Προφήτης Ἠσαΐας, 9 Μαΐου
Ὁ
Προφήτης Ἡσαΐας ἦταν γιός τοῦ Ἀμώς καί ἔζησε τόν 8ο αἰώνα π.Χ. Τό ὄνομά του
σημαίνει «ὁ Θεός σώζει». Εἶναι ὁ πρῶτος ἀπό τούς τέσσερεις μεγάλους Προφῆτες
καί ὁ μεγαλοφωνότερος τῶν Προφητῶν. Χαρακτηρίσθηκε «πέμπτος Εὐαγγελιστής», ἐπειδή
περιγράφει τά γεγονότα πού ἔχουν σχέση μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, καί τά ὁποῖα
συνέβησαν μετά ἀπό 800 χρόνια, μέ τόση ζωντάνια καί παραστατικότητα, σάν νά ἦταν
αὐτόπτης καί αὐτήκοος. Βέβαια, τά προεῖδε, διά Πνεύματος Ἁγίου, τοῦ λαλήσαντος
«διά τῶν Προφητῶν».
Γιά
τήν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, μεταξύ ἄλλων,
λέγει: «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, καί τέξεται υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα
αὐτοῦ Ἐμμανουήλ»∙ «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχή ἐγεννήθη
ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καί καλεῖται τό ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος,
θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος
αἰῶνος»· «μεγάλη ἡ ἀρχή αὐτοῦ, καί τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον, ἐπί τόν
θρόνον Δαυίδ καί τήν βασιλείαν αὐτοῦ κατορθῶσαι αὐτήν καί ἀντιλαβέσθαι αὐτῆς ἐν
κρίματι καί ἐν δικαιοσύνῃ ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τόν αἰῶνα».
Τονίζει,
ἐπίσης, ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό πού φώτισε τούς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν
καί τῶν σωμάτων, ἡ παρηγοριά καί ἡ ἐλπίδα ὅλων, καί κυρίως τῶν πτωχῶν, τῶν ἀδυνάτων,
τῶν ἀπελπισμένων. «Χώρα Ζαβουλών, ἡ γῆ Νεφθαλίμ ὁδόν θαλάσσης καί οἱ λοιποί οἱ
τήν παραλίαν κατοικοῦντες καί πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, τά μέρη τῆς
Ἰουδαίας. Ὁ λαός ὁ πορευόμενος ἐν σκότει, εἶδε φῶς μέγα· οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ
καί σκιᾷ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ᾿ ὑμᾶς». «Καί ἀκούσονται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
κωφοί λόγους βιβλίου, καί οἱ ἐν τῷ σκότει καί οἱ ἐν τῇ ὁμίχλῃ ὀφθαλμοί τυφλῶν ὄψονται·
καί ἀγαλλιάσονται πτωχοί διά Κύριον ἐν εὐφροσύνῃ, καί οἱ ἀπηλπισμένοι τῶν ἀνθρώπων
ἐμπλησθήσονται εὐφροσύνης».
Δέν
παραλείπει, ἀσφαλῶς, καί τήν περιγραφή τῶν γεγονότων πού σχετίζονται μέ τήν
σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ, τήν λαμπροφόρο Ἀνάσταση καί τήν ἔνδοξη Ἀνάληψή Του,
καθώς καί τήν ἀποστολή τῶν Μαθητῶν Του στά ἔθνη, γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο.
Μεταξύ ἄλλων, λέγει: «Παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχή αὐτοῦ, καί ἐν τοῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη»·
«οὗτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται, καί ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτόν
εἶναι ἐν πόνῳ καί ἐν πληγῇ ὑπό Θεοῦ καί ἐν κακώσει»∙ «αὐτός δέ ἐτραυματίσθη διά
τάς ἁμαρτίας ἡμῶν καί μεμαλάκισται διά τάς ἀνομίας ἡμῶν». «Ἀναστήσονται οἱ
νεκροί, καί ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις, καί εὐφρανθήσονται οἱ ἐν τῇ γῇ».
«Νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος, νῦν δοξασθήσομαι, νῦν ὑψωθήσομαι»∙ Καί «ἐξαποστελῶ
ἐξ αὐτῶν σεσωσμένους εἰς τά ἔθνη ...καί εἰς τήν Ἑλλάδα καί εἰς τάς νήσους τάς πόῤῥω,
οἵ οὐκ ἀκηκόασί μου τό ὄνομα οὐδέ ἑωράκασί μου τήν δόξαν, καί ἀναγγελοῦσι τήν δόξαν
μου ἐν τοῖς ἔθνεσι».
Ὁ
βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Τό πρῶτο κήρυγμά του ἀναφέρεται στήν μετάνοια, πού εἶναι τό θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί ἡ βασική προϋπόθεση κοινωνίας μέ τόν Θεό. Προτρέπει, τούς ἀνθρώπους, ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, νά λουσθοῦν, νά καθαρισθοῦν, καί νά διώξουν ἀπό μέσα τους κάθε πονηρία, γιά νά μπορέσουν νά διαλεχθοῦν μέ τόν Θεό καί νά εἰσακουσθῆ ἡ προσευχή τους. «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλόν ποιεῖν... καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος».
Τό πρῶτο κήρυγμά του ἀναφέρεται στήν μετάνοια, πού εἶναι τό θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί ἡ βασική προϋπόθεση κοινωνίας μέ τόν Θεό. Προτρέπει, τούς ἀνθρώπους, ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, νά λουσθοῦν, νά καθαρισθοῦν, καί νά διώξουν ἀπό μέσα τους κάθε πονηρία, γιά νά μπορέσουν νά διαλεχθοῦν μέ τόν Θεό καί νά εἰσακουσθῆ ἡ προσευχή τους. «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλόν ποιεῖν... καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος».
Αὐτό
σημαίνει ὅτι γιά νά μπορέση κανείς νά γνωρίση τόν Θεό καί νά διαλεχθῆ μαζί Του
πρέπει νά καθαρισθῆ ἐσωτερικά, ἤτοι νά ἀποβάλη μέσα ἀπό τήν καρδιά του τήν
πονηρία καί νά ἐνδυθῆ τήν ἁπλότητα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ συγγραφέας τῆς
«Κλίμακος», ὀνομάζει τήν πονηρία «πολυποίκιλη» καί τήν ἁπλότητα «ἀποίκιλη», ἐπειδή
«ἡ συμπεριφορά τοῦ πονηροῦ ποικίλει κατά περίσταση», ἐνῶ τοῦ ἁπλοῦ δέν
ποικίλει, ἀφοῦ «ἡ ἁπλότητα εἶναι μία συνήθεια καί συμπεριφορά τῆς ψυχῆς πού δέν
διαφέρει κατά περίσταση καί δέν κινεῖται σέ κανέναν κακό λογισμό».
Ἁπλότητα,
ἑτυμολογικά σημαίνει τήν ἰδιότητα, τήν κατάσταση, τό χαρακτηριστικό τοῦ νά εἶναι
κανείς χωρίς πολυπλοκότητα. Εἶναι ἕνας ὅρος πού χρησιμοποιεῖται γιά νά ὑποδηλώση
εἰλικρίνεια, ἀθωότητα, εὐθύτητα καί ἔλλειψη ὑποκρισίας. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς
Κλίμακος ἡ ἁπλότητα «εἶναι μία γλυκεῖα καί χαρούμενη ψυχική κατάσταση, ἀπαλλαγμένη
ἀπό κάθε κακή σκέψη καί ὑπόνοια». Ὅποιος ἀπέκτησε τήν ἁπλότητα, αὐτός «ἐκπέμπει»
στή ἴδια συχνότητα μέ τόν Θεό, καί γι’ αὐτό ἔχει τήν δυνατότητα νά διαλέγεται
μαζί Του. Καί ἡ συχνότητα στήν ὁποία ἐκπέμπει ὁ Θεός, κατά τόν ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη,
εἶναι ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη, δηλαδή τά στολίδια τῆς ἁπλότητας.
Πονηρία,
ἑτυμολογικά σημαίνει ἐπιτηδειότητα στό νά ἐπινοῆ κάποιος τεχνάσματα γιά νά
πετυχαίνη τούς σκοπούς του. Ἐπίσης, σημαίνει παραπλανητική ἐνέργεια,
κατεργαριά, ζαβολιά, πανουργία. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἡ πονηρία εἶναι
«μεταβολή τῆς εὐθύτητος, σκέψη πλάνης, ψεύδη πού λέγονται κατ’ οἰκονομίαν, ὅρκοι
πού ἐν μέρει ἀληθεύουν, λόγοι πού ἔχουν περιπλακῆ, καρδία ὁμοία μέ τόν βυθό τῆς
θαλάσσης, ἄβυσσος δολιότητος, ψευδολογία πού νομιμοποιήθηκε». Εἶναι ἀκόμη «ἀντίπαλος
τῆς ταπεινώσεως, ὑποκριτική μετάνοια, ἀπομάκρυνση τοῦ πένθους, ἐχθρός τῆς ἐξομολογήσεως,
τακτική ἐκείνων πού ἀκολουθοῦν τήν γνώμη τους, πρόξενος ἠθικῶν πτώσεων, ἐμπόδιο
στήν ἀνέγερση τῶν πεσόντων... σκυθρωπότης ἀνόητη καί ἀφύσικη, εὐλάβεια ἐπίπλαστη,
ζωή ὁμοία μέ τῶν δαιμόνων».
Ὁ
ἄνθρωπος ὅταν δημιουργήθηκε ἀπό τόν ἁπλό καί φύσει ἀγαθό Θεό εἶχε ἐσωτερική
καθαρότητα, ἀγαθότητα καί ἁπλότητα. Εἶχε φωτισμένο νοῦ, ἔβλεπε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ
καί εἶχε κοινωνία μαζί Του. Εἶχε τήν δυνατότητα νά φθάση ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό
καθ’ ὁμοίωση, ἤτοι στήν θέωση. Γιά νά τό κατορθώση αὐτό θά ἔπρεπε νά κάνη καλή
χρήση τῆς ἐλευθερίας του, δηλαδή νά κάνη ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Παρήκουσε,
ὅμως, στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί ὑπήκουσε στόν διάβολο, τόν πατέρα τῆς πονηρίας,
καί ἔτσι εἰσῆλθε μέσα του τό δηλητήριο τῆς πονηρίας.
Ἡ
πονηρία εἶναι ἀσθένεια δυσκολοθεράπευτη. Γιά τήν ἀποβολή της χρειάζεται
καθημερινός ἀγώνας καί πνευματική παλληκαριά. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος
λέγει ὅτι πολλοί ἀπό τούς πονηρούς θεραπεύθηκαν μετά ἀπό κάποια πτώση, πού τούς
ἔκανε νά ταπεινωθοῦν καί νά ἀποβάλουν τήν πονηρία.
Πάντως,
ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό δέν εἶναι δυνατή χωρίς τήν ἀποβολή τῆς «πολυποίκιλης
πονηρίας» καί τήν ἀπόκτηση τῆς «ἀποίκιλης» ἁπλότητας.
Ἱερὰ
Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου