Ἡ
περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας ἀνέδειξε πολλούς μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι σέ ἀντιδιαστολή
μέ τούς μάρτυρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, ὀνoμάζονται Νεομάρτυρες. Ἕνας ἀπό
αὐτούς τούς Νεομάρτυρες εἶναι καί ὁ Μύρων, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τήν Κρήτη καί
μαρτύρησε στήν Κρήτη. Συγκεκριμένα, γεννήθηκε στό Μέγα Κάστρο καί ἦταν γιός εὐγενῶν
καί εὐσεβῶν γονέων, οἱ ὁποῖοι τόν ἔμαθαν νά ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Ἀγαποῦσε
τήν ἡσυχαστική ζωή καί τήν προσευχή καί ζοῦσε μέ παρθενία καί σωφροσύνη. Ἔμαθε
τήν ραπτική τέχνη καί δούλευε στό ἐργαστήρι του προσευχόμενος καί ἀποφεύγοντας
τίς πολλές κουβέντες μέ τούς γείτονές του Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή δέν ἄντεχαν
τόν ἐνάρετο τρόπο τῆς ζωῆς του, τόν φθόνησαν καί τόν συκοφάντησαν ὅτι ἀσέλγησε
σέ ἕναν νεαρό Τοῦρκο καί τόν ἔσυραν στά δικαστήρια. Ὁ Μύρων ἔδωσε ἀρνητική ἀπάντηση
στόν δικαστή πού τόν ἐρώτησε ἄν ἀληθεύη ἡ κατηγορία ἐναντίον του καί ἐκεῖνος τοῦ
πρότεινε νά διαλέξη μεταξύ ἀλλαξοπιστίας καί θανάτου. Ὁ Μύρων ὁμολόγησε μέ
παρρησία τήν πίστη του, γι’ αὐτό καί καταδικάστηκε σέ θάνατο δι’ ἀπαγχονισμοῦ. Ὅταν
τόν ὁδηγοῦσαν οἱ στρατιῶτες στόν τόπο τῆς καταδίκης, ἐκεῖνος ζητοῦσε συγχώρηση ἀπό
τούς Χριστιανούς πού συναντοῦσε στό πέρασμά του.
Τόν δέ πατέρα του πού τόν ἀκολουθοῦσε
κλαίγοντας, ἀφοῦ ζήτησε τήν ἄδεια νά τόν πλησιάση, τόν παρηγόρησε. Ζήτησε τήν εὐχή
του καί τοῦ εἶπε νά μή λυπᾶται, ἐπειδή οἱ κατηγορίες ἐναντίον του εἶναι ψευδεῖς
καί ὅτι πεθαίνει γιά τήν πίστη του. Μετά τόν ἀπαγχονισμό του ὁ τόπος φωτίσθηκε ἀπό
ἕνα ὑπέρλαμπρο οὐράνιο φῶς καί τό σῶμα τοῦ μάρτυρος ἦταν φωτεινό καί εὐωδίαζε.
Οἱ Χριστιανοί τό παρέλαβαν καί τό ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια, σεβασμό καί
πνευματική χαρά, δοξολογώντας τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος δοξάζει τούς ἁγίους Του.
Ὁ
βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Στό
Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ὑπάρχουν μόνον ἀναχωρητές καί ἐρημίτες, ἀλλά
καί ἅγιοι πού ἔζησαν μέσα στήν κοινωνία, καί οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς ἦταν οἰκογενειάρχες
μέ πολλές εὐθύνες γιά τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν τους. Αὐτό, ὅμως, δέν τούς ἐμπόδισε
νά ἀγαπήσουν τόν Θεό καί τόν «πλησίον» καί νά ἐπιτύχουν τόν προσωπικό τους ἁγιασμό.
Γιά νά ἐξοικονομοῦν τά ἀπαραίτητα τοῦ βίου γιά τόν ἑαυτό τους καί τήν οἰκογένειά
τους ἐξασκοῦσαν κάποιο συγκεκριμένο ἐπάγγελμα. Ἀλλος ἦταν στρατιωτικός, ὅπως ὁ ἅγιος
Εὐστάθιος, ἄλλος ἦταν μάγειρας, ὅπως ὁ ἅγιος Εὐφρόσυνος, ἄλλοι ἦταν γεωργοί καί
κτηνοτρόφοι, ὅπως οἱ μάρτυρες Τρύφων καί Θεμιστοκλῆς, ἄλλος ἦταν ράπτης, ὅπως ὁ
Νεομάρτυς Μύρων κ.ο.κ. Αὐτό φανερώνει καί τό ὅτι κανένα ἐπάγγελμα καί καμμιά
κοινωνική δυσκολία δέν μποροῦν νά σταθοῦν ἐμπόδιο στήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου
νά βαδίση τήν ὁδό τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί νά ἐπιτύχη τόν προσωπικό του ἁγιασμό.
Καί καλόν εἶναι ὅσοι εὐλαβεῖς Χριστιανοί ἐξασκοῦν τό ἴδιο ἐπάγγελμα μέ κάποιον ἀπό
τούς ἁγίους, νά προσεύχονται ἰδιαιτέρως σέ αὐτόν καί νά τόν θεωροῦν προστάτη
τους, ἀλλά καί πρότυπο στήν ζωή τους καί νά ἀγωνίζονται νά μιμοῦνται, κατά τό
δυνατόν, τόν τρόπο τοῦ βίου καί τῆς πολιτείας του. Καί τότε ὁ ὁμότεχνός τους ἅγιος
θά εἶναι μαζί τους καί θά τούς προστατεύη ἀπό ὅλους τούς κινδύνους, τούς
πειρασμούς καί τίς δυσκολίες τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλά καί θά πρεσβεύη γιά τήν
σωτηρία τους.
Δεύτερον. Στό
Συναξάριο τῆς 21ης Μαρτίου, μεταξύ τῶν ἄλλων, διαβάζουμε: «Ὁ ἅγιος Νεομάρτυς
Μύρων, ὁ Κρής, ὁ μαρτυρήσας ἐν Κρήτῃ κατά τό (ἔτος) 1793, ἀγχόνῃ τελειοῦται».
Καί πιό κάτω τούς στίχους: «Μῦρον νοητόν ὡράθης ἐξ ἀγχόνης, Μύρων ἀθλητά δόξα
Κρήτης καί κλέος».
Οἱ
μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δόξα καί κλέος καί τῆς ἐπίγειας πατρίδας τους. Ἐπίσης,
τά λείψανά τους, ὡς πολύτιμη μυροθήκη, ἀποπνέουν οὐράνια εὐωδία. Καί αὐτό
γίνεται ἐπειδή οἱ μάρτυρες, λόγῳ τῆς ἐσωτερικῆς τους καθαρότητας, ἔγιναν
κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ
Θεός εἶπε γιά ἐκείνους πού ἔχουν καθαρίσει τήν καρδιά τους ἀπό τά πάθη «ἐνοικήσω
ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός».
Ἔρχεται, λοιπόν, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κατοικεῖ μέσα στούς «καθαρούς
τῇ καρδίᾳ», μέσα σέ ὅλη τους τήν ὕπαρξη, καί στήν ψυχή τους καί στό σῶμα τους.
Καί μετά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, αὐτή ἡ Χάρις παραμένει μέσα στό σῶμα,
γι’ αὐτό καί τά λείψανα τῶν ἁγίων εὐωδιάζουν. Καί αὐτή ἡ εὐωδία, πού εἶναι
καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν μπορεῖ νά συγκριθῆ μέ καμμιά εὐωδία καί μέ
κανένα μύρο τοῦ κόσμου τούτου. Ἀλλά καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στήν Β΄ πρός
Κορινθίους Ἐπιστολή του, γράφει ὅτι οἱ ἅγιοι εἶναι εὐωδία Χριστοῦ «τῷ Θεῷ ἐν τοῖς
σῳζομένοις καί ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις». Δηλαδή, οἱ ἅγιοι εὐωδιάζουν τούς ἀνθρώπους
μέ τόν λόγο τους, τά ἔργα τους, καί γενικά μέ ὅλη τήν βιοτή τους.
Ἄλλωστε,
ὁ καθένας προσφέρει ὅ,τι ἔχει μέσα στήν καρδιά του. Ὅταν ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε ἀποπνέει ἀγάπη, ἡ ὁποία εὐωδιάζει
«ὡς ὀσμή θείου μύρου». Ἐνῶ, ὅταν εἶναι κατοικητήριο τῶν δαιμόνων, τότε ἀποπνέει
τήν «δυσώδη» κακία τῶν δαιμόνων. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ ὁμοιάζει
μέ φιάλη γεμάτη μύρο ἤ μέ ἀνθόκηπο, ἐνῶ τοῦ ἀμετανόητου καί ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου
μέ τόπο γεμάτο ἀκαθαρσίες. Ὁ πρῶτος, ὅταν ἀνοίγη τό στόμα του εὐωδιάζει ὅλη ἡ ὑφήλιος,
καί οἱ ἀκροατές τῶν λόγων του αἰσθάνονται γαλήνη, εἰρήνη, χαρά καί γλυκειά
παρηγοριά. Ἐνῶ ὁ δεύτερος, ὅταν ὁμιλῆ δέν μπορεῖς νά σταθῆς. Εἶναι ἀδύνατον νά ἀντέξης,
καί τό λιγότερο πού προξενεῖ γύρω του εἶναι ταραχή, σύγχυση, ἀγανάκτηση,
στενοχώρια.
Ἑπομένως,
ὅπως γίνεται ἀντιληπτό ἀπό τά παραπάνω, δύο κατηγορίες ἀνθρώπων ὑπάρχουν στήν
κοινωνία. Αὐτοί πού ἔχουν μέσα τους τό Ἅγιον Πνεῦμα καί αὐτοί πού ἐξουσιάζονται
ἀπό τό πονηρό πνεῦμα, ἤτοι τόν διάβολο. Οἱ πρῶτοι ἀποτελοῦν πραγματική εὐλογία
γιά τήν κοινωνία, ἐνῶ οἱ δεύτεροι κοινωνική πληγή.
Ἐπίσης,
κανένας τόπος καί κανένα τίμιο ἐπάγγελμα δέν μπορεῖ νά ἐμποδίση τόν ἄνθρωπο ἀπό
τό νά ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, καί νά φροντίζη γιά τόν ἁγιασμό του καί
τήν σωτηρία του. Ἀρκεῖ νά τό θέλη πραγματικά καί νά ἀγωνίζεται γι’ αὐτό.
Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου
καὶ Ἁγίου Βλασίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου