Κύριο
γνώρισμα εκείνων που εμφορούνται από οικουμενιστικές ιδέες είναι η μερική
παρουσίαση της αλήθειας. Δηλαδή παρουσιάζουν και ερμηνεύουν την διδασκαλία των
Πατέρων της Εκκλησίας με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπερετή η ερμηνεία τους τις
ενωτικές θεωρίες των οικουμενιστών.
Αυτό συνέβηκε και στην εισήγηση του
Ομοτίμου Καθηγητού του ΑΠΘ της Θεολογικής Σχολής κ. Γεωργίου Μαρτζέλου, την
οποία παρουσίασε στο πλαίσιο της ημερίδας που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη
εβδομάδα στην Θεσσαλονίκη, στην Μονή Βλατάδων για την Σύνοδο στο Κολυμπάρι της
Κρήτης. Ο κ. Καθηγητής προσπάθησε να δικαιολογήση την χρήση του όρου «Εκκλησία»
στο πιο πολυσυζητημένο κείμενο της Συνόδου της Κρήτης. Κείμενο το οποίο
συντάχθηκε στην Ε Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη, η οποία συνήλθε στο
Σαμπεζύ της Γενεύης και αναφέρεται στις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς
τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Ο κ. Μαρτζέλος για να δικαιολογήση την χρήση
του όρου “Εκκλησία” και για τις άλλες χριστιανικές ομολογίες ισχυρίσθηκε ότι
και μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας «που αντιμετώπισαν παρόμοιας φύσεως
προβλήματα, αναφερόμενοι σε Χριστιανούς αποκομμένους από την κοινωνία της
“Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας” έκαναν την χρήση αυτού του
όρου».
Αναφέρει
τρία παραδείγματα, του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού και
τέλος του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως. Ειδικότερα, σχετικά με τον Μέγα Βασίλειο
λέγει ότι « στην επιστολή του 114 ονομάζει “εκκλησίες” κάποιες τοπικές
κοινότητες που ήταν χωρισμένες μεταξύ τους “πολυμερώς και πολυτρόπως”, λόγω
προφανώς, όπως φαίνεται από όσα αναφέρει στην συνέχεια, της διαφορετικής στάσης
τους έναντι της πίστεως της Νικαίας και της θεότητος του Αγίου Πνεύματος».
Επίσης, για τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό αναφέρει ότι «στην Σύνοδο της Φερράρας
– Φλωρεντίας ο άγιος Μάρκος, έχοντας ως στόχο την επανένωση της Ανατολικής με
την Δυτική Εκκλησία, όχι μόνο αποκαλεί την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία “αδελφή
εκκλησία”, αλλά και σε επιστολή του που απηύθυνε στον πάπα Ευγένιο τον Δ
κατά την έναρξη της συνόδου χαρακτηρίζει τους ορθοδόξους και τους
ρωμαιοκαθολικούς διασπασμένα μέλη του αυτού “Δεσποτικού σώματος”. Και τέλος
αναφερόμενος στον Άγιο Νεκτάριο λέγει ότι « Στο έργο του “Περί των αιτιών του Σχίσματος”
δεν έχει κανένα πρόβλημα όχι μόνο να κάνει ρητά και επανειλημμένα λόγο για την
“Δυτική Εκκλησία”, αλλά και να αποκαλεί την Ανατολική και Δυτική Εκκλησία ως
“αδελφές μιας Εκκλησίας”».
Χαρακτηριστικό
και των τριών παραδειγμάτων είναι ότι έχουν ποιμαντικό χαρακτήρα, δηλαδή ο
λόγος τους δεν έχει δογματική ακρίβεια. Η επιστολή του Αγίου Βασιλείου
αποστέλλεται προς κάποιον ορθόδοξο χριστιανό, στον οποίο τονίζει την ανάγκη της
ενότητας που πρέπει να υπάρχη μεταξύ των Εκκλησιών. Ενότητα την οποία θα πρέπει
να την χαρακτηρίζη «το φιλάδελφον και το περί υμάς αγαπητικόν, πολλώ δε έτι
πλέον το φιλόχριστον και το περί την πίστιν ακριβές τε και εύτονον». Το έργο
του Αγίου Νεκταρίου είναι μία μελέτη περί των αιτιών του σχίσματος, που σκοπό
έχει, όπως λέγει και ο ίδιος ο Άγιος Νεκτάριος «την αναζήτησιν και εύρεσιν του
δίκαιου και της αληθείας, υπέρ ων και μόνον ειργάσθημεν». Και τέλος οι
φιλοφρονήσεις του Αγίου Μάρκου στην αρχή της Συνόδου προς τον Πάπα σκοπό είχαν,
σύμφωνα με τον Άγιο Μάρκο «Να επιστρέψουμε στην παλαιά αρμονία, η οποία θα
δείξη ότι σεις, ημείς και οι Πατέρες μας είμεθα ένα».
Στην
επιστολή του ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι η εγγύηση για την ενότητα μεταξύ των
Εκκλησιών εκτός της αγάπης είναι και η ακριβής πίστη, ώστε «ίνα καθαρά η του
Θεού η Εκκλησία μηδέν ζιζάνιο εαυτή παραμεμιγμένον έχουσα». Επίσης, ο Άγιος
Νεκτάριος μεταξύ των άλλων αναφέρει για την παπική Εκκλησία στο έργο του ότι
«Αι υπερφίαλοι αύται εκφράσεις και η άδικος μομφή κατά της Αγίας ημών Εκκλησίας
και πάσης της Ιεραρχίας αυτής, αι επί της διαστροφής του δικαίου και της
αληθείας πυργούμεναι,αι πάσαν ευσεβή και ορθόδοξον καρδίαν θλίβουσαι,
εδράζονται επί του πρωτείου του Πάπα και από της αρχής ταύτης απορρέουσιν». Ο
δε Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός παρά τον πόθο που είχε για την επιστροφή των
λατίνων στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, πόθος ο οποίος τον παρακίνησε να
εκφρασθή με αυτόν τον τρόπο προς τον Πάπα, αργότερα σε εγκύκλιό του «Τοις
απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένοις ορθοδόξοις χριστιανοίς»,
εγκύκλιος η οποία πιθανόν γράφθηκε το 1440\1, θα τονίση «Ουκούν ως αιρετικούς
αυτούς απεστράφημεν, και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν».
Είναι
φανερό ότι η χρήση του όρου “Εκκλησία”, την οποία κάνουν και οι τρεις άγιοι
έχει καθαρά συμβατικό περιεχόμενο, αφού δεν υπάρχει κοινή πίστη μεταξύ των Εκκλησιών
αλλά και διαστροφή της αληθείας και του δικαίου σε τέτοιο σημείο που να
χαρακτηρισθή η πίστη των λατίνων ως αίρεση. Ο κ. Καθηγητής αν και δέχεται, όπως
λέγει ότι δεν τίθεται σε αμφισβήτηση η οντολογική ενότητα και αυτοσυνειδησία
της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, όταν γίνεται
χρήση του όρου “Εκκλησία” και για τις άλλες ομολογίες, όμως θα υπογραμμίση ότι
«άλλη είναι η γλώσσα του θεολογικού διαλόγου που απευθύνεται στους εκτός της
Εκκλησίας και γι’ αυτό δεν είναι απαραίτητο να χαρακτηρίζεται από απόλυτη
ακριβολογία». Ταπεινά φρονούμε ότι η ένωση μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και
των Λατίνων είναι εφικτή μόνο με βάση την ταυτότητα της δογματικής
πίστεως. Οι οποιεσδήποτε προσπάθειες για ένωση βασιζόμενες στις αντορθόδοξες συγκρητικές
δογματικές θεωρίες, που σκοπό έχουν την ψευδοένωση, όπως σημειώνουν και οι
Πατέρες της Εκκλησίας μας, ανατρέπουν ακόμη και αυτή την Ορθόδοξη
Εκκλησιολογία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου