Ο Τίμιος Πρόδρομος και η χαρά της ιεραποστολής
Κατά την
αυριανή Κυριακή διαβάζεται ως ευαγγελικό Ανάγνωσμα η παραβολή του
σπορέως και η Εκκλησία την όρισε ως ημέρα έναρξης του κατηχητικού έτους. Αρχίζει και αυτή με τους εργάτες της
να σπέρνει το λόγο του Θεού. Η κατήχηση είναι μέρος του ιεραποστολικού έργου της Εκκλησίας και ο
Τίμιος Πρόδρομος υπήρξε μεγάλος κατηχητής
και ιεραπόστολος.
Συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλες σχεδόν
τις κατηγορίες της αγιότητας.
Εκτός από τις ειδικές προσωπικές, του Προφήτη,
του Προδρόμου και του Βαπτιστού, χαρακτηρίζεται ως ερημίτης, διότι έζησε στην έρημο μόνος. Νηστευτής μέγας, διότι στην έρημο έτρωγε μόνο μέλι και ακρίδες. Ασκητής. Φορούσε ένα ρούχο σκληρό από τρίχα καμήλου και έκανε
υπομονή. Ανυπόδητος, ζούσε κάτω από τον καυτερό ήλιο της μέρας και από
ανυπόφορο κρύο της νύχτας. Όσιος,
αφού εγκατέλειψε τον κόσμο και
αφιερώθηκε εξολοκλήρου στο Θεό. Είδε το Άγιο Πνεύμα « ὡσεὶ περιστερὰν ἐπ' αὐτόν (επί τον Χριστόν)» και άκουσε «φωνὴν ἐξ οὐρανοῦ
γενέσθαι» και οσιομάρτυρας, καθώς το τέλος του ήταν μαρτυρικό. Ομολογητής, όταν έλεγξε με παρρησία τον
όχλο αλλά και τον Ηρώδη, λέγοντάς του πως δεν είναι σωστό να έχει τη γυναίκα
του αδελφού του. Απόστολος, διότι
αποσταλμένος από το Άγιο Πνεύμα, γύριζε ανάμεσα στους ανθρώπους και
ευαγγελιζόταν τον ερχομό του Μεσσία. Μεγαλομάρτυρας,
αφού ο ίδιος ο Χριστός τον αποκάλεσε «μείζονα
ἐν γεννητοῖς γυναικῶν». (Λουκά 7,28) Δίκαιος, επειδή έζησε σαν τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, χωρίς
να δει την Ανάσταση του Χριστού. «Ο γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν
ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον». (Μαρ. 6,20) Διδάσκαλος,
όχι απλός αλλά μέγας. «Καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων
βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». (Λουκά 3,3) Άνοιξε το δρόμο και έφερε
από το σκοτάδι της αγνωσίας κοντά στο Χριστό τους ανθρώπους της εποχής του,
καλώντας τους σε μετάνοια και προαναγγέλλοντας την έλευσή Του.
Ο
μέγας αυτός άνθρωπος με την περισσή αγιότητα, ήρθε να διακονήσει στο έργο της
σωτηρίας ταπεινά και να αποσυρθεί διακριτικά. Γι` αυτό απάντησε στους μαθητές
του με τα παρακάτω λόγια, όταν ήρθαν παραπονεμένοι να του πουν πως όλοι έτρεχαν να βαπτιστούν από το Χριστό
και όχι απ` αυτόν, παρόλο που ο Ιωάννης
είχε δώσει τη μαρτυρία του και τον έδειξε
στον κόσμο:
«Ο ἔχων τὴν νύμφην νυμφίος ἐστίν· ὁ δὲ φίλος
τοῦ νυμφίου, ὁ ἑστηκὼς καὶ ἀκούων αὐτοῦ, χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν φωνὴν τοῦ νυμφίου.
αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται (Ιωάν. 3,29)
Δηλαδή: «Εκείνος που έχει τη νύφη είναι ο γαμπρός, αλλά ο φίλος του γαμπρού,
που στέκει και τον ακούει, χαίρεται πολύ για τη φωνή του γαμπρού. Αυτή λοιπόν η
χαρά μου έχει ολοκληρωθεί».
Αυτό λέει ο Ιωάννης στους μαθητές του: «Και εσείς οι ίδιοι μαρτυρείτε λέγοντας,
πως όλοι τρέχουν στο Χριστό. Ε, γι` αυτό έτρεχα και βιαζόμουν και έκανα τα
πάντα τόσον καιρό, δηλαδή να πάνε σ` αυτόν» (Ι. Χρυσόστομος).
Ο
Ιωάννης παρομοιάζει το Χριστό με γαμπρό, και το λαό, την ανθρωπότητα, με
νύφη, «ο λαός των πιστών, ο οποίος
συγκροτεί την Εκκλησία μυστικώς διά της πίστεως» (Ζιγαβηνός). Τον εαυτό του
δε με παράνυμφο, δηλαδή προξενητή, μεσίτη για την προσέγγιση της νύφης στο
γαμπρό και ακόλουθο του ζεύγους στους γάμους. Εκφράζει την απέραντη χαρά του,
διότι το έργο που του ανατέθηκε, να οδηγήσει και να παραδώσει τη νύφη στο
γαμπρό, το έφερε εις πέρας. Έχω, λέει, τέτοια χαρά, «σαν αυτήν που έχει αυτός
που παραδίδει τη νύφη στο γαμπρό και έχει πλέον ολοκληρώσει τη διακονία του»
(Ζιγαβηνός).
Νιώθει ο Ιωάννης τη χαρά στο αποκορύφωμά της:
«Προχώρησε και τελείωσε από μένα το έργο, το οποίο έπρεπε να γίνει και από εδώ
και πέρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο» (Χρυσόστομος).
Σχολιάζει ο άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας:
«Εάν δεν προσερχόταν η νύφη στο γαμπρό, δηλαδή ο λαός στο Χριστό, τότε θα είχα
πόνο γι` αυτό, εγώ ο παράνυμφος. Τώρα όμως, αφού έγινε έτσι, χαίρομαι με μεγάλη
χαρά».
Αφού τελείωσε με επιτυχία το έργο ως
παράνυμφος, στάθηκε δίπλα στο νυμφίο και περιμένει τις επόμενες εντολές.
Σχολιάζει ο άγιος Χρυσόστομος: «Το “εστηκώς” δεν το είπε τυχαία ο Πρόδρομος, αλλά θέλει να δηλώσει
πως τελείωσαν πια όλα, όσα ήταν να
γίνουν από μέρους του και έπρεπε αυτός να σταθεί κοντά στο νυμφίο Χριστό και να
ακούει».
Ο Άγιος Πρόδρομος διδάσκει με τη ζωή του,
με τη διδασκαλία του και το μαρτύριό του τον τύπο του γνησίου ανθρώπου του
Θεού. Η ιεραποστολή είναι έργο «του
ποιείν» και «του διδάσκειν».
Όταν έτσι αγωνίζονται οι φίλοι του Χριστού,
να φέρουν τα μηνύματά του στις ψυχές των
ανθρώπων, ώστε αυτοί να γίνουν κοινωνοί της πίστης, της λατρείας και της
προσκύνησης του Αγίου Θεού, τότε έρχεται και η αληθινή χαρά. Χαίρονται δε όλοι
μαζί, παίρνοντας ως αντίδωρο σε όλη την πληρότητά της τη χαρά, που χαρίζει το
Άγιο Πνεύμα, διότι μπήκαν στην αγκαλιά του Χριστού και της Εκκλησίας. Διότι και
ο Ιωάννης λέει : «ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ
πεπλήρωται», δηλαδή είναι πλήρης, τέλεια, αληθινή.
Ο διάκονος του έργου της Εκκλησίας
έχει θέση τιμητική. Παρόλο που λέγεται
διάκονος, παίρνει θέση ξεχωριστή στις
καρδιές του πληρώματος. «Παραστέκει» στη θεία Χάρη και απολαμβάνει την
αγιοπνευματική χαρά, τη χαρά της προσφοράς στο συνάνθρωπο, διότι του έδειξε,
χάριτι Θεού, το δρόμο της σωτηρίας, που είναι το κεφαλαιώδες υπαρξιακό ζήτημα
για κάθε άνθρωπο. Παράλληλα είναι σε κατάσταση ετοιμότητας, ώστε να δεχτεί νέες
οδηγίες από την Εκκλησία και να τις εκτελέσει με προθυμία.
Στο στίχο: «Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι,
περισσεύοντες ἐν τῷ ἔργῳ τοῦ Κυρίου πάντοτε, εἰδότες ὅτι ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἔστι
κενὸς ἐν Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 15,58), δηλαδή: « Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί, γίνετε
σταθεροί, αμετακίνητοι, εργαζόμενοι όλο και περισσότερο στο έργο του Κυρίου
πάντοτε, αφού ξέρετε ότι ο κόπος σας εν Κυρίω δεν είναι μάταιος», ο άγιος Χρυσόστομος σχολιάζει: «Τίποτε δε μας κάνει να υποφέρουμε τόσο,
όσο το να νομίζουμε πως κουραζόμαστε άδικα και μάταια», εννοώντας την
οποιαδήποτε εργασία στον αμπελώνα του Κυρίου.
Έργο του διαβόλου είναι να αναμοχλεύει τα
πάθη και τις αδυναμίες, να παίρνει
δικαιώματα και να ζητά να αναστατώνει τις αγωνιζόμενες ψυχές, για να διακόψει
την οποιαδήποτε διακονία. Χρειάζεται προσοχή και μέτρο ταπεινώσεως στην άσκηση
της διακονίας της ιεραποστολής. Ο άγιος
Κύριλλος Αλεξανδρείας σχολιάζει το τι σημαίνει ο λόγος του Προδρόμου «Οὐ δύναται
ἄνθρωπος λαμβάνειν οὐδὲν ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» (Ιωάν. 3,27): «Νομίζω πως πρέπει να αρκούμαστε στις δυνατότητες που
μας δόθηκαν και να απολαμβάνουμε τις
σταλμένες ειδικά για μας εξ ουρανού
τιμές και να μην πηγαίνουμε καθόλου παρά πέρα. Μη στενοχωριέται λοιπόν ο δικός
μου μαθητής, αν δεν ξεφεύγω από τα μέτρα μου και παραμένω συμμαζεμένος στα
ανθρώπινα».
Όπως είναι και όποιος είναι και όσος είναι,
το ελάχιστο της ταπεινής προσφοράς του ο καθένας. Δεν έχουμε δικαίωμα σιωπής,
όταν υπάρχει ανάγκη να προσφέρουμε Χριστό, στο κατά δύναμη, διότι θα δώσουμε
λόγο. Πώς θα σιωπήσω, όταν είμαι βέβαιος πως ο Χριστός είναι η Αυτοαλήθεια; Θα
τον κηρύξω, θα τον ομολογήσω κι ας γίνει ό,τι θέλει. Αν λέω πως είμαι του
Χριστού, δεν έχω το αγαπητικό χρέος να προσπαθήσω να φέρω μια ψυχή στο
πετραχήλι; Ούτε αυτό, χάριτι Θεού;
Έχοντας ακράδαντη πίστη στο Θεό της αγάπης,
στην Αγία Γραφή και στους Αγίους μας, ας μην αποκάμουμε. Εξάλλου, η χαρά της
διακονίας και δη της ιεραποστολής, είναι
παρούσα, ζωντανή και όχι ελπιζόμενη, προσδοκώμενη. Είναι αντανάκλαση της
χαράς των Αγγέλων στη γη. «Οὕτω, λέγω ὑμῖν,
γίνεται χαρὰ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». (Λουκά
15,10) Βιώνεται καθημερινά και ομολογείται από απλούς ανθρώπους της προσφοράς
και της θυσίας. Λάμπει στα μάτια και στο πρόσωπό τους, αντιφεγγίζει στους
συνανθρώπους τους και τους εμπνέει. Ας
τους ζηλέψουμε! Δεν αξίζει;
Κιλκίς,
10-10- 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου