Θρησκευτικά: Η «ιερή» ευθύνη και η παράνομη στάση της Πολιτείας!
Το υπουργείο Παιδείας ενεργεί
υποτιμητικά, μεροληπτικά και με διακρίσεις απέναντι μόνο στα ορθόδοξα παιδιά,
επιβάλλοντάς τους να διδάσκονται έναν πολυθρησκειακό πολτό.
Eδώ
και χρόνια, ως γνωστόν, οι μουσουλμανικές, οι εβραϊκές και οι ρωμαιοκαθολικές
θρησκευτικές κοινότητες της Ελλάδας έχουν λάβει -και πολύ σωστά και δίκαια- την
έγκριση από το υπουργείο Παιδείας να διδάσκονται τα παιδιά τους, ως Ελληνες
πολίτες, στα σχολεία τους τη δική τους πίστη.
Είναι
προφανές ότι δεν υπάρχει καμία αντίρρηση να απολαμβάνουν το δικαίωμα αυτό, το
οποίο, μάλιστα, συνάδει με την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησής τους και
την υποχρέωση της Πολιτείας να προσφέρει σε όλους τους μαθητές θρησκευτική
μόρφωση που να είναι σύμφωνη με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των γονέων τους.
Αν
όμως οι θρησκευτικές κοινότητες απολαμβάνουν αυτό το δικαίωμα για λόγους
ισονομίας, τότε για τους ίδιους λόγους είναι υποχρεωμένο το υπουργείο Παιδείας
να προσφέρει την ίδια δυνατότητα στα παιδιά των ορθόδοξων χριστιανών, να
διδάσκονται και αυτά τη δική τους πίστη. Η Πολιτεία έχει καθήκον να μη
λειτουργεί ιδεοληπτικά σε βάρος των πιστών όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων,
χωρίς εξαιρέσεις. Ο ορθόδοξος Ελληνας, ως πολίτης του ελληνικού κράτους αλλά
και ως μέλος της Εκκλησίας, θα πρέπει να απολαμβάνει ισότιμα τα ίδια
συνταγματικά δικαιώματα με όλους τους άλλους και, μάλιστα, υπό την εγγύηση του
κράτους, με βάση την αρχή της ισονομίας και της αναλογικότητας (Σύνταγμα, άρθρα
4 και 25).
Το
υπουργείο Παιδείας όμως ενεργεί υποτιμητικά, μεροληπτικά και με διακρίσεις
απέναντι ΜΟΝΟ στα ορθόδοξα παιδιά, επιβάλλοντάς τους με τα νέα πολυθρησκειακά
Θρησκευτικά να διδάσκονται έναν αχταρμά ή πολτό θρησκειών. Πώς είναι δυνατόν,
από τη μια μεριά, να επιτρέπει ομολογιακό μάθημα για τις άλλες θρησκευτικές
κοινότητες και, από την άλλη, να χαρακτηρίζει συκοφαντικά, υποτιμητικά και
ρατσιστικά το ορθόδοξο μάθημα των Θρησκευτικών ως ομολογιακό, κατηχητικό, και
να το απορρίπτει ως ακατάλληλο για τη διδασκαλία των ορθόδοξων μαθητών; Ωστόσο
αυτό που αγγίζει τα όρια του παραλόγου είναι η προσπάθεια παραπλάνησης, μαύρης
προπαγάνδας και εξαπάτησης που επιχειρεί το υπουργείο Παιδείας από κοινού με το
Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), προβάλλοντας τον απαράδεκτο και
μειωτικό για τη νοημοσύνη μας ισχυρισμό ότι το πολυθρησκειακό πρόγραμμα που
προσπαθούν με κάθε τρόπο και μέσο να επιβάλουν στα ορθόδοξα παιδιά είναι
ορθόδοξο.
Απέναντι
σε αυτή την αυθαίρετη και παράνομη στάση της Πολιτείας η Εκκλησία δεν μπορεί να
δεχθεί ή να επιτρέψει τις παραμορφωτικές δράσεις σε βάρος των ορθόδοξων
παιδιών. Και αυτό διότι η διδασκαλία του νέου μαθήματος της πολυθρησκείας στα
σχολεία είναι σαφές ότι, εκτός των άλλων, μέσω του συγκρητισμού, του
σχετικισμού και της θρησκευτικής συγχύσεως, οδηγεί βαθμιαία στην
απορθοδοξοποίηση των ορθόδοξων μαθητών, στη σταδιακή μετατροπή της παιδείας
τους σε μια ουδετερόθρησκη ή άθρησκη παιδεία και, τελικά, στην ιδεολογική
μεταβολή του κράτους σε άθεο και άθρησκο. Η Εκκλησία, εκφράζοντας τη μεγάλη
πλειονότητα του ελληνικού λαού, δεν μπορεί να υποχωρεί σε τέτοιες ιδεοληπτικές
και παραμορφωτικές δράσεις εκ μέρους της Πολιτείας, και μάλιστα σε θέματα που
την αφορούν, όπως είναι το μάθημα των Θρησκευτικών.
Στο
ερώτημα αν τα νέα πολυθρησκειακά Θρησκευτικά είναι ορθόδοξα ή όχι απάντησε ο
μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος τον περασμένο Σεπτέμβριο, απευθυνόμενος δημόσια στον
πρωθυπουργό και στους πολιτικούς αρχηγούς, με τους εξής λίγους αλλά σοφούς και
περιεκτικούς λόγους: «Το μάθημα των Θρησκευτικών καταργήθηκε και πρόκειται
πλέον για ένα μη θεολογικό μάθημα. Η απόπειρα συσσώρευσης κοινών στοιχείων από
διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις είναι ολοφάνερα επιπόλαια, με αποτέλεσμα
τη σύγχυση των μαθητών.
Το
εκπαιδευτικό υλικό όχι μόνο δεν βοηθά το παιδί μιας ορθόδοξης οικογένειας στη
διαμόρφωση μιας συνεκτικής εικόνας για την Ορθοδοξία, αλλά κλονίζει τις
θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Δεν μπορεί να εκριζώνεται η θεολογική επιστήμη
από το μάθημα των Θρησκευτικών, προκειμένου το μάθημα να υπηρετήσει σκοπούς
πολιτικής καθοδηγήσεως. Το μάθημα των Θρησκευτικών […] προσπαθεί, με σαφή
πολιτικά κριτήρια, να κατηχήσει και να στρατεύσει τους μαθητές σε μια
εκκοσμικευμένη στάση απέναντι στο θρησκευτικό φαινόμενο. Παράλληλα, συντηρεί
μια θεολογικά ρηχή προσέγγιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκμηδενίζοντας την
ιδιαιτερότητα του ορθόδοξου δόγματος και της χριστιανικής παράδοσης, αφού τα
καταβιβάζει και τα μελετά στο επίπεδο του απλού κοινωνικού ή φιλοσοφικού
κινήματος. Τα καινούργια προγράμματα με έπεισαν ότι δεν πρόκειται για
Θρησκευτικά αλλά για επιχείρηση αλλοιώσεως της πίστεώς μας».
Εκτός
των λόγων του Αρχιεπισκόπου, ένας από τους όρους που έχει θέσει η Ιεραρχία της
Εκκλησίας στον διάλογο που έχει ανοίξει ανάμεσα στην Εκκλησία και το υπουργείο
Παιδείας και το ΙΕΠ είναι ο ορθόδοξος προσανατολισμός του μαθήματος των
Θρησκευτικών. Για να έχουν όμως ορθόδοξο προσανατολισμό τα Προγράμματα Σπουδών,
είναι ανάγκη να είναι σύμφωνα με τις ορθόδοξες χριστιανικές αλήθειες και τα
πρότυπα ζωής που εκφράζει η εκκλησιαστική παράδοση. Ο ορθόδοξος τρόπος ζωής
αποτελεί το πιο ζωντανό και δυναμικό στοιχείο της ελληνικής πολιτισμικής και
κοινωνικής συνείδησης, και είναι ανάγκη να το μαθαίνουν και να το βιώνουν οι
νέοι μας. Δεν είναι δυνατόν, επομένως, το υπουργείο Παιδείας να τους στερεί την
ορθόδοξη διδασκαλία και να τους την αλλοιώνει μέσα από την απόκρυψη, την
αλλοίωση, τη διαστρέβλωση, την παραποίηση των αληθειών της ή την πολτοποίησή
της με τις υπόλοιπες θρησκείες.
Ο
ορθόδοξος προσανατολισμός του μαθήματος των Θρησκευτικών έχει σαφή και καθαρά
χαρακτηριστικά, και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως ένα μείγμα
στοιχείων, αληθειών, αξιών και πνευματικών προτύπων των θρησκειών. Αντίθετα,
σημαίνει μια διδασκαλία πνευματική και κοινωνική, που ολοκληρώνει την
προσωπικότητα των μαθητών, αναπτύσσοντας τη χριστιανική θρησκευτική συνείδησή
τους, σε ένα πλαίσιο που να συνάδει και να αντιστοιχεί πλήρως με τις
αγιοπνευματικές αρετές της χριστιανικής ζωής και, συνεπώς, να συνδέει τη ζωή
τους με το θεανθρωποκεντρικό και σωτηριολογικό μήνυμα της Ορθοδοξίας. Πάντως, η
στάση της Εκκλησίας ως πνευματικού θεσμού, κάτω από τις παρούσες συνθήκες
πνευματικής κρίσεως και συγχύσεως που έχουν δημιουργηθεί, μπορεί να είναι
δύσκολη, αλλά δεν μπορεί να είναι υποχωρητική ή συμβιβαστική, διότι πρέπει όλοι
να λαμβάνουν υπόψη την ευθύνη που έχει να ορθοτομεί πάντοτε και παντού τον λόγο
της αληθείας και της φανερώσεως της μαρτυρίας και της ομολογίας του Ιησού
Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου