Οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες και η στάση τους στη Σύνοδο της
Κρήτης
Ε΄
Μέρος
Η
Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν
όψει της Συνόδου στην Κρήτη, συνεδρίασε
στις 24 και 25 Μαΐου 2016. Η Ημερήσια
Διάταξη περιλάμβανε την εκ μέρους της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου εισήγηση του
Μητροπολίτου Ηλείας κ. Γερμανού, με θέμα
«Ενημέρωσις επί των παρατηρήσεων των Σεβ. Μητροπολιτών, αι οποία αφορούν
εις τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου». Η Ιεραρχία έλαβε την απόφαση ο
Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος να θέσει στη
Σύνοδο το ζήτημα ότι προϋπόθεση διεξαγωγής της είναι η ομόφωνη έγκριση του
Κανονισμού διεξαγωγής της και επίσης προϋπόθεση συζήτησης του θέματος περί του
γάμου και των κωλυμάτων αυτού η ομόφωνη έγκρισή του. Για τα δύο αυτά ζητήματα δεν
υπήρξε το ομόφωνο στη Σύνοδο των Προκαθημένων, τον Ιανουάριο του 2016. Επίσης
δεν υπήρξε στη Σύνοδο της Κρήτης, λόγω της απουσίας τεσσάρων τοπικών Εκκλησιών.
Με τα δεδομένα αυτά δεν θάπρεπε να προχωρήσει η Σύνοδος, και, αν προχωρούσε,
δεν θάπρεπε να συζητηθεί το θέμα του γάμου... Όλα προχώρησαν χωρίς να
υπολογιστούν οι ενστάσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίες δεν συζητήθηκαν καν...
Στο
θέμα της αποστολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο η Ιεραρχία
αποφάσισε να ζητήσει από τη Σύνοδο της Κρήτης να αλλάξουν τρία σημεία. Από τα
τρία έγιναν δεκτά τα δύο. Στο θέμα της Συνόδου για τις σχέσεις της Ορθοδόξου
Εκκλησίας προς τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, μεταξύ των άλλων τροποποιήσεων
που ζητήθηκαν από την Εκκλησία της Ελλάδος ήταν και στην παράγραφο 6. Εκεί
γραφόταν: « Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει
την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών».
Η Ιεραρχία ζήτησε να διορθωθεί ως ακολούθως: « Η Ορθόδοξος Εκκλησία γνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών
Ομολογιών και Κοινοτήτων, μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». Στο
τελικό κείμενο της Συνόδου της Κρήτης εγράφη: « ...Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής
άλλων ετεροδόξων Εκκλησιών και Ομολογιών...».
Μετά την έγκριση της συγκεκριμένης παραγράφου η Εκκλησία της Ελλάδος εξέδωσε, στις
25 Ιουνίου 2016, Δελτίο Τύπου, στο οποίο εγράφησαν τα ακόλουθα:
«Εις το ευαίσθητον κείμενον το οποίον
αφορούσε τις σχέσεις της Ορθοδόξου
Εκκλησίας με τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της
Ελλάδος στοιχούσα το πνεύμα της Ιεραρχίας, προέτεινε εις την 6ην παράγραφον αντί του «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων
Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών» το «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν άλλων
ετεροδόξων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», με αποτέλεσμα να υπάρξει
πλήρης αποδοχή της προτάσεως και να επέλθει ομοφωνία.
Συγκεκριμένα ο Μακαριώτατος
παρουσιάζοντας την πρόταση δήλωσε τα εξής: < Με την τροπολογίαν αυτήν
πετυχαίνουμε μία Συνοδική απόφαση που για πρώτη φορά στην ιστορία περιορίζει το
ιστορικό πλαίσιο των σχέσεων προς τους ετεροδόξους όχι στην ύπαρξη, αλλά ΜΟΝΟ
στην ιστορική ονομασία αυτών ως ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών ή Ομολογιών.
Οι εκκλησιολογικές συνέπειες της αλλαγής αυτής είναι αυτονόητες. Όχι μόνο δεν
επηρεάζουν αρνητικώς με οποιοδήποτε τρόπο τη μακραίωνη ορθόδοξη παράδοση, αλλ’
αντιθέτως προστατεύεται με πολύ σαφή τρόπο η ορθόδοξη εκκλησιολογία>».
Η
Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος του Μαΐου στην απόφασή της και με βάση «την
εκκλησιολογική της αυτογνωσία» στην παράγραφο 6 και στην πρότασή της το βάρος
δεν το έριξε αν «αναγνωρίζει», «γνωρίζει» ή «αποδέχεται» την ιστορική «ύπαρξη»
ή «ονομασία» του μη ορθοδόξου χριστιανικού κόσμου, αλλά στο αν αυτός
αποτελείται από «Εκκλησίες» και «Ομολογίες»
ή από «Ομολογίες» και «Κοινότητες». Το ότι δεν «αναγνωρίζει», ούτε
«γνωρίζει», αλλά «αποδέχεται την ιστορική ονομασία μη Ορθοδόξων Εκκλησιών και
Ομολογιών», μπορεί να είναι αναγνώριση των ονομάτων, με τα οποία
αυτοπροσδιορίζονται οι διάφοροι μη Ορθόδοξοι χριστιανοί, αλλά μπορεί να είναι
και τρόπος αναγνώρισης, πίσω από τα ονόματα, της ουσίας της πίστεως των
ετεροδόξων, κατά το «αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις». Το ότι ο Αρχιεπίσκοπος στη δήλωσή του
προσέθεσε τονισμένη τη λέξη ΜΟΝΟ, που
δεν υπάρχει στο τελικό κείμενο, ενισχύει την άποψη ότι είναι μια «πυθιακή» διφορούμενη απόφαση, για να αποφευχθεί το
εκκλησιολογικό αδιέξοδο. Βεβαίως η πρόταση της υπό τον Αρχιεπίσκοπο
αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στη Σύνοδο για το θέμα της ονομασίας
των ετεροδόξων, ήταν διαφορετική από αυτήν που η Ιεραρχία είχε αποφασίσει. Στην
περίπτωση τα μέλη της αντιπροσωπείας πήραν επάνω τους την ευθύνη της ντε φάκτο
αλλαγής της Συνοδικής αποφάσεως.
Μεγαλύτερη
όμως απόκλιση από την απόφαση της Ιεραρχίας της η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας
της Ελλάδος έκαμε στο θέμα του Αυτονόμου
και του τρόπου ανακηρύξεως αυτού. Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση της Ιεραρχίας
ήταν στη 2η παράγραφο του Κειμένου
περί του Αυτονόμου να προστεθεί το εξής: «Εκκλησιαστικαί Επαρχίαι περί των οποίων εξεδόθη Πατριαρχικός Τόμος ή
Πράξις, δεν δύνανται ίνα αιτήσωνται την χορήγησιν αυταίς αυτονομίας, διατηρουμένου
απαρασαλεύτως του υφισταμένου καθεστώτος». Όταν ετέθη το ζήτημα ο
Πατριάρχης αποφάνθηκε ότι η προσθήκη αφορά στο καθεστώς των Νέων Χωρών και προφορικώς βεβαίωσε τη Σύνοδο ότι το
καθεστώς σ’ αυτές δεν θα θιγεί και πως θα συνεχίσει να δρα ως οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών να του ανήκουν.
Στο σημείο αυτό ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος θα μπορούσε να εμμείνει στην
πρότασή του, με το επιχείρημα πως αφού ο Πατριάρχης προφορικά δεσμεύεται, γιατί
δεν θέλει η βεβαίωσή του να υπάρχει και στο επίσημο κείμενο;; Επί πλέον ο κ.
Ιερώνυμος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας
της Ελλάδος δεν του επιτρέπει να υποχωρήσει και να πει ότι σε τυχόν άρνηση της
προσθήκης εκ μέρους του κ. Βαρθολομαίου είναι υποχρεωμένος με όλη την Ελλαδική
αντιπροσωπεία να αποχωρήσει της Συνόδου. Θα ήταν βεβαίως μια βόμβα στην από την
αρχή τραυματισμένη εικόνα της Συνόδου, που ασφαλώς θα προκαλούσε περαιτέρω νέες
εντάσεις με το Φανάρι... Ο κ. Ιερώνυμος έδειξε ότι δεν ήταν έτοιμος για τόσο
σοβαρή εξέλιξη... Έτσι προτίμησε να παραγνωρίσει την απόφαση της Ιεραρχίας, από
το να συγκρουστεί με το Φανάρι, που
ασφαλώς θα τον κατηγορούσε ότι εκείνος ξεκίνησε τη σύγκρουση...
Ιεράρχες
της Εκκλησίας της Ελλάδος συμφωνούν ότι ο κ. Βαρθολομαίος δεν δεσμεύεται παρά
μόνο με τα γραπτά κείμενα... Ακόμη και αυτά μπορεί να τα ερμηνεύσει κατά τη
λογική, ή το συμφέρον, το δικό του, ή του Φαναρίου...Στην περίπτωση των «Νέων
Χωρών» είναι ο πρώτος Πατριάρχης που έχει παρερμηνεύσει την Πράξη του 1928. Έως
τον κ. Βαρθολομαίο όλοι οι προηγούμενοι
Την εσέβοντο και δεν ενοχλούσαν την Εκκλησία της Ελλάδος.
Όπως
είναι γνωστό από την, με τους Βαλκανικούς Πολέμους, απελευθέρωση των Ηπείρου,
Μακεδονίας, Θράκης και νησιών του Ανατολικού Αιγαίου προέκυψε η αναγκαιότητα να
χειραφετηθούν οι Μητροπόλεις των περιοχών αυτών και να προσαρτηθούν στην
Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Στην Έκθεση προς τη Βουλή από την τότε
Κυβέρνηση για την ψήφιση του σχετικού Νόμου 3615/1928 εγράφη ότι η λύσις της
προσαρτήσεως «Ήταν η κρατούσα κανονική
αρχή εν τη Ορθοδόξω Ανατολική Εκκλησία ανέκαθεν, όπως διετυπώθη υπό του ιζ’
κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και επανελήφθη υπό του λα΄ κανόνος της
Πενθέκτης Συνόδου... Η κανονική αύτη
αρχή εφηρμόσθη, ως ήτο επόμενον, και κατά την προσάρτησιν της Επτανήσου εις την
Ελλάδα, την απελευθέρωσιν της Θεσσαλίας και μικρού μέρους της Ηπείρου...»
Τότε
επενέβη ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος (Παπαδόπουλος). Γεννημένος στη
Μάδυτο, στα παράλια του Ελλησπόντου από τη μεριά της Θράκης, ήταν συναισθηματικά
δεμένος με την Κωνσταντινούπολη και πονούσε για τη γενοκτονία των Ελλήνων του
1922 και την αποψίλωση από πιστούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επεζήτησε
λοιπόν να βρεθεί ένας τρόπος, δια του οποίου
να προστατευθεί το κύρος του
Πατριαρχείου, έξι μόνο χρόνια μετά την Καταστροφή, χωρίς να θίγεται η
Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Υπέβαλε
ο ίδιος στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή το σχέδιο Νόμου που τελικά εγκρίθηκε από
τη Βουλή, πριν από την Πατριαρχική Πράξη. Δικαιολογώντας το γεγονός τόνισε ο
μακαριστός Αρχιεπίσκοπος, μεταξύ των άλλων:
«
Είναι σταθερά και αμετάτρεπτος η απόφασις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και
πάντων ανεξαιρέτως των εχόντων γνώμην επί του ζητήματος τούτου να διατηρηθή έστω και σκιώδης η πνευματικη
δικαιοδοσία του Πατριαρχείου επί των εν Ελλάδι Μητροπόλεων αυτού και επισκοπών...Βεβαίως
δεν χειραφετούνται πλήρως και απολύτως αι Μητροπόλεις της Μακεδονίας, Θράκης,
Ηπείρου και Νήσων καθ’ ον τρόπον εχειραφετήθησαν αι Εκκλησιαστικαί Επαρχίαι της
Επτανήσου, είτα δε της Θεσσαλίας, εν μέρει δε και της Ηπείρου, και δύναται εκ πρώτης όψεως να υπολάβη τις
ότι η διοικητική αφομοίωσις δεν εμφανίζεται απολύτως σύμφωνος προς τας
απαιτήσεις των Ιερών Κανόνων. Απολύτως
σύμφωνος προς τας απαιτήσεις αυτάς θα ήτο η διακοπή παντός δεσμού των εν λόγω
Μητροπόλεων προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Αλλ’ ως ήδη
είπομεν πρόκειται περί έργου μάλλον οικονομίας, χάριν του Πατριαρχείου, χωρίς
εκ της τοιαύτης οικονομίας να πάσχη τι το Αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Δεν πρέπει να διαφεύγη ημάς το
κρισιμώτατον της θέσεως εν η διατελεί το Πατριαρχείον, έχομεν δε υπέρτατον και
Εκκλησιαστικόν αλλά και Εθνικόν συμφέρον να διασώσωμεν το Πατριαρχείον».
Αυτή
ήταν η πραγματική αιτία και το καθεστώς που θα διείπε τις Μητροπόλεις των «Νέων
Χωρών», χάριν της διάσωσης του Πατριαρχείου. Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή του
1928, με Πρόεδρο τον Κ. Γόντικα και Εισηγητή τον Α. Παχνό, έκαμε δεκτή την εισήγηση
του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, αφού όπως εγράφη στην Έκθεσή της «Το
Οικουμενικόν Πατριαρχείον αναγνωρίζει ότι δεν δύναται να κυβερνά αμέσως
Μητροπόλεις ανηκούσας εις ξένον Κράτος». Τέλος η
Κοινοβουλευτική Επιτροπή διαβεβαιώνει γραπτώς τους Βουλευτές ότι «Τα κανονικά
δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριάρχου επί των Μητροπολιτών των Νέων Χωρών
είναι μόνον το μνημόσυνον αυτού υπό των Αρχιερέων των Νέων Χωρών και η λήψις
επευλογίας του Οικουμενικού Θρόνου υπό των εκάστοτε εγκαθισταμένων Αρχιερέων
των Νέων Χωρών». Οι προηγούμενοι Πατριάρχες αναγνώριζαν
την καλή διάθεση της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Ελλαδικής Εκκλησίας προς το
Φανάρι και δεν ενοχλούσαν καθόλου τη διαποίμανση των Μητροπόλεων των «Νέων
Χωρών», αποδεχόμενοι τα «ψιλά» τους δικαιώματα.... Αυτά έως τον σημερινό
Πατριάρχη...
Στη
Σύνοδο αποδείχθηκε ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στις σχέσεις μεταξύ του
Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου για το ζήτημα των
«Νέων Χωρών». Επί τόσες ημέρες μαζί στην Κρήτη δεν συναντήθηκαν ιδιαιτέρως και
δεν αντάλλαξαν κουβέντες, πέραν των τυπικών. Επίσης ο κ.
Ιερώνυμος παρών ήταν μόνο στα απολύτως
απαραίτητα. Στον Εσπερινό του Σαββάτου, προ της Πεντηκοστής, δεν έλαβε μέρος.
Ειδοποίησε ότι δεν ήταν ασθενής, αλλά ότι ξεκουραζόταν και ότι θα ελάμβανε
μέρος στο δείπνο που παρέθεσε προς τιμήν των Προκαθημένων το ίδιο βράδυ ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Πρ. Παυλόπουλος. Τη Δευτέρα, του Αγίου Πνεύματος, ο
Οικουμενικός Πατριάρχης είπε ότι μόνο οι Προκαθήμενοι θα παραμείνουν στην
Ακαδημία και θα συγγευματίσουν, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος δεν παρακάθησε στην
τράπεζα και αναχώρησε να γευματίσει στο ξενοδοχείο του. Δεν συμμετέσχε επίσης στη
Λειτουργία την Κυριακή των Αγίων Πάντων και αναχώρησε την ίδια ημέρα για Αθήνα,
χωρίς κανένα σχόλιο να κάνει. Γενικά απέφυγε τα ΜΜΕ και τις προς αυτά δηλώσεις.
Στις ομιλίες του τέλος δεν έκανε ούτε ένα κολακευτικό σχόλιο για τον κ.
Βαρθολομαίο, όπως όλοι οι άλλοι Προκαθήμενοι.
Εν
τω μεταξύ η άτυπη αντιπαράθεση των δύο Προθιεραρχών στις «Νέες Χώρες» συνεχίζεται. Ο Πατριάρχης
στο τέλος Ιουνίου, μετά τη Σύνοδο στην Κρήτη, ήταν στα «Παύλεια» της
Μητροπόλεως Βεροίας. Ο Αρχιεπίσκοπος προηγουμένως ήταν στις Σέρρες και σε άλλες
Μητροπόλεις της Μακεδονίας, όπως επίσης και στη Σάμο. Επίσης επισκέφθηκε την
Αλεξανδρούπολη και τη Σαμοθράκη και μίλησε σε σύναξη όλων των Αρχιερέων και Ιερέων
της Θράκης. Αυτές τις ημέρες βρίσκεται στην περιοχή της Θεσσαλονίκης στη Μονή
της Σουρωτής, όπου προσκύνησε τον τάφο και τα ιερά λείψανα του Αγίου Παϊσίου. Σημειώνεται
ότι οι Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος επικροτούν τη στάση του, που
σημειώνει την παρουσία του, ως Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στις
Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών». -
Δείτε και:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου