ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 26η
Ιουνίου 2017
Η ιστοριογραφία και γενικά η μελέτη και
ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο μεγάλος αρχαίος
Έλληνας τραγικός ποιητής Ευριπίδης είχε γράψει πως «όλβιος
ος της ιστορίης έσχε μάθησιν», (μακάριος είναι εκείνος, που μπορεί να
σπουδάσει και να διδαχθεί από την ιστορία). Κι’ αυτό διότι, η σπουδή της
ιστορίας είναι ο μεγάλος δάσκαλος, ο οποίος μας διδάσκει, πώς οι λαοί και τα έθνη
μεγαλουργούν και γράφουν ένδοξες σελίδες δόξης, αλλά και πως είναι δυνατόν να
φθάσουν στον αφανισμό και την καταστροφή. Μάλιστα λέγεται, πως κοινωνίες και
λαοί που λησμονούν την ιστορία, την γλώσσα και την παράδοσή τους, λαοί που δεν
διδάσκονται από τα λάθη του παρελθόντος, για να μην τα επαναλάβουν, είναι
καταδικασμένοι να χαθούν.
Όμως, δυστυχώς, υπάρχει και η διαστρέβλωση
των ιστορικών γεγονότων και η παραχάραξή τους. Κυρίως από τους σχεδιαστές της
Νέας Εποχής, οι οποίοι προωθούν τον εθνομηδενισμό, την αποξένωση των νέων από
αξίες και ιδανικά, με τελικό στόχο την παγκοσμιοποίηση. Αλλά και από ιστορικούς,
οι οποίοι καθώς είναι εμποτισμένοι από τη μαρξιστική – αθεϊστική ιδεολογία, προσεγγίζουν
και ερμηνεύουν τα ιστορικά γεγονότα σύμφωνα με τις ιδεολογικοπολιτικές τους προκαταλήψεις.
Γι’ αυτούς η ροή της ιστορίας δεν καθορίζεται από την ενσυνείδητη ανθρώπινη
δραστηριότητα, αλλά από τις «τυφλές» οικονομικές συνθήκες, από
την αέναη «πάλη των τάξεων»!
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε
από άρθρο στην εφημερίδα «ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ» (6-6-2017)
του δημοσιογράφου κ. Βασίλη Κεχαγιά, με τίτλο:
«Η ΔΙΑΡΚΗΣ ΑΛΩΣΗ» και με
υπότιτλο: «ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ ΤΟ 15Ο ΑΙΩΝΑ». Θέμα
του δημοσιεύματος η θλιβερή κατ’ έτος επέτειος της Αλώσεως της Πόλης (29
Μαΐου). Ο συγγραφέας επιχειρεί μια «ανάλυση» των αιτιών του συγκλονιστικού
αυτού γεγονότος της εθνικής μας ιστορίας. Γράφει: «Από τα πλέον μυθολογημένα γεγονότα
της ελληνικής Ιστορίας, η άλωση της Κωνσταντινούπολης έρχεται σε άμεση
συνάρτηση με την προηγηθείσα άλωση της Θεσσαλονίκης, λίγο μετά το 1430. Όσοι
βαυκαλίζονται με κερκόπορτες και λοιπούς μύθους, προφανώς δεν αντιλαμβάνονται
τη ιστορική διαδρομή των εξελίξεων, τη νομοτελειακή φθορά μιας ούτως, ή άλλως,
μακραίωνης αυτοκρατορίας, το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος μαχόταν
σχεδόν μόνος με δυο-τρεις χιλιάδες αφοσιωμένους σε αυτόν μαχητές κι άλλους
τόσους έμφρακτους, προερχόμενους από τη Δύση».
Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, όπως ομολογούν πολλοί ιστορικοί, υπήρξε
ένα από τα μεγαλύτερα παγκόσμια γεγονότα στην ιστορία της ανθρωπότητας, γεγονός
που σηματοδότησε το τέλος μιας υπερχιλιετούς ένδοξης, Ορθοδόξου,
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την απαρχή μιας άλλης, που κράτησε 400 χρόνια τυραννικής
σκλαβιάς κάτω από τον αβάσταχτο ζυγό του τούρκου κατακτητή. Ήταν το αποτέλεσμα συντονισμένων
επιθέσεων από Ανατολή και Δύση, κυρίως από τον 11ο αιώνα και εντεύθεν.
Από την Ανατολή οι Τούρκοι και από την Δύση οι Φράγκοι, περιέσφιγγαν
διαρκώς τον κλοιό γύρω από την Πόλη. Ωστόσο η κυριότερη αιτία, το καίριο πλήγμα,
που οδήγησε στην οριστική κατάρρευση του Βυζαντίου υπήρξε χωρίς αμφιβολία η
άλωσή της από τους Φράγκους το 1204, μετά την οποία κυρίως επακολούθησε ο συστηματικός
εκλατινισμός της Ανατολής, ο οποίος επιβλήθηκε είτε με την μέθοδο του δολίου
προσηλυτισμού, είτε με βίαια μέσα. Ο Πάπας ήθελε με κάθε τρόπο να υποτάξει τους
Ορθοδόξους κάτω από την ιδική του εκκλησιαστική δικαιοδοσία, ενώ το όνειρο του Μ.
Καρόλου (747-814) και των διαδόχων του να υποκατασταθεί το βασίλειο των
ελλήνων, το Βυζάντιο, από την «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού
Έθνους». Η επηρμένη «δυτική οφρύς» των παπών της Ρώμης άρχισε να
κυοφορείται από τα πρώιμα κιόλας
βυζαντινά χρόνια, από τότε που ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος (272 – 337) μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας
από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, τη Νέα Ρώμη (330). Ήταν ένα γεγονός, που οι
πάπες ποτέ δεν μπόρεσαν να συγχωρήσουν, στον μεγαλοφυή αυτοκράτορα, γι’ αυτή την
μοναδική ιστορική επιλογή του, αφού τώρα η Κωνσταντινούπολη, η νέα πρωτεύουσα,
αποκτούσε ίσα προνόμια και εκκλησιαστικές, δικαιοδοσίες, με την παλαιά Ρώμη.
Η αντιπαλότητα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως συνεχίστηκε απαραμείωτη στους
επόμενους αιώνες μέχρις ότου, τον 11ον αιώνα, οι Φράγκοι κατέλαβαν
το πατριαρχείο της Δύσεως αποκόπτοντάς το οριστικά από την Ορθόδοξη Εκκλησία
και μεταβάλλοντάς το σε μια από τις πιο ισχυρές πολιτικές δυνάμεις της Δύσεως. Η
παπικός θεσμός ο οποίος «αποθεώθηκε» από τους καταληψίες Φράγκους, απαιτούσε
παγκόσμια εξουσία. Ο εκάστοτε φεουδάρχης
Φράγκος πάπας απαιτούσε υποταγή, εκκλησιαστική και πολιτική ως
αντιπρόσωπος του Θεού στη γη, ως διαχειριστής όλων των εξουσιών θεόθεν. Αν
δούμε την πορεία των εκκλησιαστικών πραγμάτων μετά το σχίσμα του 1054, θα
διαπιστώσουμε την αμετακίνητη απαίτηση όλων
των παπών να υποτάξουν την Ορθόδοξη Ανατολή στην εξουσία τους. Κάτι που
οι Ορθόδοξοι απέρριπταν ασυζητητί.
Παρά κάτω ο συντάκτης ισχυρίζεται: «Κι όταν μια ημέρα πριν από την τελική έφοδο
των Οθωμανών, οι πάντες είναι έτοιμοι για το μοιραίο, δε χρειάζεται καμιά
κερκόπορτα για την κατάρρευση. Ήταν τότε που σχεδόν ερήμην του αυτοκράτορα, η
εκκλησία, με προεξάρχοντα τον Γεννάδιο, αποφασίζει ουσιαστικά να παραδώσει την
Πόλη στους Οθωμανούς, υπογράφοντας το πρώτο μνημόνιο – ναι, ως τέτοιο θα το
χαρακτηρίζαμε – συνεργασίας. Ας μην κλαίει κι ας μη θρηνεί η εκκλησία τόσο
γοερά για την άλωση, διότι «πρώτη τον λίθον έβαλε» εναντίον της δυτικής
βοήθειας, μεριμνώντας, πριν απ´ όλα, για τη διατήρηση των προνομίων της. Σε
τούτο αποσκοπούσε το «μνημόνιο», για το λόγο αυτό η εκκλησία διατήρησε την
αυτονομία και τα προνόμιά της καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας».
Ούτε λίγο ούτε πολύ ισχυρίζεται ότι την αποκλειστική ευθύνη για την
κατάλυση της αυτοκρατορίας και την οθωμανική δουλεία την φέρει ο Πατριάρχης
Γεννάδιος Σχολάριος και οι «ανθενωτικοί»,
οι οποίοι με τη στάση τους απέτρεψαν τη βοήθεια των δυτικών. Παρουσιάζει τον
μαρτυρικό Πατριάρχη Γεννάδιο, μια σπουδαία πνευματική και εκκλησιαστική μορφή
της εποχής εκείνης, ως προδότη της πατρίδος και καιροσκόπο! Ότι δήθεν η
Εκκλησία διά του Γενναδίου, για να διατηρήσει τα προνόμιά της, παρέδωσε την
Πόλη στους Οθωμανούς! Αλλά δεν μας λέει ποια προνόμια ήθελε να διατηρήσει, αφού
την εποχή αυτή η Εκκλησία ήταν το «κλοτσοσκούφι» των βυζαντινών αυτοκρατόρων,
έρμαιο στα χέρια της πολιτικής τους. Αν διάβαζε τις πηγές και ιδιαίτερα τα
τεκταινόμενα στην ψευδοσύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας (1438-1439),
τις απίστευτες πιέσεις και ταπεινώσεις των Ιεραρχών από τον αυτοκράτορα Ιωάννη
Παλαιολόγο, δεν θα έκανε λόγο για προνόμια της Εκκλησίας την εποχή αυτή. Η
Εκκλησία δεν απεμπόλησε καμιά βοήθεια από τη Δύση, αντίθετα μάλιστα η
συντριπτική πλειοψηφία των Ιεραρχών υπέγραψε την ψευδένωση με σκοπό τη σωτηρία
του κράτους. Αλλά η βοήθεια ουδέποτε ήρθε. Και τούτο διότι την εποχή εκείνη,
(15ος αιώνας), οι πάπες είχαν χάσει την παλαιά ηγεμονική τους εξουσία
και πολιτική επιρροή στους ηγεμόνες της Ευρώπης. Κανένας ηγεμόνας δεν είχε τη
διάθεση να ρισκάρει μια νέα σταυροφορία στην Ανατολή, για να βοηθήσει τους
«αιρετικούς» Βυζαντινούς.
Επίσης ο ισχυρισμός ότι η Εκκλησία διά του Γενναδίου παρέδωσε δήθεν την Πόλη
στους Οθωμανούς υπό τον όρο να σεβαστεί ο Μωάμεθ ο Πορθητής τα προνόμια
της Εκκλησίας, υπογράφοντας «μνημόνιο», είναι ένα μεγάλο παραμύθι και μια
φοβερή διαστρέβλωση της ιστορίας. Τα προνόμια τα έδωσε ο Μωάμεθ οικειοθελώς, δεν
τα απαίτησε ο Γεννάδιος, δεν είχε άλλωστε καμία δύναμη να τα απαιτήσει. Η
παραχώρηση προνομίων στην Εκκλησία εντάσσεται στην πολιτική των Οθωμανών και στην
βασική αρχή του Ισλάμ, για την υπό όρους αυτοδιάθεση των «θρησκειών της Βίβλου».
Αδυνατεί ακόμη να αντιληφθεί ο συντάκτης, ότι η παραχώρηση αυτών των
προνομίων ήταν που κράτησε ζωντανή την Ορθοδοξία στις ψυχές των υποδούλων λαών
της Βαλκανικής, και έσωσε το Γένος μας
από τον πλήρη αφανισμό. Όπως πολύ ωραία παρατηρεί σύγχρονος ερευνητής: «Αμέσως
και συγχρόνως με την πτώση της πόλεως άρχισε το θαύμα της διασώσεως της
Ορθοδοξίας με την ανάληψη εθναρχικής αρμοδιότητος εκ μέρους της Εκκλησίας, που
την κατέστησαν δυνατή τα παραχωρηθέντα από τον πορθητή προνόμια στον πατριάρχη
Γεννάδιο Σχολάριο, που οικοδόμησε με πολλή σύνεση το νέο καθεστώς μέσα στο
οποίο έπρεπε να ζήσει το γένος… Μέσα στην ψυχή του κουβαλούσε όλο το μεγαλείο
της ένδοξης ελληνικής αυτοκρατορίας, που το έκρυψε ταπεινά ως ‘πατριάρχης των
του Χριστού πενήτων’ μέσα στο μαύρο ράσο των κληρικών και των μοναχών, στις
εκκλησιές και τα μοναστήρια. Η ψυχή ενός ολόκληρου πολιτισμού είχε εγκαταβιώσει
σε έναν ηγέτη, έπρεπε να συντηρήσει μια διαλυμένη οντότητα, να μην αφήσει τη
συνείδηση του Γένους να ταφεί κάτω από την συμφορά και τη δουλεία… Το Βυζάντιο
έπεσε ως πολιτειακή οντότητα διασώθηκε όμως και συνέχισε να υπάρχει ως πνεύμα
και πολιτισμός με την στοργική φροντίδα της Ορθοδόξου Εκκλησίας».[1]
Παρά κάτω γράφει: «Η βυζαντινή αυτοκρατορία χρωστούσε στη Δύση
ένα κάρο χρήματα από τα συναφθέντα δάνεια, κάτι που καθιστούσε την Κωνσταντινούπολη
εύκολο στόχο: ‘Θέλετε την απαλλαγή σας από την απειλή του Μωάμεθ; Ελάτε,
προσκυνείστε, δεχθείτε την υπαγωγή σας στο παπικό καθεστώς κι εμείς θα σας
φροντίσουμε’. Φυσικά, η εκκλησία ούτε που να το σκεφτεί για Ουνία και
απεμπόληση των εξουσιών της, προς χάριν της αποφυγής της σφαγής». Παρουσιάζει την Εκκλησία ανάλγητη. Ότι
προτίμησε να αρνηθεί να υποταχθεί στη Δύση και αδιαφόρησε για τη σφαγή του
λαού. Είπαμε προηγουμένως ότι η περιβόητη βοήθεια από τη Δύση ήταν μια χίμαιρα
και τίποτε περισσότερο, κάτι που γνώριζαν πολύ καλά οι «ανθενωτικοί». Πέραν τούτου
γνώριζε ο πατριάρχης Γεννάδιος, ότι η πρώτη φροντίδα και μέριμνα του ήταν να
διαφυλάξει το ποίμνιό του από τον κίνδυνο των αιρετικών –παπικών, διότι αν
χανόταν η πίστη, θα χανόταν και η σωτηρία. Γνώριζε ότι πάνω από την σωτηρία της
πατρίδος είναι η διαφύλαξη της ακεραιότητας της πίστεως. Αυτή την μεγάλη αλήθεια
τόνιζε και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στα κηρύγματά του προς τους υπόδουλους έλληνες.
Τους έλεγε: «Τριακοσίους χρόνους μετά την ανάσταση του Χριστού, μας έστειλε ο
Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και το είχαν
οι χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους
χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωκε διά ιδικόν μας καλόν και το
έχει ο τούρκος320 χρόνους. Και διατί έφερε ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν
άλλο γένος; Διά ιδικόν μας συμφέρον, διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον την
πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσεις, κάμνεις ό,τι θέλεις». Δηλαδή
πίστευε ο άγιος ότι η Πρόνοια του Θεού εν προκειμένω λειτούργησε με το μικρότερο κακό,
διότι οι Οθωμανοί ανέχτηκαν στοιχειωδώς την πίστη μας και για τούτο διασώθηκε.
Τέλος καταλήγει: «Χρόνια μετά, ακόμη δεν μπορούμε να
απαλλαγούμε από τις συμφορές και τα ριμέικ των κυριολεκτικών, ή μεταφορικών
αλώσεων έχουν παρόμοια σενάρια και πρωταγωνιστές οι οποίοι απλώς αλλάζουν
πρόσωπα». Εδώ συμφωνούμε μαζί του. Δυστυχώς το Έθνος μας είναι
καταδικασμένο να υφίσταται συμφορές και αλώσεις, με την ευθύνη κάποιων
εναλλασσόμενων προσώπων, τα οποία συχνά παίζουν το ρόλο του «σωτήρα» του. Αυτά
τα πρόσωπα έχουν ονοματεπώνυμο και σαφή προέλευση και ιδεολογικό προσανατολισμό.
Είναι εκείνοι που υλοποιούν σταδιακά το ανθελληνικό σχέδιο του μεγαλύτερου
ανθέλληνα ηγέτη της Ευρώπης, του Καρλομάγνου, σε κάθε εποχή. Η πατρίδα μας δυστυχώς
στη νεώτερη φάση της ιστορικής της πορείας, αποκομμένη και αποξενωμένη από την
ελληνορθόδοξη παράδοσή της, υποδουλώθηκε πολιτιστικά και πνευματικά στη
σύγχρονη Ευρώπη του Ουμανισμού και του άθεου Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Μετά δε
την πνευματική μας υποδούλωση επακολούθησε, νομοτελειακά θα λέγαμε, και η
οικονομική μας υποδούλωση με τα αλλεπάλληλα μνημόνια των τελευταίων ετών. Ό, τι
αποκτήσαμε κατά την χιλιόχρονη αυτοκρατορία του βυζαντίου και απλόχερα
σκορπίσαμε και μεταλαμπαδεύσαμε σ’ όλους τους λαούς, κατορθώσαμε και το
κρατήσαμε ως πολύτιμο θησαυρό κάτω από δύσκολες συνθήκες στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας, το χάσαμε και το ξεπουλήσαμε ως νεοέλληνες. Η σημερινή πολιτική
μας ηγεσία έπαυσε προ πολλού να εμπνέεται από το μεγαλείο της Ρωμιοσύνης.
Αντίθετα μάλιστα φαίνεται να είναι ενθουσιασμένη από τα ξυλοκέρατα της
σύγχρονης αθεΐας και της Νέας Εποχής. Ισχυρίζονται οι σύγχρονοι πολιτικοί μας
ηγέτες, ότι οδεύοντας προς την Ευρώπη, οδεύουμε προς τον ίδιο τον εαυτό μας,
ότι η Ευρώπη είναι το σπίτι μας, διότι η Ελλάδα υπήρξε η κοιτίδα του Ευρωπαϊκού
Πολιτισμού. Αναμφίβολα μέσα στον σύγχρονο Ευρωπαϊκό Πολιτισμό υπάρχουν πολλά
στοιχεία του αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού. Ωστόσο, ο Ελληνισμός της Δύσεως δεν
έχει καμία σχέση με τον Ελληνοχριστιανικό Πολιτισμό των αγίων Πατέρων της
Ανατολής. Στον πρώτο κυριαρχεί ο σχολαστικισμός, το νομικίστικο πνεύμα, η
στροφή στα παρόντα και η καλλιέργεια των επιστημών, ενώ στον δεύτερο η
ισορροπία, το μέτρο, η αγάπη προς την αλήθεια, οι μεταφυσικές αναζητήσεις, η
λαχτάρα για την αιώνια ζωή, ο ασκητισμός, η μυστική κάθαρση της καρδιάς από τα
πάθη, η ανύψωση στον θείο φωτισμό και την θέωση.
Κλείνοντας, υπογραμμίζουμε το
γεγονός ότι σήμερα ο Ορθόδοξη Ελλάδα μας είναι το «μαύρο πρόβατο» στους
νεοφράγκους της σύγχρονης Ευρώπης. Η παλαιά «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του
Γερμανικού Έθνους» πήρε στην εποχή μας άλλη μορφή, ονομάζεται Ευρωπαϊκή
Ένωση, στην οποία δεσπόζει και πάλι,
(τι τραγική ειρωνεία;), η οικονομική κυριαρχία των Γερμανών. Η σύγχρονη
κυριαρχία τους στην ταλαίπωρη πατρίδα μας δεν γίνεται με την δύναμη των όπλων,
αλλά με την δύναμη του χρήματος και για την ώρα δεν βλέπουμε φως στον ορίζοντα.
Η αντιπαλότητα των δύο κόσμων, Ανατολής και Δύσεως, φαίνεται να συνεχίζεται υπό
άλλες συνθήκες και με άλλη μορφή, με την αρωγή δυστυχώς των ιδικών μας
εκκλησιαστικών και πολιτικών ηγετών. Φαίνεται ότι δεν έχουν άδικο όσοι
πιστεύουν ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η μόνη μας ελπίδα είναι η Ορθόδοξη πίστη
μας, η οποία μπορεί, με τη Χάρη του Θεού, να γίνει η ζύμη, που θα ζυμώσει την
εθνική μας αυτοσυνειδησία και θα μας δώσει το έναυσμα για απελευθέρωση. Όμως
υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος: ο σύγχρονος οικουμενιστικός οίστρος, τον οποίο
υπηρετούν και ορθόδοξοι παράγοντες, τείνει να αλώσει την Ορθοδοξία μας, με τον
θρησκευτικό συγκρητισμό και να μας στερήσει την ελπίδα της απελευθέρωσης. Αν, ω
μη γένοιτο, αυτό πραγματοποιηθεί, τότε η πλήρης και ολοκληρωτική αλλοτρίωση θα
είναι μόνιμη και μη αναστρέψιμη! Ευτυχώς που υπάρχουν και σήμερα οι σύγχρονοι «ανθενωτικοί», οι οποίοι καθίστανται η μαγιά των
μεγάλων μελλοντικών εξελίξεων, που προφανώς δε φαντάζονται οι σύγχρονοι «ενωτικοί»,
διότι δε μελετούν επαρκώς την ιστορία, για να διδαχτούν από αυτή!
[1]
Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, ομοτ. Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
«Φραγκέψαμε», Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 29-34
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου