Αθήνα, 2 Ιουνίου
2017
Αριθμ. Πρωτ. 64
Δελτίο τύπου της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων
(ΠΕΘ)
Η ΠΕΘ
Επιμένει :
- στην
κατάργηση του παρόντος Προγράμματος και στη σύνταξη ενός νέου.
Καταγγέλλει :
- Τα
ψέματα του Υπουργού Παιδείας και τον εμπαιγμό της Εκκλησίας της Ελλάδος
- Τις
αντιδημοκρατικές και αντισυνταγματικές πρωτοβουλίες της έκδοσης «φακέλων
του μαθητή» για το μάθημα των Θρησκευτικών
- Την
Κυβέρνηση για χριστιανοφοβία -
ορθοδοξοφοβία
Προτείνει και ζητά :
- Την
εκτύπωση και διανομή των ήδη υπαρχόντων βιβλίων των Θρησκευτικών μέχρι να
γραφούν, με τη συναίνεση όλων των ενδιαφερόμενων πλευρών, νέα βιβλία
Η ΠΕΘ καταγγέλλει την αντισυνταγματική απόφασή του Υπουργού
Παιδείας κ.κ. Γαβρόγλου 89720/Δ1/ 29-5-2017, σύμφωνα με την οποία ενέκρινε “την
εκτύπωση και διανομή του διδακτικού υλικού «Φάκελοι μαθήματος Θρησκευτικών» για
τις τάξεις Γ΄, Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού, για την κάλυψη των διδακτικών αναγκών
του σχολικού έτους 2017-2018”. Η πράξη αυτή
του Υπουργού είναι αντισυνταγματική, γιατί δεν περίμενε,
όπως όφειλε να πράξει, τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η
απόφασή του, επίσης, είναι αντιδημοκρατική,
γιατί προκλητικά αγνόησε τον Ορθόδοξο ελληνικό λαό και την Πανελλήνια Ένωση
Θεολόγων (ΠΕΘ), η οποία εκπροσωπεί τη συντριπτική πλειοψηφία των Θεολόγων. Με
τη συνεργασία ολιγάριθμων Θεολόγων, που ενεργούν σύμφωνα με τις ατομικές τους
πεποιθήσεις, έσπευσε να «νομιμοποιήσει» και να δημιουργήσει «τελεσμένο
καθεστώς» για τα νέα Προγράμματα Σπουδών, που έχουν συγκρητιστικό χαρακτήρα και
καταστρατηγούν συνταγματικά δικαιώματα των ελλήνων ορθοδόξων μαθητών – πολιτών
εφόσον επιβάλλονται, ρατσιστικά, μόνο σε αυτούς και όχι στους αλλόθρησκους
μαθητές, διαπράττοντας έτσι και το συνταγματικό αδίκημα της ανισονομίας. Τα
Προγράμματα αυτά αλλοιώνουν και καταργούν τον ορθόδοξο χαρακτήρα του μαθήματος
των Θρησκευτικών, αναμειγνύοντας, με ιδιότυπο τρόπο, την Ορθόδοξη χριστιανική
διδασκαλία με διδασκαλίες θρησκειών, στοχεύοντας στη διάδοση της ατομικής
θρησκείας, που θα είναι προϊόν συγκρητισμού και σύγχυσης, μέσω του
καλλιεργούμενου σχετικισμού, που προκύπτει από το όλο αυτό το πολυθρησκειακό
συνονθύλευμα.
Η απόφαση αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το Σύνταγμα
(άρθρο 3 & 1, άρθρο 13 & 1,2,
άρθρο 16 & 2), με τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950
"περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών
ελευθεριών" (ειδικότερα με το άρθρο 2 του 1ου Προσθέτου Πρωτόκολλου
αυτής), με τη διάταξη της πργ.1 του άρθρου 1 του ν. 1566/1985 [ΦΕΚ Α 167] και με μια σειρά ακυρωτικών δικαστικών
αποφάσεων (όπως ΣτΕ 3356/95, ΣτΕ 2176/1998, ΔΕΦ Χαν. 115/2012)1. Αντί να
εφαρμόσει, ο Υπουργός, όπως έχει υποχρέωση, τα προβλεπόμενα εκ του νόμου και να
εκδώσει βιβλία για το μάθημα των Θρησκευτικών, με γνώμονα την ως άνω εκ του
Συντάγματος επιβαλλόμενη επιταγή και τον εκτελεστικό αυτού ν. 1566/1985 (ΔΕΦ
Χαν. 115/2012, σελ. 23), ενέκρινε την εκτύπωση και διανομή στους μαθητές/τριες
διδακτικού υλικού (φάκελος του μαθητή), σύμφωνα με τα συγκρητιστικά Προγράμματα
Σπουδών, αντί των συνταγματικά και δικαστικά κατοχυρωμένων με Ορθόδοξο
προσανατολισμό βιβλίων.
Η απόφαση αυτή έρχεται, επίσης, σε
αντίθεση με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπόθεση Folgero and Others κατά Νορβηγίας, της 29ης
Ιουνίου 2007 (προσφυγή Νο 15472/02), που δημοσιεύεται σε ελληνική μετάφραση στο
περιοδικό «Επιθεώρησις Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου» 2009 σελ. 257, η οποία καταδικάζει τη Νορβηγία, διότι
εισήγαγε στα δημόσια σχολεία μάθημα Θρησκευτικών με ύλη πολυθρησκειακή, η οποία δημιουργεί
σύγχυση στους μαθητές και τους αποπροσανατολίζει. Παραβιάζεται έτσι το
άρθρο 2 του 1ου Προσθέτου Πρωτόκολλου
της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που επιβάλλει στα ευρωπαϊκά
κράτη να διδάσκουν ως ύλη του Μαθήματος των Θρησκευτικών, την ανταποκρινόμενη
στις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων (Σημ. η επίσημη
θρησκεία της Νορβηγίας είναι η Προτεσταντική-Λουθηρανή). Με την απόφαση αυτή,
δεν έλαβε υπ’ όψιν του ο Υπουργός ότι η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών,
ιδιαίτατα του αμιγώς Ορθόδοξου χριστιανικού, ακριβώς επειδή προσφέρει ξεκάθαρες
αξίες και στόχους πνευματικούς - όχι πολυθρησκειακά συγκεχυμένους - αποτελεί
παράγοντα αποτρεπτικό του εγκλήματος, όπως δέχονται οι διαπρεπέστεροι των
ελλήνων και αλλοδαπών εγκληματολόγων. Η απόφασή του, εξάλλου, να εισαγάγει τη
διδασκαλία του πολυθρησκειακού μαθήματος είναι γενική και όχι ειδική και άρα
εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, δηλαδή καθ’ υπέρβαση του
άρθρου 1 του ν.1566/1985, ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 & 2
του Συντάγματος.
Η απόφαση του κ. Γαβρόγλου να εκδώσει το υλικό για τον
μαθητή («φάκελοι»), όπως επίσης και η απόφασή του να διεξάγει επιμορφώσεις των
Θεολόγων, ενώ ακόμη διεξαγόταν ο διάλογος με την Εκκλησία, αποδεικνύει τον εμπαιγμό του κλάδου των Θεολόγων.
Γιατί, είναι προφανές ότι οι φάκελοι δεν φτιάχτηκαν μετά το πέρας του διαλόγου
αλλά ήταν ήδη έτοιμοι για εκτύπωση! Με την ως άνω απόφαση του Υπουργού, κατά
παράβαση των δημοσίων συμφωνιών του Αρχιεπισκόπου με τον Πρωθυπουργό για
διάλογο «εκ του μηδενός», και ενώ ακόμη εξελισσόταν ο διάλογος μεταξύ του
Υπουργείου και της Εκκλησίας, γίνεται ολοφάνερα μια μεθοδευμένη προσπάθεια:
α)
Να εκβιασθεί η Εκκλησία της Ελλάδος, ώστε να αποδεχθεί
ως τετελεσμένο γεγονός τα νέα πολυθρησκειακά Προγράμματα, τα οποία η πλευρά του
Υπουργείου επιχειρεί να τα περάσει ως «ορθόδοξα», παρά τις εκπεφρασμένες
αρνητικές θέσεις του Αρχιεπισκόπου, της Ιεραρχίας και της μεγάλης πλειονότητας
των Θεολόγων.
β)
Να προεξοφληθεί το αποτέλεσμα του
διεξαγόμενου διαλόγου μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας (ο διάλογος, σύμφωνα με
δηλώσεις Ιεραρχών, θα περατωθεί όταν η Εκκλησία τοποθετηθεί επισήμως και
εγγράφως επί των συμπερασμάτων του διαλόγου).
Τα ερωτήματα των Θεολόγων της ΠΕΘ που προκύπτουν από όλα τα
παραπάνω, είναι σαφή:
ü Ο κ. Γαβρόγλου θεωρεί ότι η θέση του Υπουργού, και η κοσμική
εξουσία που απορρέει εξ αυτής, του δίνουν το δικαίωμα να εμπαίζει έναν ολόκληρο
επιστημονικό κλάδο;
ü Θεωρεί ότι αποτελεί δημοκρατική διαδικασία η συμπαιγνία του
με μια μικρή μερίδα Θεολόγων για να επιβάλει την αποδόμηση της χριστιανικής
πίστης στον ελληνικό λαό; Αυτή τη μορφή δημοκρατίας επιλέγει;
ü Θεωρεί ότι είναι
έντιμο να διαμηνύει ψεύδη, μέσω των Συμβούλων του, ότι ο διάλογος με την
Εκκλησία έχει τελειώσει και έχει επέλθει συμφωνία; Μήπως αγνοεί ότι η Εκκλησία
αποφαίνεται συνοδικώς και δεν υπάρχει καμία τέτοια απόφαση της Συνόδου της
Εκκλησίας; Ή μήπως θεωρεί ότι η Ιεραρχία των Επισκόπων είναι εύκολα
χειραγωγήσιμη, ώστε δεν χρειάζεται να χάνεται χρόνος;
ü Γιατί
ψεύδεται και παραπλανεί τους Θεολόγους, την ώρα που μέλος της Επιτροπής του
διαλόγου (και συγκεκριμένα ο Μητρ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, κ. Νικόλαος)
δήλωσε σε συναδέλφους ότι «Δεν έχει υπογραφτεί τίποτα – όλα θα έλθουν στην
Ιεραρχία και θα εξετασθούν από αυτήν».
Μάλιστα τα μέλη της Επιτροπής της Ιεραρχίας στον διάλογο με το Υπουργείο,
εξέφρασαν, όπως αναφέρει ο Μητροπολίτης Ύδρας στην εισήγησή του στην Ιεραρχία
(9-3-2017), επιφυλάξεις για τον «φάκελο του μαθητή», ο δε Μητροπολίτης
Μεσσηνίας, κ. Χρυσόστομος: «Εξέφρασε σοβαράς επιφυλάξεις για τον εκδοθησόμενο
Φάκελο Υλικού, θεωρώντας ότι θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα αντί να
επιλύσει», και εξήγησε λέγοντας ότι, «όταν υπάρχουν δομικά και μεθοδολογικά
προβλήματα στο όλο ΠΣ…, ο Φάκελος θα είναι δύσχρηστος και για τους μαθητές και
για τους καθηγητές, γιατί θα παρουσιάζει τα ίδια δομικά προβλήματα πού
παρουσιάζουν και οι υποδείξεις πού έχουν δοθεί ήδη στους καθηγητές».
ü Δηλώνει ακόμη ο κ. Γαβρόγλου ότι ο προσανατολισμός του νέου
Προγράμματος είναι τέτοιος που καταλήγει να «απευθύνεται σε όλους». Ζητάμε να μας κοινοποιήσει τα σχετικά
αιτήματα που του έχουν απευθύνει οι οργανωμένες θρησκευτικές κοινότητες στην
Ελλάδα. Τον έχουν διαβεβαιώσει ότι τα νέα Προγράμματα καλύπτουν τους
αλλόθρησκους μαθητές και δεν θα υπάρχουν απαλλαγές αλλοθρήσκων;
ü Έχει κάνει διάλογο (ουσιαστικό και όχι προσχηματικό), πριν
τις αλλαγές που επιχείρησε; Αν είχε έστω και τη στοιχειώδη γνώση για το πώς
συντάσσονται Αναλυτικά Προγράμματα, θα γνώριζε ότι ο διάλογος προηγείται, δεν
έπεται. Μάλιστα, αυτός γίνεται με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς και όλες τις
θρησκευτικές κοινότητες, αν το μάθημα, όπως ισχυρίζεται, «απευθύνεται σε
όλους». Εκείνος τι είδους «διάλογο» έκανε, όταν με εντολές του, πρώτα
συντάσσονται τα Προγράμματα και μετά «συζητούνται»; Τι είδους διάλογο κάνει
όταν την ώρα που συζητά με την Εκκλησία, ξεκινά επιμορφώσεις και εκτυπώνει το
διδακτικό υλικό;
Στα τελευταία ερωτήματα,
καταλαβαίνουμε την «ανάγκη» να γίνουν όλα γρήγορα, ώστε να καταναλωθούν τα
ΕΣΠΑ. Και, φυσικά, δεν θα είναι καμία έκπληξη για κανέναν μας, όταν θα δούμε τα
ίδια και τα ίδια ονόματα να επαναλαμβάνονται στα συγκεκριμένα έργα.
Για όλα αυτά η ΠΕΘ:
Ø Επιμένει στην απόσυρση των παρόντων Προγραμμάτων και στη σύνταξη
νέων.
Ø Καταγγέλλει την απόφαση του
Υπουργού Παιδείας κ. Κ. Γαβρόγλου για την εκτύπωση του νέου διδακτικού υλικού
για το μάθημα των Θρησκευτικών.
Ø Ζητά την έκδοση άμεσα νέας απόφασης αναφορικά με την εκτύπωση του
διδακτικού υλικού, με βάση το Σύνταγμα και τους νόμους της ελληνικής Πολιτείας
αλλά και τα προτάγματα της δημοκρατίας.
Ø Προτείνει ως έσχατη λύση την
εκτύπωση και διανομή των ήδη υπαρχόντων βιβλίων του 2006, μέχρι να γραφούν, με
τη συναίνεση όλων των ενδιαφερόμενων πλευρών, νέα βιβλία.
Αν το Υπουργείο δεν αποδεχθεί τις παραπάνω δημοκρατικές και
αξιοπρεπείς προτάσεις για την άρση του αδιεξόδου, τότε αυτό θα είναι έμπρακτη
απόδειξη ότι:
1.
Η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρεται για τον εκσυγχρονισμό της διδασκαλίας
του μαθήματος των Θρησκευτικών αλλά στοχεύει στην πνευματική αποδόμηση της
ορθόδοξης πίστης των παιδιών των Ελλήνων,
2.
Το συγκυβερνών κόμμα των ΑΝΕΛ εξαπατά τον Ορθόδοξο ελληνικό λαό, προφασιζόμενο
θρησκευτική ευλάβεια, αλλά στην πραγματικότητα συνταυτίζεται με τις επιλογές
του κομματικού «κράτους» του ΣΥΡΙΖΑ.
3.
Βρίσκεται σε εξέλιξη η γκεμπελική και φασιστική προσπάθεια ενός ιδεοληπτικού,
ορθοδοξου-χριστιανοφοβικού καθεστώτος, που έχει στο στόχαστρό του την πίστη του
Ορθόδοξου χριστιανικού λαού.
Η ΠΕΘ δηλώνει ότι θα συνεχίσει μαχητικότερα να αγωνίζεται,
με σταθερότητα στις ορθόδοξες χριστιανικές της αρχές, για την οριστική απόσυρση του πολυθρησκειακού συνονθυλεύματος
που φέρει την ονομασία «νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά», τα οποία οι
Θεολόγοι δεν θα υλοποιήσουν, διότι δεν μπορούν να εφαρμόσουν προδήλως
αντισυνταγματικές διοικητικές εντολές, όπως επιβάλλουν οι σχετικές διατάξεις
του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα συντρεχούσης, άμα και της αντίστοιχης πειθαρχικής
ευθύνης, μη αποκλειομένης και της ποινικής τοιαύτης, σύμφωνα με τις
Συνταγματικές επιταγές2.
Το ΔΣ της ΠΕΘ
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η απόφασή του Υπουργείου Παιδείας έρχεται, σε ευθεία
αντίθεση με μια σειρά ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων (όπως ΣτΕ 3356/95, ΣτΕ
2176/1998, ΔΕΦ Χαν. 115/2012, όπου κρίνεται ότι:
α. Μεταξύ των σκοπών «της παρεχομένης στα σχολεία παιδείας είναι
και η "ανάπτυξη", σε τουλάχιστον επαρκή βαθμόν, της θρησκευτικής
συνειδήσεως των ελληνοπαίδων σύμφωνα («προεχόντως» σελ. 19) προς τις αρχές του
ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος.
β. Η διδασκαλία αυτή είναι, ως εκ τούτου, υποχρεωτική, όπως
επίσης είναι υποχρεωτική και η παρακολούθηση από τους μαθητές, οι οποίοι
ανήκουν εις την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία (σελ. 13) του μαθήματος των
θρησκευτικών.
γ. Το μάθημα αυτό, «ενόψει των εκτεθέντων» πρέπει να
διδάσκεται σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας (βλ.
ΣτΕ3356/1995, 3533/1986) και επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως (με
τις προαναφερθείσες αποφάσεις γίνεται παραπομπή και στις διατάξεις των άρθρων 1
παρ. 2, 5 παρ. 1 εδαφ. α, 6 παρ. 2 εδαφ. β του ν.1566/1985, ΦΕΚ Α 167 και 2 παρ.
2, 3 παρ. 3 και 4 του Π.Δ. 47911995, ΦΕΚ Α 170)» (σελ. 14).
δ. «Προκειμένου να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 16
παρ. 2 του Συντάγματος και να καταστεί δυνατή η «ανάπτυξις», σε τουλάχιστον
επαρκή βαθμό, της θρησκευτικής συνείδησης των προαναφερθέντων μαθητών και
μάλιστα σύμφωνα προς τις αρχές της ορθοδόξου χριστιανικής πίστης, επιβάλλεται
όπως η Πολιτεία, με τη λήψη των καταλλήλων, κατά περίπτωση, νομοθετικών και
κανονιστικών μέτρων, εξασφαλίζει τη διδασκαλία του κατά τα άνω μαθήματος των
θρησκευτικών στους εν λόγω μαθητές, όπως με την κατάρτιση των Προγραμμάτων
διδασκαλίας με ύλη, σύμφωνα με το δόγμα της χριστιανικής διδασκαλίας, επί
ικανόν αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως κλπ.» (σελ.16).
2. Σύμφωνα, με τα άρθρα 95 & 5 του Συντάγματος, 50 &
4 του ΠΔ 18/1989, 1, 2, 3 και 5 του
Νόμου 3008/2002, 23, 24, 25 & 1, 2 και 3 εδάφιον 1, 106, 107 και 110 &
1 του υπαλληλικού κώδικα (Νόμος 3528/2007), όσων θα επιχειρήσουν να τους
εξαναγκάσουν, με οποιονδήποτε τρόπο, σε ενέργειες προδήλως αντισυνταγματικές
και παράνομες. Στην περίπτωση αυτή
εννοούνται συγκεκριμένες ενέργειες, που τυχόν θα πιεστούν υπηρεσιακά να
διαπράξουν οι θεολόγοι, αντίθετες τόσο στις διατάξεις των άρθρων 16 & 2, 3
& 1 και 2 και 13 & 2 εδάφιο γ, του Συντάγματος και σ΄ εκείνες των
άρθρων 1 & 1α και 6 & 2 εδάφιο β, του Νόμου 1566/1985 και του άρθρου 4
του Α.Ν. 1363/1938, όσο και στη σύμφωνη με τις διατάξεις αυτές σταθερή
Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και στην σχετικώς πρόσφατη 115/2012
Ακυρωτική απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Χανίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου