε στον ναό του Θεού και εκεί γκρεμίσθηκε και γκρέμισε και τον ίδιο. Η νηστεία δεν τον ωφέλησε. Ήταν νηστευτής, αλλά ήταν και Φαρισαίος (βλ. Λουκ. ιη  9-14). Και εκείνες οι πέντε γυναίκες της Παραβολής ήταν παρθένες, αλλά ήταν και μωρές. Και έμειναν έξω του νυμφώνος (βλ. Ματθ. κε  1-13).
Ούτε η νηστεία, ούτε η εγκράτεια, ούτε η παρθενία, ούτε οι αγρυπνίες ωφελούν, αν τα λυχνάρια μας δεν έχουν λάδι, αν δεν υπάρχει φρόνημα σωστό, αν δεν καλλιεργούμε ήθος ταπεινό. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει ότι δεν λέει ο Ψαλμωδός, νήστεψα, ούτε αγρύπνησα ούτε κοιμήθηκα πάνω στη γη, αλλά «εταπεινώθην, και έσωσέ με συντόμως ο Κύριος» (πρβλ. Ψαλμ. ριδ´ 6)[10].
Και σε άλλο σημείο των διδαχών του τονίζει την αξία της ταπεινώσεως. Γράφει: Αυτός που με ασκητικούς αγώνες και κόπους πολεμάει το αντίπαλό του σαρκικό φρόνημα, μοιάζει μ’ εκείνον που δένει τον εχθρό του με ένα βούρλο (δηλαδή με αδύναμα δεσμά). Αυτός που το πολεμάει με εγκράτεια και αγρυπνία, μοιάζει μ’ εκείνον που περνάει αλυσίδα στον λαιμό του εχθρού του. Όποιος όμως το πολεμάει με ταπεινοφροσύνη, αοργησία και δίψα, μοιάζει μ’ εκείνον που σκοτώνει τον εχθρό και τον θάβει μέσα στην άμμο. Άμμο να θεωρήσεις την ταπείνωση. Διότι όπως στην άμμο δεν παρουσιάζεται καμία βλάστηση, έτσι και στο έδαφος της ταπεινώσεως δεν φυτρώνουν εκείνα που τρέφουν τα πάθη, αλλά η ταπείνωση είναι χώμα και στάχτη[11].
Πιο αναγκαία από την άσκηση του σώματος είναι η άσκηση του πνεύματος, η καλλιέργεια του ταπεινού φρονήματος, η νηστεία από τους εφάμαρτους και κενόδοξους λογισμούς, η ταπείνωση. Δεν στηριζόμαστε στις δικές μας προσπάθειες, που όσο κι αν είναι απαραίτητες, είναι τελείως ανεπαρκείς. Στηριζόμαστε στο έλεος του Θεού και έχουμε απόλυτη εξάρτηση από τη Χάρι Του. Εμείς πρέπει να ιδρώσουμε. Ο Θεός όμως ουσιαστικά εργάζεται, με πολλούς τρόπους μας βοηθάει και Αυτός τελικά εξασφαλίζει τη σωτηρία μας.
Άσκηση και χαρά
Μέσα στη ζωή της Εκκλησίας μας οι Ορθόδοξοι πιστοί βλέπουμε πόσα ευεργετικά αποτελέσματα έχει η άσκηση στη ζωή μας. Βλέπουμε πως μια μικρή στέρηση ευτελών αγαθών, πρόσκαιρων και κατώτερων απολαύσεων, κάποιοι μικροί κόποι που καταβάλλουμε στον καθημερινό μας αγώνα, μπορούν να έχουν θαυμαστά αποτελέσματα στην πνευματική μας ζωή. Με τις μικρές μας προσπάθειες, προπάντων όμως με τη Χάρι του Χριστού, πέφτουν κόσμοι παλιοί μέσα μας και ανασταίνονται κόσμοι καινούργιοι.
Αυτό φέρνει μεγάλη χαρά στην ψυχή. Αισθάνεσαι μεγάλη χαρά όταν νικήσεις και έναν αμαρτωλό λογισμό. Διότι καταλαβαίνεις ότι η αμαρτία, έστω και στο στάδιο του λογισμού, σε καταστρέφει. Ενώ η απόρριψή της σε βοηθάει να ξαναγίνεσαι άνθρωπος, να είσαι ακέραιος και ολοκληρωμένος, όπως σ’ έπλασε και σε θέλει ο Θεός και όχι όπως σε καταντάει ο διάβολος.
Η άσκηση βοηθάει στην υπέρβαση της πεπτωκυίας φύσεως. Η αμαρτία μας έριξε στο παρά φύσιν· δεν είναι φυσικό να μισούμαστε μεταξύ μας. Η άσκηση υπηρετεί την αναγωγή στο υπέρ φύσιν· υπερβαίνει τη φύση μας το ν’ αγαπούμε τους εχθρούς μας. Το να ξεπερνούμε τον εαυτό μας είναι μεγάλη χαρά. Ασκείται ο εαυτός μας, στερείται, κουράζεται, ταλαιπωρείται, σταυρώνεται. Μόνο όμως έτσι ανασταίνεται σε νέα κατάσταση. Και η ανάσταση βέβαια έχει χαρά.
Γι’ αυτό και τα τροπάρια της αρχής της Μ. Τεσσαρακοστής μαζί με το κατανυκτικό τους ύφος έχουν και έναν τόνο χαράς. Στον πρώτο Κατανυκτικό Εσπερινό, το απόγευμα της Κυριακής της Τυρινής, ψάλλουμε: «Τον της νηστείας καιρόν φαιδρώς απαρξώμεθα, προς αγώνας πνευματικούς εαυτούς υποβάλλοντες· αγνίσωμεν την ψυχήν, την σάρκα καθάρωμεν· νηστεύσωμεν, ώσπερ εν τοις βρώμασιν, εκ παντός πάθους, τας αρετάς τρυφώντες του πνεύματος, εν αις διατελούντες πόθω, αξιωθείημεν πάντες κατιδείν το πάνσεπτον Πάθος Χριστού του Θεού και το άγιον Πάσχα, πνευματικώς εναγαλλιώμενοι». Δηλαδή: Τον καιρό της νηστείας να τον αρχίσουμε με χαρά, ετοιμάζοντας τους εαυτούς μας για αγώνες πνευματικούς. Να αγνίσουμε την ψυχή. Να καθαρίσουμε την σάρκα. Να νηστεύσουμε, όπως από τις τροφές, έτσι και από κάθε πάθος, απολαμβάνοντας τις αρετές του πνεύματος. Ζώντας δε με πόθο τις αρετές αυτές, είθε να αξιωθούμε όλοι να δούμε το πάνσεπτο Πάθος του Χριστού του Θεού και το άγιο Πάσχα με πνευματική χαρά και αγαλλίαση.
Και αφού προχωρήσει η ακολουθία, ψάλλουμε πανηγυρικά το ιδιόμελο τροπάριο: «Έλαμψεν η χάρις σου, Κύριε· έλαμψεν ο φωτισμός του προσώπου σου· ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός μετανοίας…». Τώρα που άρχισε η Μ. Τεσσαρακοστή, έλαμψε η χάρι Σου, Κύριε, έλαμψε το φως του προσώπου Σου. Να, τώρα είναι καιρός κατάλληλος, τώρα είναι καιρός μετανοίας.
* * *
Η Μ. Τεσσαρακοστή καταλήγει στη Μ. Εβδομάδα και αυτή στο Πάσχα. Όλη η προσμονή μας κατά τη διάρκεια της κατανυκτικής αυτής περιόδου είναι για το Πάσχα, για την Ανάσταση. Για την Ανάσταση του Χριστού και για τη δική μας ανάσταση. Διότι γνωρίζουμε ότι ο Χριστός έγινε ο πρωτότοκος των νεκρών, που ανέστησε μαζί Του «παγγενή τον Αδάμ», όλο το ανθρώπινο γένος.
Για να μετάσχουμε όμως στην Ανάσταση του Χριστού, πρέπει να γίνουμε και κοινωνοί των παθημάτων Του. Να συμπορευθούμε μ’ Εκείνον και να συσταυρωθούμε. Για να συναναστηθούμε και συμβασιλεύσουμε.
Η άσκηση είναι μία συσταύρωση. Κάθε Παρασκευή θυμόμαστε τον θάνατο του Χριστού. Γιατί τέτοια μέρα σταυρώθηκε ο Χριστός. Και νηστεύουμε, για να συμμετέχουμε με κάποιον τρόπο στον πόνο Του. Όλη την Μ. Τεσσαρακοστή νηστεύουμε. Για να Τον ακολουθούμε πιστά καθώς ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα, καθώς πορεύεται στον Σταυρό και στον θάνατο. Στη ζωή μας πρέπει να ασκούμαστε. Δεν μπορούμε να περνούμε με άνεση. Για να φθάσουμε στην άνω Ιερουσαλήμ, στη βασιλεία του Θεού. «Εκεί γαρ εστιν όντως η άνεσις»[12].
αρχιμ. Αστερίου Σ. Χατζηνικολάου
από το βιβλίο «Ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα»
εκδ. Ο Σωτήρ  - xfd.gr
……………………………………………………………………….
[1] Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας Λόγος Β΄, ΕΠΕ 6, 56.
[2] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τό «Πρόσεχε σεαυτῷ», ΕΠΕ 6, 224.
[3] Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Εὑρεθέντα Ἀσκητικά, ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, Λόγος Δ΄, σελ. 17.
[4] Συναξάριον τοῦ Τριῳδίου.
[5] Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος ΙΔ΄, Περί γαστριμαργίας, ις΄, λα΄.
[6] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Μεγάλην Ἑβδομάδα, ΕΠΕ 35, 542.
[7] Μ. Βασιλείου, Περί Νηστείας Λόγος Α΄, ΕΠΕ 6, 46.
[8] Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., Λόγος ΙΣΤ΄, σελ. 56.
[9] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία ΝΖ΄ εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ΕΠΕ 11, 302-304.
[10] Ἰωάννου Σιναΐτου, ὅ.π., Λόγος ΚΕ΄, Περί τῆς ὑψίστου ταπεινοφροσύνης, ιδ΄.
[11] Ἰωάννου Σιναΐτου, ὅ.π., Λόγος ΙΕ΄, Περί ἁγνείας καί σωφροσύνης, ι΄.
[12] Τριῴδιον, Ὄρθρος Κυριακῆς Τελώνου καί Φαρισαίου, Οἶκος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com